Μπορεί όλα τα μικρά να τσιρίζουν στο σχολείο με τον ίδιο τρόπο ασχέτως μητρικής γλώσσας. Δεν σημαίνει όμως ότι μιλούν κι ελληνικά. Αν δεν τους τα μάθεις, δεν θα τα ενσωματώσεις ποτέ.

Αγγελος Συρίγος αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο* —

Το 1991 η Ελλάδα, χώρα που οι αλλοδαποί μετριούνταν στα δάχτυλα, αντιμετώπισε το πρώτο κύμα μεταναστών από την Αλβανία. Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους το μεταναστευτικό χτύπησε την πόρτα των ελληνικών σχολείων. Τα παιδιά αυτών των μεταναστών ζήτησαν να εγγραφούν για να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Δεν διέθεταν όμως τα απαραίτητα έγγραφα. Οι γονείς τους ζούσαν παράνομα στη χώρα και δεν μπορούσαν να αποκτήσουν αρκετά από αυτά τα έγγραφα, όπως αποδεικτικό για τη διεύθυνση της κατοικίας τους. Τότε αποφασίστηκε πως οι μαθητές μπορούσαν να εγγραφούν στο σχολείο και να προσκομίσουν τα απαραίτητα έγγραφα μέχρι να αποφοιτήσουν από την τελευταία τάξη του. Οπως είπε ένας ανώτατος υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας κατά τη δεκαετία του 1990: «Εάν δεν τα γράφαμε στο σχολείο, θα τα κέρδιζαν οι δρόμοι». Η φαινομενικά απλή απόφαση καθιέρωσε το ελληνικό σχολείο ως το πλέον επιτυχημένο παράδειγμα κοινωνικής εντάξεως στην Ελλάδα.

 

Στα σχολεία της χώρας μας είναι εγγεγραμμένοι και αλλοδαποί μαθητές. Σε μερικούς δεν αρέσουν οι όροι «αλλοδαποί» ή «αλλόγλωσσοι», ούτε ο επιστημονικώς ορθότερος «μαθητές που δεν έχουν ως μητρική γλώσσα την ελληνική». Οπως και να τους πούμε –και όσο και εάν ενοχλούμε την πολιτική ορθότητα– πρέπει να γνωρίζουμε ποιοι μαθητές είναι αλλόγλωσσοι. Γιατί; Διότι είναι στοιχεία που πρέπει να γνωρίζουμε για να διευκολύνουμε την ενσωμάτωση αυτών των παιδιών μέσω της διαπολιτισμικής εκπαιδεύσεως. Εδώ και περίπου 20 χρόνια η Ελλάδα έχει επιλέξει το συγκεκριμένο μοντέλο εκπαιδεύσεως. Βασίζεται στο ότι όλοι οι μαθητές, ασχέτως μητρικής γλώσσας (ή καταγωγής…), πρέπει να μιλούν άριστα τη γλώσσα του κράτους στο οποίο βρίσκονται.

 

Για να λειτουργήσει σωστά η διαπολιτισμική εκπαίδευση, οι μη έχοντες ως μητρική γλώσσα την ελληνική δεν πρέπει να ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο ποσοστό ανά τάξη, που κινείται γύρω στο 20%. Σε άλλη περίπτωση, χρειάζεται να ληφθούν επιπλέον μέτρα για να συνεχίσει να λειτουργεί το σχολείο ως εργαλείο ενσωματώσεως. Στο σχολείο που έχει πολλούς αλλόγλωσσους μαθητές το κράτος δίνει επιπλέον εκπαιδευτικούς για υποστηρικτικά μαθήματα γλώσσας σε αυτούς τους μαθητές. Αυτό ισχύει ιδίως εάν η συγκέντρωση αλλοδαπών μαθητών ξεπερνά το 50%, οπότε οδηγούμαστε σε δημιουργία γκέτο, με ακόμη σοβαρότερα προβλήματα κοινωνικής συνοχής.

Χρήσιμα για τον σχεδιασμό είναι και άλλα στοιχεία που αφορούν στην εθνοτική ταυτότητα των μαθητών. Επί παραδείγματι, το ότι γνωρίζουμε ότι το 70% των αλλοδαπών μαθητών είναι αλβανικής καταγωγής έχει τη σημασία του. Οι Αλβανοί παρουσιάζουν συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά: οι γονείς μιλούν αρκετά καλά ελληνικά και προσλαμβάνουν θετικά τον παράγοντα «παιδεία» ως μέσο κοινωνικής ανελίξεως. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιο εύκολη η ενσωμάτωσή τους.

 

Αυτά τα αυτονόητα είναι ψιλά γράμματα για κάποιους. Στο άκουσμα στοιχείων για τη μητρική γλώσσα των μαθητών ή για την καταγωγή των γονέων τους, αναζητούν άλλα κίνητρα. Για μεν τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι τέτοιο συνάδει με τη γενικότερη φιλοσοφία του κόμματός τους. Εμμένοντας στο ανύπαρκτο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, επιμένουν να βάζουν ταμπέλες όπου μπορούν. Οσοι αναφέρουν τέτοια στοιχεία είναι ξενοφοβικοί, ρατσιστές και ακροδεξιοί. Προφανώς οι Συριζαίοι ξέχασαν ότι τα ίδια στοιχεία συλλέγονταν και τα 4,5 χρόνια που ασκούσαν εξουσία, διότι πολύ απλά είναι απαραίτητα για κάθε σοβαρή πολιτεία.

 

Οι υπόλοιποι που εξανίστανται είναι διαπρύσιοι κήρυκες της πολιτικής ορθότητας. Δεν μπορούν να ανεχθούν την αναφορά στοιχείων περί καταγωγής ή μητρικής γλώσσας. «Είναι ρατσισμός!» κραυγάζουν κι αυτοί. Αντιστοίχως θεωρούν ρατσισμό εάν αναφερθεί ότι στο αθηναϊκό κέντρο είναι συγκεντρωμένο το 20% των αλλοδαπών μαθητών όλης της χώρας, που προέρχονται από 72 διαφορετικές χώρες. Προφανώς θεωρούν ότι ζουν σε ένα κράτος όπου τα παιδιά που μιλούν άλλη γλώσσα στο σπίτι, έμαθαν ελληνικά με κάποιο μαγικό τρόπο. Ετσι, στην τάξη έχουν περίπου τις ίδιες γλωσσικές παραστάσεις που έχουν και οι μαθητές με μητρική γλώσσα την ελληνική. Κι όμως! Σε σχολεία που οι αλλόγλωσσοι μαθητές είναι πλειονότητα, οι γονείς των ελληνόφωνων μαθητών διαμαρτύρονται διότι τα παιδιά τους δεν μπορούν να προχωρήσουν στην ύλη. Δάσκαλοι και καθηγητές παλεύουν να μάθουν τα στοιχειώδη στην πλειονότητα των μαθητών που δεν έχουν πολλές γλωσσικές παραστάσεις στα ελληνικά.

 

Προφανώς είναι παράνομο (και δυστυχώς κι επικίνδυνο) να εμπλέκονται στον δημόσιο διάλογο για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα λίστες με ονόματα νηπίων. Καταδικάστηκε απερίφραστα από την πρώτη στιγμή. Από εκεί και πέρα, όμως, να αναζητείς ρατσισμό και ξενοφοβία λόγω αναφοράς στοιχείων που χρειαζόμαστε για να λειτουργήσει το σχολείο ως παράγοντας ενσωματώσεως, η απόσταση είναι τεράστια. Μπορεί όλα τα μικρά να τσιρίζουν στο σχολείο με τον ίδιο τρόπο ασχέτως μητρικής γλώσσας. Δεν σημαίνει όμως ότι μιλούν κι ελληνικά. Αν δεν τους τα μάθεις, δεν θα τα ενσωματώσεις ποτέ.

 

* Ο κ. Αγγελος Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, βουλευτής Α΄ Αθηνών, υφυπουργός Παιδείας.

https://www.kathimerini.gr/

loading...