Το εμβόλιο δουλεύει: Η απόδειξη της πουτίγκας, το lockdown, το «εμβόλιο» του Δαυίδ και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός

Μιχάλης Κονιόρδος  *  

Πριν ξεκινήσω την επιχειρηματολογία μου θα ήθελα να διευκρινίσω πως δεν είμαι γιατρός.

Θα ήθελα επίσης να διευκρινίσω πως «το δικαίωμα στην αυτοχειρία» σημαίνει στην δημοτική «το δικαίωμα στην αυτοκτονία».

Αυτά για να μην έχουμε παρανοήσεις. 

Βρισκόμαστε μπροστά στο 4ο κύμα της πανδημίας και τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο τόσο εδώ όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πλην Πορτογαλίας. 

Τα κρούσματα προχωρούν ακάθεκτα ώστε να αγγίξουν τον αριθμό των 10.000 ημερησίως, τα ράντζα επέστρεψαν στα νοσοκομεία, σε ό,τι αφορά την εισαγωγή στις υπερπλήρεις ΜΕΘ το ιατρικό προσωπικό υποχρεώνεται να κάνει επιλογή ασθενών, νέοι άνθρωποι χάνονται καθημερινά αδίκως, οι εφημερεύοντες και μη έχουν φθάσει στα όρια της παράκρουσης και της σωματικής κατάρρευσης, από τα σπλάχνα ενός τους, του Γ.Κ που υπηρετεί στην πρώτη γραμμή, Παθολόγος στο Τζάνειο Νοσοκομείο μεταφέρω την έκκλησή του : «Επειδή δεν μπορούμε άλλο να βλέπουμε 40άρηδες και 50άρηδες να νοσούν βαριά, να ταλαιπωρούνται, να νοσηλεύονται, να διασωληνώνονται ή/και να πεθαίνουν, να σηκώνουμε το τηλέφωνο για να ενημερώσουμε και να ακούμε αγωνιώσες συζύγους και παιδικές φωνούλες, ξανασκεφτείτε τον εμβολιασμό όσοι-ες διστάζετε.

Δεν είναι θέμα ιδεολογικό, επιστημολογικό, φιλοσοφικό, θεολογικό κ.ο.κ. Είναι καθαρά πρακτικό. Το εμβόλιο δουλεύει. 

Όπως λέει και μια παροιμία που μνημονεύει ο Ένγκελς: The proof of the pudding is in the eating δηλαδή η απόδειξη της πουτίγκας βρίσκεται στο φάγωμά της.»

Θα συμφωνήσω με τον κύριο Γ.Κ, έχοντας φάει την πουτίγκα δις μέχρι στιγμής : «Το εμβόλιο δουλεύει».

Όσες και όσοι που είτε με φόβο, είτε με επιφύλαξη, είτε με ανεπιφύλακτη αποδοχή δοκίμασαν την πουτίγκα φαίνεται πως λίγο πολύ την σκαπουλάρανε αν και κάτι τέτοιο δεν μπορείς να το πεις ποτέ με σιγουριά : εξ ου και η αναγκαιότητα για την 3η δόση, την αναμνηστική που πρακτικά στοχεύει στην προστασία από τις μεταλλάξεις του ιού. Όμως για να αντέξει η θωράκιση είναι αναγκαίο να δοκιμάσουν κι άλλοι, πολλοί κι άλλοι την πουτίγκα, τόσοι όσοι χρειάζονται για να καταρριφθεί η ψευδαίσθηση της ανυπαρξίας της.

Το πρόβλημα προκύπτει με όσες και όσους αρνούνται να συμφωνήσουν με τον Γ.Κ, αρνούνται να συμμετάσχουν στο από κοινού φάγωμα της πουτίγκας ζώντας επί του παρόντος με την ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση που ίσως οδηγήσει νωρίτερα του αναμενομένου εν όψει του καλπασμού των κρουσμάτων στην λήψη δραστικών αποφάσεων: τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.

Η αναγκαιότητα επιβολής αυτού του πράγματι δύσκολου μέτρου πιστεύω πως επιβάλλεται από την αδιάψευστη θλιβερή πραγματικότητα των ευρημάτων: Στις μικρές ηλικίες οι ανεμβολίαστοι που προσβάλλονται από τον Covid, μετά την αποθεραπεία τους εμφανίζουν σε υψηλό ποσοστό προβλήματα μυοκαρδίτιδας: από μόνο του το γεγονός αυτό θα έπρεπε να αφυπνίσει τόσο την Κυβέρνηση και την Αντιπολίτευση όσο και τους αρνητές γονείς.

Έχει η Κυβέρνηση το πολιτικο-κοινωνικό σθένος να προχωρήσει στην εφαρμογή του υποχρεωτικού εμβολιασμού;

Έχει η Αντιπολίτευση το εύρος της σκέψης ώστε να συναινέσει χωρίς πολλά τερτίπια και αναφορές σε επιστημονικές επιτροπές κοινής αποδοχής; 

Έτσι κι αλλιώς το να μιμηθεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας  – έστω και τώρα- τους Πορτογάλους που με διακομματική συναίνεση εναπόθεσαν στον αντιναύαρχο Ενρίκε Γκουβέια ε Μέλο την εκστρατεία του εμβολιασμού, φαίνεται πως σαν πιθανότητα να περιστρέφεται δυστυχώς περί το μηδέν. Είναι προφανής η έλλειψη συναφούς δεξιότητας στη διαδικασία του εγχώριου πολιτικού διαλόγου που να είναι σε θέση να οδηγήσει σε πανεθνική συνεννόηση.

Ο Ενρίκε Γκουβέια ε Μέλο πέτυχε γιατί βρισκόταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή, γιατί δεν ήταν πολιτικός, γιατί χρησιμοποίησε κατ’ επανάληψη απλά και ευκρινή παραδείγματα και επιχειρήματα, γιατί έπεισε τον κόσμο πως δεν ονειρεύεται πολιτική καριέρα και πως μόλις ολοκληρώσει την αποστολή που του ανέθεσαν θα επιστρέψει στα καθήκοντα του αντιναυάρχου, γιατί επιστράτευσε τις ηγετικές του ικανότητες, το ταλέντο του στην επικοινωνία, αλλά και τις οργανωτικές του δεξιότητες για να σχεδιάσει τη δύσκολη μάχη ενάντια σε έναν ύπουλο εχθρό.

Αρχικά εξασφάλισε ότι θα ήταν επιχειρησιακά εφικτό να εμβολιάζονται με τον ίδιο ρυθμό σε όλη τη χώρα. Ημερησίως πραγματοποιούνταν από 100.000 έως 150.000 εμβολιασμοί σε κέντρα που δημιουργήθηκαν εκτός νοσοκομείων, αξιοποιώντας δημόσιους χώρους, όπως π.χ. στάδια. Την οργάνωση και το lay out ήλεγχαν με στρατιωτικό τρόπο στρατιωτικοί. Οι μισοί εργαζόμενοι προέρχονταν από το εθνικό σύστημα υγείας, οι υπόλοιποι από την τοπική αυτοδιοίκηση. Τους έκανε να συνεργαστούν σε μια επιχείρηση, την ενορχήστρωση της οποίας είχε ο στρατός.

Η επίβλεψη του στρατού σε ένα πρόγραμμα που υλοποιείτο από πολίτες ήταν από μόνο του ένα στοίχημα. Κλήθηκε να συγκεράσει δύο διαφορετικές κουλτούρες, πράγμα καθόλου εύκολο. Μέρα με τη μέρα ‘όμως κέρδιζε τις εντυπώσεις. Η άλλη πλευρά διαπίστωνε ότι ήταν χρήσιμος και αποτελεσματικός, οπότε αποδέχθηκαν τον ίδιο και όλη την ομάδα του.

Στη διαδικασία έκανε «συμμάχους» γιατρούς, νοσηλευτές, φαρμακοποιούς, δημάρχους, ακόμα και συλλόγους ασθενών. Έγιναν όλοι κοινωνοί της εθνικής προσπάθειας, οπότε δεν θα μπορούσαν να αντιταχθούν σε αυτή.

Μείωσε έτσι τις αντιδράσεις και αύξησε τα “αντισώματα” του συστήματος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο αντιναύαρχος επισκεπτόταν διά ζώσης τα εμβολιαστικά κέντρα και συνομιλούσε επί μακρόν με τους νοσηλευτές. Ήθελε να τον θεωρούν ως κάποιον που στέκεται πλάι τους, όχι κάποιον τεχνοκράτη, απομακρυσμένο στο γραφείο του, που σχεδιάζει χωρίς να γνωρίζει την πραγματικότητα στο πεδίο. Έτσι επικρατούσε ένα καλό κλίμα στην ομάδα των επαγγελματιών της πρώτης γραμμής.

Οι Πορτογάλοι είδαν πολλές φορές αυτούς τους οκτώ μήνες τον αντιναύαρχο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης – πάντοτε με τη στρατιωτική περιβολή της μάχης. «Η μάχη μαίνεται, θα βγάλω τη στολή όταν θα την έχουμε κερδίσει», απαντούσε στο εύλογο ερώτημα ο 60χρονος στρατιωτικός. «Έως τότε δεν πρόκειται να την αποχωριστώ». Έτσι  έστειλε εύγλωττα το μήνυμα στους πολίτες ότι επρόκειτο για πόλεμο με τον κορωνοϊό, στον οποίο η κοινωνία πρέπει να αγωνιστεί ενωμένη και όχι ο καθένας ξεχωριστά.

Ωστόσο, ο κόσμος είχε στην αρχή αναστολές. «Μιλούσα πολύ συχνά στα ΜΜΕ, εξηγούσα μέρα με τη μέρα πού βρισκόμαστε, πόσο απέχουμε από τον στόχο μας, όπως παλαιότερα έκανα με το στράτευμα», περιγράφει, «και όπως οι στρατιώτες ήθελαν να συνεισφέρουν στη νίκη, έτσι και οι πολίτες σταδιακά οικειοποιήθηκαν τον σκοπό και έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους».

Ο ίδιος εκφραζόταν πάντοτε με τρόπο απλό, ευθύ και ειλικρινή. Όταν κάποιος του έλεγε ότι ο εμβολιασμός είναι επικίνδυνος, εκείνος αποκρινόταν «δεν μπορείς, όμως, να τον αποφύγεις». Στον έκπληκτο συνομιλητή του διευκρίνιζε: «Είτε θα εμβολιαστείς μέσω της νόσησης, καθώς είμαστε σε πανδημία και είναι ζήτημα χρόνου, είτε από ένα εμβόλιο. Τι νομίζεις ότι είναι πιο επικίνδυνο; Από τον ιό, που είναι απόλυτα επικίνδυνος και δεν μπορείς να υπολογίσεις τις επιπτώσεις; Ή από το εμβόλιο, που είναι ασφαλές και ελεγμένο; Τι θα επιλέξεις; Δεν μπορείς να περιμένεις, γιατί δίνεις στον ιό χώρο να εδραιωθεί».

Στην εκστρατεία πειθούς ενέταξε φυσικά και στατιστικά δεδομένα, ειδικά για να κατευνάσει την ανησυχία σχετικά με το εμβόλιο της AstraΖeneca, το οποίο χορηγήθηκε σε ανθρώπους άνω των 60. «Αν είσαι πάνω από τα 60, το εμβόλιο μπορεί να σκοτώσει –στο χειρότερο σενάριο– μόνο έναν στο μισό εκατομμύριο, ενώ ο ιός έναν στους 500. Εσύ σε ποια ομάδα θέλεις να ανήκεις;»

Αρχικά εμβολιάστηκαν γιατροί, νοσηλευτές, στρατιωτικοί, πυροσβέστες και αστυνομικοί. Δεν ήταν υποχρεωτικός ο εμβολιασμός τους, άλλωστε οι ίδιοι έσπευσαν να εμβολιαστούν δεδομένου ότι είχαν πληγεί οι συγκεκριμένοι επαγγελματίες από τον κορωνοϊό. Στόχος του ίδιου ήταν να δείξει στο ευρύ κοινό ότι το κράτος σύσσωμο αποδέχεται τον εμβολιασμό και πιστεύει στη συμβολή του στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Εν συνεχεία εμβολιάστηκαν οι πολίτες βάσει ηλικίας.

Δεν προσφέρθηκαν προνόμια ή ανταλλάγματα σε κανέναν, ούτε στους ηλικιωμένους ούτε στους νέους. Τους παρείχαν μόνο την αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα που αγωνίζεται. Απευθυνόταν στον καθένα σαν να ήταν ένας στρατιώτης τον οποίο καλούσε να πολεμήσει μαζί του και τον προέτρεπε να κάνει το καθήκον του, να μην είναι δειλός.

Σε μια κοινωνία που το πολιτικό προσωπικό δυσκολεύεται να επικοινωνήσει αρμονικά και να εφαρμόσει ένα τέτοιο μοντέλο λειτουργίας, μπροστά στον καλπασμό των θυμάτων που από 10.000 ημερησίως θα φθάσουν τα 20.000 συντόμως, τρεις λύσεις φαίνεται να υπάρχουν: Η εφαρμογή του lockdown που θα καταβαραθρώσει και την οικονομία και την κοινωνία ακόμη περισσότερο, η επιβολή του αποκρουστικού «εμβολίου» του Δαυίδ (υπάρχουν 2-3 εραστές του σε υψηλά πολιτικά πόστα…) ως μέσου ψυχολογικής πίεσης των αρνητών και την εφαρμογή του υποχρεωτικού εμβολιασμού.

Όσο νωρίτερα ληφθεί η απόφαση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό τόσο καλύτερα: η πουτίγκα είναι εδώ, το εμβόλιο δουλεύει, οι μικρές ηλικίες όπου οι ανεμβολίαστοι που τώρα προσβάλλονται από τον Covid και μετά την αποθεραπεία τους εμφανίζουν σε υψηλό ποσοστό προβλήματα μυοκαρδίτιδας θα πάψουν να «γεύονται» αυτή την πτυχή της αλλόκοτης ζωής, η περαιτέρω ομαδική αυτοχειρία που συντελείται εδώ και καιρό μ’ ένα ιδιότυπα μεμονωμένο τρόπο επιτέλους θα ανακοπεί.

Έστω κι έτσι. Καθώς το εμβόλιο ναι μεν δουλεύει, η κρατική όμως πειθώ μοιάζει το αυτονόητο να ζητιανεύει: Την αποδοχή.

*Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής

https://www.efsyn.gr/

loading...