Ο Ελπιδοφόρος, η πολύχρονη πραγματικότητα, το «Τουρκικό Σπίτι» στο Μανχάταν και το Ελληνικό που δεν έγινε ποτέ

Του ΠΑΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ* —

Η παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου στην τελετή των εγκαινίων του «Τουρκικού Σπιτιού», δίπλα στον Ταγίπ Ερντογάν και στον εκπρόσωπο του παράνομου κατοχικού καθεστώτος, Ερσίν Τατάρ, αναπόφευκτα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.

Πρόκειται για μία απαράδεκτη ενέργεια, η οποία όμως δεν είναι ούτε μεμονωμένη ούτε ξεκομμένη από μια πολύχρονη πραγματικότητα και, δυστυχώς, οι ηγεσίες σε Αθήνα, Λευκωσία και κυρίως της Ελληνοαμερικανικής Κοινότητας, παραμερίζουν τις διαστάσεις της, σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Ο κ. Ελπιδοφόρος είναι ένα σύμπτωμα, δεν είναι το πρόβλημα. Δεν είναι η πρώτη φορά που Προκαθήμενος της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική δυσαρεστεί ένα, μεγάλο ή μικρό, τμήμα της Ομογένειας.
Απλά, ο κ. Ελπιδοφόρος με την συγκεκριμένη απόφασή του «έβγαλε και το σκοινί και το παλούκι». Δηλαδή, ξεπέρασε όλα τα όρια σε σχέση με τις ισορροπίες, που, λογικά, απαιτούνται ανάμεσα στις σχέσεις του με την Άγκυρα και τα συμφέροντα – αισθήματα του κόσμου που εκπροσωπεί.

Η Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής, με έδρα τη Νέα Υόρκη, είναι επαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο επιβιώνει σε συνθήκες «εγκλωβισμού» στην Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι εύκολη η αποστολή του εκάστοτε Πατριάρχη ούτε και του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου Αμερικής.

Αλλά, φαίνεται, ότι κατά διαστήματα και με βάση την ιστορική εμπειρία, ορισμένοι υψηλόβαθμοι ιεράρχες προτάσσουν είτε προσωπικές είτε άλλες προτεραιότητες και επιδιώξεις που δεν συνάδουν με τα εθνικά συμφέροντα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.

Επίσης, δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις, που, διάφορες επιλογές και πρωτοβουλίες ηγετικών πολιτικών προσώπων (πανομοιότυπης σημασίας με την ενέργεια του κ. Ελπιδοφόρου) κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, ενισχύοντας τους τουρκικούς στόχους.

Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, η εμφάνιση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής στην τουρκική φιέστα προσέδωσε και μια μεγαλύτερη δυναμική στις αντιδράσεις.

Βέβαια, ούτε μπορεί να υποβαθμιστεί το όλο γεγονός, αλλά ούτε και να αγνοηθούν καταστάσεις, που, λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, ενός συνολικού σκηνικού.

Επιπλέον, εάν για τη συμμετοχή του κ. Ελπιδοφόρου στα εγκαίνια του «Σπιτιού της Τουρκίας» (πολύ πιθανό με την σύμφωνη γνώμη του Πατριάρχη Βαρθολομαίου), όπου ήταν παρών ο κατοχικός ηγέτης και στεγάζονται οι λεγόμενες αντιπροσωπείες του ψευδοκράτους, δεν δινόταν και δεν περιγραφόταν εξαρχής η ζημιογόνος διάστασή της, κυρίως από την ιστοσελίδα Hellas Journal και δεν εκδηλωνόντουσαν δικαιολογημένες αντιδράσεις από ομογενειακούς κυπριακούς οργανισμούς, ίσως, από πλευράς Αθηνών και Λευκωσίας να περνούσε κάπως απαρατήρητο αυτό το γεγονός.

Συνάμα, εύλογα μπορεί να τεθούν κάποια ερωτήματα, όπως:

Και τι έγινε τελικά; Ποιο ήταν το όφελος, που, ο Πρωθυπουργός Μητσοτάκης και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ακύρωσαν τις συναντήσεις τους με τον Αρχιεπίσκοπο και, στη συνέχεια, μετά την υποτιθέμενη «απολογητική δήλωσή» του, αποδέχτηκαν να τον συναντήσουν;

Μήπως με όλα αυτά που συνέβησαν μεταξύ των Ελλήνων, δόθηκε η ευκαιρία στους Τούρκους να προωθήσουν την προπαγάνδα τους;

Ναι, είναι κατανοητά αυτά τα επιχειρήματα, αλλά δημιουργήθηκε ένα ισχυρό προηγούμενο. Ο κ. Ελπιδοφόρος μάλλον θα σκεφτεί πλέον διπλά και τριπλά όταν πρόκειται για ζητήματα του Ελληνισμού, σε σχέση με τον ρόλο του ως Αρχιεπίσκοπος της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής.

Την ίδια στιγμή, η εμπειρία που αποκομίσθηκε μέσα απ’ όλα αυτά, μπορεί στο τέλος να φανεί χρήσιμη όχι μόνο για τον κ. Ελπιδοφόρο, αλλά και για πολιτικές ηγεσίες και πολιτικούς παράγοντες σε Αθήνα και Λευκωσία.

Πολλές φορές, ορισμένοι συμπεριφέρονται απερίσκεπτα, επιπόλαια και εθνικά επιζήμια, δίνοντας την εντύπωση ότι στην ουσία έχουν αποδεχτεί ως μη αναστρέψιμα τετελεσμένα την τουρκική κατοχή στην Κύπρο και τις τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Και, κάτι τελευταίο, με αφορμή την τελετή των εγκαινίων του «Τουρκικού Σπιτιού – Κέντρου» στο Μανχάταν, με τους 36 ορόφους, απέναντι από την έδρα των Ηνωμένων Εθνών, όπου στεγάζονται όλες οι διπλωματικές, πολιτιστικές, εμπορικές και τουριστικές υπηρεσίες του τουρκικού κράτους, με αμφιθέατρο και αίθουσα εκδηλώσεων, διαλέξεων και εκθέσεων.

Πού είναι το «Ελληνικό Σπίτι» στη Νέα Υόρκη;

Για μερικά χρόνια, είχε λειτουργήσει παράρτημα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, σε περίοπτη θέση του Μανχάταν, στην 57η οδό. Έκλεισε, γιατί όπως ειπώθηκε τότε, δεν μπορούσαν να καλυφθούν οι οικονομικές δαπάνες.

Για μερικά χρόνια, είχε λειτουργήσει ένας υπέροχος χώρος κοντά στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, όπου στεγαζόταν το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια και ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού. Εκτός από τα γραφεία, υπήρχαν αίθουσες εκδηλώσεων και συνεδριάσεων. Το 2015 πουλήθηκε μέσα στα πλαίσια της «εξυγίανσης» που επέβαλε η τρόικα.

Μέχρι σήμερα, αλλού είναι το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας, αλλού είναι η Μόνιμη Αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ κι αλλού το Γραφείο Τύπου (Δημόσιας Διπλωματίας), ο ΕΟΤ και το Γραφείο Εμπορικών Υποθέσεων.

Το ερώτημα δεν είναι αν ήταν σωστές ή λανθασμένες οι αποφάσεις για αγορές ή ενοικιάσεις ή πωλήσεις, αλλά πώς είναι δυνατόν, μετά από τόσες δεκαετίες, το ελληνικό κράτος να μην διαθέτει ένα ιδιόκτητο κτίριο στο Μανχάταν, όπου να στεγάζονται όλοι οι οργανισμοί και όλες οι υπηρεσίες του στη Νέα Υόρκη (διπλωματικές, προξενικές, τουριστικές, εμπορικές κλπ) και να λειτουργεί ταυτόχρονα ως χώρος πολιτισμικής έκφρασης και δημιουργίας;
Πέρα λοιπόν από όσα ειπώθηκαν και συνέβησαν, με την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Ελπιδοφόρου στην τελετή των εγκαινίων του «Τουρκικού Σπιτιού», ας αναρωτηθούμε γιατί ακόμα δεν εγκαινιάστηκε το «Σπίτι της Ελλάδας» ή και της Κύπρου στη Νέα Υόρκη;

Το ισλαμοφασιστικό καθεστώς του Ερντογάν εγκαινίασε κέντρο τουρκικού πολιτισμού στο Μανχάταν και η Ελλάδα του φωτός, με την μεγάλη Ομογένεια της Αμερικής, δεν έχει ένα κέντρο – σύμβολο της Ιστορίας και του Πολιτισμού της.

Πραγματικότητες που πληγώνουν και εξοργίζουν…

loading...