Ληξουριώτισσα : Ο ΘΙΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ … Απόψε, πρεμιέρα !

Πρώτη δημοσίευση, ένα μονόπρακτό που κάθεται στα συρτάρια από το 2012!

Η Άννα Παγκράτη (Σκεπτόμενη Ελληνίδα) είχε γράψει
τη πρώτη κριτική!:

“΄Ενα ευχάριστο μετά-μετά μοντέρνο μονόπρακτο γραμμένο το 2012 από τη συγγραφέα Συλβάνα Δεπούντη σε ένα ταξίδι με το καράβι της γραμμής Πάτρα – Κεφαλονιά. Θα τολμούσα, να το χαρακτηρίσω “προφητικό”, αφού μέσα από το ανάλαφρο ύφος του και τις -έως και- εύθυμες καταστάσεις που περιγράφει, κατορθώνει, να βγάζει προς τα έξω μια ζοφερή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που ίσως την εποχή που γράφτηκε, να μην είχαμε διανοηθεί καν, ότι θα υπάρξει ποτέ, όμως σήμερα κινδυνεύουμε, να βιώσουμε σε όλο της το μεγαλείο. Το εν λόγω μονόπρακτο ενδείκνυται προς αναψυχή, τέρψη αλλά προ πάντων προς προβληματισμό για το προς τα πού οδεύουμε…”

Βγαίνει από το συρτάρι ένας ανύποπτος, ανάποδος «καθρέπτης» του 2012, που πιάνει και τα άνω-κάτω του κόσμου όλου, εν έτι 2021:

Ο ΘΙΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

Τραγελαφικό μετά-μετά μοντέρνο μονόπρακτο

(υπό έκδοση)

Συλβάνα Δεπούντη

Σκηνή Α

(Τρία μέλη της θεατρικής ομάδας βρίσκονται επί σκηνής κουβεντιάζοντας διακεκομμένα και αμήχανα για την συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση του κλάδου τους. Ο ένας εξ αυτών είναι ξαπλωμένος χάμω.)

Βλαδίμηρος – Που θα πάει η δουλειά; Έχω να φάω δυο μέρες…

Προκόπιος (ενθουσιάζεται με το θέμα) – Μείνε ήσυχος και η ιστορία της τέχνης είναι γεμάτη από δοξασμένους πειναλέους. Ακόμα και οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες δεινοπάθησαν κάποια εποχή της ζωής τους. Θες η πείνα, θες η φυματίωση, θες η σύφιλη… Βίος αβίωτος. Κατατρεγμένοι από τις εξουσίες και βασανισμένοι από πάθη εντός και εκτός εαυτού, άφησαν πολλές φορές την τελευταία τους πνοή εντελώς άδοξα…

Γαβριήλ (ξαπλωμένος πάντα και με λιπόθυμη φωνή) – … για να ξέρω τι μας περιμένει.

Προκόπιος (με σθένος) – Μη λιγοψυχήσεις. Σκέψου με πόσο πλούτο έχουμε γεμίσει τη διάνοια μας, έχουμε αποστηθίσει βιβλιοθήκες ολόκληρες, έχουμε ερμηνεύσει πλήθος χαρακτήρων…

Βλαδίμηρος (ασυμβίβαστός, με τα άντερα του να γουργουρίζουν) – … ας είχαμε εμείς τώρα να γεμίσουμε τις κοιλιές μας και ας μην μπαίναμε ποτέ στην ιστορία της τέχνης…

(Απ’ έξω έρχεται σαν σίφουνας, ρακένδυτη, σφίγγοντας ένα μπόγο στην αγκαλιά της, η Σοφία. Μοιάζει ενθουσιασμένη με κάτι.)

Σ – Μου δώσανε ξεροκόμματα αντί για προπληρωμή εισιτηρίων. (Οι συνάδελφοι, πλην του ξαπλωμένου, πέφτουν απάνω της για τα παξιμάδια. Ο μεν Βλαδίμηρος, ασύστολα, ο δε Προκόπιος, με κάποια, δια της βίας συγκρατημένη, αξιοπρέπεια.) Θέλουν να παίξουμε επιθεώρηση το Σάββατο για να ξεχάσουν λίγο τα χαράτσια. Τι έπαθε ο Γαβρίλης;

Β (μπουκωμένος) – Είχε βρει κάποια απασχόληση για τρείς ώρες την εβδομάδα αλλά εχθές τον σχολάσανε και τον έχει πάρει από κάτω. Κάτι λίγο μας βοηθούσε κι εμάς από το μεροκάματό του. Πάνε αυτά τώρα…

Π (επανέρχεται στο θέμα, με πρακτικό πνεύμα) – Δεν προλαβαίνουμε να περάσουμε τα κείμενα από το Υπουργείο Λογοκρισίας.

Σ – Θα είναι «μαύρη» επιθεώρηση. Αυτοσχεδιασμός. Μας λείπουνε άτομα όμως. Ο Καραμπόλας έπεσε από τον τέταρτο όροφο… ηθελημένα.

Όλοι – Πέθανεε;

Σ – Ευτυχώς όχι… Βρέθηκε στον κάδο σκουπιδιών κάτω από το μπαλκόνι του, που ήταν γεμάτος χαρτόνια. Μόλις είχαν ανακαινίσει τα καταλύματα τσαρδιά τους οι άστεγοι της περιοχής.

Γ (θορυβημένος, ανασηκώνεται στον έναν του αγκώνα) – Κάτι θα στραμπούλιξε, δεν μπορεί…

Σ – Τη γλώσσα του. Από τις βλαστήμιες που ξέρασε όταν κατάλαβε ότι δεν είχε πετύχει η απόπειρά του.

Π – Μας μένει ο…

Σ (γλύφοντας τα δάκτυλά της) – …μας άφησε. Βρήκε δουλειά στο Βόρειο Πόλο. Γδέρνει φώκιες για μια οικογένεια Εσκιμώων.

Π – Αυτό σημαίνει πως πρέπει να κάνουμε οντισιόν!

Σ – Τα έχω κανονίσει όλα. Ξεκινάμε σε μία ώρα ακριβώς.

Σκηνή Β

(Η ομάδα είναι εξαντλημένη από το ξενύχτι. Ο Γαβρίλης έχει συνέλθει κάπως και βοηθάει τη κατάσταση. Ξαπλωμένος είναι τώρα ο Προκόπης. Στο τραπέζι βρίσκεται ένας σωρός από παξιμάδια, πορτοκαλόφλουδες κ.λπ.)

Σ (αγανακτισμένη) – Τα έχουμε δει όλα! Είναι πολλοί ακόμα;

Γ (επί της υποδοχής) – Άλλοι τόσοι. Οι περισσότεροι, εν δυνάμει… Έλληνες.

Β (πανικόβλητος) – Αμάν! Κι αν δεν μας κάνει κανένας; Πότε θα γίνουνε οι πρόβες;

Γ – Ρε, εσείς! Μαντέψτε ποιος έχει σειρά;

Όλοι – Χμ;

Γ (με επισημότητα) – Ο υπουργός Αμύνης!…

Όλοι – Τιι;!

Γ – … του Κουρκουτιστάν!

Όλοι – Αααα!

Γ – Ζήτησε πολιτικό άσυλο στο Κοκκινόκαστρο πριν μια εβδομάδα.

(Στη σκηνή μπαίνει κουτσαίνοντας ο πρόσφυγας, με τρύπια φορεσιά παραλλαγής. Αφήνει στο τραπέζι ένα αυγό πέρδικας ως δικαίωμα συμμετοχής.)

Β (περιεργάζεται το αυγό) – Κλούβιο!

Σ – Ας είναι. Για τα παλιά!

(Ο πρώην υπουργός κάθεται ταπεινωμένος και δεν βγάζει λέξη. Όλοι κοιτιόνται και κάνουν υπομονή.)

Σ (με ευσπλαχνία και για να σπάσει τη σιωπή) – Μας κάνει! Κάτι θα παίξει …

(Ξανά σωπαίνουν όλοι τους. Κοιτιόνται. Εν τέλει ο πρώην σέρνεται σε μια γωνία για περισυλλογή.)

Π (έχοντας σηκωθεί) – Ο επόμενος;

Γ (παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Προκόπη) – Δεν πολυκατάλαβα. Είναι ένας που μου λέει κάτι σαν …ότι τον έχουν διώξει από την κηδεία;;

(Στη σκηνή μπαίνει ένας… ακέφαλος. Η «επιτροπή» τρομάζει. Το άτομο βγάζει θλιμμένο το κεφάλι του μέσα από το σακάκι του, σηκώνοντας τους ώμους σαν να ζητά συγγνώμη για το κακόγουστο αστείο.)

Σ – Άνθρωπέ μου… είπαμε!

(Πιάνει κάτι κομμάτια ψωμιού από το τραπέζι και του δίνει να φάει.)

Π – «Τον έδιωξαν από τη κηδεία»;! Το ‘πιασα. Είναι πρόσφυγας από τη Συρία. Κάτι θα του βρούμε να κάνει.

(Ο πρόσφυγας πάει να συσκεφτεί με τον πρώην υπουργό Αμύνης. Στα παρασκήνια ακούγονται φωνές.)

Η μαμά (με έντονη προφορά) – Πήγαινε λοιπόν! Θα τα καταφέρεις.

Η κόρη – Δεν πάω! Δεν μπορώ. Ντρέπομαι. Πήγαινε εσύ.

Η μαμά – Μακάρι να μπορούσα… Έλα, πήγαινε. Κάθομαι όλη μέρα στην ουρά. (Σπρώχνει τη κοπέλα, που είναι πολύ εμφανίσιμη, στη σκηνή, με το ζόρι.)

Η κοπέλα – Μαμάαα!

Β – Μας κάνει!

(Η κοπέλα χαμογελάει ικανοποιημένη. Ξεκινάει δειλά προς τη γωνία με τους στοχαζόμενους αλλά ο Βλαδίμηρος την προλαβαίνει και την οδηγεί σε μια πολυθρόνα όπου την περικυκλώνουν τα μέλη της «επιτροπής» πλην της Σοφίας που κρατάει σημειώσεις κουνώντας το κεφάλι της.

Εντωμεταξύ ένα ζευγάρι μπαίνει διστακτικά στη σκηνή. Πολύ φτωχά ντυμένο. Η κοπέλα αφήνει μια καρδούλα ως δικαίωμα συμμετοχής. Ο νεαρός κατευθύνεται προς το παρατημένο πιάνο. Την ίδια στιγμή από το φουαγιέ έρχονται με αναμμένους τους φακούς τους, δυο μυστικοί πράκτορες. Είναι κουρδισμένοι για μεγάλες ανακαλύψεις. Ανακρίνουν τους παραβρισκόμενους ως προς τον σκοπό της συνεδρίασης τους.

Π1 – Καλησπέρα. Προς τι αυτή η συγκέντρωση; (Κοιτάζει καχύποπτα προς τα αποφάγια στο τραπέζι, με σηκωμένο το ένα φρύδι.) Φαγητά μοιράζετε;

Β – Όχι, όχι. Τα κίνητρά μας είναι πολιτιστικά …

Π2 (ειρωνικά) – Πολιτικά τα κίνητρα σας; Και το λες έτσι, απλά, κύριε συμπολίτα; Σε λίγο θα μου απαιτήσεις να σου διαβάσω και τα δικαιώματά σου, εε; (χαμογελώντας ευχαριστημένος με το αστείο του). Και πάλι, δεν το αποκλείω.

Π (χάνοντας την υπομονή του) – Πο-λι-τισ-τι-κά! Και όχι πο-λι-τι-κά. Επιπλέον, μη κερδοσκοπικά. Είμαστε όλοι εθελοντές.

Π1 – Αυτό θα το δούμε. Ποιανού ήταν η πρωτοβουλία;

(Η Σοφία κάνει ένα βήμα μπροστά.)

Π2 – Δώστε μου τα στοιχεία σας και συνεχίστε. Φρόνιμα όμως και… χωρίς υπονοούμενα. Συνεννοηθήκαμε;

Όλοι (και από τα παρασκήνια) – Μάλισταα!

Οι πράκτορες φεύγουν από κει που ήρθαν. Καθοδόν παραλίγο να ξεκινούν ? ανακρίσεις στις άδειες καρέκλες. Συστήνουν συνέχεια, προς πάσα κατεύθυνση:

«Όχι υπονούμενααα!»

Στη σκηνή τα πράγματα επανέρχονται στα ίσια τους. Ο νεαρός ξανά πλησιάζει το πιάνο. Παραμερίζει τις αράχνες, το ανοίγει και δοκιμάζει τα πλήκτρα. Η ατμόσφαιρα αρχίζει να μοιάζει ψυχεδελική. Φώτα, σκιές που παλεύουν και κυνηγιόνται σε πολύ αργή κίνηση. Η κοπέλα τραγουδάει ένα κομμάτι από το μουσικό θεατρικό έργο “West Side Story”. Για λίγο όλοι είναι συνεπαρμένοι αλλά και προβληματισμένοι.

Π (προσπαθώντας να μην δείξει τη συγκίνηση του) – Καλά-καλά. Την επόμενη φορά θα το πείτε όμως πιο… ελληνικά.

(Ο Βλαδίμηρος τους οδηγεί στην κοπέλα. Συστήνονται και πιάνουν κουβέντα. Ταυτόχρονα ο Γ. ανακοινώνει τον επόμενο συμμετέχοντα.)

Γ – Ο Νικόλαος από το Περακιστάν.

Όλοι – Από πουουου;;;

(Ο Νικόλαος μπαίνει στη σκηνή, έχει συνεσταλμένη συμπεριφορά και ήρεμη ομιλία. Βγάζει το σκούφο του και τον ζυμώνει με τα χέρια του. Αρχίζει να διηγείται σε σωστά ελληνικά ανθρώπου μορφωμένου αλλά με ξενική προφορά.)

Ν – Από παιδί κράταγα όπλο κι έτρεχα πίσω από ομάδες ανδρών που νόμιζα ότι θαύμαζα, στα βουνά της γενέτειρας μου. Πριν κλείσω τα 18 είχα σιχαθεί το αίμα που έρεε σε έναν πόλεμο που δεν κατανοούσα. Προ πολλού είχα σιχαθεί ακόμα και τη ζωή μου. Για να λυτρωθώ από τον εφιάλτη που με οδηγούσε στην παράνοια, λιποτάχτησα. Μόνο για να βιώσω στη συνέχεια ακόμα έναν εφιάλτη. Την προσφυγιά. Η λύτρωσή μου από αυτόν θα παρουσιαζόταν τη στιγμή που ένα κύμα, που στάθηκε για μένα πολύ πιο ευεργετικό και από εκατό ανθρωπιστικά ιδρύματα, με ξέβρασε στην παραλία ενός ελληνικού νησιού έπειτα από το ναυάγιο της βαρκούλας που είχα ακριβοπληρώσει για να με πάει στη δική μου γη της επαγγελίας. Με βρήκαν οι ντόπιοι, με περιθάλψανε, έμαθα να δουλεύω μεροκάματα. Έμαθα ξυλουργική, και τα κατάφερνα πολύ καλά. Τις νύχτες έκλαιγα από ευγνωμοσύνη για το ότι από το παρελθόν μου είχαν μείνει μόνο τα φαντάσματα.

Μια ευλογημένη μέρα ανέλαβα μια παραγγελία για κάτι στασίδια σε μια γειτονική εκκλησία. Τα έφτιαξα και τα τοποθέτησα. Τελειώνοντας τη δουλειά, πριν φύγω, έριξα μια ματιά τριγύρω και το βλέμμα μου έμεινε καθηλωμένο πάνω στην εικόνα του Εσταυρωμένου. Αισθάνθηκα ότι η ευγνωμοσύνη μου είχε βρει πλέον αποδέκτη και το ποτάμι των δακρύων μου μια θάλασσα στην οποία θα μπορούσε να ξεχυθεί.

Τον επόμενο χρόνο βαπτίστηκα ορθόδοξος στο Άγιον Όρος.

Όλοι – χειροκροτήματα.

Π – Επίκαιρο θέμα. Συγχαρητήρια, έχεις φαντασία, στυλ…

Ν – Με συγχωρείτε, αλλά πρόκειται περί αληθινού περιστατικού.

Γ – Ενός φίλου σου;

Ν – Είναι, μάλλον, αυτοβιογραφικό.

Σ, Β – Εσύ;

Ν – Μάλιστα. (Απορριμμένος ο ίδιος) Εγώ.

Π – Αδελφέ, είσαι ο καινούργιος μας κειμενογράφος. Μπορείς να έχεις έτοιμη την επιθεώρηση μέχρι αύριο;

Ν – Μπορώ.

Γ – Πάρε ένα μήλο.

Σ – Είμαστε εντάξει λοιπόν! Το Σάββατο, παράσταση.

Σκηνή Γ

Αυλαία: Σκετς 1ο

Το σκηνικό θυμίζει την αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής. Ο πρόεδρος στο πόστο του, κανείς στην αίθουσα. Πίσω του δεσπόζει η γαλανόλευκη σε σχέδιο στόχου βολής. Την έδρα διακοσμεί ένα υφασμάτινο ουράνιο τόξο. Ο πρόεδρος φοράει μάσκα τύπου «Joker» όπως του ομώνυμου χαρακτήρα από την κινηματογραφική ταινία «Σούπερμαν» και ένα καπέλο επενδυμένο με όλες τις σημαίες του κόσμου, με μεγαλύτερη εκείνη της Αμερικής. Κοιτάει με ανυπομονησία το ρολόι. Δοκιμάζει τη φωνή του, το μικρόφωνο, το σφυράκι. Αρχίζει επιτέλους η προσέλευση των – λίγων – βουλευτών για την νυχτερινή συνεδρίαση. Δύο είναι ντυμένοι Ρομπέν των Δασών, με τόξα και βέλη. Ο ένας φοράει μαύρη μπλούζα που έχει ζωγραφισμένο μπροστά ένα λιοντάρι που βρυχάται και πίσω ένα στόχο βολής. Μια κυρία που θυμίζει Ιωάννα της Λορένης με διαγώνια κορδέλα στο στήθος, αδέξια στερεωμένη και με ακαταλαβίστικα συνθήματα τυπωμένα επάνω της. Και ο τελευταίος, με τέσσερις διαφορετικές μάσκες γύρω από το κεφάλι του. Η καθαρίστρια της Βουλής μπαίνει κι εκείνη. Ο πρόεδρος που είχε αρχίσει να ψιθυρίζει ένα νανούρισμα, κατεβαίνει από την έδρα για να υπνωτίσει πιο αποτελεσματικά τους παρευρισκομένους. Μόλις φτάνουν στις θέσεις τους οι βουλευτές αποκοιμιούνται και ο πρόεδρος κηρύττει βιαστικά την έναρξη της ψηφοφορίας. Άρθρο με άρθρο εγκρίνονται όλα με πλειοψηφία:

Πρόεδρος – Μπλα-μπλα-μπλα υπ’ αριθμόν τάδε, οκ; Οκ, κατά πλειοψηφία. Κ. λ. π.

Η καθαρίστρια έχει εξ αρχής ένσταση αλλά δεν μπορεί παρά μόνο να σφουγγαρίζει όλο και πιο νευρικά. Αποφασίζει να σκουντάει με το κοντάρι της σφουγγαρίστρας έναν-έναν τους βουλευτές, μπας και ξυπνήσουν. Ο ένας βρυχάται αλλάζοντας πλευρό, ο άλλος αλλάζει την μάσκα του σε κάθε απόπειρα, οι Ρομπέν των Δασών ξυπνάνε μεν, αρχίζουν να παίζουν μεταξύ τους, δε. Η μόνη που έχει κάποιες σποραδικές αντιδράσεις είναι η Ιωάννα της Λορένης. Ο νόμος εγκρίνεται και όλοι πάνε να φύγουνε, αγουροξυπνημένοι πια. Η καθαρίστρια τους κλείνει το δρόμο, γράφει κάτι στα γρήγορα σε ένα χαρτί, το φοράει στο κοντάρι της σφουγγαρίστρας και το παραδίνει στον πρόεδρο της Βουλής. «Παραιτούμαι!». Έπειτα αδειάζει τον κουβά με τα βρομόνερα επάνω τους και βγαίνει από τη σκηνή.

Αυλαία: Σκετς 2ο

Μια καθώς πρέπει κυρία σηκώνεται από το παγκάκι που είχε χρησιμοποιήσει για κρεβάτι την προηγούμενη νύχτα, στην πλατεία της συνοικίας. Τεντώνεται, φρεσκάρεται, διπλώνει την κουβέρτα της και την αφήνει στο παγκάκι με ένα χαρτόνι επάνω της που γράφει «Επιστρέφω αμέσως». Ισιώνει το ταγιέρ της, παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεκινάει την ημέρα της με μια φαινομενική αξιοπρέπεια. Ο στόχος της: να βρει οποιαδήποτε δουλειά ή, και πάλι, να ζητιανέψει για τα προς το ζην.

Διανύει πολλά χιλιόμετρα. Περιγράφει όπου βρεθεί συνοπτικά και με λεπτότητα την δεινή κατάσταση της (έξωση, χρέη κ.λπ.), την απορρίπτουν, την χλευάζουν:

«Δεν έχουμε δουλειά ούτε για νεότερες σου. Χα, χα…»

«Ας μην έπαιρνες δάνειο!»

Που και που την αντιμετωπίζουν με συμπάθεια, δίνοντας της κανένα ευρώ:

«Στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Αύριο, η σειρά μας»

Το σούρουπο, κατάκοπη και έχοντας αρκετό δρόμο μπροστά της μέχρι το παγκάκι της πλατείας, πιάνει μια καρέκλα σε καφετερία για να ξεκουραστεί λιγάκι. Το γκαρσόνι εμφανίζεται αμέσως για να πάρει παραγγελία. Η κυρία, αμήχανη, σηκώνεται να φύγει ζητώντας συγνώμη. Από ένα διπλανό τραπέζι, ένα αγόρι από μια παρέα νεαρών είχε αντιληφθεί, με την πρώτη ματιά, το σκηνικό και την πλησιάζει ευαισθητοποιημένο:

Αγόρι – Με λένε Γιάννη και σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε να σας προσφέρω ό, τι καφέ θέλετε.

Κυρία – Ευχαριστώ, Γιάννη. Εμένα, με λένε Ξένια. Κάτσε αν θέλεις.

(Η παρέα του απορεί, η κοπέλα του τους πλησιάζει.)

Κοπέλα – Κι εμένα με λένε Ελισάβετ. Να καθίσω κι εγώ;

Ξένια (χαμογελώντας) – Το ρωτάς; Έχω παιδιά στην ηλικία σας. Ο Μπάμπης μου έχει πάει στο εξωτερικό αλλά ακόμα δεν έχει βρει δουλειά. Η Βικτωρία μου αγωνίζεται σε κέντρο αποτοξίνωσης…

Γιάννης – Ο σύζυγός σας;

Ξένια – Ξεψύχησε πέρσι στο ράντζο ενός κεντρικού νοσοκομείου. Κατόπιν μας βγάλανε από το σπίτι. Τα χρέη, βλέπεις. Ύστερα, μας σπάσανε το μαγαζί – υφάσματα, κλωστές… Με τα επεισόδια, ξέρεις. Καταρρεύσαμε.

Ελισάβετ – Πω, πωω… Πως αντέχετε;!

Ξένια (αναζωογονείται) – Τι εννοείς; Τι να έκανα; Το παλεύω! Ήμουνα χάλια για μήνες. Να είναι καλά ο παππούλης που μου έμαθε να μείνω πάντα με τον όντος Χριστό! Πρόσφατα έφυγε κι’ αυτός αλλά πορεύομαι με την ευχή του. Είχε προλάβει να μου μάθει ότι δεν είμαστε ποτέ μόνοι στη δοκιμασία, μόνοι είμαστε στην ευδαιμονία, επειδή το επιλέγουμε. Νόμιζα πάντα ότι οι δυσκολίες αφορούν αποκλειστικά τους άλλους ενώ εμάς, λόγω «εξυπνάδας», δεν πρόκειται να μας αγγίξουν ποτέ. (Αναστενάζοντας.) Ήρθε η ώρα να καταλάβουμε την ανοησία μας. Δεν θέλω τίποτα άλλο από το να σταθούν στα πόδια τους τα παιδιά μου. Και όλου του κόσμου τα παιδιά. Εγώ θα βρω πάντα μια γωνιά να κουρνιάσω όσο έχει καλοκαιρία. Το χειμώνα θα με φιλοξενούν από ‘δω κι από ‘κει.

(Γύρω από το τραπεζάκι είχε μαζευτεί, σιγά-σιγά, όλη η παρέα. Ακόμη κι όσοι βρίσκονταν στα παρασκήνια.)

Ελισάβετ – Γιάννη, παίξε λίγο πιάνο για τη κ. Ξένια.

Γιάννης – Κάποια προτίμηση, κ. Ξένια;

(Η Ξένια του λέει κάτι στο αφτί. Ο Γιάννης παίζει μερικά ακόρντα και έπειτα ξεκινάει το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Η Ξένια τραγουδάει με δικά της λόγια. Στο τέλος του τραγουδιού είναι όλοι αντίκρυ στο κοινό, έχοντας τραγουδήσει το τελευταίο ρεφρέν μαζί. Υπόκλιση. Χειροκροτήματα.

Από τη πλατεία εισβάλλουν πάνω στη σκηνή, διακόπτοντας τα χειροκροτήματα, δυο περίεργοι χαρακτήρες. Ο πρώτος, με άσπρο κοστούμι, κρατάει στα χέρια του ένα τσουρέκι και μια Κόκα-κόλα της προσφοράς. Ο δεύτερος φοράει μαύρο κοστούμι, κρατάει έναν φάκελο στα χέρια του και ακολουθεί, εντελώς κολλητά, τον πρώτο. Τα μέλη του θιάσου αντιδρούν ο καθένας με τον τρόπο του. Ταυτόχρονα στη σκηνή εμφανίζονται οι σκιές των στρατιωτών της δύναμης καταστολής.)

1ος (Με πλατύ, υποκριτικό, χαμόγελο) – Τι απίθανα θεάματα απολαύσαμε απόψε! Επιτρέψτε μου να σας προσφέρω εκ μέρους της πολιτείας – αλλά, τι λέω; ολόκληρου του κόσμου και του σύμπαντος ακόμα – ένα ταπεινό δώρο, ανάλογο με τις δυσκολίες της εποχής, δυσανάλογο όμως με το μέγεθος των πραγματικών μας συναισθημάτων. (Σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας του, ο χαρακτήρας πίσω από τον ομιλητή κάνει ειρωνικές, ακόμα και άσεμνες, χειρονομίες.)

(Η Σοφία είχε βγει μπροστά να παραλάβει τα «δώρα», για τυπικούς λόγους. Την ώρα που παρά λίγο να τα πάρει όντως στα χέρια της, ο δεύτερος χαρακτήρας παραμερίζει από τη μέση και πάνω τον πρώτο, ανοίγει το φάκελο, βγάζει ένα χαρτί και ένα στυλό, και τα παρουσιάζει στη Σοφία.)

2ος (υπηρεσιακώς και επιτακτικώς) – Για την παραλαβή των δώρων πρέπει να υπογράψετε εδώ. Σας ενημερώνουμε ότι ….. μπρρρρρ (τα λέει πολύ γρήγορα και μασημένα, κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα).

Σ – Τι είπατε;

2ος – Μπρρρρρ κ.λπ…

(Με μια ξαφνική κίνηση η Σοφία αρπάζει τον φάκελο από τα χέρια του τύπου. Οι δυνάμεις καταστολής στην οθόνη κάνουν ένα βήμα μπροστά, όντας έτοιμες για όλα.)

Σοφία (γουρλώνοντας σταδιακά τα μάτια της) – Εδώ γράφει ότι τα δώρα δεν είναι η αναγνώριση για όσα απολαύσατε απόψε, αλλά το αντάλλαγμα για την ισόβια και άνευ όρων συνεργασία μας με αυτό το θέατρο, και από αυτήν και μόνο τη σκηνή, πάνω σε κείμενα εγκεκριμένα από την Υπηρεσία. Απαγορεύεται πια η έξοδος!

1ος – Δεν θα έπρεπε να σας προσβάλλει αυτό. Τιμή σας είναι. Παρέχουμε όλες τις ανέσεις.

(Η Σοφία τους πετάει το φάκελο στα μούτρα, το δε τσουρέκι και την Κόκα-κόλα κάτω από τη σκηνή. Δυο-τρεις πεινασμένοι από το θίασο, μεταξύ των οποίων και ο πρώην υπουργός Αμύνης, πηδάνε από τη σκηνή για να πιάσουν τα προϊόντα. Ο μαυροφορεμένος αποσπάται από τον 1ο και πάει να ρίξει ένα δίχτυ – ή απόχη – επάνω τους. Ο υπόλοιπος θίασος χωρίζεται στα δυο. Οι μεν στραμμένοι με αποφασιστικότητα, προς τις σκιές των στρατιωτών και οι δε καταδιώκοντας τον αγανακτισμένο και χυδαία φερόμενο 1ο. Η κίνηση είναι λιτή, συμβολική, μοιάζει με κίνηση χορού από αρχαία τραγωδία.)

Αυλαία.

(Έχει γραφτεί το 2012, σε ένα ταξίδι με το καράβι της γραμμής Πάτρα – Κεφαλονιά)

loading...