THE GREATEST LOSS OF HELLENISM – Νεοκλή Σαρρή: Τρείς φορές η Κωνσταντινούπολη προσφέρθηκε σε «ελληνικά χέρια» και αυτά την απώθησαν. Η (τραγικότατη) χωρίς λόγο εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης κτλ

 
Με αφορμή τη σημερινή θλιβερή επέτειο της αποφράδας ημέρας και το κατωτέρω του Καθηγητή Θεοδώρου Καρυώτη με τίτλο «Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», Δείτε:

Α. Νεοκλή Σαρρή (συνημμένο και κατωτέρω που πρέπει να διαβάσει κάθε Έλληνας για να αντιληφθεί τι εστί Ελλαδικό κράτος: Τρείς φορές η Κωνσταντινούπολη προσφέρθηκε σε «ελληνικά χέρια» και αυτά την απώθησαν.

Β. Η (τραγικότατη) χωρίς λόγο εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης που οι Έλληνες αγνοούν

Γ. Πώς έβλεπαν ξένοι φιλέλληνες την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης

Μετά την ως κατωτέρω προδοσία της Κωνσταντινούπολης και την τραγική προδοσία εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης (συνημμένο), ακολούθησε η δυτική προδοσία της Ελληνικής Κύπρου από τον Καραμανλή.

Και βρίσκεται εν εξελίξει, μετά την εγκατάλειψη της ΑΟΖ Κύπρου – Καστελόριζου, η δυτική επίσης προδοσία του Αιγαίου μας υπό τας εντολάς του ΕΛΙΑΜΕΠ και του Βενιζέλου Τούρκογλου. Που δεν θέλουν λένε το Αιγαίο «Ελληνική λίμνη». Δηλαδή κατά τις δυτικές διαχρονικές εντολές διχοτόμησης του Αιγαίου (θα επανέλθουμε) δεν θέλουν χωρικά ύδατα 12 μίλια.

Δρ Ευριπίδης Μπίλλης

Α. Τρείς φορές η Κωνσταντινούπολη προσφέρθηκε σε «ελληνικά χέρια» και αυτά την απώθησαν. Γράφει ο αείμνηστος μεγάλος ‘Έλληνας Νεοκλής Σαρρής,

Απόσπασμα από το ένθετο της εφημερίδας ΠΑΡΟΝ της Κυριακής 18/10/2009.

Στη γνωστή ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, δηλαδή του σύγχρονου ελληνικού κράτους, δεσπόζουν δύο αντιθετικά μεταξύ τους ρεύματα που απηχούν την κυρίαρχη πολιτική, η οποία ασκείται ιδιαίτερα έναντι της Οσμανικής Αυτοκρατορίας αρχικά και της Τουρκίας στη συνέχεια, σε ό,τι αφορά τους Έλληνες που ζουν κάτω από το δεσποτικό καθεστώς της γειτονικής χώρας.

Το πρώτο είναι εμφανές, ρητό και επίσημο και εκφράζεται ρητά κάτω από το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας που θέλει την «απελευθέρωση των ομογενών αδελφών»

Το δεύτερο είναι αφανές ανεπίσημο και παραμένει άρρητο εφόσον φέρεται αναιρετικό σε όλα τα σημεία του πρώτου.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι το δεύτερο αυτό ρεύμα είναι εκείνο που κατευθύνει την επίσημη πολιτική, ακόμη και όταν από πρώτη όψη φαίνεται να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Μάλιστα στις μέρες μας το ρεύμα αυτό έχει από την αφάνεια αναδυθεί στην επιφάνεια και έχει καταστεί κατά τρόπο ρητό και κατηγορηματικό κυρίαρχο στην ιδεολογία και την πολιτική

Για παράδειγμα η ομόθυμη υποστήριξη του Σχεδίου Ανάν από τη μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων πολιτικών, αλλά και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, των κατασκευαστών της κοινής γνώμης, ή η παντελής αδιαφορία για τους Έλληνες της Αλβανίας κ. ά.

Ο Douglas Dakin, ο οποίος βέβαια δεν είναι κανένας έλληνας εθνικιστής, στον επίλογο του μνημειώδους έργου του «Η Ενοποίηση της Ελλάδας», συγκρίνοντας την ενοποίηση της Ιταλίας με εκείνη της Ελλάδας, παρατηρεί

Ότι ενώ η πρώτη την επέτυχε σε σύντομο χρονικό διάστημα και με μικρές θυσίες, η δεύτερη χρειάστηκε ενάμιση σχεδόν αιώνα και πολλές θυσίες, εκατόμβες νεκρών και θυμάτων από τον άμαχο πληθυσμό.

Ακόμα επισημαίνει ότι ενώ οι Ιταλοί κατόρθωσαν να συμπεριλάβουν στο κράτος τους την Ιερή τους Πόλη, τη Ρώμη, οι Έλληνες «τουλάχιστον δύο φορές είχαν εξασφαλισμένη» τη δική τους Ιερή Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, και κυριολεκτικά την απεμπόλησαν.

Για την ιστορική ακρίβεια, δεν είναι δύο, αλλά τρεις οι φορές που η Κωνσταντινούπολη προσφέρθηκε σε «ελληνικά» χέρια και αυτά την απώθησαν.

Η Κωνσταντινούπολη και ο «ιστορικός δισταγμός» της Ελλάδας

Η πρώτη φορά ήταν τον Ιούλιο του 1922.

Στη Θράκη την εποχή εκείνη οι ελληνικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 80.000 (έναντι δύναμης 8.000 των Συμμάχων στην Κωνσταντινούπολη, που ασφαλώς και δεν ήταν σε θέση να αντιδράσουν), ενώ οι τουρκικές δυνάμεις δεν είχαν πρακτικά τη δυνατότητα να διαπεραιωθούν στη Θράκη εφόσον στερούνταν στοιχειωδώς ναυτικού (στην Προποντίδα και τα Στενά η ναυτική ισχύς ήταν ελληνική).

Ο Τσώρτσιλ σχετικά αναφέρει ότι «το αριστοτεχνικό σχέδιο της ελληνικής ηγεσίας που ζήτησε την άδεια να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και μόνο ως απειλή κατατάραξε τους Τούρκους ενώ δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι Έλληνες ήταν σε θέση να το πράξουν» .

Την περίπτωση αυτή ιστορεί ο δημοσιογράφος Δημ. Σβολόπουλος (πατέρας του ακαδημαϊκού Κωστή Σβολόπουλου)

Σε ένα σύντομο μελέτημα του που φέρει τον τίτλο.

«Ο ιστορικός δισταγμός, πώς και διατί ανεστάλη μίαν ώραν προ της εκκινήσεως της η προέλασις του ελληνικού στρατού εκ Θράκης και η κατάληψις της Κωνσταντινούπολης»

(που γράφτηκε με βάση τις σημειώσεις και κείμενο του πενθερού του Γ. Σκαλιέρη, γνωστού ιστοριοδίφη και μελετητή της Μικράς Ασίας, γιου του Κλεάνθη Σκαλιέρη, μιας συγκλονιστικής φυσιογνωμίας που προετοίμαζε με τον ενθρονισμένο σουλτάνο Μουράτ Ε τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό του Οσμανικού κράτους με την αναγνώριση πολιτικής ισοτιμίας στους μη μουσουλμάνους υπηκόους ).

Ήταν τότε, όπως μας πληροφορεί ο Στέφανος Παπαδόπουλος (ένας πολύ γνωστός Κωνσταντινουπολίτης δημοσιογράφος του περασμένου αιώνα και ένας από τους πρώτους σοσιαλιστές) στις «Αναμνήσεις» του, που οι Τούρκοι

«Αρχισαν να εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη. Έφευγαν στη Μικρά Ασία. Και πλούσιες τουρκικές οικογένειες αναχωρούσαν τότε, όπως αντιλαμβάνετο κανείς από τα έπιπλα τους που συγκεντρώνοντο στο Καμπάτας για να σταλούν στην απέναντι, τη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου».

Η δεύτερη φορά ήταν ακριβώς μετά την καταστροφή της Σμύρνης, όταν ένας αρθρογράφος στο επίσημο όργανο της Κομιντέρν, εκφράζοντας τις απόψεις της σοβιετικής ηγεσίας, θεωρεί βέβαιο πως η Αγγλία θα παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα ως «λαχνό παρηγοριάς» και ένας συνάδελφος του οδύρεται εφόσον:

«Η πολιτική του Μουσταφά Κεμάλ σημαίνει, στρατιωτικά αξιολογούμενη, αυτοκτονία, γιατί πλέον ….. οι κεμαλικές μονάδες δεν μπορούν να επιτεθούν στα Στενά και να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη».

Ήταν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό βέβαιη η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης «ώστε είχε ετοιμαστεί και ο χάρτης της πόλης με τις νέες ελληνικές ονομασίες των δρόμων, λεοφόρων, πλατειών και συνοικιών».

Ο χάρτης αυτός φυλασσόταν στο κτίριο του Γενικού Προξενείου της Πόλης μέχρι τη δεκαετία του 60 από τον λόγιο Νικόλαο Δάμτσα, διακεκριμένο στέλεχος της προξενικής υπηρεσίας.

Η Τρίτη φορά ήταν την άνοιξη του 1923 όταν η Διάσκεψη Ειρήνης στη Λωζάνη, μπροστά στην τουρκική αδιαλλαξία, κινδύνευε να αποτύχει και να διακοπούν οι εργασίες της. Όπως αποκαλύπτει κατά τρόπο εξόχως γλαφυρό, στα (ακόμα απαγορευμένα επισήμως στην Τουρκία) «Απομνημονεύματα» του ο Ριζά Νουρ μπέης (ως δεύτερος στην ιεραρχία της τουρκικής αντιπροσωπίας στη Λωζάνη).

Η Στρατιά του Έβρου που είχε συγκροτήσει ο Πάγκαλος ήταν ένας βέβαιος κίνδυνος. Ο Ριζά Νουρ λέγει επακριβώς «πληροφορηθήκαμε ότι υπάρχει ένας θεότρελος (delifisek) ονόματι Πάγκαλος, τον γνωστικό δεν τον φοβάσαι, όμως τον μουρλό που θέλει να προχωρήσει από τον Έβρο, τον φοβάσαι».

Περιγράφει πως συναντήθηκε επειγόντως με τον αρχηγό της τουρκικής αντιπροσωπίας Ισμέτ (Ινονού) με τον οποίο εξέτασαν το ενδεχόμενο ελληνικής επίθεσης και τη δυνατότητα αναχαίτισης της από τις κεμαλικές δυνάμεις. «Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες θα καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη και εμάς θα μας κρεμάσουν (εννοεί στην Άγκυρα)». Γι αυτό πείθει τον Ισμέτ να υπογράψει τη Συνθήκη Ειρήνης όπως όπως.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την εποχή εκείνη 400 χιλιάδες περίπου από το ένα εκατομμύριο κατοίκους της Κωνσταντινούπολης (και της περιφέρειας της ήταν Έλληνες και 200.000 Άρμένιοι, Έβραίοι και Ευρωπαίοι/λεβαντίνοι (οι υπόλοιποι ήταν μουσουλμάνοι).

Όπως επίσης ότι ήταν αδύνατο να διαβούν τα κεμαλικά στρατεύματα τον Βόσπορο ή την Προποντίδα

Γιατί συνέχιζε η κατάσταση κατά την οποία ο Κεμάλ δεν διέθετε ναυτικές δυνάμεις ( τα υπολείματα του οσμανικού στόλου, που μετά την ανακωχή του Μούδρου είχαν «κλειδωθεί» στον ναύσταθμο του Κερατίου, τα παρέλαβε πολύ μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης ο στρατηγός Σουκρού Ναϊλή πασάς, και συγκεκριμένα κατά Οκτώβριο του 1923).

Ήταν απολύτως λογικό λοιπόν τα σύνορα της Ελλάδας να βρίσκονται στον Βόσπορο.

Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί τα τελευταία χρόνια στις διάφορες διαλέξεις, αλλά και κατά τις εμφανίσεις της σε τηλεοπτικά προγράμματα η καθηγήτρια Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, η Ελλάδα είναι η μόνη βαλκανική χώρα που συγκροτήθηκε δίχως την πρωτεύουσα του ελληνικού έθνους που ήταν η Κωνσταντινούπολη.

Η διαπίστωση αυτή συνδέεται άμεσα με την υποσυνείδητη αντιπάθεια της επίσημης Ελλάδας ή/και την απαρέσκεια της για την Κωνσταντινούπολη και γενικά για όσες περιοχές ήταν εκτός μιας περιορισμένης εδαφικής περιφέρειας που απετέλεσε και τον ιδρυτικό της πυρήνα.

Υποσυνείδητη αποφυγή επέκτασης της, υπό την έννοια της αποκατάστασης της σε όρια καθοριζόμενα από έναν δίκαιο διαμοιρασμό των εδαφών της Οσμανικής Αυτοκρατορίας, μοιάζει με την περίπτωση ενός ανθρώπου που κρατεί ένα εύθραυστο αντικείμενο και περνά από τη σκέψη του το ενδεχόμενο να πέσει από τα χέρια του και να θρυμματιστεί. Και αυτό που ενδόμυχα φοβάται συμβαίνει αναιτίως: ξαφνικά του γλιστρά και γίνεται κομμάτια !

Γ. Πώς έβλεπαν ξένοι φιλέλληνες την κατάληψη από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης

(Από το βιβλίο του Άγγλου John Hackett “Η ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου”, τόμος Α, Εν Αθήναις Τύποις Π. Α. Σακελλαρίου, 1923)

Δρ Ευριπίδης Μπίλλης

loading...