ΗΠΑ: Το κράτος της Google, του Facebook και του Twitter

 

Δεν υπάρχει σχεδόν σημαντική εσωτερική εξέλιξη σε οποιαδήποτε χώρα ή διεθνές ζήτημα που να μην συνοδεύεται από κάποιον «πόλεμο του Ίντερνετ».

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Η δραματική κρίση στην Ουκρανία που εξελίχθηκε και παραμένει μια παγκόσμια κρίση μας ανάγκασε να διακόψουμε προσωρινά τη σειρά των άρθρων μας για τον ολοκληρωτισμό του διαδίκτυου, το τελευταίο από τα οποία δημοσιεύσαμε στα τέλη Δεκεμβρίου. Επανερχόμαστε σε αυτό το κεφαλαιώδους σημασία ζήτημα με το σημερινό μας άρθρο.

Είδαμε πρόσφατα τους ιδιοκτήτες των αμερικανικών τηλεοπτικών εταιρειών να αποφασίζουν τη λογοκρισία του ίδιου του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, δηλαδή, θεωρητικά, του ισχυρότερου ανθρώπου στον κόσμο. Μετά είδαμε δύο δισεκατομμυριούχους από την Καλιφόρνια, τους ιδιοκτήτες του Facebook και του Twitter, να λογοκρίνουν τους λογαριασμούς του Ντόναλντ Τραμπ. Στη συνέχεια, το Facebook ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να λογοκρίνει ό,τι θεωρεί ως αντιεπιστημονικές απόψεις για τον νέο κορονοϊό. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τέτοιες αποφάσεις δεν αντανακλούσαν μόνο την προσωπική απόφαση των ιδιοκτητών και των διευθυντών τους, αλλά και την πολιτική βούληση της πλειοψηφίας του μεγάλου παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου.

Για την εκρηκτική διεύρυνση, από μήνα σε μήνα και από χρόνο σε χρόνο, της επιρροής τώρα του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου, τη συγκέντρωση στα χέρια του όλης σχεδόν της εξουσίας στη Δύση, θα μπορούσαμε να γράψουμε όχι άρθρο, αλλά βιβλίο. Να αναφέρουμε μεταξύ άλλων τον διορισμό από τον Μπόρις Τζόνσον ενός τραπεζίτη της  Goldman Sachs ως επικεφαλής του BBC. Την τελευταία διετία εξάλλου, ο κ. Μακρόν, ο τραπεζίτης των Rothschild που έγινε πρόεδρος της Γαλλίας με μια σειρά πολιτικές και δημοσιογραφικές μανούβρες, αδιανόητες χωρίς τον έλεγχο του χρηματιστικού κεφαλαίου επί των μυστικών υπηρεσιών και των «ΜΜΕ», όπως επίσης και η ιταλική κυβέρνηση, προσέλαβαν έναν αριθμό από ιδιωτικές επιχειρήσεις με πρώτη και καλύτερη τη McKinsey να διευθύνουν περίπου τα κράτη τους, ενώ σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση πολλαπλασιαζόταν η ανάθεση σε ιδιωτικές εταιρείες συμβουλευτικών καθηκόντων που ανετίθεντο παραδοσιακά σε κράτη. Στην πραγματικότητα το παγκόσμιο Χρήμα οικοδομεί ένα παράλληλο κράτος χωρίς να κατεδαφίζει επίσημα τα παλαιά κράτη που σταδιακά χάνουν οποιοδήποτε ρόλο (το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα του Μητσοτάκη).

Λογοκρίνοντας τον Τραμπ

Δεν έχουμε την παραμικρή συμπάθεια για τον κ. Τραμπ, εκπρόσωπο ενός εξαιρετικά επικίνδυνου ακροδεξιού, εξτρεμιστικού και ολοκληρωτικού ρεύματος, μιας sui generis παγκόσμιας ακροδεξιάς, που επιχειρεί να κατασκευάσει «από τα πάνω» μια πολιτική δύναμη κάπως ανάλογη, ως προς την ιστορική λειτουργία που έρχεται να εκπληρώσει, αλλά πολύ πιο επικίνδυνη λόγω των μέσων καταστροφής που διαθέτουμε σήμερα, με τον ναζισμό και τον φασισμό.

Θεωρούμε επίσης εξαιρετικά ανησυχητική τη διάδοση, μέσω του Διαδικτύου, κάθε είδους παράλογων ανοησιών για τον νέο κορονοϊό και πολλά άλλα θέματα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι κανείς δεν έχει αναθέσει στο Facebook και το Twitter να προστατεύσουν τις κοινωνίες μας από τον Τραμπ ή από την παραφροσύνη των αρνητών του νέου κορονοϊού, της ανάγκης λήψης μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας και της ίδιας της επιστήμης και της λογικής. Αν χρειάζεται να γίνει κάτι τέτοιο είναι δουλειά των δημόσιων αρχών μιας χώρας, όχι μιας φούχτας μεγάλων ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων.

Η Google, το Facebook, το Twitter, η Amazon, η Apple, η Microsoft κι άλλες ανάλογες εταιρείες ισχυρίζονται ότι είναι απλώς ιδιωτικές εταιρείες που παρέχουν μόνο τεχνική εξυπηρέτηση στους πολίτες για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους ή να αναζητήσουν πληροφορίες στο διαδίκτυο. Πρόκειται όμως για πολύ μεγάλο ψέμα. Πρακτικά εδώ έχουμε να κάνουμε με ιδιωτικές εταιρείες, ελεγχόμενες από το μεγάλο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο που απέκτησαν μια τεράστια δύναμη να χειραγωγούν και να διαμορφώνουν τις απόψεις της κοινωνίας, την πληροφορία που δέχεται ή δεν δέχεται, αλλά και τη δυνατότητα να συλλέγουν κάθε είδους πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες τους, που είναι ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Σε κανένα άτομο ή κάτοχο κεφαλαίου δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται η συγκέντρωση τέτοιας εξουσίας πάνω στην κοινωνία.

Η δυνατότητα των πλατφορμών του διαδικτύου να λογοκρίνουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ δεν αποδεικνύει μόνο την απαράδεκτα σχεδόν μονοπωλιακή θέση τους στην «αγορά» των ιδεών και της πληροφορίας. Αποδεικνύει επίσης ότι έχουν αποκτήσει ήδη ένα σημαντικό κομμάτι της ίδιας της πολιτικής εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και διεθνώς. (Σημειωτέον, το ίδιο συμβαίνει και με τους τρεις ιδιωτικούς οίκους αξιολόγησης, που το 2011 απείλησαν να υποβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα της υπερδύναμης, αναγόμενες σε υπερκείμενο θεσμό).

Ο Καπιταλισμός της Παρακολούθησης (Surveillance Capitalism)

Οι γίγαντες του διαδικτύου πραγματοποιούν επίσης και μια άλλη λειτουργία. Συγκεντρώνουν δισεκατομμύρια στοιχεία (bits) πληροφοριών που αφορούν την προσωπική ζωή, τις ιδεολογικές τάσεις, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, τα προβλήματα υγείας και τις οικονομικές συναλλαγές των πολιτών. Τις πληροφορίες αυτές είναι μόνο αυτές σε θέση να συγκεντρώσουν, λόγω της μονοπωλιακής θέσης τους, και τις χρησιμοποιούν, χωρίς να αποζημιώσουν αυτούς από τους οποίους τις παίρνουν και χωρίς να πληρώνουν φόρους ή δικαιώματα για την εμπορευματοποίηση και χρήση των αισθημάτων και των ιδεών των ανθρώπων.

Η οικονομική εκμετάλλευση των πολιτών, διά της άντλησης υπεραξίας από τις προσωπικές πληροφορίες, δεν είναι η μόνη, ούτε και η χειρότερη πρακτική τους. Κάνοντάς το αποκτούν επίσης πολύ μεγάλη δυνατότητα να χρησιμοποιούν αυτές τις πληροφορίες για να τροποποιούν τη συμπεριφορά των καταναλωτών των υπηρεσιών τους προς κατευθύνσεις που δεν απηχούν την ελεύθερη βούλησή τους.

Μπορούν να «στοχοποιήσουν» εκατομμύρια πολιτών με ισχυρά, ενίοτε και προσωποποιημένα μηνύματα, χρησιμοποιώντας την συντριπτική τεχνολογική τους υπεροχή και την απουσία ανταγωνισμού. Οι διαδικτυακές πλατφόρμες δεν εκμεταλλεύονται μόνο ανθρώπους, είναι όλο και περισσότερο σε θέση να διαμορφώσουν τις ιδέες ολόκληρων κοινωνιών και τη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Η επιρροή τους περιλαμβάνει την οικονομική ζωή, τις καταναλωτικές συμπεριφορές, αλλά και την ίδια την πολιτική ζωή όπως απεκάλυψαν τα περιστατικά με τον Τραμπ. Για να δώσουμε ένα μόνο από τα αναρίθμητα παραδείγματα, στη Δομινικανική Δημοκρατία, συγκεντρώνοντας προσωπικά δεδομένα κατάφεραν να ταξινομήσουν σε μεγάλες κατηγορίες τους χρήστες του διαδικτύου. Στους πιο συντηρητικούς και εύπορους έστειλαν μηνύματα που τους προέτρεπαν να πάνε να ψηφίσουν για να μην πάρουν την εξουσία οι ριζοσπάστες. Στους πιο ριζοσπάστες και λιγότερο προνομιούχους ψηφοφόρους έστειλαν μηνύματα να μην πάνε να ψηφίσουν γιατί όλοι οι πολιτικοί και όλα τα κόμματα είναι το ίδιο. Η χειραγώγηση μέσω του διαδικτύου πήρε κολοσσιαίες διαστάσεις στις εκλογές της Βραζιλίας και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι και ο Μπολσονάρου ο ίδιος δημιουργήθηκε ως «πολιτικός» διά του Ίντερνετ. Φαίνεται μάλιστα ότι αυτοί που τον «έστησαν» ως υποψήφιο Πρόεδρο, φοβόντουσαν ότι θα τα κάνει θάλασσα και είναι πιθανό ότι ήταν πίσω από μια υποτιθέμενη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, που αφενός τον έκανε συμπαθή, αφετέρου τους επέτρεψε να τον «αποσύρουν», αναλαμβάνοντας αυτοί δια του Ίντερνετ την συνέχεια της προεκλογικής εκστρατείας του που απεδείχθη νικηφόρα.

Και στις ΗΠΑ επίσης, η χειραγώγηση των εκλογέων μέσω του Ίντερνετ, έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εκλογικά τους αποτελέσματα. Χάρη στη συνεργασία του Facebook με την Cambridge Analytica και την παροχή στη δεύτερη προσωπικών στοιχείων για εκατομμύρια πολίτες, έγινε δυνατή η καθοριστική επιρροή στο εκλογικό αποτέλεσμα δεκάδων χωρών.

Σε άλλες περιπτώσεις έχει αποδειχθεί επίσης ότι η Google χειραγωγεί ευρέως τον δημόσιο διάλογο, καθώς επεμβαίνει είτε ενισχύοντας, είτε αποσβένοντας μηνύματα μέσω των μηχανών αναζήτησης. Οι πλατφόρμες ασκούν την ανεξέλεγκτη και αρρύθμιστη εξουσία τους όχι μόνο για να σταματήσουν παλαβά και επικίνδυνα για την υγεία των ανθρώπων fake news, όπως αυτά που διαδόθηκαν για τον κορονοϊό (κάτι άλλωστε που έκαναν μόνο ένα χρόνο μετά την εμφάνιση της πανδημίας), αλλά το έκαναν και εναντίον οποιουδήποτε δεν τους αρέσει. Στις ΗΠΑ π.χ. απεδείχθη και το ομολόγησαν και οι ίδιοι ότι λογοκρίνουν το αριστερό σάιτ, WSWS.

Στη διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσης του καλοκαιριού του 2020 οι χρήστες κινητών τηλεφώνων δέχτηκαν στο κινητό τους, ακόμα κι αν δεν τα ζήτησαν, μια πληθώρα ειδησεογραφικών μηνυμάτων, δημοσιευμάτων δηλαδή επιλεγμένων για αυτούς από την Google Hellas. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν μάλλον πολεμοχαρή, άλλα παρουσίαζαν αναπόφευκτο τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και άλλα πολύ εύκολη τη νίκη σε έναν τέτοιο πόλεμο.

Το 2021, ακόμα και προφανή fake news, όπως η εκπομπή δύο γνωστών καθηγητών ΑΕΙ (που εκπαιδεύουν μέλλοντες διπλωμάτες και στρατιωτικούς!) οι οποίοι υποστήριξαν την εξωφρενική θεωρία ότι η Ελλάδα έχει δήθεν θεσπίσει 10 μίλια χωρικά ύδατα, αλλά δεν τα εφαρμόζει, δεν το έκοψαν και έκανε πάνω από 100.000 likes, επιπίπτοντας επί των εγκεφάλων των άτυχων θεατών του, που δεν είναι βέβαια υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της εθνικής νομοθεσίας και του διεθνούς δικαίου και εμπιστεύονται καλόπιστα τους ακαδημαϊκούς.

Σε μια άλλη περίπτωση ουδείς φρόντισε να διαψεύσει ή να λογοκρίνει μια ψευδή «είδηση» ότι δήθεν μπήκε εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων έξω από την Κρήτη τουρκικό σκάφος. Αυτό δεν είναι ενημέρωση, είναι παραπληροφόρηση και είναι ο τρόπος με τον οποίο μια πολυεθνική, για λόγους που γνωρίζει η ίδια, επιδιώκει να παροξύνει μια διεθνή κρίση ή τουλάχιστο αφήνει να το κάνουν διάφοροι. Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τα παραδείγματα, καθώς δεν υπάρχει σχεδόν σημαντική εσωτερική εξέλιξη σε οποιαδήποτε χώρα ή διεθνές ζήτημα που να μην συνοδεύεται από κάποιον «πόλεμο του Ίντερνετ».

Όποιος χρησιμοποιεί το πρόγραμμα Windows μιας άλλης από τις εταιρείες-γίγαντες του Ίντερνετ, της Microsoft και ξέρει ταυτόχρονα κάπως καλά ελληνικά (κάτι όλο και πιο σπάνιο στις μέρες μας) διαπιστώνει εύκολα ότι πολλές δόκιμες και ορθά γραμμένες λέξεις δεν αναγνωρίζονται από το πρόγραμμα που βγάζει μια κόκκινη ένδειξη αναφέροντάς τες ως εσφαλμένες. Αυτό όμως ισοδυναμεί με την επιβολή στις νέες γενεές μιας πολύ φτωχότερης εκδοχής της μητρικής τους γλώσσας. Η φτωχοποίηση του γλωσσικού εργαλείου, που δεν είναι μόνο εργαλείο επικοινωνίας, αλλά και τρόπος συγκρότησης της ανθρώπινης σκέψης, μειώνει τη διανοητική ικανότητα των ανθρώπων και επομένως τη δυνατότητά τους να αντιταχθούν και στη δήθεν φιλελεύθερη εκδοχή και στην ακροδεξιά δήθεν «εθνικιστική» εκδοχή του νέου χρηματοπιστωτικού ολοκληρωτισμού.

Η βαθμιαία άνοδος της κυριαρχίας του Facebook και του Twitter στην αγορά της επικοινωνίας, δεν οδήγησε στην επέκταση ενός συλλογικού, εθνικού χώρου ανταλλαγής ιδεών και διαλόγου, μιας ηλεκτρονικής «Αγοράς» (με την αρχαία αθηναϊκή έννοια του όρου). Οδήγησε αντίθετα στον κατακερματισμό του Δήμου, στην πολυδιάσπασή του σε όλο και μικρότερες φυλές, κλεισμένες στους κόσμους τους και στις «αλήθειες» τους, που δεν διαλέγονται η μία με την άλλη.

Στις ΗΠΑ, αλλά σταδιακά και σε πολλές άλλες χώρες, τα τελευταία χρόνια όλες αυτές οι «φυλές» ομαδοποιούνται σε δύο μεγάλα γκρουπ. Σήμερα η αμερικανική κοινή γνώμη έχει χωριστεί σε δύο «παρατάξεις» που τείνουν μάλιστα να αντιστοιχηθούν με τα δύο κόμματα της χώρας. Οι μεν ενημερώνονται κυρίως από τα καθιερωμένα μίντια και τον κόσμο της «πολιτικής ορθότητας». Οι δε αντλούν πληροφορίες από ιστότοπους που εμφανίζονται να αμφισβητούν το status quo και συχνά διαδίδουν ανυπόστατες και παράφρονες θεωρίες και ιδεολογίες, σε μερικές περιπτώσεις με καθαρά θρησκευτικά χαρακτηριστικά, ομάδων αφρόνων, φανατικών «πιστών» δηλαδή. Υπάρχει και μια τρίτη ομάδα, με πολύ πιο αδύναμη πρόσβαση όμως και στα mainstream και στα εναλλακτικά μέσα, που επιχειρεί να αρθρώσει έναν κριτικό αμφισβητησιακό λόγο (όπως π.χ. τα ρεύματα που εκπροσωπεί ο Μπέρνι Σάντερς ή η αμερικανική αριστερά).

Το αποτέλεσμα της διεύρυνσης του ρόλου του Ίντερνετ στην ενημέρωση δεν ήταν, κατά τα φαινόμενα, ο εκδημοκρατισμός της ενημέρωσης, αλλά μάλλον η μείωση της δυνατότητας της αμερικανικής κοινωνίας να προσλάβει τη σημασία όσων συμβαίνουν στη χώρα της και στον κόσμο. Η ικανότητά της να παράγει πραγματικές εναλλακτικές στο υπάρχον σύστημα διακυβέρνησης δεν φάνηκε έτσι να αυξάνεται, αλλά μάλλον να μειώνεται.

Πηγή: kosmodromio.gr

https://www.konstantakopoulos.gr

loading...