Οι Οικουμενιστές αποδόμουν και διαστρέφουν την ορθόδοξη δογματική! Ένα βήμα πριν την “ένωση των Εκκλησιών”!

Οι Οικουμενιστές συνεχίζουν την αποδόμηση της ορθόδοξης δογματικής και το κτίσιμο της νέας τους “εκκλησίας”, με βασικά υλικά το ψέμα και την διαστροφή της εκκλησιαστική ιστορίας και Παράδοσης!

Κι όμως, κανένας Ποιμένας πιά

δεν αντιδρά!

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ «Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ» και Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΩΣ

ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Του Παναγιώτη Σημάτη

Οι Οικουμενιστές δεν θεωρούν τις δημόσιες ανοιχτές εκδηλώσεις τους, τα συνέδριά τους, τις ημερίδες τους ως ενημερωτικές φιλολογικές εκδηλώσεις ανταλλαγής απόψεων, αλλά ως θεολογικά ντοκουμέντα, λιθαράκια με τα οποία κτίζεται σιγά-σιγά το εξαμβλωτικό οικουμενιστικό οικοδόμημά τους. Ότι δηλ. ειπωθεί στα συνέδρια αυτά, τα θεωρούν ως δεδομένα, τα οποία επικαλούνται και στα οποία στηρίζονται για τα περαιτέρω, όπως αποκαλύπτεται και στην πρόσφατη «Δημόσια ανοιχτή εκδήλωση του Μεταπτυχιακού προγράμματος “Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία”».

Βέβαια η έπαρση, η μεγαλοστομία και ο μεγαλοϊδεατισμός των Οικουμενιστών και το ακαδημαϊκό ένδυμα των αντιευαγγελικών ιδεών τους, δεν τους γλυτώνει από την αυτογελοιοποίηση, όταν κανείς συγκρίνει τις κούφιες περιεχομένου σοβαροφανείς προτάσεις τους με τον μεστό θεολογικό και ποιμαντικό λόγο των Αγίων Πατέρων. Οι περισσότεροι από τους Οικουμενιστές στηρίζουν τα επιχειρήματά τους σε σύγχρονους μεταπατερικούς ή ετερόδοξους θεολόγους, σε αποφθέγματα του Αθηναγόρα και του Βαρθολομαίου, σε Εγκυκλίους ή αποφάσεις του Πάπα ή του Π.Σ.Ε.

Το δυστύχημα είναι, πως ενώ τα κηρύγματα αυτά αλλοιώνουν βαθμηδόν την συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος, ιδιαιτέρως δε σταλάζουν το οικουμενιστικό δηλητήριο στις ψυχές των φοιτητών της θεολογίας, εν τούτοις οι «ευσεβείς» ποιμένες, που διαθέτουν πλούτο ανεξάντλητο τα Πατερικά συγγράμματα, επιμένουν να αδιαφορούν, ή να τους νὰ τοὺς ανέχονται, ή να τους φοβούνται και να τους ακολουθοῦν!

Αλλά δυστυχώς, και πολλοί ανησυχούντες πιστοί, που έχουν αντιληφθεί τί συμβαίνει, προτιμούν να τα έχουν καλά με τους Ποιμένες, κι όχι με τον αρχιποίμενα Κύριο Ιησού, που εντέλλεται την απομάκρυνση απ’ αυτούς!

Άραγε, όταν (όπως ευρέως λέγεται) προχωρήσουν οι Οικουμενιστές σε κοινή με τους Παπικούς Σύνοδο το 2025 και επιτελέσουν την Ένωση, πώς θα δικαιολογήσουμε την αμέλειά μας, την αδιαφορία μας να εφαρμόσουμε, όσα ο Κύριος δια των Αγίων Του εντέλλεται για τη στάση κατά των μισθωτών Ποιμένων, οι οποίοι «ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν»; (Α΄Ιω. 2,19).

Από την πρόσφατη λοιπόν «Δημόσια ανοιχτή εκδήλωση του Μεταπτυχιακού προγράμματος “Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία”» θα μείνουμε και θα σχολιάσουμε μία θέση κλειδί για τους Οικουμενιστές που παρουσίασε ο παλαίμαχος Οικουμενιστής καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης.

Ο κ. Βασιλειάδης μιλώντας για το φετινό πρόγραμμα του Μεταπτυχιακού προγράμματος “Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία” (ΜΟΕΤ) είπε ‒μεταξύ άλλων‒ και τα εξής:

Το πρόγραμμα αυτό «επικεντρώνεται στην ενότητα της Μιάς Εκκλησίας του Χριστού”. Εξειδικεύοντας αυτήν μου την προσπάθεια στις σχέσεις μεταξύ της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, στην πορεία τους προς την ευχαριστιακή κοινωνία. [σ.σ.: Ως μέλος της Μίας Εκκλησίας του Χριστού εννοεί και την Παπική Εκκλησία].

Δυό λόγια για τις ελληνικές εκδηλώσεις. Ο κ. Λαρεντζάκης υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει κανονικό πρόβλημα ή εκκλησιαστικό σχίσμα μεταξύ Παλαιάς Ρώμης και Νέας Ρώμης και θεωρεί απόλυτα δικαιολογημένη την χρήση όχι μόνο του χαρακτηρισμού Εκκλησία αλλά και αδελφή Εκκλησία για την Καθολική Εκκλησία, αλλά και το ότι είναι αναγκαίο και δυνατό να αναθεωρήσουμε την χρήση των όρων αίρεσης και σχίσμα και να λύσουμε τα υπάρχοντα προβλήματα με ειλικρινή διάλογο… [σ.σ.: Τρομερό! Ο κ. Βασιλειάδης και ο κ. Λαρεντζάκης, ορθόδοξοι θεολόγοι και οι δύο, βγάζουν ψεύτες όλους τους Αγίους από 1054 έως σήμερα (κανείς Άγιος δεν δίδαξε, όσα βλάσφημα υποστηρίζουν οι δύο καθηγητές), οι οποίοι θεωρούσαν τους Παπικούς και αίρεση, και σχίσμα, και μη Εκκλησία, και το όργανο του διαβόλου, και την πηγή όλων των κακών. Οι δυό τους γνωρίζουν …καλύτερα και ακυρώνουν τους παραπάνω χαρακτηρισμούς].

Εγώ είχα παρουσιάσει την άποψη ότι για πολλούς αιώνες, ιδιαίτερα στο β΄ μισό της β΄ χιλιετίας, εμείς οι Ορθόδοξοι ασυναίσθητα έχουμε αναπτύξει μία αρνητική ορθόδοξη ταυτότητα, δηλαδή δεν είμαστε αυτό που η Αγία Γραφή και η Παράδοσή μας μάς άφησε ως παρακαταθήκη, αλλά αυτό που οι άλλοι, ιδίως στην περίπτωση των διαλέξεων αυτής της χρονιάς, οι Καθολικοί δηλαδή, δεν είναι, δηλαδή χωρίς Πρωτείο, ορατή ενότητα και έκφραση της εκκλησιαστικής ενότητας, φυσικά συνοδευόμενη από την συνοδικότητα. Η Νέα Ρώμη πρέπει μονομερώς, χωρίς δηλαδή τις υπόλοιπες Εκκλησίες τις Ορθόδοξες, να θεραπεύσει αυτό το μη υπάρχον σχίσμα με την Παλαιά Ρώμη, με τον τρόπο που οι Εκκλησίες, οι αδελφές Εκκλησίες Ρώμης και Νέας Ρώμης ήραν τα αναθέματα το παρελθόν επί πατριαρχείας Αθηναγόρου και Πάπα Παύλου του στ΄.. [σ.σ.: Μάλιστα, ιδού η οικουμενιστική θεώρηση της ορθοδοξίας, την οποία υποστηρίζουν με την σιωπή και απραξία τους και οι λεγόμενοι «ευσεβείς και παραδοσιακοί» ρασοφόροι: «δεν είμαστε αυτό που η Αγία Γραφή και η Παράδοσή μας μάς άφησε ως παρακαταθήκη» αποφαίνεται βαρύγδουπα ο κ. Βασιλειάδης. Βλέπουμε εδώ ότι ο κ. Βασιλειάδης υιοθετεί ως αποδεδειγμένη πλέον και ισχύουσα την αντιευαγγελική θέση Λαρεντζάκη, την οποία είναι επόμενο να χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα για την “ένωση των Εκκλησιων” (το 2025, όπως τα πράγματα δείχνουν)].

https://amethystosbooks.blogspot.com/2022/05/blog-post_46.html

Παλαιότερα είχαμε δημοσιεύσει τὴν ὁμιλία τοῦ καθηγητοῦ κ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη στὸ Θεολογικὸ Συνέδριο τῶν Οἰκουμενιστῶν καθηγητῶν ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Ἀπρίλιος 2018) καὶ δώσαμε μιὰ πρώτη ἀπάντηση στὴν παραπλανητικὴ καὶ κακόδοξη εἰσήγηση τοῦ κ. Λαρεντζάκη (30 Μαΐου 2018, ἐδῶ https://paterikiparadosi.blogspot.com/2018/05/blog-post_548.html). Τώρα, που οι Οικουμενιστές χρησιμοποιούν την θέση Λαρεντζάκη ως επιχείρημα για την “ένωση των Εκκλησιων”, είναι αναγκαία η παρουσίαση ἀποσπασμάτων ἀπὸ βιβλίο τοῦ ὁμότιμου καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Ἀθηνῶν Μπούμη Π., διὰ τῶν ὁποίων καταδεικνύεται ὁ ἀντιεπιστημονικὸς τρόπος –καὶ βέβαια ἀντιπατερικὸς καὶ κακόδοξος– μὲ τὸν ὁποῖον ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης (Γ.Λ.) παρουσιάζει τὰ γεγονότα.

Ἡ σύγχυση, οἱ ἀνακρίβειες καὶ τὰ οὐσιαστικὰ κανονικὰ λάθη ποὺ ἐπισημαίνει ὁ Λαρεντζάκης, ὅτι ὑπῆρχαν στὸ κείμενο τοῦ ἀφορισμοῦ ποὺ κατέθεσε ὁ Οὑμβέρτος στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας τὸ 1054, δὲν ἐλαφρύνει τὴν κατάσταση, ἀντίθετα τὴν ἐπιβαρύνει, γιατὶ καταδεικνύει, ὅτι οἱ Πάπες μᾶς εἶχαν καταδικάσει καὶ συνέχιζαν τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες νὰ μᾶς καταδικάζουν χωρὶς θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, χωρὶς λόγο, μὲ μόνο σκοπὸ κάποτε νὰ μᾶς ὑποτάξουν.

Ἀτυχῶς, τὴν ἴδια μέθοδο τῆς ἀνευθυνότητος σὲ τόσο σοβαρὰ θέματα, χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Γ.Λ., ἀφοῦ καταπιάνεται μὲ ἕνα τόσο μεγάλο θέμα καί, ἐνῶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὀρθόδοξο καὶ μιλᾶ ἐξ ὀρθοδόξου πλευρᾶς, στηρίζεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σέ …παπικὲς πηγὲς καὶ χρησιμοποιεῖ ἀπόψεις συγχρόνων ρωμαιοκαθολικῶν καθηγητῶν, ὅπως τοῦ τότε καθηγητὴ καὶ μετέπειτα Πάπα Josef Ratzinger, ἀλλὰ καὶ Ἑλλήνων Οἰκουμενιστῶν, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι «ἡ πράξη τοῦ Οὑμβέρτου μέ τόν Ἀναθεματισμό εὑρίσκετο ἐκτός ἐντολῆς τοῦ Πάπα» ἢ ἦταν ἄκυρη καὶ ἄρα, ὁ θόρυβος ποὺ τόσους αἰῶνες γίνεται, ἦταν γιὰ τὸ τίποτε! Θέλει νὰ μᾶς πείσει ὁ Γ.Λ. ὅτι χωριστήκαμε ἀπὸ τοὺς «ἀδελφούς» μας Ρωμαιοκαθολικοὺς γιὰ πράγματα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν διευθετηθεῖ, ἂν ξεπερνούσαμε κάποιες ἐντάσεις! Οὐδεμία ἀναφορὰ γιὰ τὴν ἀπὸ τόσους Ἁγίους ἀποδεδειγμένη μεγίστη αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καὶ τὸ δαιμονικὸ πεῖσμα τοῦ Βατικανοῦ καὶ τῶν ἐνοίκων του νὰ παραμένει καὶ νὰ πολλαπλασιάζει τὶς κακοδοξίες του!

Νά, λοιπόν, ποὺ ὁ Γ.Λ. ἀναδεικνύεται μιὰ ἄλλη …Ρεπούση στὸ θεολογικὸ χῶρο, ποὺ βλέπει συνωστισμὸ ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρξαν σφαγές! Μάλιστα καταχωρεῖ τὴν θέση τοῦ Peter Neuner ὅτι «βάσει τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἀπόψεως, ἔπαυσε νά ἰσχύει ὁ Ἀναθεματισμός ἐκεῖνος τοῦ Οὑμβέρτου μετά τόν θάνατο τοῦ ἀναθεματισθέντος»! Καὶ συνεχίζει: «Ἄρα, καθώς ἀναφέρει καί ὁ Καρδινάλιος Alfons M. Stickler, ὁ ὁποῖος ἦταν μέλος τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐπιτροπῆς γιά τήν “ἄρση” τῶν ἀναθεμάτων, ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν εἶχε τίποτα νά ἄρη, βάσει τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας του»! Ἐπικαλούμενος αὐτὲς τὶς παπικὲς θέσεις, ὁ Γ.Λ προσπαθεῖ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ὀρθόδοξους πιστοὺς νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν παπικὴ προπαγάνδα γιὰ τὴν ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων τοῦ 1965. Συνθηματολογεῖ: «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσκεῖ δικαιοδοσία σέ νεκρούς». Καὶ ἀναλώνεται νὰ ἀποδείξει ὅτι καὶ «ἐάν ἀκόμη ἐπρόκειτο περί ἄκυρου Ἀναθεματισμοῦ, ἔχομεν ἀναθεματισμόν μόνον προσωπικόν καί ὄχι μιᾶς Ἐκκλησίας ἐναντίον μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας».

Καὶ νομίζοντας ὅτι μιλᾶ σὲ μικρὰ παιδιά, μὲ μιὰ ἀρχοντοχωριάτικη πονηρία ἀποφαίνεται –χρησιμοποιώντας ὡς βοήθεια πάντα γνῶμες Παπικῶν– ὅτι: «Οἱ Ἀναθεματισμοί αὐτοί τοῦ 1054 δέν εἶχαν εἰσέλθει στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἀναφέρθηκαν οἱ Ἀναθεματισμοί αὐτοί τοῦ 1054 ὡς δημιουργοί ὁριστικοῦ σχίσματος καί ποτέ δέν ἐζητήθη μία τυχόν “ἄρση” αὐτῶν ὡς ὅρος τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ἡ ἔρευνα γιά τό ἀνατολικό σχίσμα εἶναι σύμφωνη, ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικές ἐντάσεις τοῦ 11ου αἰῶνος δέν ἄλλαξαν τήν πεποίθηση τῶν λαῶν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κοινός χριστιανισμός».

Ὁ κ. Γ.Λ. ἀποκρύπτει ἀντιεπιστημονικῶς καὶ δολίως τόσες καὶ τόσες ἱστορικὲς πηγὲς ποὺ ἀποδεικνύουν, ὅτι οἱ παπικοὶ μᾶς θεωροῦσαν ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα (οἱ Φράγκοι ἀπὸ τὸν 9ο) καὶ μετὰ ὡς αἱρετικοὺς χειρίστου εἴδους (graeci schismatici, graeculi haeretici). Παράλληλα καμώνεται πὼς ἀγνοεῖ ὁ κ. καθηγητής, πὼς τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας οὐδόλως ἐνδιέφεραν οἱ …ἀναθεματισμοὶ τῶν αἱρετικῶν! Οἱ Ἅγιοι –ὅπως θὰ φανεῖ στὴν συνέχεια– ἐνδιαφέροντο γιὰ κάτι περισσότερο καὶ οὐσιαστικό. Τὸ ἐνδιαφέρον τους ἦταν α) νὰ μὴν ἀλλοιωθεί «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστις», β) νὰ μὴν παρασυρθοῦν ἢ μολυνθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καὶ γ) ἐνδιαφέροντο ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς νὰ ἐπαναφέρουν τοὺς πλανεμένους στὴν Μία Ἐκκλησία, μὲ τοὺς τρόπους ποὺ ἡ ἁγιοπατερικὴ σοφία τῶν Ἁγίων λειτούργησε ἐπὶ αἰῶνες.

Ἐξ ἀρχῆς, λοιπόν, ὁ Γ.Λ. δείχνει τὶς προθέσεις του. Ἀντὶ νὰ γράψει τὴν ἀλήθεια, πὼς οἱ Δυτικοὶ ξέπεσαν στὴν αἵρεση, γράφει: «Ἡ Δύση ἀπεμακρύνθη καί σέ πολλά σημεῖα ἐλησμόνησε τήν κοινή θεολογική ἐκκλησιολογική καί θεσμική βάση Ἀνατολῆς καί Δύσεως».

Ἡ αἵρεση ως λέξη καὶ σὰν πραγματικότητα γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς δὲν ὑπάρχει, ὅπως ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει καὶ στὰ κείμενα τῆς Κολυμπάριας Συνόδου τῆς Κρήτης. Ἔτσι ἀνατρέπουν ὅλην τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων διαγράφοντας τὴν Ἱερή μας Παράδοση μὲ μιὰ μονοκονδυλιά!

Ὁ καθηγητὴς Μπούμης Παναγιώτης (Μ.Π.), τώρα (ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ὁποίου θὰ χρησιμοποιήσουμε κάποια κείμενα), ἂν καὶ ἐπιτηδείως «ἐξυπηρετοῦσε» τὸν πρώιμο Οἰκουμενισμό (τὴν δεκαετία τοῦ 1970), δὲν κατάφερε (γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε τὸ ἀκόμα ὀρθόδοξο κλίμα τῆς ἐποχῆς) νὰ ἀποκρύψει τελείως τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐξέφρασαν μὲ δυναμικὸ τρόπο πρόσωπα διαφόρων τοπικῶν Ἐκκλησίων. Ἔτσι ὑποχρεώθηκε –τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία ποιούμενος καὶ παρουσιάζοντάς την ὡς ἀντικειμενικότητα– νὰ παραθέσει ἀρκετὰ κείμενα ποὺ ἀποκαλύπτουν ξεκάθαρα τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια· καὶ ἡ ἀλήθεια ἦταν ὅτι τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀντέδρασε –στὴν πρωτοφανῆ στὰ ἐκκλησιαστικὰ χρονικά– κακόδοξη ἐνέργεια τοῦ Ἀθηναγόρα νὰ ἄρει τὰ ἀναθέματα.

[Ἕνα ἐκτεταμένο ἀπόσπασμα τῶν κυριότερων ἀποπροσανατολιστικῶν θέσεων τοῦ Λαρεντζάκη παραθέτουμε στὸ τέλος].

Καὶ πρῶτα-πρῶτα παραθέτουμε ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μ.Π. τὶς θέσεις τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β΄ ὁ ὁποῖος ἔγραφε:

«Ὅσον δ’ ἀφορᾶ εἰς τὴν αὐθαιρέτως καὶ κωμικῶς ἐν τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριαρχείῳ γενομένην δῆθεν ἄρσιν τοῦ κατὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἀναθέματος, εἶναι αὕτη πρᾶξις ἄκυρος… καὶ διότι μόνος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἄνευ Συνόδου τελείας ἁπάντων τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν ἀρχηγῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ ἐπιτρέπεται νὰ προβῇ εἰς τοιαύτην βαρυσήμαντον ἀπόφασιν… Ἐν ἐπιλόγῳ δέον ὅμως νὰ σημειωθῇ, ὅτι ἡ πρᾶξις τῆς ἄρσεως τοῦ ἀφορισμοῦ ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου οὐδεμίαν ἰσχὺν ἔχει διὰ τὴν Οἰκουμενικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ὁ ἀφορισμὸς τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας (ὅμως) ὡς αἱρετικῆς τυγχάνει πρᾶξις πανορθόδοξος ὡς ἐπικυρωθεῖσα κατὰ τοὺς κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παρὰ πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καὶ ἑπομένως οὗτος μόνον διὰ Συνόδου Πανορθοδόξου δύναται νὰ ἀρθῇ» (Εἰς Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως καὶ Κανονικότης τῆς Ἄρσεως αὐτῶν, σελ. 210).

«Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος, πρόεδρος τῆς Ἀρχιερατικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, εἰς ἐπιστολήν του πρὸς τὸν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν, ἔγραφεν: “Ἂν τὸ σχίσμα μας μὲ τὴν Ρώμην πρωταρχικῶς ἔγινεν εἰς τὴν Κων/πολιν, ἐν συνεχείᾳ ὅμως τὸ ἀπεδέχθη ὁλόκληρος ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ κατέστη ὑπόθεσις ὁλοκλήρου τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου. Καμμία Τοπικὴ Ἐκκλησία κεχωρισμένως, καὶ ἰδιαιτέρως ἡ ὑφ΄ ὅλων ἡμῶν ἀνέκαθεν ἐκτιμωμένη Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως… δὲν δύναται νὰ μεταβάλῃ οὐδὲν εἰς τὸ ζήτημα αὐτὸ ἄνευ προηγουμένης συγκαταθέσεως ὅλων… Ἡμεῖς… θεωροῦμε χρέος μας νὰ διαμαρτυρηθῶμεν ἀποφασιστικῶς ἐναντίον τῆς πράξεως τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος σχετικῶς μὲ τὴν πανηγυρικὴν δήλωσιν ταυτοχρόνως μετὰ τοῦ Πάπα Ρώμης περὶ ἄρσεως τοῦ ἀφορισμοῦ, τοῦ κηρυχθέντος ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Μιχαὴν Κηρουλάριου τὸ 1054… Διὰ τοῦτο θεωροῦμεν ἀπαραίτητον νὰ δηλώσωμεν, ὅτι ἡ ἡμετέρα ὑπερόριος Ρωσικὴ Ἐκκλησία… ἀπορρίπτει πᾶσαν σχετικὴν συμφωνίαν μετ’ αὐτῶν (τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν), ἀναγνωρίζουσα τὴν δυνατότητα ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος μετ’ αὐτῶν μόνον ἐὰν αὗται ἀποδεχθοῦν πλήρως τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν… Ἕως ὅτου δὲν συμβῇ τοῦτο, οἱ ἀναθεματισμοὶ τοῦ Πατριάρχου Μιχαὴλ Κηρουλαρίου διατηροῦν ὅλην τὴν ἰσχύν των καὶ ἡ ἄρσις τῶν ὑπὸ τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος ἀποτελεῖ πρᾶξιν παράνομον καὶ ἄκυρον”» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 211).

«Ἐξ ἄλλου ὁ Ἀρχιμ. Σπυρίδων Μπιλάλης, ἔγραφε: “Αἱ ἐπεξηγήσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 κρίνονται θεολογικῶς ὅλως ἀνεπαρκεῖς, διότι καὶ ὁλόκληρος ἡ Ὀρθόδοξος Ἱεραρχία δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἄρη τὰ ἀναθέματα κατὰ τῶν ἐμμενόντων εἰς τὰς πλάνας των καὶ νὰ ἔλθῃ εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὸν “Ὅρον τῆς πίστεως” τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διὰ τοῦ ὁποίου καθαιροῦνται πάντες οἱ κληρικοὶ καὶ ἀναθεματίζονται πάντες οἱ λαϊκοί, οἱ τολμῶντες συντιθέναι πίστιν ἑτέραν”» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 211-212).

Τέλος ὁ Μητροπολίτης Λένινγκραντ Νικόδημος, ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρωσίας ἔγραψε: «Ἡ ἄρσις “ὑπῆρξε χειρονομία ἀπευθυνθεῖσα πρὸς τὴν Ρωμαϊκὴν Ἐκκλησία ὑπὸ μιᾶς μόνον τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ὑπὸ τοῦ συνόλου τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδοξίας”» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 209).

Ἐκ τούτων ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Γ.Λ. ἀκρωτηριάζει τὴν πραγματικότητα. Ἀπομονώνει τὴν προϊστορία καὶ τὰ γενεσιουργὰ αἴτια ποὺ ὁδήγησαν στὰ ἀναθέματα, ἀπὸ τὸ ἴδιο, τὸ συγκεκριμενὸ γεγονὸς τοῦ ἀναθέματος, ὅπως καὶ ἀπὸ ὅσα ἀκολούθησαν· τὴν καταδίκη δηλαδὴ ἀπὸ σύνολη τὴν Ἐκκλησία τῶν αἱρετικῶν προσθηκῶν στὴν πίστη, ποὺ ἐτόλμησαν οἱ Παπικοί. Καὶ στηριζόμενος –χωρὶς νὰ τὸν ἐλέγχει ἡ ἐπιστημονικὴ ἢ ἡ χριστιανική του συνείδηση– στὶς θέσεις καὶ τὰ συμπεράσματα τῶν ἐμπνευστῶν καὶ τῶν ἀποδεχομένων τὴν καταδικαστέα πράξη τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, ἀποφαίνεται ὅτι τἀ ἀναθέματα παρέμειναν στὰ ἐλάχιστα πρόσωπα ποὺ δι’ αὐτοῦ καταδικάστηκαν κι ὄχι στὶς Ἐκκλησίες. Ἄρα οὔτε …σχίσμα υπήρξε, ούτε …διακοπή κοινωνίας!!! Χρησιμοποιεῖ μάλιστα καὶ μιὰ φράση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ποὺ ἰσχύει γιὰ τὸ λόγο ποὺ ὁ Ἅγιος τὴν ἔγραψε, δὲν ἔχει ὅμως καμιὰ σχέση μὲ τὰ ἐξαγόμενα συμπεράσματα ἀπὸ τὸν Γ.Λ. καὶ τὶς σκοπιμότητες ποὺ αὐτὸς ἐξυπηρετεῖ.

Περαιτέρω, στηριζόμενος πάντα σὲ παπικὲς πηγές –ὡσὰν οἱ Παπικοὶ ἢ οἱ Οἰκουμενιστὲς νὰ εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια!– φτάνει στὸ σημεῖο νὰ ὑποστηρίξει τὴν τερατωδεία ὅτι «οἱ ἐκκλησιαστικές ἐντάσεις τοῦ 11ου αἰῶνος δέν ἄλλαξαν τήν πεποίθηση τῶν λαῶν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κοινός χριστιανισμός» ἢ ὅτι «οἱ Ἀναθεματισμοί τοῦ 1054 δέν εἶχαν εἰσέλθει στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας»!!! Καὶ ἀκόμα ὅτι εἶναι ἀμφίβολο «ἐάν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα εἶχαν πληροφορηθεῖ γιά τόν ἀφορισμό τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου ἐναντίον των»!!!

Ἂς δοῦμε πῶς παρουσιάζει ἐξ ἀντιθέτου τὰ γεγονότα ὁ Παν. Μπούμης γιὰ νὰ καταφανεῖ ἡ σκόπιμη ἐξαπάτηση τοῦ Γ.Λ. καὶ ὅλων τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Γράφει ὁ Μπούμης: «Ὁ Πατριάρχης Σέργιος ὁ Β΄ (1000-1019) διέγραψε κατὰ τὰ ἔτη 1009-1014 τὰ ὀνόματα τῶν Παπῶν Σεργίου Δ΄ (1009-1012) καὶ Βενεδίκτου Η΄ (1012-1024) ἐκ τῶν ἱερῶν διπτύχων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, “…ἵνα συνέλθῃ (ἐκ τῶν πλανῶν της) ἡ Παλαιὰ Ρώμη καὶ ἀποπτύσσῃ τὸ ψυχοκτόνο δηλητήριον τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque”, ὅπερ εἰσήχθη ὁριστικῶς καὶ ἐπισήμως εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 24).

Ἄρα –πρὶν τὰ ἀναθέματα τοῦ 1054– ὁ Ὀρθόδοξος Πατριάρχης κάνει τὸ αὐτονόητο, ἀκολουθώντας τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ προσπαθώντας νὰ συνετίσει τοὺς αἱρετικοὺς Πάπες. Ὁ Πατριάρχης Σέργιος λοιπόν, «διέκοψε τὸ μνημόσυνον τοῦ Πάπα –τουλάχιστον ἐμφανῶς– ἐπειδὴ ὁ τελευταῖος εἰσήγαγε εἰς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως τὸ Filioque. Ὡς δὲ ἀποδεικνύουν τὰ πράγματα, ἔπραξε τοῦτο ἄνευ συγκλήσεως γενικῆς συνόδου, προφανῶς στηριζόμενος ἀφ’ ἑνὸς μὲν καὶ γενικῶς εἰς τοὺς κανόνας λα΄ ἀποστ. καὶ ια΄ Καρθαγένης, ἀφ’ ἑτέρου δὲ καὶ εἰδικώτερον εἰς τὸν ιε΄ καν. τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861 μ.Χ.)». Δηλαδή, χρησιμοποίησε (αὐτὸ ποὺ δὲν πράττουν σήμερα οἱ Ἀρχιερεῖς) τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση, τὸ μέτρο τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου-Ἀποτειχίσεως.

«Ἐπειδή, λοιπόν, καὶ οἱ πάπαι Σέργιος ὁ Δ΄ καὶ Βενέδικτος ὁ Η΄ υἱοθέτησαν ἐπισήμως τὸ Filioque, τὸ ὁποῖον ὡς προσθήκη εἶχε καταδικασθῆ ὑπὸ προγενεστέρων οἰκουμενικῶν καὶ γενικῶν συνόδων (πρβλ. τὸν ὅρον ἢ ζ΄ καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, α΄ καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸν ὅρον τῆς ἐν Ἁγίᾳ Σοφίᾳ [879-880] συνελθούσης συνόδου) ὁ Πατριάρχης Σέργιος …ἔκρινεν, ὅτι εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ διακόψῃ τὴν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν καὶ νὰ διαγράψῃ τὸ ὄνομα αὐτῶν ἐκ τῶν διπτύχων» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 27-28).

«Ὁ Πατριάρχης Σέργιος δὲν κατεδίκασε τὸν Πάπαν, ἀλλὰ ἁπλῶς διέκοψε τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ. Ἑπομένως δὲν ἦτο ἀπαραίτητος ἡ σύγκλησις οἰκουμενικῆς ἢ γενικῆς συνόδου καὶ ὁπωσδήποτε δὲν ἐνήργησε ἀντικανονικῶς, ἀφοῦ οἱ κανόνες ὄχι μόνον ἐπιτρέπουν, ἀλλὰ καὶ ἐπαινοῦν ἐμμέσως τοιαύτην διακοπὴν τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματος αἱρετικοῦ τινος Πατριάρχου» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 32).

«Ἄλλως τε καὶ κατὰ τὸν ιε΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας αὐτὴ αὕτη ἡ ἐνέργεια τοῦ Πατριάρχου Σεργίου δὲν ἀπέβλεπε εἰς τὴν δημιουργίαν σχίσματος τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ τὴν πρόληψιν καὶ ἀποτροπὴν τοιούτου δυσαρέστου ἀποτελέσματος ἕνεκα τῶν παπικῶν παρεκκλίσεων. Πράγματι ὁ ἐν λόγῳ κανὼν διακηρύσσει (ἐν κατακλεῖδι): “Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες …πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως… τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι”» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 33).

Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ γιατί ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος μνημόνευε ἀκόμα τὸν Πάπα. Διότι ἀγνοοῦσε –ἀφοῦ δὲν εἶχε γίνει γενικὴ σύνοδος– ὅτι ὁ Πατριάρχης Σέργιος εἶχε κάνει διακοπὴ μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Πάπα (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 33).

Ὁ Μιχαὴλ Κηρουλάριος εἶχε διαπιστώσει ὅτι ὁ Οὑμβέρτος καὶ οἱ ἐκ Ρώμης συνοδοί του εἶχαν μεταβεῖ στὴν Κων/πολη μὲ δόλιο σκοπό· «δὲν ἦλθον εἰς τὴν Πόλιν “διδαχθησόμενοι ἢ διαλεχθησόμενοι… ἀλλὰ διδάξαντες μᾶλλον καὶ πείσοντες κρατεῖν ἡμᾶς τὰ δόγματα τούτων· καὶ ταῦτα μετ’ ἐξουσίας καὶ ἀναισχυντίας ὑπερβαλλούσης”. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Πατριάρχης Κηρουλάριος καὶ ὁ ὑπόλοιπος κλῆρος τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν συνεμορφώθησαν πρὸς τὰς ὑποδείξεις αὐτῶν, οὔτε κἂν ἠθέλησαν νὰ συνεχίσουν τὴν μετ’ αὐτῶν ἐπικοινωνίαν καὶ συζήτησιν, ἐν τέλει… προέβησαν (οἱ Λατῖνοι) εἰς τὴν ἀνόσιον, ἀξιοθρήνητον καὶ τραγικὴν διὰ τὴν πορείαν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἐνέργειαν» τοῦ ἀφορισμοῦ (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 40).

Τὸ «ὅτι ἦσαν ἐκ τῶν προτέρων διατεθειμένοι νὰ καταλήξουν εἰς τὸν ἀφορισμὸν ὑποδηλοῦται καὶ ἐκ τῆς “Accusationis (=ἐγκλήσεως-κατηγορίας)” τοῦ καγκελλάριου Φρειδερίκου von Lothrihgen», ὅπως σχετικῶς περὶ αὐτῆς γράφει ὁ A. Michel (Die “Accusatio”, σελ. 203-203) (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 40, ὑποσ. 7).

Ὅπως λοιπόν διαπιστώνει καὶ ὁ Π. Μπούμης εἰς τὴν μελέτην του, ἔχουν μὲν τεθεῖ ἐρωτήματα γιὰ τὸ ἂν τὰ ἀναθέματα ἦσαν ἔγκυρα, ἂν εἶχαν δηλαδὴ τὴν ἐξουσιοδότηση τοῦ Πάπα Λέοντα τοῦ Θ΄ (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 41-44)· παρὰ ταῦτα ὅμως παρατηροῦμε, ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ ἄραντες τὰ ἀναθέματα δὲν ἀρνοῦνται ὅτι αὐτὰ πράγματι ὑπῆρξαν καὶ εἶχαν ἰσχὺ μέχρι τὴν ἐποχή τους! Διότι πῶς θὰ ἄρεις κάτι ποὺ δὲν ὑπῆρξε ἢ κάτι ποὺ δὲν εἶχε ἰσχύ;!!! Ὁ Πάπας Παῦλος ὁ Στ΄, δηλαδή, καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄, εἰς τὴν “Κοινὴν Δήλωσίν” τους λέγουν ὅτι «“τὸ κατὰ τοῦ Πατριάρχου Μιχαὴλ Κηρουλαρίου καὶ δύο ἑτέρων προσώπων ἀνάθεμα” ἐξηνέχθη “ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Ρωμαϊκοῦ Θρόνου, ὑπὸ τὴν “ἡγεσίαν τοῦ Καρδιναλίου Οὑμβέρτου”…» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 44, ὑποσ. 1).

Ἐπίσης, ὁ Μ.Π. (στηριζόμενος πάντα σὲ κείμενα) μᾶς δίνει διαφορετικὴ εἰκόνα γιὰ τὴν γνώμην ποὺ ἔχουν οἱ Παπικοὶ γιὰ τὸ θέμα τῶν Ἀναθεμάτων· οἱ ἴδιοι οἱ Παπικοί, δηλαδή, δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους, ὅπως παραπλανητικῶς ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ὁ Γ.Λ.

Γράφει ὁ Μπούμης: «Βεβαίως, ὁ Α. Michel ὑποστηρίζει τὴν θέσιν, ὅτι ἡ ἐξουσιοδότησις (Vollmacht) τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων δὲν ᾔρετο μὲ τὸν θάνατο τοῦ Πάπα Λέοντος. Ἀλλ’ ἕτερος Ρωμαιοκαθολικός, ὁ Μ. Jugie διατηρεῖ τὰς σχετικὰς ἐπιφυλάξεις, λέγων: “Ὁ Καρδινάλιος Οὑμβέρτος καὶ οἱ συνοδοί του εὑρίσκοντο τώρα (μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Πάπα) εἰς μίαν πολὺ περίεργον θέσιν. Ἀπὸ κανονικῆς ἀπόψεως ἦτο δυνατὸν νὰ ὀνομάζωνται ἀκόμη ἀντιπρόσωποι τῆς Ἁγίας Ἕδρας, ἀφοῦ ὁ Πάπας, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶχεν ἀποστείλει, δὲν ἦτο πλέον εἰς τὴν ζωήν; Ἐν πάσῃ περιπτώσει δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι αἱ σοβαραὶ πρωτοβουλίαι, τὰς ὁποίας θὰ ἐλάμβανον, αἱ ἀδεξιότητες, τὰς ὁποίας θὰ διέπραττον, εἶχον προέλθει ἀπὸ τὴν ἐν λευκῷ ἐξουσιοδότησιν (blanc-seing) τοῦ ἀποθανόντος Πάπα”» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 45).

«Ὅπως καὶ νὰ ἔχουν ὅμως τὰ πράγματα, νομίζομεν, ὅτι παραμερίζεται πᾶσα ἀμφιβολία ἰδίᾳ ἀπὸ ρωμαιοκαθολικῆς πλευρᾶς σήμερον περὶ τῆς ἐγκυρότητος τοῦ παπικοῦ ἀναθέματος ἐξ ἐπόψεως τυπικῆς, ἀφ’ ὅσον τοῦτο υἱοθετήθη ἢ ἐπεκυρώθη μετὰ ταῦτα ὑπὸ τῶν διαδόχων τοῦ Πάπα Λέοντος Θ΄… Ἀπὸ ἀπόψεως δὲ οὐσίας εἶναι ἀνίσχυρον παρὰ Θεῷ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων λόγων καὶ διότι ὁ Κηρουλάριος καὶ οἱ ἑπόμενοι αὐτῷ ἀντέστησαν κατὰ τῆς νοθεύσεως τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἀληθείας καὶ κατὰ τῆς διαταράξεως τῆς κανονικῆς τάξεως» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 46 καὶ ὑποσ. 3).

«Ἂν καὶ δὲν δύναταί της νὰ παραθεωρήσῃ τὸ γεγονός, ὅτι ἐκ μέρους τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως κατὰ κανόνα ὁ καρδινάλιος Οὑμβέρτος θεωρεῖται μέχρι σήμερον ὡς “ἀπεσταλμένος τοῦ Ρωμαϊκοῦ Θρόνου” (Πρβλ. «Κοινὴν Δήλωσιν» Πάπα Παύλου Στ΄ καὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ἐν “Τόμος Ἀγάπης”, ἀριθμ. 127, σελ. 278-279), σημασίαν ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι …ὁ Πάπας Βίκτωρ ὁ Β΄, διάδοχος τοῦ Λέοντος Θ΄ καὶ προϊστάμενος τοῦ Οὑμβέρτου, “δὲν ἀπεδοκίμασε τὸ ἀνόσιον τοῦ Οὑμβέρτου πραξικόπημα”, ἀντίθετα “ἐτίμησε τὸν Οὑμβέρτον καὶ διὰ τὰς προγενεστέρας του ὑπηρεσίας μὲ ἓν σημαντικὸν προνόμιον”… Ἐξ ἄλλου ὁ Οὑμβέρτος “μέχρι τοῦ θανάτου του τῷ 1061 ἐξήσκει μεγάλην ἐπίδρασιν εἰς τὴν Κουρίαν” (St. Runciman)» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 98).

«Ἀλλ’ ἐκτὸς τούτου ἔχομεν καὶ ἓν ἕτερον εἶδος ἐμμέσου ἐπικυρώσεως τοῦ ἀναθέματος τοῦ Οὑμβέρτου κατὰ τοῦ Κηρουλάριου. Εἷς δηλονότι ἐκ τῶν μετεχόντων εἰς τὴν συνοδείαν τοῦ Οὑμβέρτου καὶ τὴν ἀποστολὴν αὐτοῦ εἰς τὴν Κων/πολιν ἦτο καὶ ὁ καρδινάλιος διάκονος Φρειδερῖκος von Lothringen (Λωθαριγγίας), ὅστις μετέπειτα ἐγένετο Πάπας Ρώμης μὲ τὸ ὄνομα Στέφανος ὁ Θ΄ (1057-1058). Οὗτος ἀσφαλῶς ἐγνώριζε καλῶς τὰ διατρέξαντα ἐν Κων/πολει, ὡς καὶ τὸ ἐὰν ὁ ἀφορισμὸς ἐγένετο τῇ ἐξουσιοδοτήσει τοῦ Πάπα Λέοντος, ἢ ἔστω ἐὰν ἐπεβλήθη κανονικῶς. Οὗτος, λοιπόν, δὲν ἠκύρωσεν οὔτε ἀπεκήρυξε τὰ γενόμενα καὶ τὸν ἀναθεματισμόν, ὅπερ σημαίνει ὅτι τὰ ἐπεκύρωσεν ἐμμέσως. Τὰ αὐτὰ περίπου ἰσχύουν καὶ διὰ τὸν στενὸν φίλον τοῦ Οὑμβέρτου Hildebrant, ὁ ὁποῖος ἐγένετο μετὰ ταῦτα Πάπας Ρώμης ὑπὸ τὸ ὄνομα Γρηγόριος ὁ Ζ΄ (1073-1085).

»Περαιτέρω θὰ ἠδύνατό τις νὰ ἰσχυρισθῇ καὶ τὸ ἑξῆς: Ὅ,τι συνέβη μὲ τὸν Βίκτωρα, τὸν Στέφανον καὶ τὸν Γρηγόριον, συνέβη κατά τινα ἀνάλογον τρόπον καὶ μὲ τοὺς ἐν συνεχείᾳ Πάπας Ρώμης, οἱ ὁποῖοι ἠνέχθησαν καὶ ἐδέχθησαν τὸν ἀφορισμόν. Σχετικῶς ἔχει διατυπωθῆ ἡ ὀρθὴ παρατήρησις, ὅτι “ἀφοῦ ὁ Πάπας εἶχεν ἀποθάνει πλείονας μῆνας πρὶν ἢ ὁ Καρδινάλιος Οὑμβέρτος θέσῃ τὴν βοῦλλαν τοῦ ἀφορισμοῦ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἠδύνατο (ἡ Ρώμη) νὰ θέσῃ ἀκόμα καὶ τὸ ζήτημα τῆς κανονικῆς ἰσχύος τῆς χειροτονίας του”. Ἐκτὸς δὲ τούτου ἠδύνατο ἡ Ρώμη “νὰ ἀκυρώσῃ αὐτόν (τὸν ἀναθεματισμόν) ἐπισήμως ἐν γενικῇ Συνόδῳ”. Ἀλλὰ οὔτε τὸ ἓν ἔπραξεν, οὔτε τὸ ἄλλο. Ἄρα ἐμμέσως υἱοθέτησεν, “ἐνέκρινε” καὶ ἐπεκύρωσεν αὐτόν» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 98-99).

Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι ἐξ ὅλων αὐτῶν τῶν συντριπτικῶν στοιχείων ποὺ παραθέτει ὁ Μπούμης (καὶ ποὺ γνωρίζει πλὴν τὰ ἀποκρύπτει ὁ Λαρεντζάκης ὡς γνήσιος Οἰκουμενιστής), παραποιεῖται ἀλήθεια καὶ διαστρέφεται ἡ πραγματικότητα. Σὲ ὁποιοδήποτε σοβαρὸ πανεπιστήμιο θὰ εἶχαν ἀπορρίψει τὴν μελέτη τοῦ Γ.Λ. ὡς ἐλλειματική, μονόπλευρη καὶ λανθασμένη. Ὄχι ὅμως στὶς αὐλικὲς ἑλληνικὲς οἰκουμενιστικὲς θεολογικὲς σχολές.

Εἴδαμε μἀλιστα παραπάνω ὅτι ὁ Γ.Λ. χρησιμοποιεῖ καὶ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, μὲ τρόπο ποὺ τὸν βοηθεῖ νὰ ἐξαγάγει τὰ συμπεράσματα ποὺ θέλει, ἀλλὰ βέβαια δὲν χρησιμοποιεῖ καὶ τὸ παρακάτω τμῆμα ἀπὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἔτσι θὰ ἀποδεικνυόταν ἡ ἀπάτη του! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιστημοσύνη καὶ ἡ ἐντιμότητα τῶν Οἰκουμενιστῶν! Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μπούμη:

«Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως γράφει χαρακτηριστικῶς: “Ὁ τοῦ Λέοντος διάδοχος Πάπας Βίκτωρ οὐ μόνον δὲν ἀπεδοκίμασε, δὲν κατεψήφισε, δὲν ἠκύρωσε τὸν ἀνόσιον τῶν ληγάτων ἀφορισμόν, ἀλλὰ καὶ ἐπεδοκίμασε καὶ ἐπεκύρωσε. Τοσούτῳ δὲ ἐφάνη τῷ Πάπα καὶ τοῖς διαδόχοις αὐτοῦ τὸ τῶν ληγάτων κατόρθωμα μέγα, ὥστε ἔδοξεν αὐτοῖς καλὸν καὶ νὰ διαιωνίσωσιν αὐτὸ καὶ διαδοχικῶς νὰ ἐπικυρώσωσιν αὐτό”. Καὶ ὁ St. Runciman σημειοῖ τὰ ἑξῆς: “Ἡ Ρώμη οὐδέποτε ἐσκέφθη (dreamed) νὰ ἀποκηρύξῃ τὴν πρᾶξιν τῶν λεγάτων, ἀλλ’ ἀντ’ αὐτοῦ ἔδωσε ἔμφασιν εἰς τὴν δικαίωσίν της, μέχρις ὅτου τελικῶς ἐπιστεύθη εἰς τὴν Δύσιν, ὅτι ἡ ἀπρόκλητος ἐπίθεσις ἑνὸς ἀπειθοῦς Ἐπισκόπου (τοῦ Κηρουλάριου) εἶχε τιμωρηθεῖ ἐπαξίως μὲ ἀφορισμὸν ἐντὸς τῶν νομίμων πλαισίων”. Ἑπομένως μετὰ τὰ ἀνωτέρω, θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι τὸ ἀνάθεμα τοῦ Οὑμβέρτου εἶναι τυπικῶς ἔγκυρον καὶ ἰσχυρὸν ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 98-100).

Τὰ ἀκοῦτε ἐντιμότατε κ. Λαρεντζάκη; Τὰ ἀκοῦτε ἐντιμότατοι καθηγητὲς τῆς Θεολογικῆς Θεσσαλονίκης;

Συνεχίζουμε τὴν παράθεση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μπούμη:

«Ἡ ἐπέκτασις τοῦ παπικοῦ ἀναθέματος.

Μετὰ τὰ ἀνωτέρω ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ ἐρευνήσωμεν, ἔστω δι’ ὀλίγων, καὶ ἄλλα τινὰ συναφῆ θέματα, λαμβάνοντας ἀφορμὴν καὶ κάμνοντες ἀρχὴν ἀπὸ τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Μήπως πέρα τῆς τοιαύτης παπικῆς ἐπικυρώσεως τοῦ ἀναθέματος τοῦ Οὑμβέρτου ἔχομεν καί τινα γενικωτέραν (π.χ. συνοδικήν) ὑπὸ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπικύρωσιν τοῦ ἀναθέματος; Ἤδη ὡς σημειοῖ ὁ ἀρχιμ. Σπυρ. Μπιλάλης “ἡ ἐν Bari (τῆς Ν. Ἰταλίας) λατινικὴ σύνοδος, τῷ 1098, ἐπικυρώσασα τὸν ὑπὸ τοῦ καρδινάλιου Οὑμβέρτου ἀφορισμὸν τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς αἱρετικῆς, ἅτε μὴ ἀποδεξαμένης τὸ λατινικὸν Filioque, ἀπετόλμησε καὶ κατεδίκασεν ὡς αἱρετικούς, τοὺς μὴ δεχομένους τὴν αἵρεσιν τοῦ Filioque”. Καὶ ὁ Βασ. Στεφανίδης ἱστορεῖ ὡσαύτως, ὅτι κατ’ αὐτὴν τὴν σύνοδον ὁ Ρώμης Οὑρβανὸς ὁ Β΄ (1088-1099) “ἀνεθεμάτισε πάντα μὴ ἀποδεχόμενον τὴν διδασκαλίαν ταύτην (περὶ Filioque)”…

»Ἐν πάσῃ περιπτώσει μετὰ τὰ ἀνωτέρω, νομίζομεν, δὲν ἔχει μεγάλην σημασίαν τὸ ζήτημα, ἐὰν ἐπεκυρώθη καὶ συνοδικῶς τὸ ἀνάθεμα τοῦ Οὑμβέρτου. Ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐνδιαφέρον καὶ βαρύτητα ἀποκτᾷ τὸ γεγονός, ὅτι ἔχομεν ἐκ νέου καταδίκας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἀναθεματισμοὺς αὐτῶν ἐκ μέρους συνόδων τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦν μίαν συνέχειαν οὕτως εἰπεῖν τοῦ ἀναθέματος τοῦ Οὑμβέρτου» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 101).

Ὁπότε ἡ ἑστίαση τῶν συζητήσεων καὶ τῶν συνεδρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν στὰ ἀναθέματα, ἀποτελεῖ μιὰ παραπλάνηση καὶ κοροϊδία, φοβερὸ ἀποπροσανατολισμὸ καὶ μιὰ πρωτοφανῆ ἀπάτη ἐκ μέρους τῶν Παπικῶν καὶ τῶν Οἰκουμενιστῶν· διότι ἑστιάζουν τὴν προσοχήν τους, καὶ στρέφουν τεχνηέντως τὴν προσοχήν μας, σὲ ἕναν ἀφορισμὸ ἐσπευσμένο καὶ προβληματικό –κατὰ τὰ λεγόμενά τους– καὶ ταυτόχρονα κρύπτουν ἄλλες ξεκάθαρες καταδίκες μας καὶ ἀφορισμούς μας ἀπὸ τοὺς Πάπες ποὺ ἔγιναν στὴ συνέχεια! Κι αὐτὸ τὸ τολμοῦν, παρότι ἔχουν μελετήσει/“ξεσκονίσει” κάθε προσφερόμενη πηγή, στοὺς ἐν τῷ μεταξὺ καὶ ἐπὶ αἰῶνες διεξαχθέντας διαλόγους, ποὺ πραγματοποιήθηκαν μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα, ἀντὶ τῆς μετανοίας, τὴν σκλήρυνση τῶν καρδιῶν τῶν αἱρετικῶν· ἀντί ἐπιστροφῆς στὴν Πίστη, τὴν μανιώδη προσπάθεια νὰ μεταστρέψουν τοὺς Ὀρθοδοξους πληθυσμοὺς στὴν δική τους παπικὴ πλάνη!

Ἂν ἡ αἰτία τῶν ἀναθεμάτων καὶ τῆς διαιρέσεως ἦταν τάχα κάποια «κακιὰ» στιγμή, (ὅπως μᾶς τὸ παρουσιάζει ὁ Γ.Λ.), λόγῳ τῆς ἀγνοίας τῆς γλῶσσας, ἢ λόγῳ κάποιων παρεξηγήσεων και ὀξύνσεως τῶν πραγμάτων, αὐτὴ ἡ “παρεξήγηση” στοὺς ἑπομένους αἰῶνες (ἕως καὶ σήμερα) θὰ ἐλύετο! Ἂν οἱ Παπικοὶ εἶχαν “πνεῦμα Θεοῦ”, θὰ ἔβλεπαν τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ δὲν συνέβη δυστυχῶς αὐτό, ἀλλὰ ὅπως ἡ καρδία τοῦ Φαραὼ μετὰ ἀπὸ κάθε πληγὴ ἐσκληρύνετο ἔτι περισσότερο, ἔτσι καὶ οἱ Παπικοί (τώρα δὲ καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς καὶ ὅσοι τοὺς σιγοντάρουν) παθαίνουν τὸ ἴδιο πρᾶγμα! Γιατί δὲν ἦραν ὅλα τὰ ἀναθέματα ποὺ μᾶς ἔχουν ἐπιβάλει οἱ Παπικοί, τὰ σίγουρα καὶ ἐξακριβωμένα, καὶ ἀσχολοῦνται μὲ ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο ὑπάρχουν –κατ’ αὐτούς–ἀμφιβολίες γιὰ τὸν τρόπο ἐπιβολῆς του; Μήπως γιατὶ ἡ διάθεσή τους ἦταν καὶ εἶναι νὰ ἐπιφέρουν σύγχυση στὸ λαό; Μήπως δὲν τὰ ξέρει αὐτὰ ὁ κ. Λαρεντζάκης καὶ οἱ περὶ αὐτόν; Γιατί μᾶς κοροϊδεύουν;

Διαβάζουμε στὴ συνέχεια στὸ βιβλίο τοῦ Π. Μπούμη:

«Ἐκτὸς τῆς ἐν Bari Συνόδου, ἡ ὁποία ὡς εἴδομεν, ἀναθεμάτισε τοὺς μὴ δεχομένους τὴν περὶ Filioque διδασκαλίαν τῆς Ρώμης, ἔχομεν καὶ τὴν ἐν Λατερανῷ (κατὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ΙΒ΄ Οἰκουμενικήν) Σύνοδον τοῦ 1215, ἥτις ἔψεξε (δ΄ κανών) τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας, διότι ἀνεβάπτιζον τοὺς προσερχομένους ἐκ τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν… Ἐπίσης ἡ ἐν Λυῶνι (1274) ἐπὶ Πάπα Γρηγορίου Ι΄ λατινικὴ Σύνοδος κατεδίκασε πάντας τοὺς μὴ ἀποδεχομένους καὶ μὴ θέλοντας νὰ ὁμολογήσουν ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀιδίως ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 99-101).

«…Δὲν ἀποκλείεται αἱ μετὰ τὸ 1054 λατινικαὶ σύνοδοι διὰ τῶν τοιούτων ἀποφάσεων νὰ μὴ ἐπεκύρωνον τὸν ὑπὸ τοῦ Οὑμβέρτου ἀφορισμόν, ἀλλὰ νὰ ἔθετον ἐξ ὑπαρχῆς νέον. Ὅμως καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ ἤδη εἶχε προηγηθῆ ὁ τοῦ Οὑμβέρτου. Εἶχε γίνει ἡ ἀρχὴ καὶ ἑπομένως δὲν ἦτο δύσκολον νὰ ἐπαναληφθῇ ἡ πρᾶξις καὶ νὰ ἐπιβληθῇ εἷς νέος ἀφορισμός, ὅμοιος μὲ τὸν προηγούμενον… Διὰ τῆς τοιαύτης θεωρήσεως τῶν πραγμάτων, δυνάμεθα νὰ κατανοήσωμεν, διατὶ ἔφθασαν …πολλοὶ τῶν Παπῶν νὰ χαρακτηρίζουν τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς σχισματικοὺς ἢ αἱρετικούς, ἢ τὸ χειρότερον, καὶ ὡς συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ»! (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 102-103).

Ὅ,τι συνέβη, τώρα, ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Παπικῶν, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀμέσως, εἴτε ἐμμέσως ἀποδέχτηκαν καὶ ἐπεκύρωσαν τὸν ἀφορισμὸ τοῦ Οὑμβέρτου, τὸ αὐτὸ συνέβη καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἀφοῦ κατὰ τὸν καθηγητὴ Μπούμη «κατὰ πᾶσαν πιθανότητα τὸ ἐπιβληθὲν εἰς τὸν καρδινάλιον Οὑμβέρτον καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ, …ἀνεγνώσθη ἐκ νέου μετ’ ὀλίγας ἡμέρας καὶ ἐνώπιον τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 105).

Ἔχομεν ἐπίσης μαρτυρία ὅτι «οἱ Πατριάρχαι “Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων… τὰ πραχθέντα (ὑπὸ τοῦ Κηρουλάριου) προσεπῄνεσαν καὶ ἐπεψηφίσαντο καὶ τῆς σφῶν αὐτῶν κοινωνίας καὶ αὐτὸν τὸν πάπαν ἀπώσαντο”. Καὶ ὁ Α. Δ. Κυριακὸς γράφει ὅτι ὅλοι οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς “ἐπεδοκίμασαν δι’ ἐπιστολῶν αὐτῶν τὰ δόξαντα τῇ συνόδῳ ταύτῃ (τῇ ἐνδυμούσῃ Κων/πόλεως τοῦ 1054”» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 107).

«Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχωμεν ρητὰς καὶ ἐπισήμους ἐπιδοκιμασίας ἢ ἐπικυρώσεις τοῦ ἐπιβληθέντος ἀναθέματος, ἢ ἀκόμη, ἐὰν ἔχωμεν τὴν διατύπωσιν ὡρισμένων ἐπιφυλάξεων τοὐλάχιστον κατ’ ἀρχὰς ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Πέτρου ἢ ἄλλου τινὸς Πατριάρχου τῆς Ἀνατολῆς, ὡς πρὸς τὴν ἐπιβολὴν αὐτοῦ, τοῦτο δὲν σημαίνει, ὅτι τελικῶς δὲν ἔχομεν ἀποδοχὴν αὐτοῦ ἐκ μέρους τῶν Πατριαρχῶν τούτων, ἔστω σιωπηρῶς εἰς τὴν πρᾶξιν (de facto). Τὸ γεγονὸς καὶ μόνον, ὅτι καὶ ὁ Ἀντιοχείας καὶ οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἠκολούθησαν τὸ Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως καὶ διέκοψαν ὁριστικῶς τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα ἐκ τῶν διπτύχων, μαρτυρεῖ περὶ τούτου. Ὁ A. Vasiliev παρατηρεῖ χαρακτηριστικῶς: “Παρὰ τὴν ἀνεπάρκειαν τῶν σχετικῶν μὲ τὸ ζήτημα αὐτὸ πληροφοριῶν μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ βεβαιότητα, ὅτι οἱ τρεῖς Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἔμειναν πιστοὶ στὴν Ὀρθοδοξία ὑποστηρίζοντας τὸν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως”. Καὶ προσθέτει ὁ St. Runciman, ὅτι ἠκολούθησαν τὸν Κηρουλάριο, διότι τὸν ἐθεώρουν ὑπέρμαχον τῆς ἀπόψεως, τὴν ὁποίαν συνεμερίζοντο καὶ αὐτοί» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 108).

«Ὀρθῶς (καί) ὁ καθηγητὴς Β. Στεφανίδης παρατηρεῖ: “Οἱ λοιποὶ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐδέχθησαν τὰς ἀποφάσεις ταύτας” τῆς Ἐνδημούσης συνόδου Κων/πόλεως. Ἡ ἔκφρασις αὕτη ἀποδίδει τὰ πράγματα καλλίτερον καὶ κυριολεκτικώτερον. Ἔχομεν, λοιπόν, υἱοθέτησιν καὶ ἀποδοχὴν τελικῶς τῆς ἐπιβολῆς τοῦ ἀναθέματος ἐκ μέρους τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, ἢ μᾶλλον τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς». Καὶ τοῦτο ὀφείλεται καὶ «εἰς τὸ γεγονός, ὅτι οὗτοι (οἱ Ρωμαιοκαθολικοί) ἐνέμενον εἰς τὴν αἱρετικὴν περὶ Filioque διδασκαλίαν των». Τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν περιορίστηκαν μόνο στὸν ἀναθεματισμό, ἀλλὰ τὸν ἐπεξέτειναν καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἔχοντας τὶς ἴδιες αἱρετικὲς δοξασίες, ἀφοῦ «αἰτία-βάσις τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ἐπιβληθέντος ἀναθέματος τώρα πλέον ἐτίθετο ἡ αἱρετική των δοξασία» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 110).

«Οἱ ἡγέται τῶν ἐκκλησιῶν καὶ αἱ συνελθοῦσαι σύνοδοί των, δὲν ἐπεκύρωσαν μὲν ρητῶς καὶ εἰδικῶς, ἀλλ’ εἰς τὴν πρᾶξιν υἱοθέτησαν καὶ ἐδέχθησαν τὸν ὑπὸ τοῦ Κηρουλαρίου ἐπιβληθέντα ἀναθεματισμόν, ὅπως ἐπίσης τὸν ἐδέχθη καὶ ὁλόκληρον τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τελικῶς» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 110).

«Τὸν συναποδέχθησαν μετ’ ἄλλων σχετικῶν ἀναθεματισμῶν, ὡς ἓν μέρος τοῦ ὅλου ἀγῶνος τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν κακοδοξιῶν καὶ τῆς παραχαράξεως τῆς ἀληθείας ὑπὸ τῶν παπικῶν… καὶ ἐτοποθέτησαν τὸν ἀναθεματισμόν… εἰς ἓν πλαίσιον καὶ μέτωπον ἀμύνης τῆς Ἐκκλησίας» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 111).

(Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 111-112).

Προσθέτουμε καὶ κάποιες θέσεις τοῦ ἁγίου Μάρκου καὶ Ἁγίου Νικοδήμου:

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, δέχεται ἀπὸ ἀγάπη καὶ πόθο γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο Φερράρας, καὶ μιλάει ἐπαινετικὰ στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν Πάπα, μήπως ἔτσι τὸν κερδίσει·ὅταν ὅμως ἀντιλαμβάνεται τὸ ἀμετανόητο τῶν Παπικῶν καὶ τὴν ἐμμονή τους στὴν αἵρεση, συνιστᾶ νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε. «Ἔφη οὖν ὁ Ἐφέσου, ὅτι· Αἵρεσίς ἐστι καὶ οὕτω εἶχον αὐτὴν καὶ οἱ πρὸ ἡμῶν, πλὴν οὐκ ἠθέλησαν θριαμβεύειν (=δημοσιεύειν) τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν ἐκδεχόμενοι» (=ἀναμένοντες). S. Syropuli, Vera historia unionis non verae…, 9, 5, σελ. 256 (ἀπὸ κείμενο τοῦ γέροντος Νικόδημου Μπιλάλη). ‒«…Εἶναι ἐνδεικτικὸ τῆς σημασίας ποὺ ἔδινε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος στὴν μὲ κάθε τρόπο ἀποκοπὴ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἡ στάση ποὺ ἐτήρησε καὶ πρὸς τοὺς φιλοπαπικούς, στοὺς ὁποίους πρὶν πεθάνει κάνει γνωστό, πὼς δὲν θέλει νὰ παραστοῦν οὔτε στὴν κηδεία του οὔτε στὸ μνημόσυνό του. Γράφει:

«Ἐξορκῶν ἐντέλλομαι, ἵνα μηδεὶς ἐξ αὐτῶν προσεγγίσῃ ἢ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ ἢ τοῖς μνημοσύνοις μου, ὥστε …ἐπιχειρῆσαι συλλειτουργεῖν τοῖς ἡμετέροις· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ἅμα τὰ ἄμικτα μίγνυσθαι». Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ δείξω ὅτι «ἀποστρέφομαι τὴν αὐτῶν κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν». Διότι «πέπεισμαι ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι τούτου (τοῦ Πατριάρχη) καὶ τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις» (“Λόγος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐν ᾗ μετέστη πρὸς τὸν Θεόν”, εἰς Ζήση Θ., πρωτοπρ., Ὑπακοή, Διακριτικὴ ἢ ἀδιάκριτη;).

Τέλος θὰ ἀναφέρω καὶ τὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου: Δέχεται ὁ Ἅγιος Νικόδημος «ὅτι καλῶς οἱ πρὸ ἡμῶν Πατέρες οἰκονόμησαν καὶ ἀποδέχθησαν μὲ Θεῖο Μῦρο τοὺς Λατίνους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ὁ παπισμός τότε ἤκμαζε καὶ κατεῖχε ὅλες τὶς δυνάμεις τῶν Βασιλείων τῆς Εὐρώπης, τὸ δὲ δικό μας Βασίλειο ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ἦταν τότε ἀνάγκη νὰ γίνη αὐτὴ ἡ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴ ἐξεγείρη ὁ πάπας τὰ λατινικὰ γένη ἐναντίον τῶν Ἀνατολικῶν, ὥστε νὰ αἰχμαλωτίζουν καὶ νὰ φονεύουν καὶ μύρια ἄλλα κακὰ καὶ δεινὰ νὰ πράττουν. Τώρα ὅμως (συνεχίζει) ποὺ ἡ λύσσα τοῦ παπισμοῦ δὲν ἰσχύει καὶ ἡ Θεία Πρόνοια κατέβαλε τὴν ἐπηρμένην ὀφρὺν τῶν παπικῶν, τί χρειάζεται πλέον ἡ οἰκονομία; Ἡ οἰκονομία ἔχει μέτρα καὶ ὅρια, καὶ δὲν εἶναι παντοτινὴ καὶ ἀόριστη. Ὥστε τώρα “τῆς οἰκονομίας παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια καὶ οἱ ἀποστολικοὶ κανόνες πρέπει νὰ ἔχωσιν τὸν τόπον τους”» (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς 46ον Ἀποστολικὸν κανόνα). Μετὰ λοιπὸν τόσους αἰῶνες «ποὺ στὸν παπισμὸ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει ἀνυποχώρητη καὶ σατανικὴ ἐπιμονὴ στὴν αἵρεση» εἶναι ἄμεση καὶ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ προβληθεῖ ἡ “ἀκρίβεια”» (Ἡ μετάφραση ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο π. Μάξιμο τῆς Ἱ.Μ.Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ.).

Kαὶ ὁ Ρωμανίδης: «Σημειωτέον ὅτι ἡ Η’ Οἰκουμ. Σύνοδος ἀναθεματίζει 1) τοὺς μὴ ἀποδεχομένους τὴν Ζ’ Οἰκουμ. Σύνοδον καὶ 2) τοὺς προσθέσαντας ἢ ἀφαιρέσαντάς τι εἰς τὸ Σύμβολον, χωρὶς ὅμως νὰ κατονομάζωνται οἱ ἐν λόγῳ αἱρετικοί, πράγμα πρωτοφανὲς ἐν τοῖς πρακτικοῖς καὶ ὅροις Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Τὸ φαινόμενον τοῦτο ἐξηγεῖται μόνον βάσει τῆς ἀνωτέρω περιγραφείσης γενικῆς καταστάσεως τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ τῆς ἰσχύος τοῦ Πάπα μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων καὶ τοῦ κλήρου τῆς Εὐρώπης. Φαίνεται ὅτι πράγματι ὑπῆρχεν, ἢ ὁ Ἰωάννης ἐνόμιζεν ὅτι ὑπῆρχε, δυνατότης ἀφαιρέσεως τοῦ Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολον τῶν Φράγκων καὶ τῶν Λογγοβάρδων» (Ρωμανίδη Ἰω., Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Α΄, σελ. 372-373).

Μετὰ τὴν παρουσίαση τῶν κειμένων ἐκ τοῦ καθηγητῆ Μπούμη, τὶς θέσεις τοῦ ἁγίου Μάρκου καὶ Ἁγίου Νικοδήμου, διαβάστε ἕνα ἐκτεταμένο ἀπόσπασμα τῶν κυριότερων ἀποπροσανατολιστικῶν θέσεων τοῦ Λαρεντζάκη:

Στήν Κοινή Δήλωση τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ΄καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 γίνεται ἀποδεκτόν καί ἀπό τούς Ἀρχηγούς τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τό συμπέρασμα τῶν ἐρευνῶν τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, ὅτι δηλ. «αἱ καταδίκαι ἀνεφέροντο εἰς τά ὑπ’ ὄψιν πρόσωπα καί οὐχί εἰς Ἐκκλησίας, δέν ἀπεσκόπουν δέ εἰς τήν διακοπήν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν Θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως».

Δέν χαρακτηρίζει, λοιπόν, ὁ Πάπας τά γεγονότα ἐκεῖνα τοῦ 1054 ὡς σχίσμα, οὔτε ὡς διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀλλά ὡς «ἀξιοθρήνητα γεγονότα» καί ὡς «σοβαράν διαφοράν» μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, τόν Ἀναθεματισμόν δέ τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου καί τῆς Συνόδου του κατά τοῦ Καρδιναλίου, ὡς «επιτίμηση» πρός τόν Καρδινάλιο! Ὁ καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς διαπιστώνει μάλιστα, ὅτι ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος δέν ἐθεώρει κἄν τήν ἀντιπροσωπεία αὐτή τοῦ Πάπα Ρώμης ὡς γνήσια, ἀλλά τοῦ προσωπικοῦ του ἐχθροῦ Ἀργυροῦ. Καί τά γράμματα τοῦ Πάπα ἐθεώρει νόθα».

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως διαπιστώνει ἐπίσης γιά τόν Ἀναθεματισμό τοῦ Πατριάρχου Κηρουλαρίου κατά τοῦ Καρδιναλίου, ὅτι «οὔτε Οἰκουμενική συνεκροτήθη σύνοδος, οὔτε πολυπληθής ἦτο, οὔτε τόν πάπαν ἀνεθεμάτισεν, οὔτε οἱ πατριάρχαι βεβαιοῦται ὅτι ἐπεψηφίσαντο».

Ὁ Axel Bayer τονίζει, ὅτι «ἡ ἔρευνα γιά τό ἀνατολικό σχίσμα εἶναι σύμφωνη, ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικές ἐντάσεις τοῦ 11ου αἰῶνος δέν ἄλλαξαν τήν πεποίθηση τῶν λαῶν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κοινός χριστιανισμός». Ἐξετάζων δέ στήν μονογραφία του καί τήν στάση τῶν Παπῶν, διαδόχων τοῦ Λέοντος τοῦ Γ΄ καί μέ ἀναφορά καί στον Georg Denzler, διαπιστώνει, ὅτι «κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἀναφερόταν στήν σύγκρουση τοῦ 1054. Σχετικές ἀναφορές γιά τήν ἔναρξη τοῦ σχίσματος παρέμεναν γενικές, χωρίς νά ἀναφερθεῖ κάποια συγκεκριμένη ἡμερομηνία».

Καί οἱ κανονολόγοι τῆς Δύσεως δέν ἀναφέρουν κἄν τά γεγονότα τοῦ 1054. Ἐπίσης διαπιστώνει ὁ Axel Bayer, ὅτι σε κανένα ντοκουμέντο δέν ἀναφέρεται μάλιστα, ἐάν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα εἶχαν πληροφορηθεῖ γιά τόν ἀφορισμό τοῦ Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου ἐναντίον των. Καί ὁ Καρδινάλιος Alfons M. Stickler διαπιστώνει, ὅτι τόσον στήν Ἀνατολική ὅσον καί στήν Δυτική Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχεν ἡ ἄποψη ὅτι μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν το 1054 ἐδημιουργήθη ὁριστικό σχίσμα.

Βέβαια κανείς δέν ἀρνεῖται, ὅτι εἶχαν ταραχθεῖ οἱ ἐκκλησιαστικές σχέσεις Ἀνατολῆς καί Δύσεως τήν ἐποχή ἐκείνη.

Ὁ καθηγητής Josef Ratzinger καί μετέπειτα Πάπας παραπέμπει και στόν γνωστό ὀρθόδοξο θεολόγο, καθηγητή Johannes Meyendorff, ὁ ὁποῖος ἐξέτασε τά κείμενα ἐκεῖνα καί τά τῆς ἄρσεως τῶν Ἀναθεμάτων καί ἔχει καταλήξει στά ἴδια συμπεράσματα, δηλ. ὅτι ἡ πράξη ἐκείνη ἀπό ρωμαϊκῆς σκοπιᾶς δέν εἶχε ἀποκτήσει ποτέ ἐκκλησιαστικο-κανονική ἀξία καί ὅτι τελικά τό ἔτος 1054 δεν δύναται νά χαρακτηρισθῆ ὡς ἔτος τοῦ σχίσματος.

Ὁ Βλάσιος Φειδᾶς ἀναφέρεται καί στή στάση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου τοῦ Γ΄ Γραμματικοῦ, μέ τήν ὁποία καταφαίνεται, ὅτι οἱ Ἀναθεματισμοί τοῦ 1054 δέν εἶχαν εἰσέλθει στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁπωσδήποτε ὅμως πρέπει νά διαπιστωθῆ, ὅτι καί κατά τούς μετέπειτα αἰῶνες καί πιό συγκεκριμένα σέ ὅλες τίς ἑνωτικές προσπάθειες εἴτε μεμονωμένων θεολόγων, κληρικῶν καί αὐτοκρατόρων, εἴτε συνοδικῶν διαδικασιῶν, ὅπως εἶναι π.χ. οἱ Σύνοδοι Λυῶνος, 1274, καί Φερράρας-Φλωρεντίας, 1438-1439, δέν ἀναφέρθηκαν οἱ Ἀναθεματισμοί αὐτοί τοῦ 1054 ὡς δημιουργοί ὁριστικοῦ σχίσματος καί ποτέ δέν ἐζητήθη μία τυχόν «ἄρση» αὐτῶν ὡς ὅρος τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἤ ὡς ὅρος ἐνάρξεως τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαλόγων, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν κατά διαστήματα, ὅμως, ὡς γνωστόν, χωρίς θετικά ἀποτελέσματα.

«Τό 1054 δέν ὑπῆρξεν ἀναθεματισμός τῆς λατινικῆς κατά τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί κανείς ἀναθεματισμός τῆς ἑλληνικῆς κατά τῆς λατινικῆς Ἐκκλησίας. Μόνο σέ μεμονωμένα πρόσωπα ἀναφερόταν οἱ ἀναθεματισμοί». Καί ὁ Ἀριστείδης Πανώτης συμπεραίνει: «Ἑπομένως σφάλλονται ὅσοι ἀπό ἄγνοιαν ἤ ἀρνητική διάθεσιν ἰσχυρίζονται ὅτι διά τῆς ἐνδημούσης συνόδου τελεσιδίκως καί ὁριστικῶς ἀπεκόπη ἡ Ρωμαϊκή Ἕδρα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὀρθῶς, λοιπόν, στήν Κοινή Δήλωση τῆς ἄρσεως τῶν Ἀναθεμάτων αὐτῶν τό 1965 τοποθετοῦνται τά Ἀναθέματα αὐτά μεταξύ τῶν ἀρνητικῶν γεγονότων, τά ὁποῖα προηγήθησαν καί μετά ἀκολούθησαν, «ἅτινα ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν διαφόρων παραγόντων, ἐν οἷς καὶ ἡ ἀμοιβαία ἔλλειψις κατανοήσεως καὶ ἐμπιστοσύνης, ὡδήγησαν τελικῶς εἰς τὴν πλήρη διάσπασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας».

Τά Ἀναθέματα τοῦ 1054 δημιούργησαν ὁριστικό Σχίσμα;

Συνεπῶς, ὁπωσδήποτε δέν ἔγινε μέ τούς Ἀναθεματισμούς ἐκείνους τοῦ 1054 τό ὁριστικόν Μέγα Σχίσμα οὔτε μεταξύ τῶν Θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά προφανῶς καί κατ’ ἐπέκτασιν, οὔτε καί μεταξύ τῆς καθόλου Ἀνατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ὡσάν πρίν ἀπό τό 1054 νά ὑπῆρχε πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μετά τό 1054 δηλ. τό δῆθεν μέγα καί ὁριστικόν σχίσμα, πλήρης διακοπή τῆς κοινωνίας καί πλήρης ἀπόρριψη καί τῆς ἐκκλησιαστικότητας ἑκατέρωθεν. Ἡ ἱστορική αὐτή πραγματικότητα πρέπει νά συνειδητοποιηθεῖ καί να μήν χαρακτηρίζονται πλέον τά λυπηρά ἐκεῖνα γεγονότα τοῦ 1054 ὡς τό Μέγα ἤ τό ὁριστικό Σχίσμα μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, διότι ἁπλά δέν ἀνταποκρίνεται πρός τήν ἱστορική πραγματικότητα.

Ποιός εἶναι ὁ χρόνος τοῦ ὁριστικοῦ Μεγάλου Σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν; Ὑπάρχει συγκεκριμένη ἀναμφισβήτητη ἡμερομηνία, ἤ συγκεκριμένο γεγονός; Καθώς φαίνεται ἀπό τίς ἔρευνες καί τήν ἱστορική πραγματικότητα τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καί Δύσεως, τό Μεγάλο αὐτό Σχίσμα δέν ἔγινε σέ μιά συγκεκριμένη στιγμή, οὔτε σέ μιά συγκεκριμένη ἡμερομηνία, γιά ἕνα συγκεκριμένο γεγονός, ἤ μέ μιά συγκεκριμένη νομοκανονική ἤ γενικώτερα ἐκκλησιαστική πράξη. Οὔτε το 1054, ἀλλά οὔτε καί κάποια ἄλλη ἡμερομηνία μέ τόσο ἀπὀλυτο χαρακτῆρα. Ἀντιθέτως διαπιστώνεται, ὅτι ἡ ἀποξένωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἔγινε βαθμηδόν καί κατ’ ὀλίγον σέ διάστημα ὄχι μόνο πολλῶν ἐτῶν, ἀλλά θά μποροῦσε νά λεχθῆ πολλῶν αἰώνων καί μάλιστα ὄχι μέ τόν ἴδιο τρόπο καί γιά τούς ἴδιους λόγους.

Εἶναι δηλαδή γνωστόν καί ἱστορικά ἀναντίρρητον, ὅτι καί πρίν ἀπό τό 1054, δηλ. κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης χιλιετίας, δέν ὑπῆρχε πλήρης καί ἀδιάκοπος ἐκκλησιαστική ἀγάπη καί μυστηριακή κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀλλά ἀρκετά ἐκκλησιαστικά προβλήματα καί διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.

Ὅμως καί πάλιν ἀποκαθίστατο ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία. Π. χ. κατά τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Φωτίου καί τοῦ Πάπα Ρώμης Νικολάου ὑπῆρξεν ὀξεία διάσταση καί διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ὅμως ἀποκαταστήθηκε ἡ πλήρης κοινωνία μάλιστα μέ συνοδική πράξη στην ἑνωτική Σύνοδο τοῦ 879-880, στήν Κωνσταντινούπολη, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἁγίου Φωτίου καί μέ τήν συμμετοχή καί συμφωνία τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων καί ἀποδοχή ἀπό τόν ἴδιο τόν Πάπα. Ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀπέθανε σέ πλήρη κοινωνία μέ τήν Δυτική Ἐκκλησία. Ἡ Σύνοδος αὐτή πρέπει νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό κοινοῦ καί ἀπό τήν Ἀνατολική, ἀλλά καί ἀπό τήν Δυτική Ἐκκλησία ὡς ἡ 8η Οἰκουμενική Σύνοδος τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Ἄρα ἡ ἑνωτική αὐτή Σύνοδος δέν ἦταν «ἀντιπαπική» καί προφανῶς οὔτε καδίκασε τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία!

Τό σύνολο τῆς κατά διαστήματα διακοπῆς τῆς κοινωνίας μεταξύ τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετία ἀνέρχεται, βάσει ἱστορικῶν ἐρευνῶν, σέ πάνω ἀπό 200 ἔτη, καθώς συμπεραίνουν δυτικοί καί ἀνατολικοί ἐρευνητές.

Καί μετά τό 1054 δέν δημιουργήθηκε πλήρης καί ἀπόλυτη διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μυστηριακῆς κοινωνίας μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ὑπάρχουν ἀδιαμφισβήτητα ἱστορικά γεγονότα καί πλεῖστες ὅσες περιπτώσεις πραγματοποιήσεως ἐκκλησιαστικῆς καί μυστηριακῆς κοινωνίας, τίς ὁποῖες θά ἔπρεπε νά ἐπαναφέρομε στήν μνήμη μας.

Γιά τήν κατάσταση στά Ἱεροσόλυμα τήν ἐποχή μάλιστα τῶν Σταυροφόρων ἀναφέρει ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τά ἑξῆς: «…ἀλλ’ ἐπειδή, καθ’ ὅν χρόνον ἐγκαθιδρύθησαν ἐν Ἱερουσαλήμ οἱ σταυροφόροι, παρά τά ἐν Κ/πόλει συμβάντα τοῦ 1054, δέν εἶχε παντελῶς διακοπῆ ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μεταξύ Ἑλλήνων καί λατίνων, οἱ Ἕλληνες τῆς Ἱερουσαλήμ, κατά λατινικάς εἰδήσεις, συμπροσηύχοντο, ἐνίοτε, ἐν τῷ Ναῷ τῆς Ἀναστάσεως, ἄλλως τε ἐν αὐτῷ, κατά τάς αὐτάς εἰδήσεις, τ’ ἀναγνώσματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐγίνοντο κατ’ ἀρχάς λατινιστί, ὑπό λατίνου, ὕστερον δ’ ἑλληνιστί, ὑπό ἕλληνος ἱερέως, χάριν τοῦ λαοῦ…».

Οἱ διαπιστώσεις αὐτές ἔχουν μεγάλη σημασία τόσο γιά τήν ἑρμηνεία τῶν γεγονότων τότε, δηλαδή γιά τό τί συνέβη μέ τούς Ἀναθεματισμούς ἐκείνους το 1054, ἀλλά καί τί ἐπετεύχθη μέ τήν «ἄρση» τῶν παλαιῶν αὐτῶν Ἀναθεμάτων το 1965.

Διαπιστώνομε, λοιπόν, ἀλληλουχία γεγονότων θετικῶν ἤ ἀρνητικῶν, τά ὁποῖα ὁπωσδήποτε ἐπηρέαζαν καί τίς ἐκκλησιαστικές σχέσεις, ἀκόμη καί τήν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἤ ὄχι καί γενικώτερα τῶν Μυστηρίων ἑκατέρωθεν. Ὅμως, παρόλα ταῦτα, δέν ἔχαναν οἱ χριστιανοί τό συναίσθημα καί τήν πεποίθηση, ὅτι ἀνήκουν στήν ἴδια Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί ἐάν εὑρίσκοντο σέ διάσταση, ἤ πολεμική, ἤ διακοπή τῆς κοινωνίας, ὅπως συμβαίνει πολλές φορές καί σέ μία οἰκογένεια μέ δραματικές συνέπειες, χωρίς νά ἐξαφανίζεται ἡ ἐξ αἵματος συγγένεια.

Εἶναι ἀναγκαία, ἡ λεπτομερής καί ἀκριβής ἔρευνα καί ἔκθεση τῆς κοινῆς μας διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῶν σχέσεων τῶν Ἐκκλησιῶν μας, τῶν θετικῶν, ἀλλά καί τῶν ἀρνητικῶν γεγονότων κάτω ἀπό αὐτό τό πρῖσμα μέχρι καί σήμερα.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μάλιστα μεταφέρει τό σχίσμα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἀκριβῶς στό γεγονός τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438-1439.

Ὅμως στήν Σύνοδο ἐκείνη συμμετεῖχαν οἱ ἀνατολικοί καί οἱ δυτικοί συνοδικοί ὡς ἰσότιμα μέλη τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί διεξήχθη πράγματι σοβαρός Θεολογικός Διάλογος, στόν ὁποῖο τό μεγαλύτερο βάρος ἐσήκωσε στούς ὤμους του ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός.

Δυστυχῶς χωρίς ἀποτελέσματα. Ὅμως: Ἡ Σύνοδος ἐκείνη ὑπῆρξεν μία «κοινή Σύνοδος», παρά τό ὅτι καί τότε, ὅπως καί τόν 19ο καί 20ο αἰῶνα μεταξύ τῶν Λατίνων καί τῶν Ἑλλήνων ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρχαν βαθειά ἀποξένωση καί σοβαρές δογματικές διαφορές.

Τό 1553, ἄρχισε ἡ Ρώμη νά ἐφαρμόζει τήν θεωρία τῆς ὑποταγῆς τῶν ἐκπτώτων σχισματικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἐξελίσσεται καί κυριαρχεῖ πλέον ἡ ἐκκλησιολογική καί σωτηριολογική ἀποκλειστικότητα καί μοναδικότητα τῆς Δυτικῆς καί πιό συγκεκριμένα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Σό 1622 ἱδρύεται ἡ Congregatio de Propaganda Fidei, μέ τήν ἐντολή τῆς ἱεραποστολῆς καί στήν Ἀνατολή καί τήν ἐπίτευξη τῆς ἐπιστροφῆς τῶν πεπτωκότων στή δῆθεν μοναδική καί πραγματική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιά νά μπορέσουν νά τύχουν τῆς σωτηρίας των. Τήν 5η Ἰουλίου τοῦ 1729 ἀπαγόρευσε ἡ Congregatio de Propaganda Fidei, ὄχι ὁ Πάπας, κάθε λειτουργική καί μυστηριακή κοινωνία μέ τούς Ὀρθοδόξους (Mansi 46, 99-104). Ἀποτελεῖ αὐτή ἡ ἀπαγόρευση τήν πραγματοποίηση τοῦ ὁριστικοῦ σχίσματος; Ἡ ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων πραγματοποιήθηκε 20 χρόνια ἀργότερα τό 1755 μέ τήν συνοδική ἀπόφαση τῆς μή ἀναγνωρίσεως τῶν Μυστηρίων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ καθηγητής Ernst Christoph Suttner διαπιστώνει, ὅτι μόλις ἀπό τόν 18ο αἰῶνα ἀρχίζουν οἱ Ἐκκλησίες μας νά θεωροῦν ἑαυτές ὡς τίς μοναδικές Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, μόνον καί ἀποκλειστικά ἐντός τῶν ὁποίων εἶναι δυνατή σωτηρία, ἐνῶ ἀρνοῦντο καί τήν ἐκκλησιαστικότητα τῆς ἄλλης ἑκατέρωθεν. Μέχρι σήμερα ἀναγνωρίζεται τό Βάπτισμά των καί δέν ἐπαναλαμβάνεται ὅταν ρωμαιοκαθολικοί ἐπιθυμοῦν νά γίνουν μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄρα ἀναγνωρίζεται τό Βάπτισμα αὐτῶν καί ἄλλα Μυστήρια. Ἐπ’ αὐτοῦ ἀπήντησε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τό 1903 στήν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1902, τά ἑξῆς: «Πιστεύομεν ἐπί τήν εἰλικρίνειαν τῆς πίστεως αὐτῶν (δηλ. τῶν Λατίνων καί τῶν διαμαρτυρομένων) εἰς τήν παναγίαν καί ζωαρχικήν Τριάδα, διό καί δεχόμεθα τό βάπτισμα τούτων τε καί ἐκείνων». Γιά τήν ἀναγνώριση τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἀνάφερε: «Τιμῶμεν τήν ἀποστολικήν διαδοχήν τῆς λατινικῆς ἱεραρχίας καί τούς εἰς τήν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν ἐρχομένους ἐξ αὐτῆς κληρικούς παραδεχόμεθα ἐν τῷ ὅν φέρουσι βαθμῷ (ὡς παραδεχόμεθα καί τούς Ἀρμενίους, Κόπτας, Νεστοριανούς κλπ. τούς μή ἀπολέσαντας τήν ἀποστολικήν διαδοχήν)». Οὐδείς λόγος περί αἱρέσεων! Καί ἡ Ἐκκλησία Μαυροβουνίου ἔδωσε ἀκριβῶς τήν ἴδια ἀπάντηση.

Τοῦτο σημαίνει, ὅτι ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα καί τό Βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν τό κύριο συστατικό στοιχεῖο τῆς ἀποκτήσεως τῆς χριστιανικῆς ταυτότητος ὑπαρξιακά καί ὄχι ἐπιφανειακά, δημιουργεῖται ἡ προϋπόθεση τῆς «ἐνδύσεως τοῦ Χριστοῦ» καί τῆς εἰσόδου στήν χριστιανική οἰκογένεια. Οἱ βαπτισθέντες χριστιανοί καθίστανται ὅμαιμοι. Καί εἶναι γνωστόν, ὅτι ἡ ἐξ αἵματος συγγένεια μιᾶς οἰκογενείας δέν καταστρέφεται σέ ὁποιαδήποτε δραματική καί ὀδυνηρά ἐξέλιξη καταντήσουν οἱ σχέσεις τῶν μελῶν της, ἀκόμη καί μέ φόνους! Τό 1969 ἀποφάσισε ἐπίσης ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί ἐπέτρεψε τήν Μυστηριακή κοινωνία μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἀπόφαση, τήν ὁποία ἀργότερα ἀνακάλεσε.

Πάντως ἐπίσημη καταδίκη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει, καθώς τονίζουν ὁ καθηγητής Γεώργιος Γαλίτης καί Βλάσιος Φειδᾶς, ὁ ὁποῖος ἐπί λέξει τονίζει: «…οἱ ρωμαιοκαθολικοί, οἱ παλαιοκαθολικοί, οἱ ἀγγλικανοί καί οἱ προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι’ ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ὡς αἱρετικοί, κατά προφανή ἐφαρμογήν τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας καί ἐπ’ ἐλπίδι ἀποκαταστάσεως τῆς μετ’ αὐτῶν ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, διό καί εἶναι ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινων ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν, ἀφοῦ μόνον ἡ Ἐκκλησία δύναται νά χαρακτηρίζει δι’ ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως τά ἐκτός τῶν ὁρίων αὐτῆς χριστιανικά σώματα ὡς αἱρετικά ἤ ὡς σχισματικά».

Τοῦτο σημαίνει, ὅτι ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα καί τό Βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν τό κύριο συστατικό στοιχεῖο τῆς ἀποκτήσεως τῆς χριστιανικῆς ταυτότητος ὑπαρξιακά καί ὄχι ἐπιφανειακά, δημιουργεῖται ἡ προϋπόθεση τῆς «ἐνδύσεως τοῦ Χριστοῦ» καί τῆς εἰσόδου στήν χριστιανική οἰκογένεια. Οἱ βαπτισθέντες χριστιανοί καθίστανται ὅμαιμοι. Καί εἶναι γνωστόν, ὅτι ἡ ἐξ αἵματος συγγένεια μιᾶς οἰκογενείας δέν καταστρέφεται σέ ὁποιαδήποτε δραματική καί ὀδυνηρά ἐξέλιξη καταντήσουν οἱ σχέσεις τῶν μελῶν της, ἀκόμη καί μέ φόνους!

Καί ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν ἔχει καταδικάσει ἤ ἀναθεματίσει τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἀπεναντίας ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία μέ τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο ἀναγνωρίζει τήν ἐκκλησιαστικότητα καθώς ἐπίσης καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Τέλος πρέπει νά ἐπανεξετασθεῖ, ἐάν καί κατά πόσον σήμερα εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιοῦνται γενικά καί ἀδιάκριτα οἱ ὅροι αἵρεσις καί σχίσμα. Θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο καί δυνατόν νά ἀναθεωρήσομε τήν χρήση τῶν ὅρων αὐτῶν καί νά χρησιμοποιοῦμε τόν χαρακτηρισμό ἑτερόδοξοι ἀδελφοί ἤ ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες, ἤ ἀκόμα καί τόν χαρακτηρισμό ἑτερόδοξες ἀδελφές Ἐκκλησίες, ἐφ’ ὅσον τά κοινά σημεῖα τῆς πίστεώς μας εἶναι πολύ περισσότερα ἀπό τίς διαφορές μας ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερα, οἱ ὁποῖες βέβαια διαφορές εἶναι σοβαρές καί πρέπει ἀπό κοινοῦ νά λυθοῦν. Ἐκτός τούτου τόν χαρακτηρισμό γιά τούς ἑτεροδόξους «ἀδελφοί» καί «Ἐκκλησίες», ἤ καί «ἀδελφές ἐκκλησίες» ἔχουν χρησιμοποιήσει ἀρκετοί ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ἀρκετοί Ἰεράρχες καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ἀλλά καί ἄλλες Ὀρθόδοξες Σύνοδοι καί τῆς Β΄ χιλιετίας, τίς ὁποῖες δέν θέλω ἐδῶ νά ἐπαναλάβω. Μεταξύ ἄλλων, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κ.ἄ.

Ἡ Σύνοδος τοῦ 1404 στήν Κύπρο ὑπό τήν προεδρία Ἰωσήφ Βρυενίου, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τό 1484, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Β΄συνοδικῶς ἀποφανόμενος, ἡ Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1848. Πρβλ. Θεοδώρου Γιάγκου, http://www.amen.gr/article/ptyxes-pou-aposiopithikan-ston-dimosio-dialogo-peri-tis-agias-kai-megalis-synodou-a-meros. Πρβλ. καί Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες, Σέ σχέση μέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μαρτυρία, Ἱ. Μητρόπολις Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου, Φανιά, Μάϊος-Ἰούνιος , 2016 Σεῦχος 36, 81-92. Καί http://www.amen.gr/article/ekklisia-kai-ekklisies.

Β΄) Ἡ «ἄρση» τῶν Ἀναθεμάτων καί ἡ σημασία της

Τήν 7ην Δεκεμβρίου 1965 ἔγινε ἡ ἐπίσημη τελετή τῆς «ἄρσεως» τῶν Ἀναθεμάτων συγχρόνως στό Βατικανό καί στό Φανάρι, ὅπου εὑρισκόταν οἱ Ἀντιπροσωπεῖες τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μέ ἐνθουσιασμό καί δάκρυα στά μάτια. Μετά τά ἀνωτέρω διερωτᾶται ὅμως κανείς, ποιά εἶναι ἡ σημασία τῆς «ἄρσεως» τῶν Ἀναθεμάτων; Πολλοί ἀνέμεναν τήν «ἄρση» καί τοῦ σχίσματος καί τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας. Τοῦτο προφανῶς δέν μποροῦσε οὔτε καί προβλεπόταν νά γίνει, διότι μέ τά Ἀναθέματα ἐκεῖνα δέν εἶχε δημιουργηθεῖ τό Σχίσμα. Ὅμως μέ τήν πρωτοβουλία αὐτή ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί μέ τήν σύμφωνη ἐνέργεια καί τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ἐπαναδελφοποιήσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων τονίζει στήν ὁμιλία του πρός τόν Πάπα Παῦλο τόν Στ΄ την 7η Δεκεμβρίου 1965 στήν Ρώμη, ὅτι οἱ δύο Θρόνοι προέβησαν σ’ αὐτήν τήν πράξη «καταργοῦντες τό ἀπ’αὐτῶν προελθόν ἀνάθεμα, τό σύμβολο τοῦτο τοῦ σχίσματος, καί ἀντ’ αὐτοῦ ὑψοῦντες τήν ἀγάπην, σύμβολον τῆς ἐπανασυναντήσεως αὐτῶν».

Τά Ἀναθέματα λοιπόν ἐκεῖνα εἶχαν γίνει πράγματι τό σύμβολο τοῦ σχίσματος, ὅπως τά ἐχαρακτήριζε καί ὁ Καθηγητής Joseph Ratzinger, ὁ μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄, ὁ ὁποῖος διαπιστώνει, ὅτι ἡ πράξη αὐτή τῆς «ἄρσεως» τῶν Ἀναθεμάτων ἀποσκοποῦσε στήν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.

Διαπιστώνομε, λοιπόν, ὅτι δέν πρόκειται πρώτιστα περί ἄρσεως ἤ ἀπαλείψεως ἤ ἀκυρώσεως ἑκατέρωθεν νομικῆς ἐκκλησιαστικῆς καταδίκης τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, πρᾶγμα, τό ὁποῖον τότε δέν εἶχε συμβεῖ, ἀλλά περί δημιουργίας μιᾶς νέας ἐποχῆς τῆς καταλλαγῆς, τῆς ἀγάπης καί τῆς ποικιλοτρόπως βελτιώσεως τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων, μέχρι καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς κοινῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία τό γε νῦν ἔχει διακοπεῖ καί εὑρισκόμεθα σέ κατάσταση ἀκοινωνησίας. Ὁ Εὐάγγελος Θεοδώρου ἀξιολογώντας τήν «ἄρση» τῶν Ἀναθεμάτων στήν ὁμιλία του στο Graz τόν Ἰανουάριο τοῦ 1976. 10 χρόνια μετά τήν ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων, διεπίστωσε τά ἑξῆς: «Κατά τήν προσωπική μου ἄποψη, μέ τήν πανηγυρική ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων ἀποκατεστάθη δυνάμει ἡ πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀγάπης δέν ὑφίσταται οὐσιαστικός χωρισμός μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Γιά τό λόγο αὐτό στό πλαίσιο τῆς νομίμου πλουραλιστικῆς ἑνότητος δέν ὑπάρχει κανένα ποιοτικό καί ἀντικειμενικό ἐμπόδιο γιά τήν μυστηριακή κοινωνία, τό ὁποῖον δέν εἶναι δυνατόν νά λυθεῖ». Καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός τονίζει ὅτι «τό γεγονός αὐτό τῆς ἄρσεως τῆς Ἀναθεμάτων ἀποτελεῖ πράγματι θεολογικῶς καί ἐκκλησιολογικῶςτό ὕψιστο σημεῖο τοῦ Διαλόγου τῆς ἀγάπης».

Ἀλλά καί ἐάν ὑπῆρχεν κανονικόν θέμα, διεπίστωσε ὁ Βλάσιος Φειδᾶς, ὅτι μέ τήν ἄρση αὐτή τῶν Ἀναθεμάτων ἤρθησαν τά κανονικά πλαίσια τῆς καταδίκης καί εὑρισκόμεθα πλέον σέ μία κατάσταση ἀκοινωνησίας μέχρι νά λυθοῦν καί οἱ ὑπάρχουσες δογματικές καί ἄλλες διαφορές.

Καί τίθεται τό ἐρώτημα: Τί συνέβη ὅμως μετά ταῦτα, μετά τήν «ἄρσιν» τῶν Ἀναθεμάτων;

Ἡ Κοινή Διακήρυξη τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο

Τό ἐρώτημα αὐτό ἐπανῆλθε στήν ἄμεση ἐπικαιρότητα καί κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Βενεδίκτου τοῦ ΙΣΤ΄ στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν 29η καί 30ή Νοεμβρίου 2006. Σχετικά μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἐτόνισαν ἀπό κοινοῦ ὁ Πάπας Βενέδικτος καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στήν Κοινή Διακήρυξή των τά ἑξῆς: «Καθ’ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰς σχέσεις μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δὲν δυνάμεθα νὰ λησμονήσωμεν τὴν ἐπίσημον ἐκκλησιαστικὴν πρᾶξιν, δι’ ἧς παρεδόθησαν εἰς τὴν λήθην τὰ παλαιὰ ἀναθέματα, τὰ ὁποῖα ἐπηρέασαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας τὰς σχέσεις τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν κατὰ τρόπον ἀρνητικόν. Δὲν ἠντλήσαμεν εἰσέτι ἐκ τῆς πράξεως ταύτης πάσας τὰς θετικὰς συνεπείας, αἵτινες δύνανται νὰ προκύψουν ἐξ αὐτῆς διὰ τὴν πορείαν ἡμῶν πρὸς τὴν πλήρη ἑνότητα, πρὸς ἣν καλεῖται ἡ Μικτὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου ὅπως προσφέρῃ μίαν σημαντικὴν συμβολήν. Προτρεπόμεθα τοὺς πιστοὺς ἡμῶν νὰ ἀναλάβουν ἐνεργὸν ρόλον εἰς τὴν διαδικασίαν ταύτην διὰ τῆς προσευχῆς καὶ διὰ σημαντικῶν ἐνεργειῶν».

Δυστυχῶς ὅμως μέχρι καί σήμερα δέν ἔχουν πραγματοποιηθεῖ οἱ ἀπαραίτητες ἐνέργειες πρός τόν σκοπόν αὐτόν.

Καί ἀκριβῶς στό σημεῖο αὐτό ἐπιβάλλεται τό καθῆκον καί τῶν ἁρμοδίων διδασκάλων καί καθηγητῶν τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν, ὅπως ἀφοῦ συνειδητοποιήσουν οἱ ἴδιοι τό γεγονός καί τή βαρύτητα τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ἐνημερώσουν καταλλήλως ὅλους τούς ὑφισταμένους των καί ὅλους τούς διδασκομένους των γιά νά ἐπιτευχθῆ ὄχι μόνο μία ἀντικειμενική καί πλήρης ἐνημέρωση, ἀλλά καί παρότρυνση πρός γενική συνειδητοποίηση (Rezeptio) καί συγκεκριμένες ἐνέργειες μέ σοβαρότητα καί συνέπειες. Καί τό σημερινό συνέδριο ἀποτελεῖ μιά πολύτιμη συμβολή πρός τόν σκοπό αὐτό.

2ον) Παπικόν πρωτεῖον

Ἡ πλήρης κοινωνία δέν εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νά πραγματοποιηθεῖ, ἐάν δέν λυθοῦν καί τά σοβαρά δογματικά καί ἄλλα προβλήματα, τά ὁποῖα ἀκόμη ὑπάρχουν. Καί ἀναμφιβόλως ἕνα ἀπό τά δυσκολώτερα εἶναι καί τό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα Ρώμης…

Ὅλο τὸ κείμενο Λαρεντζάκη ἐδῶ:

loading...