Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΣΜΕΝΟΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΔΕΙ

GEWKWN:

Οι πρώτοι Χριστιανοί απολογητές και Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούσαν την Ελληνική προπαίδεια ως βασικό όργανο της Θείας Οικονομίας ενεθάρρυναν την μελέτη των Ελλήνων κλασικών συγγραφέων ως στοιχειώδες κεφάλαιον της Χριστιανικής παιδείας….( Κωνσταντέλλου Πρωτοπρ. Καθηγητού Πανεπιστημίου )

Αποσπάσματα διάλεξης  που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Νοτίου Καρολίνας, Η.Π.Α. Χάρις εις την προθυμία του Π. Σταματίου Γανιάρη     

Ο Απόστολος  Παύλος είδε ένα λαμπρό φως να λάμπη γύρω του, και καθώς έπεσε χαμαί, ήκουσε την φωνή του Χριστού να του λέγει, «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις, ΣΚΛΗΡΟΝ ΣΟΙ ΠΡΟΣ ΚΕΝΤΡΑ ΛΑΚΤΙΖΕΙΝ». Αυτή ήτο μία ΕΛΛΗΝΙΚΗ παροιμιακή φράσις. Το «προς κέντρα λακτίζειν» εσήμαινε το να μάχεσαι κατά της βουλήσεως των θεών…….

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΦΡΑΣΙΣ ΣΕ ΚΑΜΜΙΑ ΕΒΡΑΙΚΗ ΠΗΓΗ…

Ο Helmut H. Koester, καθηγητής στο Harvard και επιστημονική αυθεντία, γράφει τα εξής: «Σχετικά με την ελληνική φιλοσοφική παράδοση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Απ. Παύλος, όσον αφορά το ύφος του κηρύγματός του και τον τρόπον υποστηρίξεως ιδεών, βασίζεται εις την διαλογική μέθοδο συζητήσεως των Κυνικών και Στωικών. Γενικά, η ρητορική του εκπαίδευσις ήτο Ελληνική μάλλον παρά ενός Ιουδαίου εκ Παλαιστίνης».

Οι αρχικές δυσφορίες εναντίον των ιδεών και θεολογικών απόψεων του Παύλου ήλθαν από Εβραίους Χριστιανούς, οι οποίοι κατέκριναν και δεν κατανοούσαν ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ.

Τον αποδοκίμαζαν σκληρώς και τον κατηγορούσαν δια περιφρόνησι και προδοσία Χριστιανικών αληθειών, όπως τις εδέχοντο εκείνοι, και ότι τις αντικατέστησε με Ελληνικές ιδέες.

 Όταν ο Απ. Παύλος έγραψε δια τον ‘’ ΑΓΡΑΦΟΝ ΝΟΜΟΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ‘’ όπως εις Ρωμ. 2.14 και Α’ Κορινθ. 5, 1, χρησιμοποιούσε λόγους Ελλήνων φιλοσόφων. Το χρέος του Παύλου προς το Ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό της εποχής του κατοπτρίζεται μέσα στις επιστολές του. Ιδού μερικά ακόμη παραδείγματα.

 Όταν ο Απ. Παύλος γράφει εις τους Κορινθίους, «είτε Παύλος, είτε Απολλώς, είτε Κηφάς, είτε κόσμος, είτε ζωή, είτε θάνατος, είτε ενεστώτα, είτε μέλλοντα, πάντα υμών εστί» (Α’ Κορ. 3, 22), δανείζεται μια έκφραση των Στωικών, οι οποίοι εδίδασκαν ότι «όλα ανήκουν σε όλους». Αλλά ο Παύλος εχρησιμοποίησε το Στωικό ρητό με μια παραλλαγή δια να μη σκανδαλίσει τους αναγνώστας του. Εις άλλο μέρος της ιδίας επιστολής (4.8) κάμνει χρείαν μιας ειρωνείας και σαρκασμού που συνήθιζαν να λέγουν οι Έλληνες φιλόσοφοι εναντίον εκείνων που αγνοούσαν να εφαρμόσουν το Δελφικό απόφθεγμα «γνώθι σαυτόν», που αναφέρεται σε εκείνους οι οποίοι ενόμιζαν ότι εγνώριζαν, ενώ δεν εγνώριζαν ότι δεν εγνώριζαν. Όταν γράφη εις τους Κορινθίους, «ει τις δοκεί σοφός είναι εν υμίν εν τω αιώνι τούτω, μωρός γενέσθω, ίνα γένηται σοφός» (Α’ Κορ. 3, 18), μας υπενθυμίζει τον Πλάτωνα, ο οποίος γράφει, ότι ο σοφός άνθρωπος είναι αυτός που γνωρίζει εαυτόν, ότι δεν είναι καταρτισμένος δια την μελέτη της σοφίας.

  Ένα ακόμη παράδειγμα του πως η Ελληνική σκέψι και η Χριστιανική διδασκαλία συζούν εις τον νουν του Απ. Παύλου. Εις την προς Γαλατάς επιστολήν του (5.13-21) ο Παύλος συμβουλεύει ότι οι Χριστιανοί πρέπει να ζουν πνευματικά ελεύθεροι, να μη υποτάσσονται εις τον ζυγόν της δουλείας, είτε δουλείας των παθών της σαρκός είτε των αυστηρών διατάξεων του νόμου. Η Στωική φιλοσοφία είχε θέσει ως βασικό όρο της διδασκαλίας της την αρχή ότι η σωτηρία και ευτυχία του ατόμου συσχετίζονται με την εσωτερική ελευθερία. Ο Επίκτητος, άριστος αντιπρόσωπος της Στωικής φιλοσοφίας, εκήρυττε την ελευθερία από τα πάθη και τις επιθυμίες της σαρκός.

 Όταν ο ΑΠ. Παύλος έγραφε πως ο Ιάκωβος, ο Κήφας και ο Ιωάννης ήσαν στύλοι («δοκούντες στύλοι είναι» Γαλ. 2.9), εχρησιμοποιούσε παράφρασι του Αισχύλου και του Ευριπίδου. Και εις άλλες επιστολές του ο Παύλος ομιλεί με όρους οι οποίοι καθαρά φανερώνουν το χρέος του εις την Ελληνική σκέψη.

Ο Επίκτητος γράφει: «Ο θέλει ου ποιεί, και ο μη θέλει ποιεί». Και ο Παύλος διακηρύττει: «Ου γαρ ο θέλω τούτο πράσσω, αλλ’ ο μισώ τούτο ποιώ» (Ρωμ. 7, 15). Ο Επίκτητος και ο Παύλος χρησιμοποιούν παρομοίους όρους δια να περιγράψουν το βραβείο νίκης δι’ ένα αθλητή. «Δος μοι απόδειξιν, ει νομίμως ήθλησας», γράφει ο πρώτος. Και ο Παύλος γράφει εις τον μαθητή του Τιμόθεο: «Εάν δε και αθλή τις, ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση» (Β’ Τιμ. 2, 5).

Ο Απ. Παύλος, ήτο και γνώστης πολλών Ελληνικών παροιμιών, όπως «φθείρουσι ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» (Α’ Κορινθ. 15, 33), ρητόν που αποδίδεται εις τον Αθηναίο ποιητή Μένανδρο, ο οποίος το είχε διδαχθή από τον Επίκουρο.

 Όταν ο Απ. Παύλος γράφει, «εγώ γαρ έμαθον εν οις ειμί αυτάρκης είναι» (Φιλιπ. 4, 11), χρησιμοποιεί την γλώσσα του Σωκράτη και των Στωικών, οι οποίοι ετόνιζαν πολύ την αρετήν αυτήν. Όταν ερωτούσαν τον Σωκράτη «ποιος είναι ο πιο πλούσιος στον κόσμος», εκείνος απαντούσε: «εκείνος που αρκείται εις τα ολίγα».

  Οι Έλληνες εθεωρούσαν τον παρόντα χρόνον ως προερχόμενον εκ θελήματος Θεού, τον κόσμον ως καλόν και ωραίον και ως δώρο Θεού· τον άνθρωπον ως ένα ον, που έχει κλίσι προς τα πνευματικά και τα υλικά. Ένα ον με προορισμόν το καθ’ ομοίωσιν προς τον Θεόν, φθάνον εις το στάδιο της θεώσεως δια της παιδείας και καλλιεργείας της διανοίας, της θεωρίας και επιστημονικής ερεύνης, και της καλλιεργείας του πνεύματος. Η θρησκευτική των Ελλήνων περί ανθρώπου δεν ήτο αντίθετη προς την χριστιανική διδασκαλία περί ανθρώπου ως εικόνα και ομοίωμα Θεού. Η Ελληνική φιλοσοφία, ο Πλατωνισμός, Αριστοτελισμός και Στωικισμός, έβλεπε εις τον κόσμον την ενέργεια και πρόνοια του Θεού, την θεία παρουσία εις την δημιουργία του κόσμου αλλά και εις τον νουν, την ζωήν και τις εμπειρίες του ανθρώπου. Η ανθρώπινη ευφυΐα εθεωρείτο ως μία διαρκής δημιουργική και προοδευτική ενέργεια του Δημιουργού. Η θεία παρουσία εις τον νουν, εις το δημιουργικό πνεύμα και εις τις ηθικές αρχές του ανθρώπου, που ήσαν κοινά χαρακτηριστικά της διδασκαλίας των Ελλήνων διανοουμένων, έκαμε πιο εύκολη την επαφή μεταξύ της Ελληνικής σκέψεως και της χριστιανικής θρησκείας.

  Η σπουδαιότης της Ελληνικής φιλοσοφίας ως πρόδρομος του Χριστού διατυπώθηκε ολίγα χρόνια αργότερα από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα . Ο Κλήμης γράφει ότι πριν από την έλευση του Χριστού «η φιλοσοφία ήσαν αναγκαία προς καταρτισμό των Ελλήνων εις την αρετήν» και τους εδόθη υπό του Θεού, «καθότι ο Θεός είναι η πηγή παντός αγαθού».

 Πως οι Πατέρες δικαιολογούσαν την υιοθέτησι της Ελληνικής σκέψεως; Η καλύτερη απάντησις εις το ερώτημα τούτο εδόθη από τον Σωκράτη, τον εκκλησιαστικό ιστορικό του τετάρτου αιώνος,  ο οποίος γράφει: «Η Ελληνική παίδευσις, ούτε παρά του Χριστού, ούτε παρά των αυτού μαθητών, ή ως θεόπνευστος εδέχθη, ή ως επιβλαβής εξεβλήθη. Και τούτο, ως ηγούμαι, ουκ απρονοήτως εποίησαν. Πολλοί γαρ των παρ’ Έλλησι φιλοσοφησάντων, ου μακράν του γνώναι τον Θεόν εγένοντο». Και προσθέτει εις το ίδιο κεφάλαιο (Γ, 16) τα εξής οικουμενικής φύσεως λόγια: «Το δε καλόν και την αλήθειαν έχοντες, πάντα προσλαμβάνομεν δοκιμάζοντες. Το γαρ καλόν ένθα αν η, ίδιον της αληθείας εστίν».

Έχει διαπιστωθή ευρέως από ειδικούς πατρολόγους των πρώτων χριστιανικών χρόνων ότι πολλές χριστιανικές διδασκαλίες, όπως το δόγμα περί «πνευματικών ύμνων», και μουσικές τάσεις ήσαν προϊόντα της προχριστιανικής Ελληνικής φιλοσοφίας και θρησκευτικών παραδόσεων. Λόγου χάριν, ο Διατονικός Πρώτος Ήχος της βυζαντινής μουσικής ονομάζεται Δώριος διότι εχρησιμοποιήθη πρώτον από τους Δωριείς. Ο εύθυμος και θερμός χαρακτήρας του, το επιβλητικό και ωραίον ύφος του πολύ ομοιάζουν με την αρχαία Ελληνική νοοτροπία, διάθεσι και ύφος.

 Η έμφυτος κλίσις και ώθησις προς την εικονική αναπαράστασι εις την αρχαία Ελληνική θρησκευτικότητα άφησε ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα εις την Ορθόδοξο Εκκλησία. Η σπουδαιότης του τελετουργικού εις την λατρεία, τα ιερά σύμβολα και ιερά μυστήρια εις την Ορθοδοξίαν είχαν παρόμοιους τύπους εις την σκέψι και ζωή του αρχαίου Ελληνισμού. Η Θεία Ευχαριστία, ως «αναίμακτος θυσία», μας υπενθυμίζει την «λογική θυσία» εις την αρχαία Ελληνική θρησκεία, ως προσωπική και μυστική λατρεία προς τον Θεόν, δια της οποίας ο άνθρωπος ηνούτο με την θεία φύσι κατά ένα μυστηριακό τρόπο. Ο Ελληνικός γάμος εις την προχριστιανική εποχή ήτο περισσότερο από θρησκευτική πράξις· ήτο ένα μυστήριο μέσα εις την λειτουργία των Μυστηρίων Ελευσινίων, Διονυσιακών ή άλλων. Ο Ελληνικός γάμος εις την Πυθαγόρεια παράδοσι εθεωρείτο ένα μυστήριο. Ο Απόστολος Παύλος εχρησιμοποίησε την ίδια ιδέα όταν έγραψε, «το μυστήριον τούτο μέγα εστί» (Εφεσ. 5. 32). Ο καθαγιασμός του ζεύγους, και ιδιαίτερα της νύμφης, ήτο ένα βασικό στοιχείο της τελετής του γάμου των αρχαίων Ελλήνων

Εκτός από τους εκκλησιαστικούς Πατέρες, συγγραφείς και υμνογράφους, οι οποίοι εχρησιμοποίησαν την Ελληνική φιλοσοφική γραμματεία δια να υποστηρίξουν και αναπτύξουν την χριστιανική θεολογία, οι Οικουμενικές Σύνοδοι από το 325 έως το 787 (μ.Χ.) εχρησιμοποίησαν ευρέως τους Ελληνικούς φιλοσοφικούς όρους και εννοίας δια να διατυπώσουν τα δόγματα περί Θεού, περί Χριστού, περί Αγίου Πνεύματος, περί ανθρώπου εικονογραφίας και άλλες πτυχές της χριστιανικής διδασκαλίας.

 Επαναλαμβάνομε ότι η θεολογική και δογματική διατύπωσις της χριστιανικής πίστεως δεν θα κατορθώνετο χωρίς την χρησιμοποίησι της Ελληνικής γλώσσης και της Ελληνικής πνευματικής κληρονομίας.

ΠΗΓΗ: Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

loading...