Πώς οδηγούνται οι άνθρωποι στην εθελοδουλεία και γιατί παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση

Ανάλυση του Προβλήματος Ένα πρόβλημα προκύπτει όταν δεν υπάρχουν εμφανείς και αυτονόητες απαντήσεις σε ένα ερώτημα που τίθεται. Στην συγκεκριμένη μελέτη γίνεται προσπάθεια διατύπωσης, ανάλυσης και αντιμετώπισης ενός προβλήματος, το οποίο σχετίζεται με την έννοια της εθελοδουλείας. Το πρόβλημα που τίθεται στην παρούσα μελέτη είναι το εξής: Πώς οδηγούνται οι άνθρωποι στην εθελοδουλεία και γιατί παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση; Στο πρώτο μέρος της μελέτης θα αναζητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους θεμελιώνεται μια κατάσταση εθελοδουλείας. Στο δεύτερο μέρος γίνεται προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης των αιτιών, λόγω των οποίων οι άνθρωποι παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση εθελοδουλείας. Το τελευταίο στάδιο αυτής της μελέτης αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Ποιες είναι λοιπόν οι αναγκαίες συνθήκες που θα πρέπει να επικρατούν ώστε οι άνθρωποι να μην περιέλθουν σε μια κατάσταση εθελοδουλείας; Η έννοια της εθελοδουλείας πρέπει να οριστεί επαρκώς, ώστε να γίνει κατανοητή κάθε αναφορά της στη συνέχεια. Από την ανάλυση του Étienne de La Boétie προκύπτει ο ορισμός της έννοιας αυτής, ως η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος επιλέγει τον δυνάστη του. Από τον ορισμό αυτό απορρέουν κάποια συμπεράσματα, τα οποία θα πρέπει να διευκρινιστούν εξαρχής. Καταρχάς η έννοια της εθελοδουλείας προϋποθέτει την έννοια της συναίνεσης εφόσον γίνεται φανερό ότι η αποδοχή του δυνάστη αποτελεί μια ενεργητική διαδικασία. Επιπλέον δεν είναι απαραίτητο το στοιχείο του καταναγκασμού, το οποίο συχνά σχετίζεται με την έννοια της δουλείας. Επομένως, κάθε αναφορά στην έννοια της εθελοδουλείας θα περικλείει τις διαστάσεις αυτές. Γιατί όμως η εθελοδουλεία αποτελεί πρόβλημα; Είναι αξιοσημείωτο ότι η φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε δυνάστη έχουν σημασία. Όταν αναφερόμαστε στην έννοια του δυνάστη, αυτό συνεπάγεται ότι ο τελευταίος απαιτεί τη δουλική υποταγή και όχι απλώς τη συμμόρφωση. Επιπλέον, η εθελοδουλεία σχετίζεται και με τα χαρακτηριστικά που διέπουν τόσο τη συμπεριφορά όσο και τη νοοτροπία των ανθρώπων. Με άλλα λόγια όταν οι άνθρωποι βρίσκονται εξαρτημένοι από τον δυνάστη 4 και επίσης στερούνται την ελευθερία της βούλησης και της κρίσης τότε, όπως φάνηκε από την εμπειρία του ναζιστικού καθεστώτος, τα πράγματα μπορεί να αποβούν ιδιαίτερα επικίνδυνα. Στην συγκεκριμένη μελέτη θα χρησιμοποιηθούν τα έργα των Hannah Arendt, Étienne de La Boétie, και Baruch Spinoza. Η προσπάθεια έγκειται στην εξεύρεση ομοιοτήτων, αλλά και διαφορών στις προσεγγίσεις των θεωρητικών αυτών που θα συμβάλλουν στην κατανόηση αυτού του περίπλοκου φαινομένου. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι το φαινόμενο της εθελοδουλείας είναι περίπλοκο. Καταρχάς στο παρελθόν οι άνθρωποι διεκδίκησαν επανειλημμένως την ελευθερία τους και άρα είναι δύσκολο να συλλάβουμε γιατί την παραδίδουν εθελούσια και τόσο εύκολα. Επιπλέον έχουν υπάρξει στο παρελθόν καθεστώτα που στηρίχθηκαν στην εθελοδουλεία για να διατηρηθούν, όπως το καθεστώς του Τρίτου Ράιχ στην Γερμανία, το οποίο θα μελετηθεί επαρκώς σε αυτή την εργασία. Το ζήτημα αυτό είναι διαχρονικό, αφού η αποδοχή θεσμών και οργανισμών, ακόμη και η αποδοχή του Κράτους, παρατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι και σήμερα. Η συνεχής αυτή υποταγή των ανθρώπων και ιδιαίτερα η μελέτη του πότε η υποταγή αυτή αποβαίνει επικίνδυνη αποτελεί επίσης το σημείο, στο οποίο συνδέεται η παρούσα εργασία και η θεωρία της με την καθημερινή εμπειρία. 5 2. Θεωρητική επισκόπηση Το φαινόμενο της εθελοδουλείας έχει απασχολήσει πολλούς θεωρητικούς. Θα αναλυθούν στη συνέχεια οι θεωρίες των Rousseau, Rosen και Hegel για να δημιουργηθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναλυθεί και η παρούσα μελέτη. Ο Rousseau στο Κοινωνικό Συμβόλαιο θέτει το ερώτημα γιατί ένα ολόκληρο έθνος επιλέγει να παραδώσει την ελευθερία του και να γίνει υποτελές σε έναν βασιλιά. 1 Προσπαθώντας λοιπόν να βρει τους τρόπους με τους οποίους συμμορφώνονται οι πολίτες καταλήγει στην νόμιμη εξουσία και σε κάποιο είδος εθελοδουλείας, το οποίο σχετίζεται με την έννοια της ψευδούς συνείδησης. Συνεπώς ο Rousseau παρατηρεί μια σύνδεση ανάμεσα στην ψευδή συνείδηση και τη διατήρηση καταπιεστικών καθεστώτων. Αυτό γίνεται φανερό συγκεκριμένα όταν ο ίδιος αναφέρει ότι οι δούλοι χάνουν τα πάντα μέσα από τις αλυσίδες τους ακόμη και την επιθυμία να απελευθερωθούν από αυτές και αρχίζουν να αγαπούν τη δουλεία τους. 2 Η ψευδής συνείδηση για τον Rousseau συνίσταται σε αυτό που ονομάζει amour-propre, δηλαδή στην επιθυμία των ανθρώπων να ειδωθούν από τους άλλους, πιθανότατα και από τον ίδιο τους τον εαυτό, με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Αποτελεί λοιπόν μια κοινωνική επιθυμία και συνίσταται σε επιθυμίες όπως την ανάγκη των ανθρώπων να εκτιμηθούν από τους άλλους ή και τη ματαιοδοξία. Στο βαθμό που είναι αποκλίνουσες, η δημόσια σφαίρα αποτελεί κεντρικό πεδίο εμφάνισης της ψευδούς συνείδησης.3 Τέλος η ψευδής συνείδηση, ως χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο της κοινωνίας. 4 Η ουσία πάντως της δουλείας συνίσταται για τον Rousseau στη δημιουργία ενός συμβολαίου που αδικεί τελείως κάποιον και ευνοεί τελείως κάποιον άλλον και διατηρείται όσο ο πρώτος το επιθυμεί.5 1 J. J. Rousseau [1755, 1762], Discourse on Political Economy and The Social Contract, μτφρ. C. Betts, Oxford/New York: Oxford University Press, 1994, 49. 2 Rousseau, 47. 3 M. Rosen, On Voluntary Servitude: False Consciousness and the Theory of Ideology Cambridge/Massachusetts: Harvard University Press, 1996, 55. 4 Rosen, On Voluntary Servitude: False Consciousness and the Theory of Ideology, 99-100. 5 Rousseau, 53. ‘I make a covenant between us which is entirely at your expense and entirely for my good, which I will observe as long as I please, and which you will observe as long as I please.’ 6 Στο ερώτημα που θέτει ο Rousseau προσπαθεί να απαντήσει και ο Rosen στο βιβλίο του On Voluntary Servitude: False Consciousness and the Theory of Ideology. Μελετά λοιπόν το φαινόμενο της εθελοδουλείας από την πλευρά της ιδεολογίας και της ψευδούς συνείδησης. Αφορμή για να γράψει αυτό το βιβλίο αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής, το οποίο είναι τόσο περίπλοκο όσο και συχνό. Συμβαίνει λοιπόν οι άνθρωποι, τους οποίους κακομεταχειρίζονται, καταπιέζουν ακόμη και υποδουλώνουν, να μην απορρίπτουν πάντα αυτή τη μεταχείριση.6 Αυτό το πρόβλημα αναγνώρισε και ο Wilhelm Reich πολύ νωρίτερα στο βιβλίο του The Mass Psychology of Fascism, όταν έγραφε ότι αυτό που πρέπει να εξηγηθεί δεν είναι γιατί οι άνθρωποι οι οποίοι πεινούν κλέβουν, αλλά περισσότερο γιατί η πλειοψηφία των ανθρώπων οι οποίοι πεινούν δεν κλέβουν. 7 Ο Rosen θεωρεί ότι η λύση που προτείνεται από την θεωρία της ιδεολογίας είναι ανεπαρκής. Γίνεται φανερό ότι είναι δυνατόν παράνομα, καταπιεστικά και άδικα καθεστώτα να παραμένουν σταθερά. Σύμφωνα με τη θεωρία της ιδεολογίας δημιουργείται στους πολίτες μια ψευδής συνείδηση για να τους αποτρέψει από το να συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο που θα προάσπιζαν τα συμφέροντά τους.8 Οι κυβερνώμενοι αποδέχονται τη νομιμότητα του καθεστώτος όχι επειδή έχουν ξεγελαστεί από κάποια συνειδητή προσπάθεια των κυβερνώντων ή μέσω της προπαγάνδας αλλά επειδή το απαιτεί η ίδια η δομή της κοινωνίας.9 Η απόρριψη της θεωρίας της ιδεολογίας από την πλευρά του Rosen δε σημαίνει παρόλα αυτά απόρριψη και της έννοιας της ψευδούς συνείδησης. Η ιδεολογία, αν υπάρχει, παίρνει μια πιο αρνητική μορφή στη μελέτη του Rosen. Αντανακλά την αδυναμία διαμόρφωσης ενός κοινού συστήματος αξιών, αντιλήψεων, πρακτικών και συνεπώς κοινών συμφερόντων ανάμεσα στους καταπιεζόμενους.10 Επομένως, το πρόβλημα του συντονισμού για τον Rosen μπορεί να αποτελέσει μία εναλλακτική προσέγγιση στην θεωρία περί ανορθολογικής αποδοχής της καταπίεσης από την πλευρά των πολιτών.11 6 M. Rosen, ‘On Voluntary Servitude and the Theory of Ideology’, Constellations 7 (2000), 393-407. 7 W. Reich, The Mass Psychology of Fascism [1933], μτφρ. V.R. Carfagno, New York: The Noonday Press Farrar/Straus and Giroux, 1970, 19. ‘What has to be explained is not the fact that the man who is hungry steals or the fact that the man who is exploited strikes, but why the majority of those who are hungry don’t steal and why the majority of those who are exploited don’t strike.’ 8 Rosen, On Voluntary Servitude: False Consciousness and the Theory of Ideology, 1. 9 Rosen, ‘On Voluntary Servitude and the Theory of Ideology’. 10 Rosen, On Voluntary Servitude: False Consciousness and the Theory of Ideology, 2-3. 11 Rosen, ‘On Voluntary Servitude and the Theory of Ideology’. 7 O Hegel μελετά τη σχέση δούλου και κυρίου στο βιβλίο του Phenomenology of Spirit. Αναλύει αρχικά την έννοια της αυτοσυνείδησης και προσπαθεί να βρει τρόπους αντιμετώπισης για το πρόβλημα της επιθυμίας. Το πρόβλημα της επιθυμίας θα αντιμετωπιστεί λοιπόν όταν η κάθε αυτοσυνείδηση δει τον κόσμο ως ένα κόσμο μέσα στο οποίο υπάρχουν και άλλες αυτοσυνειδήσεις, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό της μέσα σε αυτές. Με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί μια ισορροπία. Παρόλα αυτά προκύπτει μια δυσκολία στη διαμόρφωση μιας σταθερής ταυτότητας του εαυτού, η οποία θα αντιμετωπιστεί μέσω της αναγνώρισης. Η έννοια της αναγνώρισης κατέχει κεντρικό ρόλο στην ανάλυση του Hegel μιας και κάθε αυτοσυνείδηση πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η ευημερία της εξαρτάται από τον τρόπο που θα ειδωθεί από κάποια άλλη αυτοσυνείδηση.12 Σε αυτό το σημείο ξεκινά ο αγώνας μεταξύ των αυτοσυνειδήσεων, καθώς η κάθε αυτοσυνείδηση είναι διατεθειμένη να ρισκάρει τη ζωή της για να δείξει ότι είναι υποκείμενο και όχι απλώς ένα ζωντανό αντικείμενο. Στην περίπτωση που το ένα υποκείμενο καταφέρει να σκοτώσει το άλλο, το υποκείμενο το οποίο ηττάται χάνει την ατομικότητά του και ταυτόχρονα παραιτείται από τον αγώνα αυτόν χάνοντας ταυτόχρονα την ελευθερία του, καθώς γίνεται δούλος. Στο σημείο αυτό δημιουργείται μια ισορροπία μεταξύ του κυρίου και του δούλου, η οποία όμως αποτελεί μια ψευδαίσθηση. Παρότι ο κύριος έχει παρουσιάσει τον εαυτό του ως υποκείμενο στο δούλο, δεν υπάρχει τρόπος να δει τον δούλο ως κάτι διαφορετικό από ένα αντικείμενο και όργανο της θέλησής του. Συνεπώς το αποτέλεσμα της αναγνώρισης είναι μονόπλευρο και άνισο. Παρόλα αυτά αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι για τον Hegel ο δούλος είναι ο μόνος που θα καταφέρει να μετατραπεί σε μια αληθινή ανεξάρτητη αυτοσυνείδηση.13 Αναφέρονται τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις για να συμβεί η συνειδητοποίηση: ο φόβος, μιας και ο δούλος θα αντιληφθεί την παροδικότητα της ζωής, η υπηρεσία, καθώς ο δούλος θα καταφέρει να απομακρυνθεί από τις επιθυμίες του και θα σταματήσει να καθοδηγείται από αυτές και τέλος η δουλειά μέσω της οποίας θα δημιουργήσει πράγματα, τα οποία δε θα καταναλώσει, αφήνοντας έτσι το σημάδι του στον κόσμο, το οποίο θα διαρκέσει. 14 12 G. W. F. Hegel [1807], Phenomenology of Spirit, Oxford/New York/Toronto/Melbourne: Oxford University Press, 1977, 110-112. 13 Hegel, 113-117. 14 Hegel, 118-119. 8 ΜΕΡΟΣ Α’ Όταν προσπαθούμε να προσεγγίσουμε την έννοια της εθελοδουλείας ανακύπτουν δυσκολίες. Κρίθηκε σκόπιμο λοιπόν να προβούμε στην ανάλυση της εθελοδουλείας, δηλαδή στην εξέταση των επιμέρους εννοιών που τη συνθέτουν. Θα αναζητηθούν λοιπόν στη συνέχεια οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι δυνατόν να θεμελιωθεί μια κατάσταση εθελοδουλείας ενώ ταυτόχρονα θα εξεταστούν οι έννοιες της συναίνεσης, της ευθύνης και της ελευθερίας, οι οποίες συνθέτουν την ίδια την έννοια της εθελοδουλείας. 3. Τρόποι θεμελίωσης της εθελοδουλείας 3.1. Έννοια της συναίνεσης Ο Boétie γράφει τον 16ο αιώνα την Πραγματεία περί Εθελοδουλείας, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς προσπαθώντας να εντοπίσει τις αιτίες της εθελοδουλείας επικεντρώνει τη μελέτη του στους κυριαρχούμενους. Πιο συγκεκριμένα, ξεκινάει αναφέροντας ότι η συναίνεση αποτελεί μια βασική προϋπόθεση της εθελοδουλείας. Με άλλα λόγια η έννοια της εθελοδουλείας συνίσταται ακριβώς στο ότι οι άνθρωποι επιλέγουν συνειδητά να υποδουλωθούν και να αρνηθούν την ελεύθερη φύση τους. Καταρχάς σύμφωνα με το επιχείρημα του Boétie κάθε τυραννία βασίζεται στη γενική συναίνεση του λαού.15 Αν δεν συνέβαινε αυτό τότε καμία κυβέρνηση και κανένας τύραννος δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί αρκετά στην εξουσία. Επίσης μια κυβέρνηση δεν είναι αναγκαίο να έχει εκλεγεί από το λαό για να απολαμβάνει την υποστήριξή του. Η υποστήριξη του λαού αποτελεί λοιπόν βασικό συστατικό κάθε κυβέρνησης, ακόμα και της πιο τυραννικής και αυτό σημαίνει ότι ο τύραννος, ο οποίος είναι ένα μόνο πρόσωπο, δε θα μπορούσε να κυβερνά μόνος του, ειδικά μια ολόκληρη χώρα, χωρίς τη συναίνεση και την υπακοή του λαού.16 Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στη θεωρία του Nicolas de Condorcet, η οποία παρότι διατυπώθηκε τον 18ο αιώνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παρούσα ανάλυση. Ο Condorcet διατύπωσε αυτό που ονομάστηκε αργότερα παράδοξο του Condorcet σύμφωνα με 15 Ε. Λ. Μποεσί [1549], Πραγματεία περί Εθελοδουλείας, μτφρ. Π. Καλαμαράς, Αθήνα: Πανοπτικόν, 20124 , 8. 16 Μποεσί, 12. 9 το οποίο είναι δυνατόν οι προτιμήσεις των ανθρώπων να είναι αντικρουόμενες μεταξύ τους. Συνεπώς οι κυβερνώντες βρίσκονται υποταγμένοι στη θέληση των υποστηρικτών τους17 και οι άνθρωποι συναινούν χωρίς να αντιληφθούν την επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν οι επιλογές τους στους κυβερνώντες. Πώς γίνεται λοιπόν να υπακούν σε κάποιον, ο οποίος δεν έχει περισσότερη δύναμη απ’ όση του έχουν δώσει; 18 Ο Boétie καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υπακοή σε έναν τέτοιο άνθρωπο δε θα μπορούσε να δηλώνει δειλία, παρά μόνο αδιαφορία. Δεν είναι δειλία, εφόσον γνωρίζουν ότι η καλύτερη μεταχείριση που περιμένουν από αυτόν είναι η επιβολή της δουλείας. Επίσης δεν είναι δειλία, καθώς οι πέντε μπορεί να φοβούνται τον έναν, αλλά μια ολόκληρη πόλη δεν είναι δυνατόν να φοβάται έναν απλό «ανθρωπάκο», αφού η δειλία δεν πέφτει ποτέ τόσο χαμηλά.19 Επομένως, παρατηρούμε από το επιχείρημα του Boétie ένα ενεργητικό στοιχείο από την πλευρά των κυριαρχούμενων, αφού οι ίδιοι συναινούν στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Πράγματι η συναίνεση αυτή έχει παρατηρηθεί και σε υπαρκτά καθεστώτα, όπως αναλύει η Arendt στο έργο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Η κύρια διαφορά με το επιχείρημα του Boétie έγκειται στο ότι το ναζιστικό καθεστώς απέσπασε τη συναίνεση των πολιτών μέσω της βίας. Η Arendt τονίζει ότι κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος υπήρχαν ελάχιστες αντιδράσεις και συνεπώς το ναζιστικό καθεστώς απολάμβανε τη γενική συναίνεση του λαού.20 Σύμφωνα με την Arendt άλλωστε η μειοψηφία αποκτά μεγαλύτερη δύναμη όταν η πλειοψηφία είναι αδρανής και στην περίπτωση αυτή η πλειοψηφία έχει ήδη γίνει κρυφός σύμμαχος της μειοψηφίας.21 Πιο συγκεκριμένα, ο Hitler απολάμβανε σχεδόν την απόλυτη αποδοχή του λαού. Πώς προέκυψε λοιπόν η συναίνεση σε ένα καθαρά εγκληματικό καθεστώς; Ο Eichmann, τον οποίο περιγράφει λεπτομερώς η Arendt στο ομώνυμο βιβλίο της, βρισκόταν μάλιστα σε απόλυτη αρμονία με το καθεστώς και τον κόσμο στον οποίο ζούσε. 22 Αυτό σημαίνει ότι η άνευ 17 ‘Voting Methods’, Online Stanford Encyclopedia of Philosophy. 18 Μποεσί, 8. 19 Μποεσί, 10. 20 Χ. Άρεντ [1963], Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, μτφρ. Β. Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2009, 82. 21 H. Arendt, On Violence, San Diego/New York/London: Harvest/HBJ, 1970, 1969, 42. 22 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 48. 10 όρων υπακοή που τον χαρακτήριζε δεν αποτελούσε εξαίρεση.23 Εξαίρεση θα αποτελούσαν οι αντιδράσεις εναντίον του καθεστώτος, οι οποίες παρόλα αυτά ήταν ελάχιστες. Όσοι άνθρωποι άρθρωσαν πάντως κάποια διαμαρτυρία εξαφανίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ναζιστικό καθεστώς κατέστησε σχεδόν αδύνατη την πραγματοποίηση ηρωικών πράξεων, αφού με τα μέσα που χρησιμοποίησε στέρησε από τους ανθρώπους τη δυνατότητα αντίστασης, 24 αποσπώντας μέσω της βίας τη συναίνεσή τους. 3.2. Έννοια της ευθύνης Προκύπτει λοιπόν στο έργο του Boétie το ερώτημα αν αυξάνεται ο βαθμός της ευθύνης όταν γίνεται φανερό ότι ο άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν την ελευθερία τους, απλώς ακυρώνοντας τη συναίνεση, την οποία είχαν προηγουμένως παραδώσει. Δεδομένου ότι η ελευθερία για τον Boétie αποτελεί φυσικό δικαίωμα των ανθρώπων, όπως θα αναλυθεί και παρακάτω, και όπως προκύπτει από το προηγούμενο επιχείρημα του Boétie όπου αναφέρεται ότι η τυραννία βασίζεται στη μαζική συναίνεση, φαίνεται ότι ο τρόπος να ανατραπεί μια τυραννική κυβέρνηση είναι η ακύρωση αυτής της συναίνεσης.25 Με τον τρόπο αυτό ο τύραννος θα ανατρεπόταν χωρίς οι άνθρωποι να χρειάζεται να πολεμήσουν, αφού θα σταματούσαν απλώς να τον υπακούν και να συναινούν στην εξουσία του.26 Επιπλέον, έχει γίνει φανερό ότι όσο οι άνθρωποι υπακούν στον τύραννο, τόσο η εξουσία του τελευταίου ενδυναμώνεται. Επομένως σύμφωνα με τον Boétie ο βαθμός της ατομικής ευθύνης όντως αυξάνεται, καθώς οι άνθρωποι συναινούν στην δουλεία τους, ενώ θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ελευθερία τους απλώς επιθυμώντας την.27 Το ζήτημα της ευθύνης διαπερνά και την ανάλυση της Arendt με διαφορετικό τρόπο. Το φαινόμενο αυτό γίνεται αντιληπτό αν πάρουμε ως παράδειγμα την περίπτωση του Eichmann. Ο Adolf Eichmann διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή του ναζιστικού καθεστώτος. Κατά την εκδίκασή του ο ίδιος αρνήθηκε την ευθύνη και τις κατηγορίες που του 23 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 29. 24 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 183. 25 Μποεσί, 12. 26 Μποεσί, 15. 27 Μποεσί, 13. 11 απέδωσε το δικαστήριο της Ιερουσαλήμ.28 Ο Eichmann τόνιζε ότι ήταν απλώς αποδέκτης διαταγών, και την ευθύνη έχουν αυτοί που καταχράστηκαν την υπακοή του μιας και «ο υπήκοος μιας καλής κυβέρνησης είναι τυχερός και μιας κακής άτυχος».29 Καταρχάς αναφέρει ότι αισθάνεται ένοχος απέναντι στον Θεό και όχι απέναντι στον νόμο, τον οποίο υπάκουσε μέχρι τελευταία στιγμή και δεν παραβίασε ποτέ.30 Έπειτα οι κατηγορίες εις βάρος του δεν αφορούσαν εγκλήματα, αλλά νόμους του κράτους, τους οποίους θεωρούσε χρέος του να υπακούσει. Τέλος κατά την περίοδο του καθεστώτος ήταν νομοταγής πολίτης, καθώς το έγκλημα θεωρήθηκε έγκλημα μόνο εκ των υστέρων.31 Ο ίδιος λοιπόν αναφέρει ότι δεν θα μπορούσε να έχει πράξει διαφορετικά λόγω των συνθηκών. Αναλογιζόμενοι την συμπεριφορά του Eichmann προκύπτουν κάποια ερωτήματα. Για το λόγο αυτό κρίθηκε σκόπιμο να παραπέμψουμε στην θεωρία της πολιτικής απείθειας. Πότε επιτρέπεται λοιπόν ή ακόμη περισσότερο επιβάλλεται η μη υπακοή στους νόμους; Ο Henry David Thoreau αναφέρει ότι η μόνη υποχρέωση που έχουν οι άνθρωποι είναι να πράττουν κάθε φορά ό, τι θεωρούν σωστό. Αυτό θα το καταφέρουν χρησιμοποιώντας τη συνείδησή τους, η οποία θα τους βοηθήσει να κρίνουν και να αποφασίσουν πότε θα πρέπει να υπακούν στους νόμους και πότε όχι. Αν έπρεπε οι άνθρωποι να εναποθέτουν τη συνείδησή τους στο νομοθέτη τότε η συνείδηση δε θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης. Συνεπώς οι άνθρωποι πρέπει πρώτα να είναι άνθρωποι και μετά υπήκοοι και σε αυτό συνεπάγεται ότι θα πρέπει πρώτα να σέβονται το δίκαιο και μετά το νόμο. Άλλωστε στο παρελθόν έχουν θεσπιστεί άδικοι νόμοι, αφού ακόμη και καλοπροαίρετοι άνθρωποι έχουν διαπράξει αδικίες υπακούοντας το νόμο. Επομένως, όταν οι άνθρωποι υπακούν τους νόμους χωρίς να χρησιμοποιούν τη συνείδησή τους υπηρετούν περισσότερο ως μηχανές και λιγότερο ως άνθρωποι, χρησιμοποιώντας όχι τη συνείδησή τους αλλά μόνο τα σώματά τους. Η στιγμή κατά την οποία οι άνθρωποι πρέπει να παραβιάσουν τους νόμους, σύμφωνα με τον Thoreau, προκύπτει όταν απαιτείται από αυτούς να διαπράξουν αδικία απέναντι στους συνανθρώπους τους.32 Επομένως, γίνεται φανερό από τα παραπάνω 28 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 165. 29 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 141. 30 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 25. 31 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 27. 32 H. D. Thoreau, Walden and Civil Disobedience, [1854, 1849], New York: Barnes and Noble Classics, ‘The mass of men serve the state thus, not as men mainly, but as machines, with their bodies.’ 12 επιχειρήματα ότι τόσο στην θεωρία του Boétie, όσο και στη θεωρία της Arendt, οι άνθρωποι δεν μπορούν να αποποιηθούν των ευθυνών τους, καθώς δεν είναι απλοί αποδέκτες των πραγμάτων τα οποία απλώς τους συμβαίνουν. Στο σημείο αυτό θεωρήθηκε εύλογο να αναφερθούμε στην γραφειοκρατία, ως ιδιαίτερη μορφή κυριαρχίας, η οποία επικρατούσε στο καθεστώς του Τρίτου Ράιχ. Αναλυτικότερα, η γραφειοκρατία για την Arendt συνίσταται στην εξουσία ενός περίπλοκου συστήματος γραφείων, στο οποίο κανείς δεν θεωρείται υπεύθυνος. Το σημαντικότερο λοιπόν είναι ότι ακριβώς επειδή κυριαρχεί η «εξουσία του Κανενός», είναι η τυραννικότερη μορφή, αφού καθιστά αδύνατο τον εντοπισμό της ευθύνης.33 Είναι λοιπόν μια τυραννία χωρίς τύραννο.34 Αυτό φαίνεται και από την εμπειρία της δίκης του Eichmann όταν ο ίδιος αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες των πράξεων του, αφού γι αυτόν η ευθύνη του τελείωνε εκεί που τελείωναν οι δικαιοδοσίες του τμήματός του. Ένα άλλο ζήτημα που θίγεται στην ανάλυση της Arendt είναι το ζήτημα της συνενοχής. Με αφορμή μια γερμανική εφημερίδα, η οποία έθεσε την εποχή εκείνη το ερώτημα γιατί, εφόσον πολλοί άνθρωποι γνώριζαν το παρελθόν του Eichmann, δεν μίλησαν, η Arendt καταλήγει ότι αισθάνονταν και οι ίδιοι ένοχοι. Φαίνεται λοιπόν ότι το ζήτημα της συνενοχής εκτεινόταν πολύ πέρα από τα μέλη του κόμματος και σε ολόκληρη την γερμανική κοινωνία.35 Για την Arendt σε αυτό το σημείο προκύπτει ένα σοβαρό πρόβλημα. Τονίζει ότι όπου γίνεται λόγος για συνενοχή κανείς δεν είναι ένοχος. Αυτό συμβαίνει επειδή όταν κάνουμε λόγο για συνενοχή καθίσταται πλέον αδύνατος ο εντοπισμός των ενόχων.36 Γίνεται φανερό λοιπόν ότι μετά την κατάρρευση του ναζιστικού καθεστώτος αυτό αποτέλεσε σοβαρό εμπόδιο για τον εντοπισμό των ενόχων. 3.3. Θεωρίες ελευθερίας Η έννοια της ελευθερίας αποτελεί μία έννοια αμφιλεγόμενη και πολυσυζητημένη. Γι αυτό κρίθηκε σκόπιμο να αναλυθούν κάποιες θεωρίες και προσεγγίσεις που εμφανίστηκαν στη σχετική βιβλιογραφία, για να γίνει πιο σαφής η νοηματοδότησή της από διαφορετικούς 33 Arendt, On Violence, 38. 34 Arendt, On Violence, 81. 35 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 22-23. 36 Arendt, On Violence, 65. 13 στοχαστές. Προτού όμως προχωρήσουμε στην ανάλυση των εκάστοτε θεωριών κρίθηκε σκόπιμο να γίνει μια αναφορά στη διάκριση μεταξύ θετικής και αρνητικής ελευθερίας. Από τη μία η θετική ελευθερία ορίζεται ως η δυνατότητα αυτόβουλης και απεριόριστης δράσης σύμφωνα με τις επιθυμίες του καθενός και από την άλλη η αρνητική ελευθερία συνίσταται στην απουσία φραγμών, εμποδίων και περιορισμών στην πραγματοποίηση της δράσης.37 3.3.1. Θεωρίες ελευθερίας: Boétie, Locke, Kant και Mill Για τον Boétie λοιπόν η φυσική ελευθερία είναι ανεκτίμητη και αποτελεί φυσικό δικαίωμα των ανθρώπων. Κατά την παιδική ηλικία τα παιδιά δεν έχουν αναπτύξει τη λογική και γι αυτό είναι υποχρεωμένα να υπακούν τους γονείς τους. Μεγαλώνοντας όμως οι άνθρωποι οφείλουν να ακολουθούν τη δική τους λογική ως ελεύθερα όντα. Η λογική είναι ο μοναδικός οδηγός για τους ανθρώπους και ένας σπόρος της ενυπάρχει σε όλους, ο οποίος αν καλλιεργηθεί οδηγεί στην αρετή. Η λογική λοιπόν δείχνει στους ανθρώπους ότι έχουν γεννηθεί ίσοι και άρα κανείς δεν έχει γεννηθεί για να είναι δούλος. Όλοι έχουν φωνή και ομιλία και όλοι έχουν φτιαχτεί από τη φύση βάσει του ίδιου υποδείγματος.38 Ακόμη και τα ζώα έχουν ένα φυσικό ένστικτο προς την ελευθερία, το οποίο φανερώνεται αμέσως μόλις αιχμαλωτιστούν, αφού παλεύουν για την ελευθερία τους με νύχια και με δόντια. Τι είναι λοιπόν αυτό που έχει συμβεί στον άνθρωπο και τον έχει κάνει να ξεχάσει «τη φλογερή επιθυμία για ελευθερία»;39 Θεωρήθηκε σκόπιμο να αναλυθεί η έννοια της ελευθερίας όπως εμφανίζεται και στη σκέψη των Locke, Kant και Mill, αφού οι θεωρίες τους παρουσιάζουν κάποια κοινά στοιχεία με τη σκέψη του Boétie. Ο Locke υιοθετεί τη θεωρία για το φυσικό νόμο και τα φυσικά δικαιώματα, η οποία προϋπάρχει. Αναλυτικότερα, υπάρχουν κάποια δικαιώματα και κάποιες ηθικές αλήθειες, οι οποίες ισχύουν και είναι προσβάσιμες σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων τους. Οι νόμοι αυτοί έχουν προκύψει από τη φύση και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτούς τους νόμους τα δικαιούνται όλοι οι άνθρωποι. Η ελευθερία αποτελεί φυσικά ένα από αυτά τα δικαιώματα, το οποίο δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να 37 ‘Positive and Negative Liberty’, Online Stanford Encyclopedia of Philosophy. 38 Μποεσί, 16-17. 39 Μποεσί, 18-19. 14 απαλλοτριωθεί.40 Για τον Kant επίσης η ελευθερία αποτελεί έμφυτο δικαίωμα. Η ελευθερία συνίσταται στο να μην περιορίζεσαι από τις επιλογές κάποιου άλλου ανθρώπου και διατηρείται στο βαθμό που συνυπάρχει με την ελευθερία των άλλων σύμφωνα με τον καθολικό νόμο.41 Επιπλέον, ο Kant πραγματεύεται την ελευθερία περισσότερο ως ατομική ελευθερία δράσης. Μια πράξη είναι λοιπόν σωστή στο βαθμό που συνυπάρχει με την ελευθερία όλων και δεν την παρεμποδίζει. Ενδιαφέρεται για τη στιγμή κατά την οποία η απόφαση ενός ανθρώπου λαμβάνεται από άλλους και όχι από τον ίδιο. Παρόλα αυτά οι άνθρωποι έχουν ελευθερία επιλογής εφόσον η επιλογή πηγάζει από τη λογική. Δεδομένης μάλιστα της υπερβατικής [transcendental] ελευθερίας που υπάρχει στους ανθρώπους επειδή έχουν τη λογική, η ελευθερία της επιλογής είναι οικουμενικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Ο σεβασμός τέλος της ελευθερίας της επιλογής ακόμη και όταν αυτή δεν καθοδηγείται από τη λογική είναι πρωταρχικής σημασίας στη σκέψη του Kant. 42 Τέλος ο Mill αναφέρεται στην ελευθερία ως ελευθερία της δράσης και απουσία καταναγκασμού. Η πράξη κάποιου μπορεί να παρεμποδιστεί μόνο για να αποφευχθεί η ζημιά σε κάποιον άλλον.43 Για οτιδήποτε επομένως αφορά μόνο τον ίδιο δεν μπορεί να υπάρξει καμία παρέμβαση, καθώς θεωρεί ότι οι άνθρωποι όταν έχουν ήδη ωριμάσει είναι πολύ πιο ικανοί να μεριμνήσουν για το δικό τους καλό. Τα παιδιά παρόλα αυτά ακριβώς λόγω της ανικανότητάς τους να φροντίζουν τον εαυτό τους θα πρέπει να προστατευτούν από τις πράξεις τους με τη βοήθεια άλλων ανθρώπων.44 Ο Mill μεριμνά για τη διατήρηση και την προστασία της ελευθερίας όχι μόνο απέναντι στον νομικό ή κρατικό καταναγκασμό, αλλά και απέναντι σε άλλες μορφές κοινωνικού καταναγκασμού. Σε συνθήκες μάλιστα μαζικής κοινωνίας μπορεί να εμφανιστούν περισσότεροι κίνδυνοι από ότι σε ένα καθεστώς δεσποτισμού, καθώς η τυραννία της πλειοψηφίας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η τυραννία της πλειοψηφίας διεισδύει ακόμη περισσότερο στις ζωές των πολιτών και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην υποδούλωση της ίδιας της ψυχής. 45 40 ‘Locke’s Political Philosophy’, Online Stanford Encyclopedia of Philosophy. 41 I. Kant [1797], The Metaphysics of Morals, μτφρ. M. Gregor, New York/Port Chester/Melbourne/Sydney: Cambridge University Press, 1991, 63. 42 ‘Kant’s Social and Political Philosophy’, Online Stanford Encyclopedia of Philosophy. 43 J. S. Mill [1859], On Liberty, Kitchener: Batoche Books, 2001, 13. 44 Mill, 14. 45 Mill, 9. 15 3.3.2. Κριτική του Bentham Ο Jeremy Bentham ασκεί κριτική στη θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων. Η κριτική του στην Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας συμπυκνώνει τη θεωρία του για τα πολιτικά και τα φυσικά δικαιώματα. Καταρχάς ασκεί κριτική στα φυσικά δικαιώματα, τα οποία οι υπέρμαχοί τους θεωρούν αυταπόδεικτα. Ο Bentham θεωρεί ότι, όσοι για παράδειγμα προβλέπουν ότι «όλοι έχουν γεννηθεί ίσοι» σφάλλουν, καθώς είναι αδύνατον να δεχτούμε ότι ένα παιδί έχει τα ίδια φυσικά και πολιτικά δικαιώματα με τους γονείς του. Οι υπέρμαχοι των φυσικών δικαιωμάτων θεωρούν μάλιστα αυτά τα δικαιώματα αναπαλλοτρίωτα, τα οποία προκειμένου να προστατευτούν πρέπει να εγκαθιδρυθούν Κυβερνήσεις. Ξεχνούν λοιπόν σύμφωνα με τον Bentham ότι δεν υπήρξε ποτέ τίποτα, το οποίο θα μπορούσε να αποκαλεστεί Κυβέρνηση, το οποίο να μην υφίσταται εις βάρος κάποιου από αυτά τα δικαιώματα, τα οποία αναφέρουν. Επομένως, όποτε υπήρξε μια οποιαδήποτε είδους Κυβέρνηση, κάποιο από αυτά τα δικαιώματα, τα οποία θεωρούν αναπαλλοτρίωτα, σταμάτησε να είναι τέτοιο.46 Επομένως το δικαίωμα της ελευθερίας είναι αδύνατον σύμφωνα με τον Bentham να υφίσταται και να μην περιορίζεται είτε από την συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους είτε ακόμη περισσότερο από την εγκαθίδρυση ενός Κράτους. Μία ακόμη κριτική που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε εμφανίζεται στην ανάλυση του Rosen. Εναντίον του επιχειρήματος που βλέπει την ελευθερία ως έμφυτο δικαίωμα και ως «φλογερή επιθυμία» και εναντίον επίσης της ιδέας που επικρατεί στη θεωρία των ωφελιμιστών, η οποία βλέπει τους ανθρώπους να γίνονται ολοένα και πιο λογικοί και μετριοπαθείς, ικανοί να κυβερνηθούν περισσότερο από αξίες όπως το προσωπικό συμφέρον παρά από τον έλεγχο δυνητικά καταστροφικών παθών, ο Rosen αντιτάσσει το ζήτημα της ανορθολογικότητας στην πολιτική. Οι άνθρωποι δεν συμβαίνει πάντα να σκέφτονται και ακόμη περισσότερο να δρουν με τον καταλληλότερο τρόπο. Επομένως θα μπορούσαμε να επιτρέψουμε την ύπαρξη ενός βαθμού ανορθολογικότητας στην ανθρώπινη φύση.47 46 J. Schmidt, ‘Of Rights and Witches: Bentham’s Critique of the Declaration of Independence’, Persistent Enlightenment, https://persistentenlightenment.com/2014/07/03/of-rights-and-witches-benthams-critique-ofthe-declaration-of-independence/ (πρόσβαση 14 Μαΐου 2018). 47 Rosen, ‘On Voluntary Servitude and the Theory of Ideology’. 16 3.3.3. Θεωρίες ελευθερίας: Arendt και Spinoza Οι Arendt και Spinoza, όπως επίσης και ο Boétie, υιοθετούν μία λογοκρατική αντίληψη της ελευθερίας. Η ελευθερία λοιπόν σχετίζεται και έχει ως γνώμονά της τη λογική σκέψη. Για τον Spinoza και την Arendt, όπως θα δούμε και παρακάτω, η ελευθερία αφορά περισσότερο τους χαρισματικούς ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα, η ελευθερία στη σκέψη της Arendt αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο από τις παραπάνω θεωρίες. Η ελευθερία εμπεριέχεται στην πράξη και έγκειται στην ικανότητα των ανθρώπων να πράξουν, να ξεκινήσουν κάτι καινούργιο, η οποία υπάρχει στους ανθρώπους ακριβώς επειδή έχουν γεννηθεί.48 Η πράξη λοιπόν ως πραγματοποίηση της ελευθερίας είναι άμεσα συνδεδεμένη με το γεγονός της γεννησιμότητας [natality]. 49 Το τίμημα της ελευθερίας συνίσταται μάλιστα στην αδυναμία των ανθρώπων να στηριχθούν και να έχουν απόλυτη πίστη στους εαυτούς τους.50 Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ελευθερία δεν υφίσταται τόσο ως ατομικό χαρακτηριστικό στη σκέψη της Arendt, αλλά εκφράζεται μέσω της πράξης σε ένα ήδη διαμορφωμένο πλέγμα σχέσεων51 και άρα προϋπόθεση της ελευθερίας είναι η παρουσία άλλων ανθρώπων. Παρά το κοινό χαρακτηριστικό της λογοκρατικής προσέγγισης με τον Boétie, ο Spinoza προσεγγίζει την έννοια της ελευθερίας με διαφορετικό τρόπο. Η ελευθερία είναι φυσική, καθώς ο άνθρωπος είναι ελεύθερος μόνο στο βαθμό που ενεργεί σύμφωνα με τη φύση του. Το να ενεργείς για τον Spinoza σημαίνει να προκαλείς πράγματα να σου συμβούν, σύμφωνα με την κατανόησή σου του πώς είναι ο κόσμος και ο άνθρωπος. Με άλλα λόγια το να ενεργείς σημαίνει να δημιουργείς επαρκείς ιδέες για τον εαυτό και την θέση σου μέσα στη φύση και τον κόσμο. 52 Για τον Spinoza πάντως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται αδαείς. Ο μόνος οδηγός που προσφέρεται από τη φύση για τους ανθρώπους είναι οι παρορμήσεις, οι ορέξεις και οι επιθυμίες.53 Δεν είναι λοιπόν απαραίτητο ότι οι άνθρωποι θα καθοδηγούνται από τις 48 H. Arendt [1958], The human condition, Chicago/London: University of Chicago Press, 19982 , 247. 49 Arendt, The human condition, 9. 50 Arendt, The human condition, 244. 51 Arendt, The human condition, 184. 52 B. Spinoza [1677], Ethics, μτφρ. S. Shirley, Indianapolis/Cambridge: Hackett Publishing Company, 19922 , 103. 53 B. Spinoza [1670], Tractatus Theologico-Politicus, μτφρ. R. Willis, London: Trübner & Co., 18622 , 272. 17 προσταγές τις λογικής. Αντιθέτως, φαίνεται ότι οι άνθρωποι κινητοποιούνται περισσότερο από άκριτες απόψεις και πεποιθήσεις παρά από λογικούς συλλογισμούς. Προκύπτει λοιπόν από τον ορισμό της ελευθερίας που δίνει ο Spinoza, ο ορισμός της μη ελευθερίας. Με άλλα λόγια «δουλεία των παθών» υπάρχει όταν οι άνθρωποι είναι δούλοι των συναισθημάτων τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Spinoza όταν μιλάει για πάθος αναφέρεται σε αυτό το οποίο κάνει τους ανθρώπους να υποφέρουν. Οι άνθρωποι είναι δούλοι των συναισθημάτων τους όταν είναι αδαείς, δηλαδή όχι όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν ποιο είναι το σωστό, αλλά όταν δεν ξέρουν πώς είναι ο κόσμος και ο άνθρωπος. Ένα λοιπόν συναίσθημα το οποίο δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς είναι πάθος, αφού ο άνθρωπος δεν ενεργεί αλλά υποφέρει και δεν δρα παρά μόνο αντιδρά. Όταν λείπει λοιπόν η γνώση του εαυτού οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα άλλο παρά απλοί αποδέκτες εξωτερικών ερεθισμάτων στα οποία αντιδρούν ανεπαρκώς.54 3.4. Μέσα εγκαθίδρυσης καθεστώτων που οδηγούν στην εθελοδουλεία Ο Boétie προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα πώς οι άνθρωποι τελικά παραδίδουν την ελευθερία τους, αναφέρεται στους τρόπους εγκαθίδρυσης της τυραννίας. Η εθελοδουλεία προκύπτει για τον Boétie είτε από αδυναμία των ανθρώπων να χρησιμοποιήσουν τη λογική τους, πράγμα που αν έκαναν θα σταματούσαν να υποτάσσονται, είτε από συνειδητή εξαπάτηση των ανθρώπων από τον κυβερνώντα.55 Σύμφωνα με τον Boétie η εγκαθίδρυση της τυραννίας είναι αρχικά δύσκολη. Αν αφήνονταν οι άνθρωποι να επιλέξουν ανάμεσα στην ελευθερία και τη δουλεία θα επέλεγαν σίγουρα την ελευθερία. Επίσης θα προτιμούσαν να έχουν ως οδηγό τους τη λογική παρά να ακολουθούν τις επιθυμίες και τα καπρίτσια ενός ανθρώπου.56 Υπάρχουν λοιπόν δύο τρόποι εγκαθίδρυσης της τυραννίας. Η τυραννία εγκαθιδρύεται είτε μέσω του καταναγκασμού, με τη βία, είτε μέσω της εξαπάτησης. Αν λοιπόν οι άνθρωποι εξαναγκαστούν μέσω της βίας τότε και οι επόμενοι που θα ακολουθήσουν θα υπακούσουν και εκείνοι χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Από την άλλη πλευρά η εξαπάτηση προκύπτει όταν οι άνθρωποι «προδίδονται από τους ίδιους τους εαυτούς τους» και σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης δίνουν την εξουσία σε έναν άνθρωπο, ο οποίος επιλέγει έπειτα 54 Spinoza, Ethics, 103. 55 Rosen, On Voluntary Servitude: False Consciousness and the Theory of Ideology, 54. 56 Μποεσί, 20-21. 18 να την διατηρήσει.57 Οι άνθρωποι τότε εύκολα μαθαίνουν να τον υπακούν μέσω της συνήθειας.58 Ο Boétie αναφέρει λοιπόν ως πρώτη αιτία της εθελοδουλείας το έθιμο, καθώς η φυσική ροπή προς την ελευθερία εύκολα χάνει από τη δύναμη της συνήθειας.59 Παρόλα αυτά θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η εξαπάτηση μπορεί επιτευχθεί όταν οι άνθρωποι δίνουν τη συναίνεσή τους έχοντας όμως ημιτελή γνώση και πληροφόρηση. Με άλλα λόγια προκύπτει στο σημείο αυτό το πρόβλημα της ασύμμετρης πληροφόρησης, το οποίο εμφανίζεται όταν υπάρχει ημιτελής γνώση λόγω άνισης κατανομής πληροφοριών μεταξύ των δύο πλευρών.60 Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες οι άνθρωποι εξαπατώνται από τους ίδιους τους εαυτούς τους; 3.4.1. Πολιτική απάθεια στον Tocqueville Προκύπτει ένα πρόβλημα όταν συλλογιζόμαστε το προηγούμενο επιχείρημα του Boétie. Οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Boétie, θα επέλεγαν σίγουρα την ελευθερία και όχι τη δουλεία. Παρόλα αυτά έχουν παρατηρηθεί και στο παρελθόν, όπως θα αναλυθεί και παρακάτω, περιπτώσεις που οι άνθρωποι προτίμησαν την ασφάλεια εις βάρος της ελευθερίας. Μελετώντας τη Δημοκρατία στην Αμερική του Tocqueville παρατηρούμε ότι ο κίνδυνος του δεσποτισμού γίνεται ιδιαίτερα εμφανής σε δημοκρατικούς καιρούς. 61 Σε αντίθεση με το επιχείρημα του Boétie, ο Tocqueville τονίζει ότι οι άνθρωποι τείνουν να προτιμούν την ισότητα, εννοώντας την ισότητα των συνθηκών, και τείνουν να αδιαφορούν για την ελευθερία. 62 Αυτό συμβαίνει γιατί τα πλεονεκτήματα της ισότητας γίνονται αμέσως αντιληπτά και τίθενται στη διάθεση όλων. Αντιθέτως, οι άνθρωποι δεν μπορούν να απολαύσουν την πολιτική ελευθερία χωρίς να χρειαστούν θυσίες και προσπάθειες για την κατάκτησή της.63 Συνεπώς, οι δημοκρατικοί λαοί έχουν μια φυσική ροπή προς την ελευθερία, αλλά για την ισότητα έχουν ένα «πάθος φλογερό, ακόρεστο, αιώνιο, ακατανίκητο». Επιθυμούν λοιπόν την ισότητα μέσα στην ελευθερία και αν δεν το καταφέρουν την επιθυμούν ακόμη και με 57 Μποεσί, 21. 58 Μποεσί, 22. 59 Μποεσί, 22. 60 ‘Asymmetric Information’, Investopedia. 61 Α. Τοκβίλ [1835], Η Δημοκρατία στην Αμερική, μτφρ. Μ. Λυκούδης, Αθήνα: Στοχαστής, 20083 , 520. 62 Τοκβίλ, 514. 63 Τοκβίλ, 515. 19 δουλεία.64 Αυτό συμβαίνει, παρότι γίνεται φανερό ότι η πολιτική ελευθερία μπορεί να χαθεί πολύ πιο εύκολα από την ισότητα, αφού αρκεί ο λαός «να μην την συγκρατήσει, οπότε αυτή διαφεύγει».65 Ο Tocqueville προχωρά λίγο παραπέρα τονίζοντας ότι σε καιρούς ισότητας, όπου οι συνθήκες ζωής εξισώνονται, οι άνθρωποι τείνουν προς τον ατομικισμό. Αναλυτικότερα, οι πολίτες απομακρύνονται από τους συνανθρώπους τους και απομονώνονται, καθώς αποσύρονται από την πολιτική ζωή. 66 Αδιαφορούν όχι μόνο για τους προγόνους τους και για τους απογόνους τους, αλλά και για τους συγχρόνους τους.67 Επομένως, η αδιαφορία αυτή οδηγεί τους πολίτες στην απάθεια και ξεχνούν ότι ζουν εν κοινωνία διευκολύνοντας έτσι την εγκαθίδρυση του δεσποτισμού. 68 Βλέπουμε λοιπόν σύμφωνα με τον Tocqueville ότι οι άνθρωποι τείνουν να προτιμούν την ισότητα από την ελευθερία. Επιπλέον ο δεσποτισμός δεν προϋποθέτει απαραίτητα την βία και τον καταναγκασμό, αλλά την απομόνωση, η οποία οδηγεί και στην έλλειψη της πολιτικής συμμετοχής και άρα της πολιτικής κρίσης. 4. Διάκριση δικτατορίας και ολοκληρωτισμού Προτού προχωρήσουμε παρακάτω και για να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα του ολοκληρωτικού καθεστώτος ως τρόπου διακυβέρνησης, όπως εμφανίστηκε στην Γερμανία με το καθεστώς του Τρίτου Ράιχ, κρίθηκε σκόπιμο να αναλυθούν οι διαφορές του καθεστώτος αυτού με την δικτατορία, όπως αναλύονται από την Arendt στο Origins of Totalitarianism. Ο ολοκληρωτισμός δεν διαφέρει από όλες τις άλλες μορφές καταπίεσης όπως είναι η τυραννία, ο δεσποτισμός και η δικτατορία μόνο ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί, αλλά αποτελεί ουσιωδώς διαφορετικό τύπο διακυβέρνησης.69 Καταρχάς η απόλυτη κυριαρχία είναι η 64 Τοκβίλ, 516. 65 Τοκβίλ, 514. 66 Τοκβίλ, 517. 67 Τοκβίλ, 518. 68 Τοκβίλ, 523. Αντιθέτως, με αυτό που έγινε σύμφωνα με τον Τοκβίλ στην Αμερική, όπου οι πολίτες «στην αρχή ασχολούνται με το γενικό συμφέρον από ανάγκη, στη συνέχεια από επιλογή· ό, τι ήταν υπολογισμός, γίνεται ένστικτο· και, από την πολλή εργασία προς όφελος των συμπολιτών τους, αποκτούν τελικά τη συνήθεια να τους υπηρετούν». 69 H. Arendt [1951], The Origins of Totalitarianism, San Diego/New York/London: Harvest/HBJ, 19735 , 460. 20 μοναδική μορφή διακυβέρνησης με την οποία είναι αδύνατη η συνύπαρξη.70 Αναλυτικότερα, ο όρος «ολοκληρωτικός» συνίσταται στην αρνητική σημασία της έννοιας, αφού η μορφή αυτή δεν ανέχεται κανένα άλλο κόμμα, καμία αντίθεση και καμία ελευθερία γνώμης.71 Επιπλέον, ο τρόμος χρησιμοποιείται όχι για να φοβίσει και να εξουδετερώσει τους αντιπάλους, αλλά ως όργανο για να κυβερνηθούν οι μάζες των ανθρώπων, οι οποίες είναι απολύτως υπάκουες.72 Όποτε, τέλος, έρχεται στην εξουσία ένα ολοκληρωτικό καθεστώς καταστρέφει όλες τις κοινωνικές, νομικές και πολιτικές παραδόσεις της χώρας, δημιουργώντας νέους θεσμούς άγνωστους έως τότε. Υιοθετεί και λειτουργεί βάσει αξιών, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από αξίες που προϋπήρχαν και υιοθετεί εξωτερική πολιτική, η οποία συνίσταται στην παγκόσμια κυριαρχία. Γι αυτό το λόγο είναι δύσκολο να κρίνουμε και να προβλέψουμε πού θα φτάσουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αφού οι πράξεις τους δεν ανταποκρίνονται σε κοινώς αποδεκτές κατηγορίες, οι οποίες σχετίζονται με γνωστά ηθικά και νομικά κριτήρια.73 ΜΕΡΟΣ Β’ 5. Αιτίες διατήρησης της εθελοδουλείας Αναφερθήκαμε λοιπόν στους τρόπους με τους οποίους θεμελιώνεται μία κατάσταση εθελοδουλείας. Το δεύτερο μέρος της ανάλυσης περιλαμβάνει τη προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης του «γιατί» οι άνθρωποι, αφού έχουν γίνει εθελόδουλοι, παραμένουν σε αυτή την κατάσταση. Θα αναλυθούν στη συνέχεια οι έννοιες της εξαπάτησης, των αποσπασματικών ιδεών και της κρίσης και θα εξεταστούν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να εξασφαλιστεί η συναίνεση καθώς επίσης και η ιεραρχία των υποτελών συμμάχων, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διατήρηση καταπιεστικών καθεστώτων. 70 Arendt, The Origins of Totalitarianism, xxvii-xxviii. 71 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 419. 72 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 6. 73 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 460. 21 5.1. Έννοια της αυτοεξαπάτησης Η έννοια της εξαπάτησης κατέχει κεντρικό ρόλο στη σκέψη της Arendt. Στην ανάλυσή της βέβαια δεν αποτελεί τρόπο εγκαθίδρυσης ενός τυραννικού καθεστώτος, όπως συμβαίνει στην ανάλυση του Boétie, αλλά αποτελεί θεμέλιο αναπαραγωγής και διατήρησης ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η εξαπάτηση στο ναζιστικό καθεστώς συνέβη με τα ψέματα, μέσω της γλώσσας και μέσω της «λύσης προβλημάτων συνείδησης». Καταρχάς σύμφωνα με την Arendt ο τρόπος για να προστατευτεί ο γερμανικός λαός από την αβάσταχτη πραγματικότητα της καθημερινής ζωής ήταν η αυτοεξαπάτηση και τα ψέματα, τα οποία άλλαζαν διαρκώς. Μάλιστα η χρήση της αυτοεξαπάτησης είχε γίνει τόσο κοινή ώστε δεν εξαφανίστηκε μετά το τέλος του πολέμου και αποτελούσε σχεδόν την «ηθική προϋπόθεση της επιβίωσης». Η ροπή προς το ψέμα είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος του εθνικού γερμανικού χαρακτήρα και αυτό ήταν που προστάτεψε τους ανθρώπους από την πραγματικότητα και από τα γεγονότα που τη συνόδευαν.74 Ο Eichmann δεν εξαιρέθηκε από τον κύκλο αυτοεξαπάτησης, αφού διαστρέβλωνε συνεχώς την πραγματικότητα, η οποία σχετιζόταν με τον απάνθρωπο χαρακτήρα των πράξεών του.75 Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό να υποθέσουμε ότι σε τέτοιες καταστάσεις μπορεί να ενεργοποιηθούν ψυχολογικοί μηχανισμοί. Αναλυτικότερα, τα τραυματικά βιώματα, όπως αναφέρει ο Freud στην Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, αφορούν καταστάσεις κατά τις οποίες υπάρχει τόσο μεγάλη αύξηση ερεθισμάτων ώστε οι άνθρωποι αδυνατούν να επεξεργαστούν τα ερεθίσματα αυτά. 76 Οι άνθρωποι λοιπόν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με δυσάρεστες καταστάσεις μπορεί να δίνουν λογικοφανείς εξηγήσεις για τις πράξεις τους, των οποίων τα πραγματικά κίνητρα αποκρύπτονται. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν οι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά σε καταστάσεις που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν, και τις οποίες κρατούν έξω από το συνειδητό κομμάτι. Αυτό είναι για τον Freud η ενεργοποίηση ασυνείδητων ψυχικών διαδικασιών77 και το οποίο ονομάστηκε αργότερα εκλογίκευση ως ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός. 74 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 48. 75 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 52. 76 Σ. Φρόυντ [1917], Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα: Επίκουρος, 1996, 267. 77 Φρόυντ, 268-269. 22 5.1.1. Χρήση του μύθου Μάλιστα θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και στην σύγχρονη χρήση του μύθου, ως εργαλείο εξαπάτησης, όπως προκύπτει από το έργο του Cassirer. Στην Γερμανία η τεχνική αυτή πέτυχε λόγω της σχεδόν ολοκληρωτικής κατάρρευσης του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος που είχε προηγηθεί. 78 Σύμφωνα με τον Cassirer οι άνθρωποι παρότι είναι υποταγμένοι σε πάθη δεν μπορούν να αρνηθούν ολοκληρωτικά τα προτάγματα της λογικής. Για να πιστέψουν λοιπόν σε ένα μύθο θα πρέπει να έχουν λόγους για αυτό. Με άλλα λόγια θα πρέπει να δημιουργηθεί μια θεωρία, η οποία να ικανοποιεί τα πιστεύω τους. Αυτή η θεωρία όντως δημιουργήθηκε στο ναζιστικό καθεστώς και ήταν μάλιστα εκλεπτυσμένη. Όπως τονίζει ο Cassirer η θεωρία της ανωτερότητας της γερμανικής φυλής πρόσφερε ορθολογικές ερμηνείες για τις συλλήψεις στις οποίες αναφερόταν, οι οποίες παρόλα αυτά δεν ήταν ορθολογικές.79 Τελικά ο μύθος εμφανίστηκε εδώ όχι ως δημιούργημα της φαντασίας, αλλά ως κατασκευή βάσει σχεδίου από ικανότατους τεχνίτες. 80 Συγκεκριμένα, το ιδιαίτερο στοιχείο που παρατηρείται για την Arendt στο ναζιστικό καθεστώς είναι η απόλυτη συνοχή ανάμεσα στο μύθο και την οργάνωση του καθεστώτος. Η ολοκληρωτική οργάνωση οδήγησε τα μέλη της κοινωνίας να ενεργούν βάσει των κανόνων ενός μυθικού κόσμου.81 5.1.2. Λειτουργία της γλώσσας Για να λειτουργήσει μάλιστα ο μύθος σύμφωνα με τον Cassirer και να πετύχει το σκοπό του θα πρέπει να αλλάξει και τη λειτουργία της γλώσσας. Οι μοντέρνοι πολιτικοί μύθοι στόχευσαν στην μετάλλαξη της ανθρώπινης γλώσσας. Οι λέξεις περιβάλλονταν πλέον από μια συναισθηματική ατμόσφαιρα, αποτελεσματική για τη δημιουργία βίαιων παθών.82 Η εξαπάτηση πράγματι συνέβη κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος και μέσω της γλώσσας. Αναλυτικότερα, η Arendt αναφέρεται στους γλωσσικούς κανόνες που χρησιμοποιήθηκαν, οι οποίοι ισοδυναμούσαν με ψέμα. Ήταν κανόνες, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν από τα μέλη του κόμματος, και χρησίμευαν ως μια ακόμη ασπίδα 78 E. Cassirer, Myth of the State, New Haven: Yale University Press, 1946, 278. 79 Cassirer, 280-281. 80 Cassirer, 282. 81 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 364. 82 Cassirer, 283. 23 προστασίας απέναντι στην πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτό οι άνθρωποι στάθμιζαν και περιόριζαν την ευθύνη και την ενοχή τους, καθώς οι λέξεις δεν φανέρωναν το πραγματικό τους νόημα και συνεπώς η ευθύνη περιοριζόταν μέσα από τη χρήση ειδικού και συγκεκριμένου λεξιλογίου, το οποίο έκρυβε το πραγματικό νόημα των λέξεων. Για την Arendt οι λέξεις χάνουν το πραγματικό τους νόημα σε καταστάσεις όπου η ανθρώπινη συντροφικότητα έχει χαθεί και οι άνθρωποι βρίσκονται απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον.83 Άλλη μια χρήση των γλωσσικών κανόνων ήταν ότι εμπόδιζαν τους ανθρώπους να συσχετίσουν τις πράξεις τους «με την παλιά, κανονική τους γνώση του τι είναι φόνος και ψέμα».84 Επομένως, τα λόγια μπορεί να τα εμπιστευτεί κανείς μόνο όταν είναι σίγουρος ότι δεν λειτουργούν για να αποκρύψουν, αλλά για να αποκαλύψουν,85 πράγμα αντίθετο από αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος. 5.1.3. «Λύση των προβλημάτων συνείδησης» Τέλος ένας επιτυχημένος τρόπος εξαπάτησης αφορούσε τη «λύση των προβλημάτων συνείδησης». Μέσα από την ανάλυση της Arendt ανακύπτει το ερώτημα πώς αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα συνείδησης που προέκυπταν στους ναζί αξιωματούχους. Καταρχάς εντοπίζεται η αντιστροφή του ηθικού κώδικα που υπάρχει σε όλες τις πολιτισμένες κοινωνίες. Αναλυτικότερα, σε όλες τις πολιτισμένες κοινωνίες η φωνή της συνείδησης προτάσσει στους ανθρώπους «ου φονεύσεις». Ο κώδικας αυτός για την Arendt όχι μόνο αναιρέθηκε αλλά αντιστράφηκε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.86 Αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα ήταν δυνατόν μόνο αν η ηθική δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά ένα σύνολο συνηθειών, εθίμων και τρόπων συμπεριφοράς, τα οποία προήλθαν από την παράδοση.87 Για την Arendt είχε χαθεί λοιπόν η ιδιότητα του πειρασμού, η οποία συνοδεύει τις κακές πράξεις, όταν ο φόνος σταμάτησε να είναι το χειρότερο κακό, αλλά αντιθέτως αποτέλεσε «κανονικό» φαινόμενο.88 Επιπλέον, ο Himmler συντέλεσε στη λύση προβλημάτων 83 Arendt, The human condition, 180. 84 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 72-73. 85 Arendt, On Violence, 66. 86 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 121. 87 Arendt, The human condition, 245. 88 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 121. 24 συνείδησης, καθώς όχι μόνο εφηύρε συνθήματα που βοηθούσαν τους αξιωματούχους να εκτελούν τα καθήκοντά τους χωρίς αντίρρηση, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε να πείσει τους ανθρώπους αυτούς ότι είχαν επωμιστεί μία ιστορική αποστολή, με τρομερή ευθύνη.89 Οι ναζί είχαν μάλιστα εισαγάγει ορολογία που φανέρωνε το βαρύ αυτό φορτίο ευθύνης που καλούνταν να αναλάβουν όσοι είχαν μετατραπεί σε «φορείς διαταγών» και ακόμη περισσότερο σε «φορείς μυστικών».90 Με τον τρόπο αυτό έγινε δυνατή και η χρήση των γλωσσικών κανόνων, αφού είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πώς δεν παραβιάστηκαν. Ένα μεγάλο φορτίο ευθύνης συνόδευε λοιπόν τους γλωσσικούς κανόνες και συνέβαλε στη διατήρησή τους. Ο Himmler δεν προσπάθησε λοιπόν να στηρίξει ιδεολογικά τα λόγια του.91 Πολύ περισσότερο χρησιμοποίησε μια αποτελεσματική μέθοδο, η οποία περιλάμβανε τη στροφή όλων των συναισθημάτων και ενστίκτων προς το «εγώ». Η Arendt δείχνει ξεκάθαρα πώς συνέβαινε αυτό όταν αναφέρει ότι αυτό που σκέφτονταν οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν διαπράξει τερατώδη εγκλήματα, ήταν «τι φρικαλεότητες υποχρεώθηκα να παρακολουθώ εκτελώντας τα καθήκοντά μου»! Το ζήτημα του πολέμου συντέλεσε επίσης στη λύση των προβλημάτων συνείδησης. Αναλυτικότερα, ο θάνατος είχε μετατραπεί σε καθημερινή εμπειρία και η στάση των ανθρώπων προς το θάνατο συνίστατο περισσότερο σε αδιαφορία. Μέσα σε αυτό το κλίμα «βίαιου θανάτου», ο θάνατος στους θαλάμους αερίων θα μπορούσε να θεωρηθεί λυτρωτικός.92 Συνεπώς, βλέπουμε ότι το ναζιστικό καθεστώς στηρίχθηκε στην εξαπάτηση για να αποσπάσει από τους ανθρώπους όχι μόνο τη συναίνεσή τους, αλλά και την άνευ όρων υπακοή και υποταγή τους. Ο Cassirer τονίζει ότι οι πρακτικές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την αδράνεια της κρίσης και της κριτικής σκέψης και τον έλεγχο όχι μόνο των πράξεων, αλλά και των συνειδήσεων των ανθρώπων. Κατάφεραν με τον τρόπο αυτό να υποτάξουν τους ανθρώπους χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση.93 89 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 87. 90 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 30. 91 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 87. 92 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 88. 93 Ernst Cassirer, Myth of the State, 286. 25 5.2. Αποσπασματικές ιδέες Ένα σημείο στη σκέψη του Spinoza, το οποίο θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πώς μπορεί οι άνθρωποι να παραμένουν σε αυτή την κατάσταση της εθελοδουλείας, είναι το επιχείρημά του για τη δημιουργία αποσπασματικών ιδεών. Ο Spinoza εξηγεί ακριβώς πώς οι άνθρωποι μπορούν να οδηγηθούν στην αναλήθεια [falsity]. Καταρχάς το μυαλό μπορεί να σχηματίσει μέχρι ένα συγκεκριμένο αριθμό εικόνων. Ο αριθμός αυτός όταν ξεπερνιέται τότε οι εικόνες αυτές αρχίζουν να μπερδεύονται μεταξύ τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το μυαλό, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού εικόνων που προσπαθεί να επεξεργαστεί, να αδυνατεί τελικά να εντοπίσει τις επιμέρους διαφορές μεταξύ των πραγμάτων και να φαντάζεται μόνο τα κοινά χαρακτηριστικά στο βαθμό πάντα που το επηρεάζουν. Έτσι σχηματίζονται τελικά οικουμενικές απόψεις για τα πράγματα.94 Οι οικουμενικές απόψεις, δηλαδή απόψεις που έχουν προκύψει είτε από την απλή εμπειρία και τις αισθήσεις, είτε από σύμβολα και πράγματα που κάποιος έχει ακούσει ή διαβάσει, ευθύνονται για τη γνώση του πρώτου είδους.95 Η γνώση του πρώτου είδους είναι η μόνη αιτία της αναλήθειας, καθώς ορίζεται ως άκριτη γνώση στην οποία ο συστηματικός λογισμός δεν εισέρχεται.96 Επομένως, αυτός είναι ο τρόπος που δημιουργούνται οι αποσπασματικές και ανεπαρκείς ιδέες, οι οποίες ευθύνονται για την αναλήθεια. Επιπλέον, βλέπουμε ότι η αναλήθεια συνίσταται μόνο στη στέρηση, η οποία οφείλεται στις αποσπασματικές και ανεπαρκείς ιδέες.97 Μια λανθασμένη ιδέα, στο βαθμό που είναι λανθασμένη, δεν περιλαμβάνει καμία βεβαιότητα. Όταν κάποιος λοιπόν δεν έχει αμφιβολία, αυτό δε σημαίνει ότι είναι βέβαιος, αλλά μόνο ότι δεν υπάρχει τίποτα που να προκαλέσει τη φαντασία του να αμφιταλαντευτεί. Βεβαιότητα λοιπόν για τον Spinoza είναι κάτι το θετικό και άρα δεν θα μπορούσε να συνίσταται στην στέρηση της αμφιβολίας. Η στέρηση της βεβαιότητας από την άλλη συνίσταται στην αναλήθεια.98 Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό να κάνουμε την υπόθεση ότι οι αποσπασματικές ιδέες, τις οποίες αναφέρει ο Spinoza, μπορούν να δημιουργηθούν ευκολότερα σε ένα ολοκληρωτικό 94 Spinoza, Ethics, 89. 95 Spinoza, Ethics, 90. 96 Spinoza, Ethics, 91. 97 Spinoza, Ethics, 86. 98 Spinoza, Ethics, 97. 26 καθεστώς. Έχει γίνει φανερό όπως τονίζει η Arendt ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν αν ήταν στάσιμα, αλλά αντίθετα βρίσκονται σε μια συνεχή κίνηση, καθώς μεταβάλλονται διαρκώς. Ήταν συχνό άλλωστε τα μέλη των κινημάτων να μην μπορούν να συμβαδίσουν με το κίνημα αλλά να βρίσκονται πάντα ψυχολογικά ένα βήμα πίσω. Ο Hitler δήλωνε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν «να προσπεράσουν τη σκιά τους».99 Συνεχίζοντας την υπόθεση θα μπορούσαμε να πούμε ότι το γεγονός αυτό συντελεί στη δημιουργία αποσπασματικών ιδεών, οι οποίες μπερδεύονται μεταξύ τους. Οι φορείς τους αδυνατούν να σχηματίσουν κρίσεις για την πραγματικότητα, αφού η ίδια η πραγματικότητα μεταβάλλεται διαρκώς. Ακόμη και οι έννοιες του θανάτου και της γέννησης χάνουν τη σημασία τους. Οι έννοιες αυτές για την Arendt προϋποθέτουν ένα κόσμο που να μην βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και η σχετική μονιμότητα του οποίου καθιστά δυνατή την εμφάνιση και την εξαφάνιση των ανθρώπων.100 Μέσα στο πλαίσιο αυτό σύμφωνα με την ανάλυση της Arendt το ναζιστικό καθεστώς προσπάθησε και σε πολλές περιπτώσεις κατάφερε να δημιουργήσει κενά μνήμης στους ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα, αν εστιάσουμε στον Eichmann, ο ίδιος είχε εξαιρετικά ελλιπή μνήμη, αφού αδυνατούσε να θυμηθεί ακόμη και πότε ξεκίνησε ο πόλεμος.101 Για την ακρίβεια λοιπόν όλες οι πράξεις καλές ή κακές εξαφανίζονταν μέσα στα «κενά μνήμης» που προκλήθηκαν. Το ναζιστικό καθεστώς κατάφερε να εξαφανίσει σε απόλυτη ανωνυμία τους εχθρούς του, 102 και για πρώτη φορά στην ιστορία έκανε την πραγματοποίηση ηρωικών πράξεων αδύνατη. Αυτό ήταν για την Arendt το αποφασιστικό βήμα για να εξαφανιστεί η ηθική πλευρά των ανθρώπων. 103 Η ιδέα του Spinoza για τα πράγματα του παρελθόντος και του μέλλοντος θα μπορούσε να προσφέρει επίσης ερμηνευτική ισχύ σε αυτό το επιχείρημα. Αναλυτικότερα, ο Spinoza αναφέρει ότι τα πράγματα του παρελθόντος και του μέλλοντος είναι πιο αδύναμα στο μυαλό των ανθρώπων από τα πράγματα του παρόντος.104 Συνεπώς, βλέπουμε ότι σε ένα καθεστώς το οποίο κινείται συνεχώς το παρόν είναι εύθραυστο και μεταβαλλόμενο. 99 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 56. 100 Arendt, The human condition, 97. 101 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 49. 102 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 183. 103 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 451. 104 Spinoza, Ethics, 159-160. 27 5.3. Έννοια της κρίσης Η έννοια της κρίσης είναι πολύ σημαντική τόσο στο έργο του Spinoza όσο και στο έργο της Arendt και μπορεί να βοηθήσει στην περαιτέρω κατανόηση των λόγων για τους οποίους οι άνθρωποι παραμένουν σε κατάσταση εθελοδουλείας. Ο Spinoza προβαίνει στη διάκριση μεταξύ φαντασίας, η οποία είναι ελεύθερη και αυθόρμητη και δεν περιορίζεται από την πραγματικότητα, και της κατανόησης ή της διάνοιας, οι οποίες σχετίζονται με την πραγματικότητα και την αλήθεια. Οι ιδέες λοιπόν είναι παράγωγα της διάνοιας ή της κατανόησης και δεν αποτελούν απλές εικόνες για τα πράγματα αλλά κρίσεις για αυτά, οι οποίες μπορούν να είναι σωστές ή λανθασμένες.105 Αντιθέτως, οι εικόνες της φαντασίας δεν εξαφανίζονται στο φως της πραγματικότητας, αλλά αντικαθίστανται από ισχυρότερες εικόνες φαντασίας.106 Αυτή η διάκριση εφαρμόζεται και στους ανθρώπους, καθώς ο Spinoza αντιπαραβάλλει αυτούς που σχηματίζουν απλές εικόνες για τα πράγματα με αυτούς που ενδιαφερόμενοι για την αλήθεια κάνουν ορθολογικές κρίσεις σε σχέση με την πραγματικότητα, βασιζόμενοι στην κατανόηση που έχουν για τη φύση και τον άνθρωπο. Τονίζει λοιπόν ότι αυτοί που σχηματίζουν κρίσεις μπορεί να σφάλουν, αλλά τουλάχιστον έχουν τολμήσει να διατυπώσουν μια κρίση σε σχέση με τον κόσμο, η οποία μπορεί είτε να διαψευστεί, είτε να επαληθευτεί.107 Στο σημείο αυτό θα προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε τη θεωρία του Spinoza σχετικά με την κρίση στην πραγματικότητα του ναζιστικού καθεστώτος. Θα μπορούσαμε να κάνουμε την υπόθεση αναλύοντας την προσωπικότητα του Eichmann, ότι αυτό ακριβώς που τον έκανε ιδανικό αποδέκτη διαταγών και άκρως κατάλληλο για τη θέση που του ανέθεσαν ήταν η άκριτη αποδοχή των διαταγών και των εντολών που του δίνονταν. Με άλλα λόγια, όπως προκύπτει από την ανάλυση της Arendt, ο Eichmann ενδιαφερόταν περισσότερο για την όσο το δυνατόν ικανοποιητικότερη εκπλήρωση των καθηκόντων του, παρά για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η εκπλήρωση αυτών των καθηκόντων. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του εξαιρετικά φιλόδοξο. Πράγματι, ήταν φιλόδοξος, με την έννοια που ο Spinoza ορίζει το 105 Spinoza, Ethics, 97. 106 Spinoza, Ethics, 156. 107 Spinoza, Ethics, 60. 28 «συναίσθημα» αυτό. Φιλοδοξία για τον Spinoza σημαίνει «να πράττεις ή να αποφεύγεις να πράττεις κάτι απλώς και μόνο για να ικανοποιήσεις τους άλλους».108 Η φιλοδοξία του Eichmann ήταν αυτό το οποίο τον έκανε περήφανο και από εκεί τελικά πήγαζε και η ενοχή του. Επιπλέον, η αδυναμία του να σκεφτεί, να πάρει πρωτοβουλίες και να αποφασίσει από μόνος του, πράγμα το οποίο ούτε έκανε αλλά ούτε επιθυμούσε να κάνει, ευθυνόταν για την έλλειψη κρίσεων αλλά και της ίδιας της επιθυμίας να προβεί σε κρίσεις.109 Άλλωστε ο Eichmann μόνο στη σκέψη να μην ακολουθεί διαταγές και να μην έχει καθοδήγηση αισθανόταν αμηχανία.110 Αυτό γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι σκεφτόταν συνεχώς μέσα «στο στενό πλαίσιο των εκάστοτε ισχυόντων νόμων και διαταγμάτων».111 Η συνείδηση του Eichmann καθησυχάστηκε μάλιστα όταν είδε ότι δεν υπήρχε καμία αντίδραση ενάντια στα σχέδια του Hitler, αλλά αντιθέτως όλοι υπάκουσαν με ζήλο και προθυμία. Τονίζει μάλιστα ότι δεν βρέθηκαν άνθρωποι απέξω από το κίνημα για να του «αφυπνίσουν τη συνείδηση». 112 Γίνεται λοιπόν φανερό, όπως τονίζει η Arendt, ότι είναι δυνατόν ένας «κανονικός» άνθρωπος να αδυνατεί να διαχωρίζει το καλό από το κακό.113 Επιπλέον, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ήταν η γνώση του πρώτου είδους, για την οποία μιλάει ο Spinoza, η οποία συνόδευε τις πράξεις του Eichmann, αφού δρούσε είτε βάσει διαταγών, είτε βάσει όσων είχε διαβάσει και ακούσει, τα οποία είχε δεχτεί άκριτα. Επομένως, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε στο σημείο αυτό ότι όταν οι άνθρωποι αρνούνται να προβούν σε κρίσεις σχετικά με την πραγματικότητα την οποία βιώνουν, τα πράγματα μπορεί να έρθουν σε ένα τέτοιο σημείο όπου θα διαπραχθούν απάνθρωπες πράξεις. Αυτό είναι για την Arendt η κοινοτοπία του κακού, η οποία αφορά πράξεις, οι οποίες δεν μπορούν να τιμωρηθούν, αλλά ούτε και να συγχωρηθούν, ούτε και να εξηγηθούν από αρνητικά κίνητρα,114 καθώς υπερβαίνουν και καταστρέφουν τη σφαίρα των ανθρώπινων υποθέσεων.115 108 Spinoza, Ethics, 121. 109 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 46. 110 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 33. 111 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 126. 112 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 103. 113 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 29. 114 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 459. 115 Arendt, The human condition, 241. 29 Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα ερώτημα. Πότε η υπακοή μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνη και πότε δεν οδηγεί αναγκαία σε μια κατάσταση υποδούλωσης; Ο Spinoza προσφέρει μια εξήγηση στο ερώτημα αυτό. Για τον Spinoza η υπακοή εμπεριέχει απαραίτητα κάποιο περιορισμό της ελευθερίας. Παρόλα αυτά αυτό που κάνει κάποιον δούλο δεν είναι η πράξη της υπακοής, αλλά ο λόγος για τον οποίο πραγματοποιείται μια πράξη. Αν μια πράξη ευνοεί αυτόν που την πραγματοποιεί τότε αυτός δεν είναι δούλος. Αντιθέτως, αν ευνοείται αυτός, ο οποίος υποχρεώνει κάποιον να κάνει μια πράξη, η οποία εξυπηρετεί τον ίδιο, τότε αυτός ο οποίος πράττει είναι δούλος.116 5.4. Έννοια του κακού Για την Arendt η έννοια του κακού αλλάζει μέσα από τη νέα αυτή εμπειρία. Η παραδοσιακή κατανόηση του «κακού» απορρίπτεται, αφού γίνεται φανερό ότι τα αρνητικά κίνητρα δεν προέρχονται αποκλειστικά από δυνατά πάθη, ιδέα που κυριαρχούσε στην παραδοσιακή σκέψη.117 Ο νέος αυτός τύπος «κακού» δεν περιλάμβανε κανένα συναίσθημα απολύτως. Με άλλα λόγια η απουσία συγκινήσεων είναι αυτό που φάνηκε τελικά το πιο επικίνδυνο. Η «αποστασιοποίηση και αταραξία» μπροστά σε μια «αβάσταχτη τραγωδία» είναι πράγματι επικίνδυνες, ιδιαίτερα όταν είναι αποτέλεσμα της έλλειψης κατανόησης. Για να αντιδράσει λοιπόν κάποιος λογικά θα πρέπει να συγκινηθεί δεδομένου ότι το αντίθετο του συγκινησιακού δεν είναι το ορθολογικό αλλά η έλλειψη κάθε συγκίνησης.118 5.5. Εννοιολόγηση της σκέψης Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το επιχείρημα της Arendt, θα ήταν σκόπιμο να αναλυθεί η έννοια της σκέψης, όπως προκύπτει από το έργο της The Human Condition. Η προσέγγιση της Arendt ανήκει στην φαινομενολογία της σκέψης, δηλαδή στην προσέγγιση που βλέπει τη σκέψη ως μια δραστηριότητα, η οποία συμβαίνει μέσα στον εαυτό, με τη μορφή λέξεων.119 Με άλλα λόγια παραπέμπει σε αυτό το οποίο ονόμασε ο Πλάτων σκέψη, δηλαδή έναν εσωτερικό 116 B. Spinoza, ’Treatise on Theology and Politics’, Early Modern Texts, http://www.earlymoderntexts.com/assets/pdfs/spinoza1669.pdf (πρόσβαση 14 Απριλίου 2018). 117 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 459. 118 Arendt, On Violence, 64. 119 Arendt, The human condition, 20. 30 διάλογο που πραγματοποιείται όταν κάποιος μιλά με τον εαυτό του.120 Επιπλέον, είναι μια διαδικασία, η οποία διαπερνά τόσο έντονα την ανθρώπινη εμπειρία, ώστε συμπίπτει με την αρχή και το τέλος της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.121 Επομένως, γίνεται φανερή η πρωταρχική σημασία που κατέχει η έννοια της σκέψης, η οποία είναι τόσο αυτόνομη, που παρότι μπορεί να σχετίζεται με τον εξωτερικό κόσμο, δεν εκδηλώνεται υποχρεωτικά σε αυτόν, ούτε χρειάζεται να ακουστεί ή να ειδωθεί για να είναι αληθινή.122 5.6. Μέσα εξασφάλισης της συναίνεσης Συνεχίζοντας την ανάλυση είναι απαραίτητο να απαντήσουμε στο ερώτημα πώς τελικά εξασφαλίζουν οι τύραννοι τη συναίνεση, η οποία όπως αποδείχθηκε είναι απαραίτητο συστατικό για να διατηρηθεί ένα καθεστώς. Οι τύραννοι σύμφωνα με τον Boétie χρησιμοποιούν μέσα για να εξασφαλίσουν τη συναίνεση του λαού.123 Ένα μέσο με το οποίο οι τύραννοι αποσπούν τη συναίνεση είναι μέσω των πειρασμών. Δημιουργούν διάφορους τρόπους διασκέδασης και ψυχαγωγίας του λαού ώστε να γίνονται αγαπητοί.124 Στο σημείο αυτό θυμόμαστε και την ανάλυση του Machiavelli, ο οποίος επιμένει ότι τις κατάλληλες μέρες του χρόνου ο ηγεμόνας θα πρέπει να κρατά το λαό απασχολημένο με γιορτές και θεάματα. Ταυτόχρονα ο ηγεμόνας σύμφωνα με τον Machiavelli θα πρέπει να συναναστρέφεται τους ανθρώπους ώστε να αποτελεί παράδειγμα γενναιοδωρίας και φιλανθρωπίας.125 Επιστρέφοντας στην ανάλυση του Boétie πολλές φορές οι τύραννοι χρησιμοποιούν τη λατρεία στο πρόσωπό τους για να αποσπάσουν τη συναίνεση. Με άλλα λόγια ωραιοποιούν τις πράξεις τους ώστε να θεωρούνται σοφοί, καλοί και αγαθοί.126 Πολλές φορές επίσης αυτοανακηρύσσονται προστάτες της θρησκείας. 127 Τέλος τα υλικά αγαθά είναι ένα μέσο απόσπασης της συναίνεσης, καθώς ο λαός πιστεύει ότι επωφελείται από την ηγεσία. Ο Boétie 120 Arendt, The human condition, 291. 121 Arendt, The human condition, 171. 122 Arendt, The human condition, 95. 123 Μποεσί, 38. 124 Μποεσί, 32. 125 Ν. Μακιαβέλλι [1532], Ο Ηγεμόνας, μτφρ. Μ. Κασωτάκη, Αθήνα: Πατάκη, 1991, 123. 126 Μποεσί, 35. 127 Μποεσί, 36. 31 παρόλα αυτά επισημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν καταλαβαίνουν ότι απλώς λαμβάνουν πίσω ένα μικρό μερίδιο από αυτό που τους στέρησε ο τύραννος εξαρχής.128 Ο βασικός τρόπος διατήρησης των ολοκληρωτικών καθεστώτων, όπως αναφέρει η Arendt στο Origins of Totalitarianism, και αυτό που τα διαχωρίζει τόσο πολύ από άλλες μορφές καθεστώτων είναι ότι τα πρώτα στρέφονται όχι μόνο εναντίον των εχθρών τους αλλά και εναντίον των φίλων και υποστηρικτών τους, καθώς φοβούνται ακόμη και τη δύναμη των φίλων τους. 129 Αναλυτικότερα, έχει γίνει φανερό ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα μετατρέπουν τις τάξεις σε μάζες και στηρίζονται σε αυτές. Για να καταφέρουν να διατηρήσουν την εξουσία τους απαιτούν την απομόνωση και την αποξένωση των ανθρώπων. Η απομόνωση των ανθρώπων διαπερνά μάλιστα ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα.130 Είναι αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με την Arendt ένοχος σε συνθήκες ολοκληρωτισμού είναι δυνητικά όλος ο πληθυσμός. Ακριβώς επειδή οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να σκέφτονται είναι ένοχοι εξ ορισμού. Συνεπώς, αφού είναι αδύνατον να γνωρίζει ο ένας την σκέψη του άλλου, προκύπτει ένα κύμα δυσπιστίας ανάμεσα στους ανθρώπους, απομονώνοντας και αποξενώνοντάς τους ακόμη περισσότερο, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την διατήρηση και την αναπαραγωγή του ολοκληρωτικού καθεστώτος. 131 Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος η λατρεία στο πρόσωπο του Hitler ήταν επίσης φανερή. Η Arendt αναφέρει μάλιστα ότι ο Eichmann αισθάνθηκε υποχρεωμένος να υπακούσει τον Hitler για τον απλό λόγο ότι ο Hitler κατάφερε από υποδεκανέας να γίνει καγκελάριος της Γερμανίας.132 Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι αυτό που καθόριζε τις ενέργειες του Eichmann και όχι μόνο συναινούσε στο καθεστώς αλλά συντελούσε στην αναπαραγωγή του ήταν ο απεριόριστος θαυμασμός προς τον Hitler. Σε αυτό συντέλεσε και το γεγονός ότι επιθυμούσε να παραμείνει νομοταγής πολίτης της Γερμανίας ακόμα και όταν η 128 Μποεσί, 33. 129 Arendt, On Violence, 55. 130 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 407. 131 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 430. ‘Simply because of their capacity to think, human beings are suspects by definition, and this suspicion cannot be diverted by exemplary behavior, for the human capacity to think is also a capacity to change one’s mind’. 132 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 103. 32 Γερμανία είχε ήδη καταστραφεί.133 Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Eichmann ήταν όντως ανελεύθερος, βάσει της θεωρίας του Spinoza. Για τον Spinoza μόνο όταν κάποιος είναι εξαναγκασμένος να πράξει κάτι δεν είναι ελεύθερος. 134 Βλέπουμε συνεπώς ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, ο Eichmann αισθανόταν υποχρεωμένος να υπακούσει, να ακολουθήσει διαταγές και να πράξει σύμφωνα με τις επιθυμίες των άλλων. 5.7. Ιεραρχία υποτελών συμμάχων Ένα πρωτότυπο στοιχείο που εισαγάγει ο Boétie και βοηθά στην κατανόηση του ‘γιατί’ τελικά οι άνθρωποι παραμένουν υποτελείς, είναι το επιχείρημά του για την ιεραρχία υποτελών συμμάχων του τύραννου.135 Για τον Boétie αυτό είναι το μυστικό της κυριαρχίας του τυράννου.136 Αναλυτικότερα, υπάρχουν άνθρωποι που επωφελούνται και ακόμη περισσότερο ζουν από την δεσποτική εξουσία. Βλέπουμε ότι η δική τους συναίνεση δεν στηρίζεται στη συνήθεια ή την ψευδαίσθηση αλλά σε κάτι πολύ πιο απτό και αληθινό. Προκύπτει λοιπόν μια κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός όσων ευνοούνται από τη δεσποτική εξουσία είναι μεγαλύτερος από αυτούς για τους οποίους η ελευθερία θα ήταν επιθυμητή. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι ακόμη και η μεγάλη μάζα του πληθυσμού θεωρεί ότι απολαμβάνει προνόμια μέσα από μικρές χάρες.137 Συνεπώς βλέπουμε ότι με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια ιεραρχία προνομίων μέσα από την οποία ευνοούνται σχεδόν όλοι και λίγοι επιθυμούν την ελευθερία. Είναι αξιοσημείωτο ότι το επιχείρημα του Boétie για την ιεραρχία των υποτελών συμμάχων επαληθεύεται από τη λειτουργία του ναζιστικού καθεστώτος. Πράγματι, όπως προκύπτει από την ανάλυση της Arendt ήταν ένας περίπλοκος γραφειοκρατικός μηχανισμός,138 με πολλούς τομείς και υποτομείς με την κορυφή της πυραμίδας να είναι ο Hitler και αμέσως μετά ο Himmler. 139 Τα όργανα αυτά και οι άνθρωποι, οι οποίοι εργάζονταν εκεί, ήταν πολύ 133 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 120. 134 Spinoza, Ethics, 31. 135 Μποεσί, 39. 136 Μποεσί, 41. 137 Μποεσί, 40. 138 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 123. 139 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 61. 33 ανταγωνιστικοί μεταξύ τους με κυρίαρχο στόχο την απόκτηση ισχύος.140 Υπήρχε μάλιστα μια βαθιά έχθρα που χώριζε τα όργανα αυτά και αυτό έγινε φανερό όταν μετά τον πόλεμο κύριο μέλημα ήταν η ενοχοποίηση των άλλων ομάδων και η αθώωση της ομάδας του καθενός.141 Επομένως, μας θυμίζει σε αυτό το σημείο την ανάλυση του Boétie, ο οποίο αναφέρει ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν συνένοχοι μεταξύ τους και ευνοούνταν από τις υπάρχουσες συνθήκες. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θα επιθυμούσαν καθόλου την ελευθερία τους, αφού όταν τελικά την απέκτησαν έχασαν κάθε προνόμιο που είχαν αποκτήσει. Ένα παράδειγμα τέτοιου ανθρώπου είναι ο Eichmann, ο οποίος στην προηγούμενη στιγμή της ζωής του ήταν αποτυχημένος, και μέσα από το κίνημα κατάφερε να αναδειχθεί.142 Ο Eichmann δεν θα επιθυμούσε την επιστροφή του προηγούμενου status quo για τον απλό λόγο ότι όχι μόνο θα έχανε τα προνόμια και την αναγνώριση που είχε κερδίσει, αλλά ήταν δυνατόν να επιστρέψει στην προηγούμενη δυσχερή κατάσταση. ΜΕΡΟΣ Γ’ 6. Προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος Αναλύθηκαν λοιπόν οι τρόποι και οι αιτίες θεμελίωσης και διατήρησης μιας κατάστασης, την οποία ονομάσαμε εθελοδουλεία. Θα ήταν χρήσιμο τέλος να αναλυθούν οι προτάσεις των θεωρητικών αυτών για την αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως προκύπτουν μέσα από την μελέτη του έργου τους. Πώς θα μπορούσαν λοιπόν να ελαχιστοποιηθούν οι συνθήκες οι οποίες οδηγούν τελικά στην εθελοδουλεία; 140 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 62. 141 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 62-63. 142 Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, 34. 34 6.1. Πράξη Ο Spinoza, θεωρεί ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση ενός καθεστώτος είναι οι άνθρωποι να παραδίδουν τη δυνατότητα να πράττουν σύμφωνα με τις δικές τους ατομικές αποφάσεις. Αναλυτικότερα, ο Spinoza αναφέρει ότι οι απόψεις των ανθρώπων διαφέρουν πολύ μεταξύ τους και ο καθένας νομίζει ότι οι δικές του απόψεις είναι οι πιο σωστές. Έπειτα θα ήταν αδύνατο οι άνθρωποι να ζουν και να συμπεριφέρονται σαν να ήταν ένα μόνο άτομο. Επομένως, θα ήταν αδύνατο οι άνθρωποι να ζήσουν μαζί αν δεν παραιτούνταν από το δικαίωμα να ενεργούν βάσει των δικών τους αποφάσεων.143 Στο σημείο αυτό έγκειται η κύρια διαφορά της θεωρίας του Spinoza με τη θεωρία της Arendt. Η έννοια της πράξης κατέχει κεντρικό ρόλο στη σκέψη της Arendt. Είναι αξιοσημείωτο όπως τονίζει ο Ricoeur, ότι η Arendt καταλήγει σε μια αδυναμία εξήγησης του ανεξήγητου,144 όπως φαίνεται να είναι το ολοκληρωτικό σύστημα του Τρίτου Ράιχ, στο έργο της The Origins of Totalitarianism. Για το λόγο αυτό προβαίνει σε μια προσπάθεια εξεύρεσης των τρόπων και των μέσων για έναν μη ολοκληρωτικό κόσμο. Αυτό το επιχειρεί στο έργο της The Human Condition, όπου αναζητά τις δυνάμεις αντίστασης και αναγέννησης που προκύπτουν από την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση για να μπορέσει έτσι να υπάρξει η δυνατότητα ενός μη ολοκληρωτικού κόσμου. Η πράξη λοιπόν είναι ένα από τα διαρκέστερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης, μαζί με την εργασία και το μόχθο, τα οποία αν ειδωθούν από τη σκοπιά του χρόνου είναι τα λιγότερο τρωτά χαρακτηριστικά στις μεταπτώσεις της σύγχρονης ζωής.145 Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο εφόσον γίνεται αντιληπτό όπως αναφέρει η Arendt ότι οι ολοκληρωτικές λύσεις δεν σταματούν να επιβιώνουν μετά την κατάρρευση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος αλλά αντίθετα εμφανίζονται με την μορφή ισχυρών πειρασμών κάθε φορά που φαίνεται αδύνατο να ανακουφιστεί η κάθε είδους αθλιότητα, είτε αυτή είναι πολιτική είτε κοινωνική και οικονομική.146 143 Spinoza, Tractatus Theologico-Politicus, 345. 144 P. Ricoeur, «Η Ανθρώπινη Κατάσταση και η Hannah Arendt», μτφρ. Φ. Σιατίστας, Λεβιάθαν 13 (1993), 39. 145 Ricoeur, 43. 146 Arendt, The Origins of Totalitarianism, 459. 35 Για την Arendt λοιπόν η ανθρώπινη πολλαπλότητα βασίζεται στην πράξη και την ομιλία.147 Η πράξη προϋποθέτει την ισότητα, αλλιώς οι άνθρωποι δεν θα κατανοούσαν ο ένας τον άλλον, όπως επίσης και την διαφορετικότητα, καθώς γίνεται φανερό ότι αν ήταν όλοι ίδιοι δεν θα χρειαζόταν η πράξη και η ομιλία.148 Η Arendt συνεπώς δίνει πρωταρχικό ρόλο στην έννοια αυτή με την οποία οι άνθρωποι αποκαλύπτουν τον εαυτό τους και κάνουν την εμφάνισή τους στον κόσμο.149 Η πράξη σταματά μόνο σε καταστάσεις όπου η ανθρώπινη συντροφικότητα έχει χαθεί, καθώς είναι η μόνη δραστηριότητα η οποία απαιτεί τη συνεχή παρουσία των άλλων.150 Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα της Arendt αναφορικά με την αδυναμία της πράξης να επιτύχει το σκοπό της. Η πράξη πραγματοποιείται μέσα σε ένα προϋπάρχον πλέγμα ανθρώπινων σχέσεων. Η ύπαρξη διαφορετικών ίσως και συγκρουόμενων προθέσεων και επιθυμιών, οι οποίες προϋπάρχουν στο χώρο αυτό, δυσκολεύουν τη νέα και πρωτότυπη πράξη. Επομένως, η δραστηριότητα αυτή είναι τόσο πολύτιμη όσο είναι και εξαιρετικά σπάνιο να επιτευχθεί. 151 6.1.1. Εγγενείς αδυναμίες της πράξης Υπάρχουν επίσης για την Arendt κάποιες εγγενείς αδυναμίες στην έννοια της πράξης. Το αμετάκλητο και το απρόβλεπτο συνοδεύουν πάντα μια πράξη, καθώς από τη μία αυτό που έχει συμβεί δεν μπορεί να ανακληθεί και από την άλλη αυτό που πρόκειται να συμβεί δεν μπορεί να προβλεφθεί. Στις αδυναμίες αυτές η Arendt προτάσσει τις έννοιες της συγχώρεσης και της υπόσχεσης. Η συγχώρεση απελευθερώνει από τις συνέπειες τόσο αυτόν που συγχωρεί όσο και αυτόν που συγχωρείται, καθώς παρέχεται η δυνατότητα να διορθωθεί μια πράξη του παρελθόντος. Αν δεν υπήρχε η έννοια της συγχώρεσης τότε οι δυνατότητες της πράξης θα περιορίζονταν, καθώς το μόνο που θα θυμούνταν οι άνθρωποι θα ήταν μία πράξη από την οποία δε θα μπορούσαν ποτέ να εξιλεωθούν. Από την άλλη η έννοια της υπόσχεσης οδηγεί στην δημιουργία σημείων βεβαιότητας, τα οποία μας προσφέρουν ασφάλεια μπροστά στην 147 Arendt, The human condition, 175. 148 Arendt, The human condition, 175-176. 149 Arendt, The human condition, 179. 150 Arendt, The human condition, 22-23. 151 Arendt, The human condition, 184. 36 αβεβαιότητα του μέλλοντος.152 Προκύπτει στο σημείο αυτό το πρόβλημα της μετάβασης από τον θεωρητικό στον πρακτικό βίο. Ο Ricoeur τονίζει παρόλα αυτά ότι αν τοποθετήσουμε τις έννοιες αυτές στην τροχιά της εμπειρίας του χρόνου τότε μας δίνεται η δυνατότητα να περάσουμε από τον θεωρητικό στον πρακτικό βίο. 153 Η δημόσια σφαίρα λοιπόν αποτελεί για την Arendt τον τόπο, στον οποίο όλα όσα εμφανίζονται μπορούν να ειδωθούν και να ακουστούν, και άρα έχουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δημοσιότητα.154 Βασική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη αμέτρητων οπτικών και απόψεων ώστε όλοι να βλέπουν και να ακούν από μια διαφορετική θέση.155 Σε καταστάσεις αποξένωσης οι άνθρωποι απομονώνονται και βρίσκονται φυλακισμένοι «στην υποκειμενικότητα της μοναδικής τους εμπειρίας, η οποία δεν παύει να είναι μοναδική ακόμα και αν πολλαπλασιαστεί αμέτρητες φορές».156 6.2. Κρίση Στο επιχείρημα του Spinoza σχετικά με τη δράση [action] δεν περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της κρίσης. Σύμφωνα με τον Spinoza οι άνθρωποι μπορούν να σκέφτονται και να κρίνουν όπως αυτοί επιθυμούν αρκεί να εκφράζουν τον εαυτό τους και να εκφράζονται σύμφωνα με τη λογική.157 Άλλωστε ποτέ οι άνθρωποι δεν έχουν φτάσει στο σημείο να παραδώσουν τις σκέψεις τους και την κατανόησή τους ολοκληρωτικά σε κάποιον άλλον.158 Αν συνέβαινε αυτό, τότε στο παρελθόν θα είχαν κυβερνήσει οι άρχοντες με ασφάλεια και δε θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουν ως μέσο την επιβολή.159 Συνεπώς ο καθολικός νόμος της φύσης προβλέπει ότι ο καθένας έχει τις δικές του σκέψεις και κανείς δεν μπορεί να παραδώσει το δικαίωμα να σκέφτεται και να κρίνει όπως επιθυμεί. Είναι αδύνατον να αναγκαστούν οι άνθρωποι να μην μιλούν για τίποτα άλλο παρά για ό, τι τους επιβάλλουν οι κυβερνώντες. Καταρχάς ακόμα και οι πιο καλλιεργημένοι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να πράξουν με αυτό τον τρόπο. Επίσης μια 152 Arendt, The human condition, 237. 153 Ricoeur, 57. 154 Arendt, The human condition, 50. 155 Arendt, The human condition, 57. 156 Arendt, The human condition, 58. 157 Spinoza, Tractatus Theologico-Politicus, 345. 158 Spinoza, Tractatus Theologico-Politicus, 343. 159 Spinoza, Tractatus Theologico-Politicus, 342. 37 από τις κύριες αδυναμίες των ανθρώπων είναι ότι όταν είναι απαραίτητη η ησυχία πάντα μιλούν.160 Επιπλέον, σε περίπτωση που οι άνθρωποι όντως άλλα σκέφτονταν και άλλα έλεγαν ότι σκέφτονταν, θα χανόταν πλήρως η πίστη στην Κοινοπολιτεία.161 Επομένως, η ελευθερία του λόγου και της βούλησης είναι πρωταρχικής σημασίας στη σκέψη του Spinoza. Επιπλέον αν οι άνθρωποι παρέδιδαν τη δυνατότητα της κρίσης θα υπήρχαν καταστροφικά αποτελέσματα. Μπορούμε σίγουρα να εντοπίσουμε τα καταστροφικά αποτελέσματα που προκύπτουν όταν οι άνθρωποι παραδίδουν τη σκέψη τους και την κατανόησή τους σε κάποιον άλλον. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το ριζικό κακό, το οποίο εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, κατέστησε αδύνατη την δραστηριότητα της σκέψης, αφού η σκέψη αντικαταστάθηκε από την τυφλή υπακοή. Οι άνθρωποι παρέδωσαν με άλλα λόγια τη δυνατότητα που, όπως λέει ο Spinoza, ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους να κρίνουν και να σκέφτονται όπως επιθυμούν και επέλεξαν να καθοδηγούνται μόνο από εντολές, πράγμα που δημιουργούσε μια κατάσταση ασφάλειας, προστασίας και αποποίησης της ευθύνης. Θα μπορούσαμε να πούμε άλλωστε ότι η αδιαφορία για την ελευθερία ελαφρύνει τους ανθρώπους από οποιοδήποτε φορτίο ευθύνης. Η Arendt τονίζει ότι στον Eichmann εμφανίστηκε μια αυθεντική αδυναμία να σκεφτεί για τον εαυτό του,162 πράγμα που θα ήταν απαραίτητο για να συνειδητοποιήσει την εγκληματικότητα του καθεστώτος και να μην υπακούσει σε διαταγές, οι οποίες θα οδηγούσαν σε απάνθρωπες πράξεις. Για την Arendt υπάρχει λοιπόν μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στην αδυναμία της σκέψης και το πρόβλημα του κακού.163 Για το λόγο αυτό η ίδια προκρίνει την καλλιέργεια του διαλόγου με τον εαυτό, αφού θεωρεί ότι θα αποτελέσει προστασία απέναντι σε μελλοντικούς κινδύνους. 6.3. Ελπίδα Πώς λοιπόν θα αντισταθούν οι άνθρωποι σύμφωνα με τον Boétie; Ο Boétie εναποθέτει τις ελπίδες του στους προικισμένους ανθρώπους, οι οποίοι διατηρούν την ελευθερία του λόγου και των πράξεων, όπως επίσης και της σκέψης. Αυτοί όσες φορές έχουν αγωνιστεί στο 160 Spinoza, Tractatus Theologico-Politicus, 343-344. 161 Spinoza, Tractatus Theologico-Politicus, 348. 162 H. Arendt, ‘Thinking and Moral Considerations’, Social Research 38:3 (1971), 417. 163 Arendt, Thinking and Moral Considerations, 418. 38 παρελθόν για την ελευθερία έχουν πετύχει.164 Επίσης έχουν ως πλεονέκτημα τη δυστυχισμένη ζωή που ζει ο τύραννος, ο οποίος φοβάται τους πάντες,165 όπως και τη δυστυχισμένη ζωή των υποτελών του τυράννου, αφού αυτοί ανταγωνίζονται συνεχώς μεταξύ τους και βρίσκονται στο έλεος του τυράννου.166 Μεταξύ τους δεν είναι φίλοι, αφού η φιλία προϋποθέτει σεβασμό και ειλικρίνεια, αλλά μόνο συνένοχοι.167 Υπάρχει λοιπόν ελπίδα. Στο σημείο αυτό έγκειται η μεγάλη ομοιότητα της σκέψης του Boétie με τη σκέψη της Arendt. Για την Arendt το γεγονός ότι γεννιούνται κάθε μέρα νέοι άνθρωποι είναι συνδεδεμένο με τη δυνατότητα της πράξης. Αυτή η δυνατότητα για νέα και πρωτότυπη πράξη, η οποία προκύπτει κάθε φορά που γεννιέται ένας νέος άνθρωπος, όταν κατανοηθεί, είναι αυτή που θα επιφέρει στους ανθρώπους πίστη και ελπίδα για τα ανθρώπινα πράγματα.168 164 Μποεσί, 27-28. 165 Μποεσί, 31. 166 Μποεσί, 42. 167 Μποεσί, 46. 168 Arendt, The human condition, 247. 39 7. Συμπέρασμα Στη μελέτη αυτή έγινε προσπάθεια εξήγησης και κατανόησης των όρων της εθελοδουλείας. Από τη μία αναζητήθηκαν οι τρόποι με τους οποίους θεμελιώνεται μια κατάσταση εθελοδουλείας και από την άλλη τέθηκε το ερώτημα για ποιους λόγους, αφού έχει θεμελιωθεί μια κατάσταση εθελοδουλείας, διατηρείται και αναπαράγεται. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν τα έργα τριών θεωρητικών της Hannah Arendt, του Étienne de La Boétie, και του Baruch Spinoza. Σχετικά με τους τρόπους θεμελίωσης μιας κατάστασης εθελοδουλείας, αναλύθηκαν οι έννοιες της συναίνεσης, της ευθύνης αλλά και η έννοια της ελευθερίας ώστε να εντοπιστούν οι σχέσεις μεταξύ τους, η σχέση των εννοιών αυτών με την έννοια της εθελοδουλείας αλλά και ο ρόλος τους στη θεμελίωση της εθελοδουλείας. Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα η έννοια της εξαπάτησης, της κρίσης και των αποσπασματικών ιδεών συνέβαλαν ιδιαίτερα στην κατανόηση και εξήγηση του φαινομένου της εθελοδουλείας. Αναλυτικότερα, οι αποσπασματικές ιδέες και η έννοια της κρίσης, όπως αναλύονται στο έργο του Spinoza, αν ειδωθούν και εφαρμοστούν στο ολοκληρωτικό καθεστώς, το οποίο περιγράφει η Arendt, μπορούν εξηγήσουν και να ερμηνεύσουν ικανοποιητικά τις αιτίες που συμβάλλουν στη διατήρηση της εθελοδουλείας. Στο τρίτο μέρος της μελέτης έγινε προσπάθεια διατύπωσης των όρων και των δυνατοτήτων ελαχιστοποίησης των συνθηκών που οδηγούν στην εθελοδουλεία. Ο Spinoza δίνει ιδιαίτερη σημασία στην έννοια της κρίσης, αφαιρώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα της αυτόβουλης δράσης των ατόμων. Αντιθέτως, για την Arendt η πράξη αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού μαζί με τη δραστηριότητα της σκέψης θα αποτελέσουν προστασία απέναντι σε μελλοντικούς κινδύνους. Τέλος ο Boétie θεωρεί ότι οι προικισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι διατηρούν ακόμη την ελευθερία τους είναι αυτοί που θα καταφέρουν να αντισταθούν. Ο στόχος τέλος αυτής της μελέτης ήταν να θέσει περαιτέρω ερωτήματα σε σχέση με την έννοια της εθελοδουλείας. Ζητήματα όπως πότε η υπακοή γίνεται δουλοπρέπεια, πότε η πολιτική απείθεια είναι απαραίτητη, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ελευθερίας που την καθιστούν ήσσονος σημασίας στους ανθρώπους και ίσως ποιος είναι ο ρόλος της εθελοδουλείας στις μέρες μας προσφέρουν ένα πεδίο ενδιαφέρουσας μελέτης. 40 8. Βιβλιογραφία Ξένη βιβλιογραφία: Arendt H., On Violence, San Diego/New York/London: Harvest/HBJ, 1970, 1969. Arendt H., The human condition, Chicago/London: University of Chicago Press, 19982 . Arendt H., The Origins of Totalitarianism, San Diego/New York/London: Harvest/HBJ, 19735 . Arendt H., ‘Thinking and Moral Considerations’, Social Research, 38:3 (1971), 417-446. Cassirer E., Myth of the State, New Haven: Yale University Press, 1946. Hegel G. W. F., Phenomenology of Spirit, μτφρ. J. Hoffmeister, Oxford/New York/Toronto/Melbourne: Oxford University Press, 1977. Kant I., The Metaphysics of Morals, μτφρ. M. Gregor, New York/Port Chester/ Melbourne/Sydney: Cambridge University Press, 1991. ‘Kant’s Social and Political Philosophy’, Online Stanford Encyclopedia of Philosophy. ‘Locke’s Political Philosophy’, Online Stanford Encyclopedia of Philosophy. ‘Positive and Negative Liberty’, Online Stanford Encyclopedia of Philosophy. Reich W., The Mass Psychology of Fascism, μτφρ. V.R. Carfagno, New York: The Noonday Press Farrar/Straus and Giroux, 1970. Rosen M., On Voluntary Servitude: False Consciousness and the Theory of Ideology, Cambridge/Massachusetts: Harvard University Press, 1996. 41 Rosen M., ‘On Voluntary Servitude and the Theory of Ideology’, Constellations 7 (2000), 393- 407. Rousseau J. J., Discourse on Political Economy and The Social Contract, μτφρ. C. Betts, Oxford/New York: Oxford University Press, 1994. Schmidt J., ‘Of Rights and Witches: Bentham’s Critique of the Declaration of Independence’, https://persistentenlightenment.com/2014/07/03/of-rights-and-witches-benthams-critique-ofthe-declaration-of-independence/ (πρόσβαση 14 Μαΐου 2018). Spinoza B., Ethics, μτφρ. S. Shirley, Indianapolis/Cambridge: Hackett Publishing Company, 19922 . Spinoza B., Tractatus Theologico-Politicus, μτφρ. R. Willis, London: Trübner & Co., 18622 . Spinoza B., ‘Treatise on Theology and Politics’, http://www.earlymoderntexts.com/assets/pdfs/ spinoza1669.pdf (πρόσβαση 14 Απριλίου 2018). Thoreau H. D., Walden and Civil Disobedience, New York: Barnes and Noble Classics. Ελληνική βιβλιογραφία: Άρεντ Χ., Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, μτφρ. Β. Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2009. Μακιαβέλλι Ν., Ο Ηγεμόνας, μτφρ. Μ. Κασωτάκη, Αθήνα: Πατάκη, 1991. Μποεσί Ε. Λ., Πραγματεία περί Εθελοδουλείας, μτφρ. Π. Καλαμαράς, Αθήνα: Πανοπτικόν, 20124 . 42 Τοκβίλ Α., Η Δημοκρατία στην Αμερική, μτφρ. Μ. Λυκούδης, Αθήνα: Στοχαστής, 20083 . Φρόυντ Σ., Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα: Επίκουρος, 1996. Ricoeur P., «Η Ανθρώπινη Κατάσταση και η Hannah Arendt», μτφρ. Φ. Σιατίστας, Λεβιάθαν 13 (1993), 35-58.

Πώς οδηγούνται οι άνθρωποι στην εθελοδουλεία και γιατί παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση; Hannah Arendt, Étienne de La Boétie και Baruch Spinoza Πτυχιακή Εργασία Κελαντωνάκη Μαριλένα (1342201300107) Επιβλέπων καθηγητής: Κύρτσης Αλέξανδρος-Ανδρέας Αθήνα 2018 1 Περιεχόμενα 1. Ανάλυση του προβλήματος ………………………………………………………………………………….……… 3 2. Θεωρητική Επισκόπηση ………………………………………………………………………………………….….. 5 ΜΕΡΟΣ Α’ 3. Τρόποι θεμελίωσης της εθελοδουλείας …………………………………………………………………..… 8 3.1. Έννοια της συναίνεσης ………………………………………………………………….…………….…. 8 3.2. Έννοια της ευθύνης ………………..…………………………………………………………………….. 10 3.3. Θεωρίες ελευθερίας ……………………………………………………………….…………….……….. 12 3.3.1. Θεωρίες ελευθερίας: Boétie, Locke, Kant και Mill ………………………………….… 13 3.3.2. Κριτική του Bentham …………………………………………………………………….……….… 15 3.3.3. Θεωρίες ελευθερίας: Arendt και Spinoza ……………………………………..………….. 16 3.4. Μέσα εγκαθίδρυσης καθεστώτων που οδηγούν στην εθελοδουλεία …………….. 17 3.4.1. Πολιτική απάθεια στον Tocqueville ………………………………………………….…..….. 18 4. Διάκριση δικτατορίας και ολοκληρωτισμού …………………………………………………………..….. 19 ΜΕΡΟΣ Β’ 5. Αιτίες διατήρησης της εθελοδουλείας ……………………………..…………………………………..…… 20 5.1. Έννοια της αυτοεξαπάτησης ……………………………………………………………..……..……. 21 5.1.1. Χρήση του μύθου …………………………………………………………………………..……..…. 22 5.1.2. Λειτουργία της γλώσσας ………………………………………………………………..………… 22 5.1.3. «Λύση των προβλημάτων συνείδησης» ………………………………………..…………. 23 5.2. Αποσπασματικές ιδέες …………………………………………………………………………………… 25 5.3. Έννοια της κρίσης ………………………………………………………….………………..……………… 27 5.4. Έννοια του κακού …………………………………………………………………………………………… 29 5.5. Εννοιολόγηση της σκέψης ……………………………………………………………………..…..….. 29 5.6. Μέσα εξασφάλισης της συναίνεσης ………………………………………………………………. 30 5.7. Ιεραρχία υποτελών συμμάχων …………………………………………………………..………….. 32 2 ΜΕΡΟΣ Γ’ 6. Προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος ……………………………………..…………… 33 6.1. Πράξη ……………………………………………………………………………………………….………….… 34 6.1.1. Εγγενείς αδυναμίες της πράξης ……………………………………………………….………. 35 6.2. Κρίση ……………………………………………………………………………………………………..………. 36 6.3. Ελπίδα ………………………………………………………………………………………………………..….. 37 7. Συμπέρασμα ……………………………………………………………………………………………………….…….. 39 8. Βιβλιογραφία …………………………………………………………………………………………………..………… 40 3 1. 
loading...