ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΕΡΩΤΑ ΕΝΟΟΥΜΕ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΠΙΣΤΗ ΕΝΟΟΥΜΕ…ΠΙΣΤΗ!

ΜΙΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΣΤΟ ΘΕΟ…



Κοινοποιεί ο Ηλίας Σκουντριάνος

Κάποιος ευσεβής χριστιανός έδωσε στον Όσιο Αλύπιο παραγγελία να ζωγραφίσει την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Την είχε τάξει στην Παναγία για την πανήγυρη

της, στις 15 Αύγουστου και παρακάλεσε να είναι έτοιμη εγκαίρως. 

Αλλά σε λίγες ήμερες ο θεοφιλής Αλύπιος αρρώστησε βαριά. Η κοίμησή του πλησίαζε. Έτσι ήταν αδύνατο να εκπληρώσει την παραγγελία. 

Ο χριστιανός εκείνος έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ήρθε στον άγιο, που βρισκόταν στην κλίνη σε κακή κατάσταση και τον παρακαλούσε να βρει μια λύση ώστε να είναι έτοιμη η εικόνα στην εορτή της Κοιμήσεως.

— Μη θλίβεσαι, παιδί μου, αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή ο όσιος. 

Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό και στο άγιο θέλημά Του. Η εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου θα βρίσκεται στη θέση της την Ημέρα της εορτής. Παρηγορημένος ο χριστιανός από τα λόγια του αγίου, επέστρεψε στο σπίτι του χαρούμενος. Ωστόσο, όταν ήρθε την παραμονή της εορτής για να πάρει την εικόνα, διαπίστωσε πως δεν ήταν έτοιμη, ενώ ο μακάριος Αλύπιος είχε βαρύνει περισσότερο. Δυσαρεστημένος τότε έλεγε:

—Γιατί, παπα-Αλύπιε, δεν με ειδοποίησες για την κατάσταση της υγείας σου; Θα έβρισκα άλλον αγιογράφο να μου φτιάξη την εικόνα. Έχω υποσχεθεί να την πάω στην εκκλησία αύριο. Τι θα κάνω τώρα; Με ντρόπιασες! Δεν το περίμενα αυτό από σένα!

– Τέκνο μου, αποκρίθηκε με πραότητα ο όσιος, μήπως από ραθυμία δεν ετοίμασα την εικόνα σου;… Να ξέρης πως ο Κύριος μπορεί μόνο μ’ ένα Του λόγο να ζωγραφίσει την εικόνα της Μητέρας Του. Εγώ βέβαια ήδη αναχωρώ απ’ αυτό τον κόσμο, όπως μου φανέρωσε ο Θεός. Εσένα όμως δεν θα σ’ αφήσω λυπημένο. 

Παρά τη διαβεβαίωση του αγίου όμως, ο χριστιανός έφυγε συγχυσμένος. Αλλά να! Σε λίγο μπήκε μέσα στο κελί ένας ολόλαμπρος, φωτεινός νέος. Στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο κι άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα της Κοιμήσεως σιωπηλός. 

Ο όσιος τον παρατήρησε προσεκτικά. Πρώτα άπλωσε στην εικόνα το χρυσό. Έπειτα έπιασε να δουλεύει τα χρώματα με απίστευτη ταχύτητα. Σε τρεις ώρες είχε κιόλας τελειώσει! Στράφηκε τότε στον κατάκοιτο όσιο και του είπε:

— Πάτερ! Της λείπει τίποτα; Έσφαλα σε κάτι;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΟΙΜΟΣ-ΑΘΗΝΑ



loading...