Το διαχρονικό και θανάσιμο μίσος των Γερμανών επιβεβαιώνει ο Μεγάλος Χριστιανός Φ. Κόντογλου.

Η παρακμή και ο αφανισμός που βιώνουμε δεν είναι τυχαία ιστορικά γεγονότα.

Η πλειοψηφία εγκατέλειψε το φως του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και προσχώρησε στο αιώνιο δυτικό σκοτάδι. Ο Μεγάλος Χριστιανός Φώτης Κόντογλου γράφει για το πανάρχαιο και διαχρονικό μίσος των Γερμανών, με αφορμή την επίσκεψη του Λιουτπράνδου στην Κωνσταντινούπολη.

“Δεν ήτανε πια βασιλιάς ο καλοκάγαθος Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, αλλά ένας σκληρός πολεμιστής, ο Νικηφόρος Φωκάς, που δεν χάριζε κάστανα, κι ούτε έπαιρνε από αλεπουδοευγένειες. Ήτανε από την Καππαδοκία, ψημένος από τα νιάτα του στα πολεμικά, στρατηγός κι ασκητής. Απ’ όξω φορούσε χρυσά άρματα, κι από μέσα, κατακρέατα, φορούσε ένα ράσο από γιδότριχα, και δεν κοιμότανε στο χρυσό βασιλικό κρεβάτι με το μαλαματένιο κουβούκλιο και με τα πετράδια, αλλά απάνω σε μια προβιά από τίγρη, στρωμένη σε μια γωνιά, τυλιγμένος στην παλιοκάπα του, μέσα στο απέραντο παλάτι του Βουκολέοντος.

Είχε δώσει χιλιάδες φλουριά στον πνευματικό του, τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, για να χτίσει ένα μοναστήρι στο Όρος, κι αυτός έχτισε ένα κάστρο σωστό, τη Μεγίστη Λαύρα, και σ΄αυτήν είχε σκοπό να καλογερέψει, γυρίζοντας από τον πόλεμο. Μα ο ένας πόλεμος τέλειωνε κι ο άλλος άρχιζε, χωρίς να βρει καιρό ν’ αποτραβηχτεί από τον κόσμο. Είχε πάρει πίσω την Κρήτη από τους Σαρακηνούς, καθώς και τη Συρία και τη Μεσοποταμία, νίκησε τον εμίρη του Χαλεπιού, κι ετοιμαζότανε να κάνει κι άλλον πόλεμο. Στην εκστρατεία κοιμότανε απάνω στις πέτρες, και δε σκεπαζότανε με τα μεταξωτά παπλώματα, αλλά τυλιγότανε μέσα σ’ ένα παλιόρασο του Θωμά του Μαλεϊνου, που άγιασε μέσα σε μια σπηλιά.

Από τη μέρα που πέθανε ο γιος του, νήστευε και δεν δεχότανε γυναίκα κοντά του. Ύστερα από χρόνια άρχισε να τρώγει λίγο κρέας. Ωστόσο, σαν να ’τανε καμωμένος από σίδερο και δεν κατέβαινε από τ’ άλογο, λες κι ήτανε κανένας κένταυρος, τόσο που τα ποδάρια του στραβώσανε και λιγνέψανε με το να σφίγγει ολοένα την κοιλιά τ’ αλόγου. Πολύ λίγο καιρό εζούσε κάτω από σκεπή. Μόλις έπιασε να φεύγει από το πρόσωπό του η μαυρίλα του ήλιου μέσα στο παλάτι, τον σκότωσε ένας άλλος σκληραγωγημένος στρατιώτης, ο αρμένης Γιάννης Τσιμισκής, που πηδούσε έξι άλογα αραδιασμένα, και γίνηκε αυτός βασιλιάς.

Ο Λιουτπράνδος λοιπόν δεν ευρήκε αυτά που έλπιζε, κι ολοένα γρίνιαζε κι έβριζε τους Γραικούς, και πιο πολύ τον βασιλιά, που δεν του έκανε την υποδοχή που περίμενε, γιατί λογάριαζε τον Όθωνα για έναν τυχοδιώκτη βάρβαρο, που ήθελε ν’ αρπάξει την Ιταλία από τη θεοσκέπαστη βασιλεία της Κωνσταντινούπολης. Ο κακόμοιρος ο Φράγκος, κοντά στ’ άλλα, ήτανε κι άρρωστος από το στομάχι του. Γράφει λοιπόν στ’ αφεντικά του, στον Όθωνα και στη γυναίκα του Αδελαϊδα:

“Φτάξαμε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Ιουνίου και μας υποδεχτήκανε, για να σας ντροπιάσουνε, με μεγάλη περιφρόνηση. Με κλείσανε σ’ ένα παλάτι, αληθινά πολύ μεγάλο, πλην εκεί μέσα έκανε ένα κρύο και μια ζέστη ανυπόφορη. Ήτανε και τόσο μακριά από το βασιλικό παλάτι, που λαχάνιαζα ώς να πάγω εκεί πέρα, γιατί δεν πήγαινα καβάλα, αλλά με τα πόδια”.

Ό,τι βλέπει στην πόλη, του φαίνεται στραβό και κουτσό μπροστά στα δικά τους, ακόμα και τ’ άλογα και τα γαϊδούρια. Αφού λέγει ένα σωρό κατηγόριες, να τι γράφει για τον βασιλιά:

“Στις 7 Ιουνίου, τη μέρα της Πεντηκοστής, με μπάσανε σε μια μεγάλη αίθουσα, που τη λένε αίθουσα του στέμματος. Εκεί καθότανε ο Νικηφόρος, ένας άνθρωπος με όψη αγριωπή, που ’μοιαζε σαν κοντοπίθαρο, με μια χοντρή κεφάλα, με κάτι μικρά μάτια σαν ασπάλακας, με γένια πυκνά και κοντά, λίγο σταχτιά σαν τ’ αλατοπίπερο, άσκημος και μακρολαίμης. Τα μακριά και πυκνά μαλλιά του τον δείχνουνε ίδιο αγριογούρουνο, το χρώμα που έχει το πρόσωπό του τον κάνει να μοιάζει σαν Αιθίοπας· να μη σου τύχει να τον δεις τα μεσάνυχτα! Βάλε κοντά σ’ αυτά μια κοιλιά πρησμένη, κάτι μεριά πολύ μακριά αναλόγως το μπόγι του, κάτι γάμπες κοντές, κάτι φτέρνες και κάτι ποδάρια ακανόνιστα. Ήτανε ντυμένος μ’ ένα ρούχο ακριβό κι επίσημο, μα πολύ παλιό, ξεθωριασμένο και πολυφορεμένο.

Η κουβέντα του ήτανε απότομη κι η ματιά του σαν της πονηρής αλεπούς. Ήτανε ένας Οδυσσέας γεμάτος πονηριές. Εσείς, αφεντάδες μου και βασιλιάδες μου, μου φανήκατε πάντα έμορφοι, μα τώρα πόσο πιο έμορφοι μου φαινόσαστε! Πάντα μεγαλόπρεποι, μα τώρα πόσο πιο μεγαλόπρεποι μου φαινόσαστε! Πάντα δυνατοί, μα τώρα πόσο πιο δυνατοί!…” – κι έτσι τραβά η δοξολογία. Άλλοι του καιρού εκείνου παριστάνουνε το Φωκά πως ήτανε μεν άσκημος, αλλά πολύ επιβλητικός, καβάλα απάνω στ’ άγριο τ’ άλογό του. Οι στρατιώτες τον θαυμάζανε και τον αγαπούσανε και του ’χανε βγάλει τραγούδια, που τα τραγουδούσανε από τη Μαύρη Θάλασσα ίσαμε τη Μεσοποταμία. Είχε γίνει μαύρος σαν αράπης, από τις μακρινές ερημιές που ’χε περάσει σε είκοσι πολέμους οπού ’χε κάνει και που ήτανε νικητής.

Ο Λιουτπράνδος γράφει παρακάτω: “‘Θα ’πρεπε, κι αυτό ήταν κι η δική μας επιθυμία, να σε υποδεχτούμε με τιμή και με αγάπη’, άρχισε να λέγει ο βασιλιάς, ‘μα δεν μπορούσε να γίνει έτσι’. Κι ύστερα, με φωνή θυμωμένη, μου λέγει: ‘Έξήγησέ μου, γιατί ο αφέντης σου μπήκε μέσα στα σύνορα της βασιλείας μου, και χάλασε τις χώρες μας με τη φωτιά και με το σπαθί; Ήμαστε φίλοι και σκοπεύαμε να δέσουμε μια συμμαχία, κάνοντας ένα συμπεθεριό’. ‘Η χώρα που τη λογαριάζεις για ένα κομμάτι του βασιλείου σου’, του αποκρίθηκα, ‘είναι κι από το αίμα κι από τη γλώσσα της χτήμα εκείνου που εξουσιάζει την Ιταλία. Κι έπρεπε να χρωστάς χάρη στον αφέντη μου, που σου άφησε αυτή τη χώρα, αφού πήρε με τ’ άρματα την Ιταλία και τη Ρώμη’”.

Ύστερα είπε στον Φωκά πως ήρθε για να ζητήσει σε γάμο τη βασιλοπούλα για τον γιο του αφέντη του, για να γίνουνε φίλοι:

“Τότε ο Νικηφόρος μου έκοψε την κουβέντα και μου ’πε: ‘Είναι περασμένες οι δυο, κι είναι ώρα να πάγω στην παράταξη. Ας κάνουμε αυτό που μας καλεί η τάξη, και θα δώσουμε απόκριση στα λεγόμενά σου στον πρεπούμενον καιρό’”.

Κατόπι ιστορίζει την παράταξη και τα βρίσκει όλα στραβά κι ανάποδα.

“Σαν φάνηκε”, γράφει, “ο Νικηφόρος καβάλα στ’ άλογο ίδιος μ’ ένα έκτρωμα γαντζωμένο, οι ψαλτάδες ψέλνανε δυνατά: ‘Να τ’ άστρο της αυγής! Ο ήλιος που βγαίνει από την ανατολή! Ο θάνατος των Σαρακηνών Νικηφόρε Φωκά αυτοκράτορα! Του αυτοκράτορα Νικηφόρου πολλά τα έτη!’Πόσο πιο καλά και πιο σωστά θα λέγανε ‘Κούτσουρο καρβουνιασμένο, γέρο ξεκουτιασμένε, άσκημε, παραλυμένε, μαλλιαρέ αγριάνθρωπε, βουνίσιε, γενάτε και χοντρομαθημένε Καππαδόκη’”.

Την ίδια μέρα ο βασιλιάς τον προσκάλεσε στο γιορταστικό τραπέζι που θα γινότανε στο Τρίκλινο με τα δεκαεννιά τραπέζια, που τρώγανε ξαπλωμένοι στα μιντέρια. Τα μαχαιροπίρουνα, τα πιάτα, τα κανάτια, τα ποτήρια ήτανε όλα από καθαρό χρυσάφι. Τα πιο έμορφα οπωρικά σερβιριζόντανε μέσα σε κούπες χρυσές, απάνου σε κάτι σκαλιστά αμαξάκια. Όση ώρα τρώγανε, τραγουδούσανε τα παιδιά του παλατιού. Μα ο φράγκος δεσπότης ήτανε νευριασμένος κι όλο χολή έσταζε από το στόμα του. Ο βασιλιάς τον πήρε κοντά του κι άρχισε να του μιλά για στρατιωτικά ζητήματα· και τον ρώτησε πειραχτικά, γιατί οι στρατιώτες του Όθωνα δεν μπορέσανε να πάρουν το Μπάρι, μια μικρή πολιτεία.

“Θέλησα να του δώσω την απόκριση, μα μου ’κανε νόημα να σωπάσω και μου ’πε περιφρονητικά: ‘Εσείς δεν είσαστε Ρωμαίοι, είσαστε Λομπαρδοί’”.

Ο Λιουτπράνδος του αποκρίθηκε θυμωμένα – “κι ο Νικηφόρος με πρόσταξε με το χέρι του να σωπάσω, είπε να σηκώσουν το τραπέζι και σε μένα να πάγω στο καταραμένο σπίτι μου”.

Σε κάποια άλλη γιορτή ήτανε πάλι ο Λιουτπράνδος, νευριασμένος και κακόκεφος, κατά τα συνηθισμένα, και καθότανε μουρμουρίζοντας, γιατί δεν τον βάλανε στην πρωτοκαθεδρία.

“Ωστόσο”, λέγει, “ο άγιος βασιλεύς θέλησε να με βγάλει από τη στενοχώρια μου στέλνοντάς μου ένα αρχοντικό δώρο· μου ’στειλε από τα καλύτερα φαγητά του, κι ένα πιάτο αρνίσιο κρέας πολύ νόστιμο, από το ίδιο που ’χε φάγει και κείνος, μαγειρεμένο με εξαίσια τέχνη και με πολύ πιπέρι, με σκόρδο και με κρεμμύδι και με μια σάλτσα από ψάρι”.

Μόλο που δεν ηύρε τίποτα σωστό ώς που έφυγε από την Πόλη, λέγει πως οι Γραικοί ζούσανε πλουσιοπάροχα.”

Διαχρονικά οι δυτικοί εδώ και αιώνες, υπηρετούν πιστά τον Διονυσιακό πολιτισμό.


Γράφει ο Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος Γεωστρατηγικός και Γεωπολιτικός αναλυτής (Contact : [email protected]).

Οι επιτυχίες του Αγίου Ελ Νικφούρ στην Ανατολή και στην Κρήτη, έγιναν την ίδια εποχή με την ακμή της Γερμανικού κράτους. Οι Γερμανοί διεκδικούσαν το Ρωμαϊκό κράτος από την εποχή των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης.

Οι Έλληνες των μεσαιωνικών αιώνων μέσα από την ηθική, την πίστη και την παιδεία έγιναν κληρονόμοι μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας (Ρωμαϊκή) και μια παγκόσμιας θρησκείας (Χριστιανισμός). Ο Χριστιανισμός αναδύθηκε και έγινε παγκόσμια θρησκεία με την εισαγωγή των Πλατωνικών διδασκαλιών από τους τρείς ιεράρχες και η αρχαία Ελληνική σοφία διασώθηκε και διατηρήθηκε στους αιώνες μέσα από την ενσωμάτωση της στην Ορθόδοξη-Χριστιανική πίστη. Κυριολεκτικά ο Ελληνισμός αναστήθηκε από την Ορθοδοξία.

Η βασική αρχή της πολιτικής Ρωμαϊκής θεωρίας ήταν η Pax Romana, η παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ένωσε όλη την οικουμένη. Αυτό έφερε την υποταγή των λαών, κατάργησε τα σύνορα των εθνών και σχημάτισε την πατρίδα που γεννήθηκε η Ορθοδοξία. Το Ρωμαϊκό κράτος συνέχισε να υπάρχει εξαιτίας του Χριστού, του Αγίου Κωνσταντίνου, των τριών Ιεραρχών και του Αριστοκλή.

Χωρίς την ένωση του Χριστιανισμού και του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, ήταν αδύνατον να γίνει το έθνος μας, παγκόσμια αυτοκρατορία και να φτάσει στην κορυφή του κόσμου.

Ο Ελληνικός πολιτισμός και ο Χριστιανισμός θα ενωθούν ώστε να γίνει για μία και μοναδική φορά η Ελλάδα παγκόσμιο κρατικό μόρφωμα. Ο Χριστός και ο Αριστοκλής-Πλάτωνας υπήρξαν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας και του έθνους. Από εκεί ο Ελληνισμός θα πάρει αστείρευτες δυνάμεις για να μεγαλουργήσει και να επιβιώσει. Ο Ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν αρκετός από μόνος του για να φτάσει στην κορυφή του κόσμου το έθνος.

Για αυτό και έπρεπε να ενωθεί ο Ελληνικός πολιτισμός με τον χριστιανισμό, για να φτάσει ο Ελληνισμός στο απόγειον της δυνάμεως του. Η πολιτιστική διαδρομή του αρχαίου Ελληνικού κόσμου ενώθηκε με την Ορθοδοξία, ως σώμα Χριστού, όταν οι Έλληνες θα αναλάβουν την ηγεσία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο μέγιστος εκφραστής της Αρχαιότητας ο Αριστοκλής μαζί με τους τρεις Ιεράρχες θα δημιουργήσουν της βάσεις για την οικουμενικότητα, την διαχρονικότητα του Ελληνισμού και της Χριστιανικής, Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα περισσότερα στοιχεία του αθάνατου Ελληνικού πνεύματος θα είναι πλέον μέσα στην Ορθόδοξη πίστη.

Οι Έλληνες με το που αναλαμβάνουν την διοίκηση του Ρωμαϊκού κράτους, έχουν πλήρη συνείδηση της πολιτιστικής και θρησκευτικής ανωτερότητας τους. Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά οι Έλληνες ότι εξαιτίας του Χριστού, του Πλάτωνα και των χρηστών ηθών απελευθερώθηκαν χωρίς να πολεμήσουν. Οι Έλληνες ήταν Ρωμαίοι αυτοκράτορες, υπήκοοι, διοικούν την παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι τίτλοι Ρωμαίος αυτοκράτορας, στρατηγός, αξιωματούχος, ήταν αρχικά διοικητικοί τίτλοι για τους Έλληνες του μεσαίωνα.

Αυτό γιατί η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν ήταν δικό μας κράτος, αλλά των Ρωμαίων, μέχρι που κάποιος από εκείνους μας παρέδωσε την διοίκηση της Pax Romana. Σε περίπτωση που οι ιεροί και άγιοι προγονοί μας, άλλαζαν την ονομασία από Ρωμαϊκή, σε Ελληνική αυτοκρατορία αμέσως θα χάναμε την εξουσία στα περισσότερα εδάφη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι τίτλοι αυτοί ήτανε πολιτικοί, στρατιωτικοί για να ασκούν οι Έλληνες την εξουσία στην παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Παράλληλα ήταν οι ανώτατοι τίτλοι τιμής-πολιτιστικής ανωτερότητας, για το έθνος μας. Όταν ο Άγιος Κωνσταντίνος πήρε την ιστορική απόφαση να κάνει διοικητές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τους Έλληνες, οι οποίοι ήταν προηγουμένως σκλάβοι του Ρωμαϊκού κράτους, τότε για πρώτη φορά εμφανίζονται στο προσκήνιο οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί είχαν την εντολή, από τους εωσφοριστές της νέας τάξης, να πάρουν πίσω με κάθε μέσο την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τους Έλληνες.

Οι παράγοντες της νέας τάξης δεν δεχόταν ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από νεοταξική-εωσφορική, έγινε Ελληνική και Χριστιανική. Η παγκόσμια Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με πρωτεύουσα την αρχαία Ρώμη ήταν δημιούργημα των Ιουδαίων νεοταξιτών-παγανιστών. Οι Ιουδαίοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο, να πάρουν πίσω την αυτοκρατορία τους, από την πρώτη ημέρα, που ανέλαβαν, την διοίκηση του Ρωμαϊκού κράτους, οι Έλληνες.

Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι το κράτος των παγανιστών και του Εωσφόρου, έγινε η Αυτοκρατορία του Χριστού και των Ελλήνων. Οι ίδιοι οι Ρωμαίοι συγκλητικοί, δημοσίως με μεγάλη υπερηφάνεια, έλεγαν ότι η Αρχαία Ρώμη, ήταν η νέα πόρνη Βαβυλώνα (G Beck-Η Bυζαντινή χιλιετία). Για όσους δεν γνωρίζουν, η Βαβυλώνα ήταν πριν από την Ρώμη, το παγκόσμιο κέντρο του Εωσφορισμού. Οι Ιουδαίοι χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα, ειρηνικά και βίαια, όπως πολέμους, με την αποστολή δεκάδων εθνών, ενάντια, στο Ελληνικό-Ρωμαϊκό κράτος, την δημιουργία εμφυλίων, καθώς και απάτες, για να πάρουν πίσω, την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τους Έλληνες.

Με την μεταφορά της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους, από την αρχαία Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ξεκινά μια ακόμη θανάσιμη περιπέτεια για το Ελληνικό έθνος. Οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στον Δούναβη και την σημερινή Βουλγαρία μόνιμα. Με ορμητήριο αυτές τις δύο περιοχές, άρχισαν να προκαλούν τρομερές καταστροφές, με συνεχόμενες φοβερές επιδρομές μέχρι την Πελοπόννησο.

Κυριολεκτικά ήταν έρμαιο οι Έλληνες όλους εκείνους τους αιώνες, στους Γερμανούς, Ούννους, Γότθους, Βησιγότθους, Οστρογότθους, Βανδάλους κλπ. Οι Γερμανοί μέχρι και την εποχή του Ιουστινιανού, προσπάθησαν με τα όπλα, να αφαιρέσουν από τους Έλληνες, την διοίκηση της Ελληνικής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όταν διαπίστωσαν μετά από δύο αιώνες, γενοκτονιών και πολέμων, ότι δεν ήταν εφικτό, να κατακτηθεί το Ελληνικό-Ρωμαϊκό κράτος, τότε αποσύρθηκαν στην δύση, και προσπαθούσαν μόνον με διπλωματικά μέσα να κατακτήσουν την αυτοκρατορία, μέχρι και την εποχές των εωσφορικών-γερμανικών σταυροφοριών.

Επίσης παρακινούσαν άλλους λαούς, να κινηθούν ενάντια στο Ελληνικό-Ρωμαϊκό κράτος. Συνεπώς δεν ευσταθούν οι ιστορικές παρατηρήσεις του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ ότι οι αιρετικοί εικονομάχοι αυτοκράτορες και η άρνηση στρατιωτικής βοήθειας, ήταν οι αιτίες για την απομάκρυνση της Ρώμης από την Ελληνική Κωνσταντινούπολη και η προσχώρηση τους στην Γερμανική αυτοκρατορία. Ανέκαθεν τα Γερμανικά φύλα μισούν θανάσιμα το Ελληνικό έθνος, γιατί είναι πιστά εδώ και αιώνες στον Διονυσιακό πολιτισμό. Για αυτό και όλες αυτές οι φοβερές γενοκτονίες και οι πόλεμοι εναντίον μας. Οι ενέργειες των Ισαύρων δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μια αφορμή για τις σχέσεις του Ελληνικού έθνους και των Γερμανικών φυλών.

Την περίοδο που ήταν αυτοκράτορας ο Άγιος Νικηφόρος, ο Γερμανός Όθων είχε υποτάξει σχεδόν ολόκληρη την Ιταλία και ζήτησε διακανονισμό σχετικά με τις περιοχές που δεν είχε ακόμα καταλάβει. Ο απεσταλμένος του στην Κωνσταντινούπολη, επίσκοπος Λιουτπράνδος της Κρεμόνας, διαβίβασε μια πρόταση γάμου ανάμεσα στον γιο του Όθωνα και σε μια κόρη πορφυρογέννητη. Σαν προίκα θα εκχωρούνταν οι κτήσεις των Βυζαντινών στη νότια Ιταλία! Αυτό θεωρήθηκε εμπαιγμός από τους Έλληνες και το απέρριψαν.

Οι ενέργειες του Όθωνα να λάβει το στέμμα από τον Πάπα και ανακηρυχθεί “αυτοκράτορας” του Imperioum Romanoum και η επίθεση ενάντια στο Μπάρι εξαγρίωσαν τον Νικηφόρο Β, ο οποίος είχε πολύ υψηλή ιδέα για το αυτοκρατορικό αξίωμα. Στον Λιουτπράνδο οι ‘Έλληνες-Ρωμαίοι φέρθηκαν σαν αιχμάλωτο και τον ανάγκασαν να μάθει πως ο Γερμανός Όθων δεν ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας αλλά ηγεμόνας βαρβάρων. Συνεπώς ήταν ηθικά, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά αδύνατον ένας βάρβαρος να νυμφευθεί μια πορφυρογέννητη.

Η αποτυχία των Γερμανών να κατακτήσουν το Μπάρι οδήγησε σε υποχώρηση, και ο Όθων έστειλε νέα πρεσβεία στην Βασιλεύουσα, υπό τον Λιουτπράνδο, τον επίσκοπο της Κρεμόνας. Ο Νικηφόρος όμως ήταν ήδη έξαλλος.

Ο Λιουτπράνδος φθάνοντας στην Βασιλεύουσα δικαίως έτυχε κακής υποδοχής. Όπως καταγγέλλει ο ίδιος σε γράμμα προς τον ‘Οθων, οι Έλληνες αξιωματούχοι τον υπέβαλαν σε κάθε είδους ταπείνωση και δοκιμασία, αφήνοντας τον να περιμένει ώρες στην βροχή, στεγάζοντας τον σε ακατάλληλα καταλύματα όπου πάγωνε τα βράδια και ζεσταινόταν την ημέρα. Επίσης όταν μετά από μήνες έγινε δεκτός στα ανάκτορα, στην αίθουσα δεξιώσεων τον έβαλαν να καθίσει στο τελευταίο τραπέζι. Ο Γερμανός κληρικός αναφέρει με αποτροπιασμό το πώς είχε τοποθετηθεί σε καλύτερη θέση ο πρέσβης της Βουλγαρίας, ο οποίος που ήταν “άπλυτος με κοντά μαλλιά”. Εν τούτοις ο Εωσφοριστής επίσκοπος αναφέρει την διακοπή της Θείας Λειτουργίας στην Αγία Σοφία και την προσφώνηση του Αγίου Νικηφόρου ως Αργαλέου θανάτου των Σαρακηνών.

Όταν τελικά ο καθολικός επίσκοπος επέτυχε να συνομιλήσει με τους βασιλικούς αξιωματούχους επανέφερε την πρόταση του βασιλικού γάμου, ζητώντας ως προίκα την νότια Ιταλία. Η Ελληνική-Ρωμαϊκή πλευρά θεώρησε απαράδεκτο μία πορφυρογέννητη πριγκίπισσα να δοθεί ως νύφη στους βαρβάρους. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η λογομαχία μεταξύ του επισκόπου και του ίδιου του Αγίου Νικηφόρου, ο οποίος έδειξε την περιφρόνηση του προς την στρατιωτική δύναμη των Γερμανών.

Την κατάσταση επιδείνωσε η άφιξη μίας παπικής πρεσβείας στην Πόλη, μεταφέροντας γράμμα για τον αυτοκράτορα. Ο νεοταξίτης πάπας Ιωάννης ΙΓ’ προσφωνούσε τον Νικηφόρο ως βασιλέα των Ελλήνων και όχι των Ρωμαίων !!! Ζητούσε να έρθει σε συμφωνία με το αγαπητό πνευματικό του τέκνο, τον Όθωνα, στον οποίο απένειμε τον τίτλο του “Ρωμαίου αυτοκράτορα”.

loading...