Δεν θέλω λεφτά, δεν θέλω πλούτη, θέλω την παλιά μου γειτονιά και τους ανέμελους ανθρώπους της γειτονιάς εκείνης.

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια που υπήρχαν ακόμη άνθρωποι με χαμόγελο και ανεμελιά, παρ’ ότι ήταν φτωχοί.

Φτωχοί στην τσέπη μα πλούσιοι στην καρδιά…Αρχές της δεκαετίας του 1980, ζούσα σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, σε ένα παραθαλάσσιο μέρος που έσφυζε από ζωή, που ο κόσμος ακόμα δούλευε χωρίς να βγάζει πολλά λεφτά, αλλά ακόμη ζούσε, όλοι δούλευαν. Άλλος στα χωράφια, άλλος στα καΐκια , άλλος πλανόδιος έμπορος με την πραμάτεια του επάνω σε ένα γαϊδουράκι να γυρίζει εδώ και εκεί, υπήρχαν δουλειές και όλες καταμερισμένες σωστά για να έχουν όλοι ένα κομμάτι «ψωμί».  Θυμάμαι τον παπά της ενορίας μου, ένας αληθινός ιερέας, που όταν δεν ήταν στην εκκλησία θα τον έβρισκες στο χωράφι να μαζεύει ελιές.

Τηλεοράσεις δεν είχαμε και αν υπήρχε καμία  ήταν ασπρόμαυρη, τηλέφωνα λιγοστά και όμως δεν μας ένοιαζε.

Είχαμε τις δικές μας φωνές, τα δικά μας τραγούδια, τα δικά μας παιχνίδια και όλο αυτό μας γέμιζε, δεν είχαμε ανάγκη την τηλεόραση άλλωστε όλος ο κόσμος ήταν έξω από το σπίτι, δεν κλεινόταν σε τέσσερεις τοίχους. Τους καλοκαιρινούς μήνες, τα βραδάκια όλοι ήταν έξω, σε όλες τις γειτονιές άκουγες φωνές, γέλια, τραγούδια από μικρούς και μεγάλους. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που την ημέρα δούλευαν σκληρά, με αβέβαιο το αν θα φέρουν λεφτά το βράδυ στο σπίτι όταν θα γύριζαν. Και όμως κάθε βράδυ έστηναν μικρές «γιορτές» σε κάθε γειτονιά. Μα τι ευτυχία, τι χαρά; Δεν είχαν λεφτά μα ήταν πλούσιοι. Πλούσιοι στην καρδιά. Και όταν τελείωναν τα τραγούδια και τα παιχνίδια στην γειτονιά το βράδυ πηγαίναμε και κοιμόμασταν έξω στην αυλή του σπιτιού.

Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες νύχτα και μέρα δεν είχαμε να φοβηθούμε κάτι. Έχω χίλια πράγματα να πω και να θυμηθώ για εκείνες τις ημέρες, θέλω την παλιά μου γειτονιά και τους ανέμελους ανθρώπους της γειτονιάς εκείνη. Θέλω να γυρίσω πίσω, δεν θέλω άλλη ανάπτυξη, δεν θέλω άλλους ανθρώπους να με σώσουν. θέλω απλά να γυρίσω πίσω.

loading...