Σαν παντρεύτηκε ο Ηρακλής τη Διηάνειρα, πήγε να μείνει ένα διάστημα στην Καλυδώνα. Και εκεί γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί ο Ύλλος. Ο ήρωας βοήθησε τους Καλυδώνιους σε μια εκστρατεία τους ενάντια στους Θεσπρωτείς. Και όπως λέει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος: «Αφού κατάλαβε την Εφύρα, που βασιλιάς της ήταν ο Φύλας, ο Ηρακλής ενώθηκε με τη θυγατέρα του Φύλα, την Αστυόχη, κι από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Τληπτόλεμος».

Και γύρισε ύστερα ο Ηρακλής στην Καλυδωνία, αλλά μετά από λίγο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτή την πόλη, επειδή έκανε άθελά του ένα φόνο: ένας συγγενής του βασιλιά Οινέα, ο νεαρός Εύνομος, που του είχε ανατεθεί να υπηρετεί στο τραπέζι τον Ηρακλή, μια μέρα έχυσε το νερό, που προοριζόταν για το πλύσιμο των ποδιών στα χέρια του ήρωα, που οργίστηκε τόσο πολύ, που κατάφερε μια γροθιά δυνατή στον Εύνομο, ώστε να μείνει στον τόπο. Και ο Οινέας μεν συγχώρεσε τον ακούσιο τούτο φόνο στο γαμπρό του Ηρακλή, αλλά αυτός δε δέχτηκε να πάρει άφεση για το άθελό του κρίμα και αυτοεξορίστηκε.

Και ξεκίνησε ο Ηρακλής να πάει στην Τραχίνα,φεύγοντας από την Καλυδώνα, αντάμα με τη Διηάνειρα και το γιο τους Ύλλο. Και συναπάντησαν τον ποταμό τον Εύηνο στο δρόμο που πηγαίναν κι ο ποταμός ήταν δύσβατος πολύ. Κι είχε εκεί εγκατασταθεί ο Κένταυρος Νέσσος, που είχε γλυτώσει από τη σφαγή των ομοφύλων του, που τους είχε σκοτώσει ο Ηρακλής στο άντρο του Φόλου. Κι έκανε ο Νέσσος στον ποταμό εκεί τον περαματάρη, λέγοντας πως, επειδή ήταν τίμιος και ντόμπρος, τον διορίσανε σ’ αυτή τη θέση και να παίρνει αμοιβή, οι θεοί.

Ο Ηρακλής πέρασε κολυμπώντας το ποτάμι, αλλά ανάθεσε στον Νέσσο να περάσει στην απέναντι όχθη τη Διηάνειρα. Όμως την ώρα που περνούσαν το ποτάμι, Νέσσος θέλησε να βιάσει τη Διηάνειρα, που κατά τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο πάντα, «έβαλε τις φωνές και ο Ηρακλής τρύπησε με ένα βέλος την καρδιά του Κένταυρου, τη στιγμή που ετούτος έβγαινε από το νερό. Κι ο Νέσσος νοιώθοντας πως θα πεθάνει, φωνάζει τη Διηάνειρα και της λέει ότι αν ήθελε ν’ αποχτήσει ένα δυνατό ερωτικό φίλτρο, που θα έκανε τον άντρα της πάντα να την αγαπάει, δεν είχε παρά να ανακατέψει το σπέρμα του, που είχε πέσει καταγής, με το αίμα που χυνόταν από την πληγή του».

Αλλά και η αφήγηση του Διόδωρου του Σικελιώτη συμφωνάει σε όλα σχεδόν τα σημείαμε την παραπάνω αφήγηση του Απολλόδωρου του Αθηναίου: «Ο Νέσσος πληγώθηκε την ώρα που βίαζε τη Διηάνειρα κι ήταν τόσο βαθειά η πληγή του, που πέθανε σχεδόν αμέσως. Μα πριν ξεψυχήσει, είχε στη Διηάνειρα πει, πως θα της έδινε ένα φίλτρο, που θα έκανε τον Ηρακλή να μη θέλει πια να πλησιάσει γυναίκα άλλη. Και τη συμβούλεψε να πάρει το σπέρμα του, να το ανακατώσει με λάδι και με το αίμα του που έτρεχε από τη λαβωματιά του και με το μείγμα αυτό να πασαλείψει το χιτώνα του άντρα της του Ηρακλή».

Εικόνα: Ο Κένταυρος Νέσσος περνώντας το ποτάμι προσπαθεί να βιάσει τη Διηάνειρα

«Ελληνική Μυθολογία» Ζαν Ρισπεν

Μτφ κ. Ζαρούκα, ΑΡΓΩ 2000

loading...