Ας αναρωτηθούμε, τι ήμασταν το 1821 όταν ξεσηκώθηκε το Γένος κι επικρατήσαμε: Στρατιώτες ή Πολεμιστές;

Στρατιώτης ή Πολεμιστής;

Από Σάββας Δ. Βλάσσης* —

Ο Αμερικανός συγγραφέας και αναλυτής Ρόμπερτ Κάπλαν διακρίνει δύο αρχέτυπα ατόμων που ασχολούνται με τον πόλεμο: τον Στρατιώτη και τον Πολεμιστή.

Ο Στρατιώτης διακρίνεται από υψηλό βαθμό πειθαρχίας, προσδιορισμένους τρόπους ένοπλης δράσεως, περιορισμούς και όρια στην χρήση ένοπλης βίας, διέπεται από συγκεκριμένες ηθικές αρχές ενώ η αντίληψή του περί εχθρού περιορίζεται αυστηρώς στον αντίπαλο στρατιώτη που βρίσκεται απέναντί του.

Ο Πολεμιστής είναι δυνητικώς περισσότερο απείθαρχος και αδίστακτος, διέπεται από ασθενέστερες ηθικές αρχές και έχει πολύ λιγότερους ενδοιασμούς και περιορισμούς στην χρήση ένοπλης βίας. Ο Πολεμιστής δεν βλέπει ως εχθρό τόσο τον απέναντι στρατιώτη. Είναι και αυτός το αντίπαλο μέγεθος στο πεδίο της μάχης αλλά για τον Πολεμιστή, αντίπαλος είναι ευρύτερα ολόκληρη η κοινωνία του αντιπάλου και οι κρατικές δομές του, αφού σε αυτές αναγνωρίζει την ευρύτερη απειλή που αντιμετωπίζει.

Ένας επαγγελματίας στρατιωτικός, μπορεί να είναι Στρατιώτης ή Πολεμιστής.

Ο τυπικός Στρατιώτης, θα περιοριστεί στην μελέτη του αντιπάλου του περισσότερο από την πλευρά της στρατιωτικής του ισχύος, προκειμένου να οργανωθεί και να σχεδιάσει κατά τρόπον ώστε να τον αντιμετωπίσει όπως νομίζει καλύτερα στο πεδίο της μάχης. Στην αντίληψη του Στρατιώτη, κυριαρχεί το ενδεχόμενο μιας πολεμικής αναμετρήσεως υπό τους όρους που γνώριζε η ανθρωπότητα μέχρι και την αυγή του 21ου αιώνος.

Ο Πολεμιστής όμως, έχει ευρύτερη αντίληψη των πραγμάτων και πιο “ανήσυχο” πνεύμα. Για την κατανίκηση του αντιπάλου, δεν εστιάζει στην καταστροφή της στρατιωτικής του ισχύος αλλά πονηρά και εκτός στερεοτύπων (out of the box) σκεπτόμενος, επιδιώκει από τον καιρό της ειρήνης την κατατριβή και υποβάθμιση των κρατικών πολιτικών και δομών του. Αυτά όλα προκαλούν έναν Υβριδικό Πόλεμο, τον οποίο συχνά είναι δύσκολο να αντιληφθεί και ίσως πιο δύσκολο να αντιμετωπίσει, ένας Στρατιώτης. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Πολεμιστής είναι λιγότερο συμβατικός από τον Στρατιώτη και επιδιώκει την συνεχή φθορά του αντιπάλου του ακόμη και από τον καιρό της ειρήνης με υβριδικές τακτικές και νέα πεδία δράσεως. Ο Πολεμιστής, σε αντίθεση με τον Στρατιώτη, δεν ασχολείται με το επάγγελμά του (τον πόλεμο) περιστασιακώς, αλλά καθημερινώς “πολεμάει”.

Η διαφορά Στρατιώτη και Πολεμιστή, εντοπίζεται στο πνεύμα, την νοοτροπία. Ο πρώτος λιγότερο ευέλικτος, περισσότερο περιορισμένος και εστιασμένος ως προς το τι πρέπει να κάνει για να προετοιμαστεί ενώ ο δεύτερος, πιο “πονηρεμένο” πνεύμα, ξοδεύει κάθε στιγμή, σε ειρήνη και πόλεμο προσπαθώντας να επινοήσει τρόπους για να βλάψει τον αντίπαλο σε επίπεδο διπλωματίας, προπαγάνδας, οικονομίας, κυβερνοπολέμου και άλλα πεδία Υβριδικού Πολέμου.

Αρχίζουμε και βλέπουμε μια ουσιώδη διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας;

Η πρώτη πορεύεται “με τον σταυρό στο χέρι” και μέσα σε γνωστές φόρμες και πλαίσια, δεν ενοχλεί, αντιδρά μόνο πυροσβεστικώς, υπομένει και αναμένει, ζητώντας διαρκώς διάλογο και ασχολείται περιστασιακώς με την ένοπλη ισχύ της. Τυπική περίπτωση επαναπαυμένου, προβλέψιμου και συγκρατημένου παίκτη που απλώς ζει το σήμερα. Ένας “Στρατιώτης”.

Η δεύτερη, σχεδιάζει, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, δημιουργεί νέες καταστάσεις και δεδομένα αδιαφορώντας για πλαίσια, χρησιμοποιεί επιθετικώς τις μυστικές υπηρεσίες, την ένοπλη ισχύ, τον υπόκοσμο, τους λαθρομετανάστες, σε σχέδια που απεργάζεται για να υποβαθμίσει αυτήν καθ’ αυτήν την ύπαρξη του αντιπάλου ενώ ακονίζει με συνέπεια την στρατιωτική της ισχύ ώστε να αποκτήσει και ποιοτικό πλεονέκτημα. Τυπική περίπτωση οντότητος σε διαρκή πάλη. Ένας “Πολεμιστής”.

Αν προσεγγίσουμε τα πράγματα στενώς στο πλαίσιο των στρατευμάτων των δύο χωρών, στα ανώτατα κλιμάκια της ηγεσίας οι αναλογίες είναι παρόμοιες.

Στην Ελλάδα η στρατιωτική ηγεσία δεν έχει κύρος και είναι παραγκωνισμένη ως φορέας αναπτύξεως στρατηγικής σκέψεως, βαδίζει με “τυφλοσούρτη” στα πεδία δογμάτων και επιχειρησιακών αντιλήψεων, υποφέρει από επιτελική “αναπηρία” ενώ στερείται οράματος που να περιλαμβάνει στοιχεία όπως η εθνική αυτάρκεια σε τεχνολογικό επίπεδο ή η πολυεπίπεδη πρόκληση της βεντάλιας των Υβριδικών Απειλών. Οι Έλληνες στρατηγοί, πτέραρχοι και ναύαρχοι κυριαρχούνται από συμβατική σκέψη περί ένοπλης ισχύος και δεν γεννούν καινοτόμες ιδέες μετεξελίξεως των Ενόπλων Δυνάμεων μέσα από ρωμαλέες διαδικασίες δραστικών τομών και “επαναστατικών” προσεγγίσεων. Νοοτροπία Στρατιώτη.

Στην Τουρκία, η στρατιωτική ηγεσία χαίρει μεγαλύτερης εκτιμήσεως και έχει την δυνατότητα μέσω θεσπισμένων διαδικασιών και κρατικών δομών να διαδραματίσει ρόλο παραγωγής Υψηλής Στρατηγικής για την ευρύτερη πορεία της χώρας, προσδιορίζοντας στόχους και επιδιώξεις που κατόπιν αναδεικνύονται σε μείζονες στόχους της εθνικής – κρατικής πολιτικής. Η παραγωγή Υψηλής Στρατηγικής διακρίνεται και από την συμβολή τους στην διαμόρφωση δόγματος εξωτερικής πολιτικής, μέσα από στρατιωτικοδιπλωματικούς σχεδιασμούς που υιοθετούνται και καθίστανται εθνική πολιτική. Η τουρκική στρατιωτική ηγεσία επεξεργάζεται διαρκώς σχέδια αντιμετωπίσεως των πολλαπλών απειλών που αντιμετωπίζει σε στρατιωτικό επίπεδο η χώρα, είτε αυτές είναι στρατιωτικώς ενεργές (Κούρδοι αντάρτες) είτε δυνητικές (Ελλάδα – Κύπρος) και αναπροσαρμόζει την Δομή Δυνάμεων μέσω υιοθετήσεως νέων αντιλήψεων περί πολέμου, που συνδυάζουν διαφορετική από τα καθιερωμένα οργάνωση, στενή παρακολούθηση τεχνολογικών εξελίξεων και ταχεία αφομοίωση νέων τεχνολογιών σε οπλικά συστήματα που αλλάζουν τα δεδομένα (game changers). Νοοτροπία Πολεμιστή.

Σε χαμηλότερο επίπεδο, η διαφορά μεταξύ Στρατιώτη και Πολεμιστή μπορούμε να φανταστούμε ότι διαμορφώνεται από το βάθος και τον βαθμό – ένταση ενδιαφέροντος που επιδεικνύουν οι μικροί ηγήτορες και οι διοικήσεις σε κάθε στοιχείο και παράμετρο που θα συντελέσει στην καλύτερη προετοιμασία των δυνάμεων και την επιδίωξη τεχνολογικής και ποιοτικής υπεροχής στην γενικότερη ισχύ, στην εκπόνηση σχεδίων που θα αντιμετωπίσουν σημεία υπεροχής του αντιπάλου αλλά και την πληρέστερη κάλυψη όλων των ενδεχομένων που μπορούν να προκύψουν από τυχόν δυσμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων.

Ας αναρωτηθούμε για τις ήττες μας και ας προσπαθήσουμε να διδαχθούμε.

Δεν ήμασταν αρκετά Στρατιώτες το 1920-22 στην Μικρά Ασία; Γιατί ηττηθήκαμε από έναν αντίπαλο ο οποίος εθεωρείτο υποδεέστερος σε οργάνωση και ισχύ;

Δεν ήμασταν αρκετά Στρατιώτες το 1974 στην Κύπρο; Γιατί καταρρεύσαμε τόσο εύκολα όταν εκδηλώθηκε η εχθρική εισβολή, με ορισμένες από τις πιο δύσκολες και σύνθετες επιχειρήσεις που στην εναρκτήρια φάση ενέχουν σημαντικό βαθμό ρίσκου;

Δεν ήμασταν αρκετά Στρατιώτες το 1996 στην κρίση των Ιμίων; Γιατί τότε αιφνιδιαστήκαμε και την πατήσαμε όταν ο αντίπαλος δεν απολάμβανε τακτικό πλεονέκτημα;

Μήπως σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, ηττηθήκαμε επειδή ήμασταν Στρατιώτες που αντιμετώπιζαν Πολεμιστές; Σε όλα τα επίπεδα. Από την ανωτάτη ηγεσία, μέχρι και τα χαμηλά επίπεδα των μικρών ηγητόρων και των οπλιτών;

Από εκεί λοιπόν θα πρέπει να ξεκινήσει η προσπάθεια, τόσο στους σπουδαστές των παραγωγικών σχολών των Ενόπλων Δυνάμεων, όσο και στην εκπαίδευση των ΕΠΟΠ και των κληρωτών στρατιωτών. Να καλλιεργήσουμε νοοτροπία Πολεμιστή και όχι Στρατιώτη. Ο Πολεμιστής φέρνει την Νίκη.

Ας αναρωτηθούμε, τι ήμασταν το 1821 όταν ξεσηκώθηκε το Γένος κι επικρατήσαμε: Στρατιώτες ή Πολεμιστές;

Πηγή: doureios.com

loading...