Υπάρχει νέο status quo στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης;

Της Liana Fix*

Οι σύνοδοι κορυφής είναι πάλι πίσω στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης. Η πρόσφατη προεδρική συνάντηση μεταξύ του Βλαδίμηρου Πούτιν και του Τζο Μπάντεν στη Γενεύη, ήταν από πολλές απόψεις επιτυχημένη. Σε αντίθεση με τις συναντήσεις στη διάρκεια της προεδρίας του Donald Trump, η σύνοδος έφερε αποτελέσματα και την ίδια στιγμή έστειλε ένα σαφές πολιτικό μήνυμα: κανένας ρομαντισμός, κανένα reset.

Οι ΗΠΑ καθόρισαν εκ των προτέρων τους στόχους των και έθεσαν χαμηλά τον πήχη: να περιορίσουν τα πιο επικίνδυνα ρίσκα (πυρηνικά όπλα και κυβερνοεπιθέσεις), να αποτρέψουν περαιτέρω αποσταθεροποίηση και να επικοινωνήσουν τις κόκκινες γραμμές μεταξύ τους. Η σύνοδος κορυφής θα μπορούσε ως εκ τούτου να θέσει τον τόνο και να αποτελέσει πρότυπο για μελλοντική εμπλοκή με τη Ρωσία, μέσω της απουσίας ψευδαισθήσεων για την ρεβιζιονιστική φύση της εξωτερικής πολιτικής και της απολυταρχικής ηγεσίας στο εσωτερικό σε συνδυασμό με τη γνώση για την ανάγκη να μιλήσουν προκειμένου να περιοριστεί η κλιμάκωση. Αυτή ασφαλώς δεν είναι η πιο οραματιστική ή μετασχηματιστική προσέγγιση αλλά μπορεί να είναι η καλύτερη διαθέσιμη για την ώρα, στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης.

Για να διαρκέσει η δυναμική ωστόσο, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη πρέπει να συντονίσουν τις πολιτικές τους, και η Μόσχα πρέπει να αποδείξει ότι είναι πρόθυμη να δεχτεί και να εμπλακεί εκκ των έσω σε αυτό το νέο status quo. Η στάση του Μπάιντεν στη συνάντηση της Γενεύης -μιλώντας αυστηρά αλλά φέρνοντας αποτελέσματα- θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο για μια κοινή δυτική προσέγγιση. Ωστόσο μια προσπάθεια από τον Γάλλο πρόεδρο Emmanuel Macron και τη Γερμανίδα Καγκελάριο Merkel να ακολουθήσουν με μια σύνοδο κορυφής ΕΕ-Ρωσίας, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει, καθώς και μια απόδειξη ότι πολύ συχνά, οι Δυτικοευρωπαίοι παραμένουν παγιδευμένοι σε ψευδαισθήσεις και πρότυπα του παρελθόντος. Ούτε ήταν σαφές ποιος θα ήταν ο στρατηγικός στόχος και το θέμα μιας συνόδου κορυφής ΕΕ-Ρωσίας ή ποια μορφή θα είχε. Θα αναζωογονούσε τις άτυχες συνόδους κορυφής ΕΕ-Ρωσίας προ 2014, σηματοδοτώντας μια επιστροφή στο business as usual; Με λίγη διαβούλευση με τα κράτη-μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εκ των προτέρων, δεν αποτελεί έκπληξη που απορρίφθηκε η πρόταση.

Με καλύτερη προετοιμασία, μια σύνοδος ΕΕ-Ρωσίας θα μπορούσε να θέσει τις ΗΠΑ και την Ευρώπη στην ίδια σελίδα και να συμβάλει σε κοινά πολιτικά μηνύματα. Ένα ευρωπαϊκό αντίστοιχο της συνόδου Μπάιντεν-Πούτιν θα μπορούσε να εστιάσει στο να καθορίσει τα όρια σε αυτή τη σχέση και να εντοπίσει τομείς που θα πρέπει να είναι εκτός ορίων, όπως οι εκλογικές παρεμβάσεις (ιδιαίτερα με τις επικείμενες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία) και οι κυβερνοεπιθέσεις σε κρίσιμες υποδομές. Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει ένα διάλογο στρατηγικής σταθερότητας με τη Ρωσία. Αν και η Ευρώπη ακόμη ψάχνει τον ρόλο της στις συνομιλίες για τον έλεγχο των όπλων, την ευρωπαϊκή ασφάλεια -συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης στην Ανατολική Ουκρανία- είναι πολύ σημαντικό για τους Ευρωπαίους να παραμείνουν και αυτοί στο προσκήνιο. Μια καλά προετοιμασμένη σύνοδος θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον στόχο του να περιορίσει τον κίνδυνο κλιμάκωσης σε όλους στους τους τομείς.

Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι ότι ένα νέο status-quo στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης απαιτεί απο τη Μόσχα να αποδείξει ότι είναι προθυμη να δεσμευτεί για μια αμοιβαία πολιτική ορίων και πρόληψης κλιμάκωσης. Το καλύτερο σενάριο θα ήταν ότι τίποτα δεν θα συμβεί στη σχέση με τη Ρωσία: η απουσία κρίσεων, είτε με τη μορφή κυβερνοεπιθέσεων, εκλογικών παρεμβάσεων, στρατιωτικής αντιπαράθεσης, ή κλιμάκωσης της καταστολής. Εάν αυτό το νέο status quo αποδειχθεί σταθερό, περαιτέρω ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος μπορούν να τεθούν στην ατζέντα, όπως η μάχη κατά του κορονοϊού και της κλιματικής αλλαγής.

Η τελευταία στρογγυλή τραπέζι Bergedorf τον Ιούνιο ωστόσο, απέδειξε ότι η συνεργασία σε αυτούς τους τομείς θα είναι ξεκάθαρη και προσεκτική. Συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί να μην πέσουν στις ίδιες παγίδες με την εταιρική σχέση εκσυγχρονισμού και γίνουν υπερβολικά ενθουσιώδεις για τις δυνατότητες αλλαγής. Η Ρωσία παραμένει εξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα, και οι διαφωνίες για ζητήματα όπως ο μηχανισμός προσαρμογής ορίων άνθρακα, θα μπορούσε γρήγορα να μετατρέψει τη συνεργασία σε αντιπαράθεση. Το ίδιο ισχύει για τη μάχη εναντίον του κορονοϊού, η οποία γρήγορα έγινε ένα πολιτικό ζήτημα μέσω της “διπλωματίας των εμβολίων”.

Ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης και ενός συνεχούς κύκλου δράσης-αντίδρασης, παραμένει υψηλός στη σχέση Ρωσίας-Δύσης. Μια νέα προσέγγιση για την καθιέρωση ορίων και την αποτροπή περαιτέρω αποσταθεροποίησης, είναι πιθανό να είναι δύσκολη και γι κάποιους, καταδικασμένη να αποτύχει από την αρχή. Ωστόσο σίγουρα αξίζει μια δοκιμή, αν μη τι άλλο εξαιτίας της απουσίας ρεαλιστικών εναλλακτικών.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://carnegie.ru/commentary/84987

ΠΗΓΗ: capital.gr

loading...