Ποιος ήταν ο προφήτης Μωάμεθ;

Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης*

Πριν εκπνεύσει ο 7ος αιώνας μ.Χ. μία νέα θρησκεία ιδρύεται, το Ισλάμ, διακριτή από τον Ιουδαϊσμό και το Χριστιανισμό. Οι αραβικές πηγές που αφηγούνται τη ζωή του Μωάμεθ είναι μεταγενέστερες. Για παράδειγμα ο πρώτος βιογράφος του Προφήτη έγραψε γι’ αυτόν έναν αιώνα μετά το θάνατό του.

Το πιο ασαφές κομμάτι της ζωής του Μωάμεθ είναι τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Μέκκα, μια πόλη της δυτικής Αραβίας, μάλλον το 570 μ.Χ. Η οικογένειά του ανήκε στη φυλή των Κουραΐς, των οποίων τα μέλη ήταν έμποροι που είχαν συνάψει συμφωνίες με τις ποιμενικές φυλές γύρω από τη Μέκκα, αλλά είχαν και σχέσεις με τη Συρία και τη νοτιοδυτική Αραβία. Λέγεται μάλιστα ότι συνδεόταν με το ιερό της πόλης Κάαμπα, όπου φυλάσσονταν οι εικόνες των τότε τοπικών θεών.Μέκκα, ο πόλη που γεννήθηκε ο Μωάμεθ

Ο Μωάμεθ παντρεύτηκε την Χαντίτζα, μια χήρα που ασχολούνταν με το εμπόριο και ο ίδιος ασχολήθηκε με τη διεύθυνση αυτών των επιχειρήσεων. Όμως, όπως αναφέρουν διάφορα χρονικά, ο Μωάμεθ ήταν ένας άνθρωπος που αποζητούσε τον Θεό και επιθυμούσε να διδαχθεί από Αυτόν. Εκείνον τον καιρό Εβραίοι ραβίνοι, χριστιανοί μοναχοί και Άραβες μάντεις προέβλεπαν την έλευση ενός προφήτη. Μάλιστα ο Μωάμεθ συνάντησε έναν τέτοιο μοναχό σε ένα εμπορικό του ταξίδι στη νότια Συρία, ο οποίος είδε το σημάδι του Προφήτη στην πλάτη του.

Τότε ήταν που άρχισε να περιπλανείται μονάχος, ώσπου μια μέρα, μάλλον όταν ήταν 40 ετών, είχε μια υπερφυσική εμπειρία, που οι μεταγενέστεροι αποκαλούν Νύχτα της Δύναμης ή Νύχτα του Πεπρωμένου.Σύμφωνα με μία άποψη του εμφανίστηκε ένας άγγελος και του ζήτησε να γίνει απεσταλμένος του Θεού στη γη. Μία άλλη άποψη αναφέρει ότι άκουσε μία φωνή αγγέλου να του ζητά να απαγγείλει τα παρακάτω:

«Στο όνομα του δημιουργού του κόσμου

που έπλασε τον άνθρωπο,

ένα θρόμβο αίματος.

Ο Αλλάχ είναι γενναιόδωρος.

Σε δίδαξε με τη γραφίδα.

Δίδαξε τον άνθρωπο όλα όσα δε γνώριζε.

Αλλά ο άνθρωπος στασίασε

και πίστεψε πως ήταν αυτεξούσιος.

Αλίμονο! Στον Αλλάχ ανήκει η επιστροφή».

Μεταξύ των πρώτων που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της νέας θρησκείας ήταν η σύζυγός του, η Χαντίτζα που του είπε «Χαίρε, υιέ του θείου μου, και να είσαι καλόκαρδος. Μέσω εκείνου στο χέρι του οποίου βρίσκεται η ψυχή της Χαντίτζα, ελπίζω να γίνεις ο προφήτης του λαού του».

Ο Μωάμεθ άρχιζε να μεταδίδει μηνύματα που έλεγε ότι του είχαν αποκαλυφθεί από άγγελο Θεού. Κάποια από αυτά ήταν: θα έφτανε το τέλος του κόσμου, ο παντοδύναμος Θεός θα τους έκρινε όλους, αν όσο ζουν υποτάσσονταν στο θέλημα του Θεού, θα βασίζονταν στο έλεος του Θεού τη στιγμή της κρίσης, ήταν θέλημα Θεού να επιδείξουν την ευγνωμοσύνη τους με τακτική προσευχή και άλλες τελετές, αλλά και με σεξουαλική εγκράτεια και αγαθότητα.

Επέλεξαν το όνομα «Αλλάχ» για να επικαλεστούν τον Θεό. Αυτό ήταν το όνομα ενός τοπικού Θεού, που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους αραβόφωνους Εβραίους και χριστιανούς ως όνομα του Θεού. Όσοι ακολούθησαν τη νέα θρησκεία είχαν το όνομα μουσουλμάνοι, αφού το Ισλάμ προέρχεται από την ίδια ρίζα.

Άρχισε σιγά-σιγά να δημιουργείται γύρω από τον Μωάμεθ μια μικρή ομάδα πιστών, όπως κάποια νεαρά μέλη επιφανών οικογενειών των Κουραΐς, πελάτες άλλων φυλών που είχαν τεθεί υπό την προστασία των Κουραΐς και κάποιοι τεχνίτες και σκλάβοι. Όμως όσος μεγάλωνε ο κύκλος των πιστών του Μωάμεθ τόσο οι σχέσεις του με τις οικογένειες των Κουραΐς επιδεινώνονταν. Απέκρουαν μάλιστα την αξίωσή του να είναι ο απεσταλμένος του Θεού και τον αντιμετώπιζαν ως εχθρό τους που υπονόμευε τον τρόπο ζωής τους. Στον θείο του Προφήτη έλεγαν ότι «ο ανιψιός σου εξύβρισε τους Θεούς μας, προσέβαλε τη θρησκεία μας, χλεύασε τον τρόπο ζωής μας και αμφισβήτησε την κρίση των προγόνων μας». Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν πέθανε ο θείος του Αμπού Ταλίμπ και η σύζυγός του, Χαντίτζα.

Όσο αναπτύσσονταν οι αρχές της διδασκαλίας του Μωάμεθ άρχιζε να ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο η νέα θρησκεία: είδωλα θεών και παγανιστικές τελετές κυνηγήθηκαν, επιβλήθηκε η σε τακτό χρόνο δημόσια προσευχή, όπως και καινούργιες μορφές αγαθοεργίας και τοποθετήθηκε ο Μωάμεθ στον κατάλογο των προφητών της εβραϊκής και χριστιανικής παράδοσης.Επιβλήθηκε η σε τακτό χρόνο δημόσια προσευχή

Όμως τελικά βρέθηκε σε δυσάρεστη θέση και το 622 ο Μωάμεθ εγκατέλειψε τη Μέκκα για τον οικισμό Γιαθρίμπ, τη σημερινή Μεδίνα, σε μια όαση 2οο χλμ. βόρεια. Η περιοχή ανήκε σε δύο φυλές που τότε χρειάζονταν έναν επιδιαιτητή για τις διαφορές τους. Επειδή είχαν ζήσει καιρό με Εβραίους ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν μία διδασκαλία από έναν προφήτη και ένα ιερό βιβλίο. Τότε συνάφθηκε συμφωνία μεταξύ των δύο αυτών φυλών καθώς και κάποιων Εβραϊκών ομάδων. Αυτή η μετοίκιση στη Μεδίνα θα σηματοδοτήσει την έναρξη της μουσουλμανικής εποχής γνωστή ως Χίτζρα-Εγίρα. Στα μετέπειτα χρόνια θα σηματοδοτεί την εγκατάλειψη μιας αμαρτωλής-παγανιστικής κοινότητας για μία άλλη στην οποία τηρείται η ηθική διδασκαλία του Ισλάμ.

Στη Μεδίνα ο Μωάμεθ άρχισε να συγκεντρώνει δύναμη με αποτέλεσμα να έρθει σε ένοπλη σύγκρουση με τους Κουραΐς. Όσο η εξουσία του Προφήτη διευρυνόταν εξελισσόταν και η διδασκαλία του, αλλά ήρθε και η ρήξη με τις εβραϊκές ομάδες της περιοχής. Σε αυτό βοήθησε και η συμφιλίωση συμφερόντων με τους Κουραΐς και τη Μέκκα. Από τη μια οι ντόπιες φυλές έβλεπαν το πλήθος των πιστών στο Ισλάμ να διογκώνεται, ενώ από την άλλη πλευρά η κοινότητα του Μωάμεθ δεν μπορούσε να νιώθει ασφαλής όσο η Μέκκα παρέμενε εχθρική. Έτσι το 630 η Μέκκα παραδίδεται στον Μωάμεθ, αλλά πρωτεύουσα παρέμενε η Μεδίνα.

Ο Προφήτης παντρεύτηκε αρκετές φορές μετά το θάνατο της Χαντίτζα με κίνητρο κυρίως πολιτικό. Αυτός λειτουργούσε ως ανώτατος κριτής με τη βοήθεια ενός επιτελείου εκπροσώπων. Είχε οριστεί ένα στρατιωτικό τέλος που κατέβαλαν οι πιστοί και ένα δημόσιο ταμείο που γέμιζε από δώρα και φόρους από υποταγμένες φυλές.

Το 632 μ.Χ. επισκέφτηκε για τελευταία φορά τη Μέκκα και εκείνη τη χρονιά πέθανε. Ο λόγος του εκεί έχει καταγραφεί και μεταξύ άλλων είπε ότι θα αγωνιζόταν προκειμένου οι άνθρωποι να ομολογήσουν ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από τον Αλλάχ.Μεδίνα, η δεύτερη πιο ιερή πόλη του Ισλάμ

Στα μάτια των υποστηρικτών του φάνταζε ως ένας άνθρωπος που αρχικά αναζητούσε την αλήθεια, στη συνέχεια σάστισε από την εξουσία που του ανατέθηκε από τον ουρανό και ανυπομονούσε να μεταδώσει όσα του είχαν αποκαλυφθεί. Γι’ αυτό πίστεψε στην αποστολή του και απέκτησε επιρροή στους οπαδούς του. Κήρυττε την ειρήνη και επεδίωκε τη διευθέτηση της διαμάχης με τη συνδρομή της θεόσταλτης δικαιοσύνης. Υπήρξε επίσης ικανός χειριστής των πολιτικών δυνάμεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Albert Hourani, Η ιστορία του αραβικού κόσμου, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2014.

Πηγή: eranistis.net
loading...