(Πολιτεία 614b-621d) *

“Ο Ηρός, ο γιός του Αρμένιου από την Παμφυλία, ένας γενναίος πολεμιστής, σκοτώθηκε στη μάχη. Για δέκα ημέρες παρέμεινε στο πεδίο της μάχης, ανάμεσα στα πτώματα των άλλων πολεμιστών, που είχαν αρχίσει να αποσυντίθενται. Τη δωδέκατη ημέρα, τον μετέφεραν στο σπίτι του και τον εναπόθεσαν πάνω στη νεκρική πυρά. Τότε αυτός ξαναγύρισε στη ζωή και άρχισε να διηγείται όσα είχε δει και όσα είχε ακούσει η ψυχή του, όσο δεν ζούσε.

Η ψυχή του, που είχε φύγει από το σώμα, πορεύτηκε μαζί με άλλες ψυχές εις τόπον τινά δαιμόνιον. Εκεί υπήρχαν δύο χάσματα πάνω στη γη, το ένα δίπλα στο άλλο, και άλλα δύο αντίκρυ στον ουρανό. Ανάμεσά τους, κάθονταν δικαστές και, αφού δίκαζαν, πρόσταζαν τους δίκαιους να προχωρήσουν δεξιά και επάνω, μέσα από τον ουρανό, και τους άδικους αριστερά και κάτω. Όταν ο Ηρός παρουσιάστηκε, του είπαν να ακούει και να βλέπει προσεκτικά όλα όσα συνέβαιναν εκεί, για να τα διηγηθεί αργότερα στους ζωντανούς. Έβλεπε τις ψυχές, που είχαν δικαστεί, να προχωρούν προς τα δύο χάσματα και άλλες να βγαίνουν, από τα άλλα δύο. Όσες ανέβαιναν από το χάσμα της γης ήταν σκονισμένες, ταλαιπωρημένες και διψασμένες, όσες κατέβαιναν από τον ουρανό ήταν καθαρές. Πήγαιναν λοιπόν οι ψυχές προς τον Λειμώνα και κατασκήνωναν εκεί, σαν να ήταν σε γιορτή. Αυτές που έρχονταν από τη γη, έκλαιγαν και οδύρονταν, για όσα είχαν πάθει κατά την υποχθόνια πορεία τους, που διήρκησε χίλια χρόνια. Όσες έρχονταν από τον ουρανό διηγούνταν θεάματα και απολαύσεις!

Οι ψυχές, που είχαν διαπράξει αδικήματα (προδοσίες, κακουργήματα) είχαν υποστεί για όλα, δεκαπλάσιες ποινές. Δεκαπλάσιες ήταν και οι αμοιβές, για όσες είχαν πράξει το καλό. Ακόμα σοβαρότερες ήταν οι τιμωρίες για όσους είχαν υπάρξει  ασεβείς προς τους γονείς ή τους θεούς. Το ίδιο και όσοι  είχαν σκοτώσει άνθρωπο με το ίδιο τους το χέρι. Τον Αρδιαίο, τον τύραννο της Παμφυλίας, που διέπραξε στη ζωή του μεγάλα και πολλά κακουργήματα, τον είχαν δέσει χειροπόδαρα και τον τραβούσαν πάνω στα αγκάθια σκαντζόχοιρων. Κατόπιν, μαζί με άλλους όμοιούς του, τον πέταξαν μέσα στον Τάρταρο.

Επτά ημέρες παρέμειναν στον Λειμώνα οι ψυχές, και ύστερα οδηγήθηκαν σε έναν τόπο, όπου έβλεπαν ένα φως,  σαν το ουράνιο τόξο, αλλά πολύ φωτεινότερο, και καθαρότερο. Το φως αυτό, σαν κίονας ευθύ ήταν, τεταμένο δια παντός του ουρανού και της γης, δηλαδή βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος.Το φως αποτελούσε το σύνδεσμο του ουρανού, που συγκρατούσε την ουράνια περιφορά. Από τις άκρες των δεσμών του, που ήταν τεντωμένες από τον ουρανό, κρεμόταν ο άτρακτος (το αδράχτι) της Ανάγκης, ο οποίος ρυθμίζει όλες τις περιστροφές. Ο σφόνδυλος της ατράκτου ήταν κοίλος και περιείχε άλλους επτά σφονδύλους (ο εξώτατος ήταν το ουράνιο στερέωμα και οι άλλοι επτά ήταν οι σφαίρες των πλανητών). Στους κύκλους, που σχημάτιζαν τα επάνω χείλη των σφονδύλων ήταν καθισμένες και περιστρέφονταν Σειρήνες, μία επάνω σε κάθε κύκλο. Κάθε Σειρήνα εξέπεμπε τον ήχο μίας και μοναδικής νότας. Και οι οκτώ αυτές φωνές παρήγαγαν μια αρμονία (τη μουσική των ουράνιων σφαιρών). Την κυκλική κίνηση των σφονδύλων, πάνω στα γόνατα της Ανάγκης, επόπτευαν καθισμένες πάνω σε θρόνους οι τρεις Μοίρες, οι κόρες της Ανάγκης (Λάχεσις, Κλωθώ και Άτροπος).

Φθάνοντας εκεί οι ψυχές, ήταν αναγκασμένες να διαλέξουν το είδος της ζωής, που θα ήθελαν να ζήσουν κατά την επόμενη ενσάρκωσή τους. Ένας εξάγγελος της Λάχεσης τοποθέτησε μπροστά τους πολλά υποδείγματα ζωής και, ανεβαίνοντας σε ένα βάθρο, απήγγειλε τον Λόγο της Μοίρας, που καλούσε τις ψυχές να τραβήξουν τον κλήρο τους.

Ο καθένας έπρεπε, ανάλογα με τη σειρά που προσδιόριζε ο κλήρος, να επιλέξει ένα συγκεκριμένο είδος ζωής. Οι ψυχές που είχαν στερηθεί τη φιλοσοφία, έσπευδαν να επιλέξουν βίους ένδοξους, χωρίς να αντιλαμβάνονται πόση δυστυχία κρύβουν τα αξιώματα και τα μεγαλεία. Όσες όμως ψυχές είχαν δοκιμαστεί σκληρά στην προηγούμενη ζωή τους, αυτήν τη φορά, πρόσεχαν να μην παραπλανηθούν από τη απατηλή λάμψη. Έτσι, η ψυχή του τρισένδοξου και πολυταξιδεμένου Οδυσσέα, επέλεξε την ήρεμη ζωή ενός άσημου ανθρώπου. Όποια εκλογή έκανε η ψυχή, παρέμενε αμετάκλητη. Μετά από αυτά, οι ψυχές οδηγήθηκαν μέσα από το άνυδρο πεδίο της λήθης στον Αμέλητα ποταμό. Όποιος έπινε από το νερό του, ξεχνούσε όλα όσα είχε ζήσει στην προηγούμενή του ζωή. Τα μεσάνυχτα, από τη βοή σεισμού και βροντής, ξάφνου οι ψυχές άρχισαν να αναπηδούν προς τα πάνω, για να αναγεννηθούν μέσα στα νέα τους σώματα. Τον ίδιο τον Ηρό δεν του επέτρεψαν να πιεί το νερό της λήθης. Πώς επέστρεψε η ψυχή του στο σώμα του, δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αλλά ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του, και είδε ότι βρισκόταν, μέσα στη νεκρική πυρά”.

Πλάτων,

Πολιτεία,

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ (2002).

ΕΙΚΟΝΑ:

Πλάτων (1885),

Λεωνίδας Δρόσης και Attilio Piccαrelli (εκτέλεση).

Στο βάθος διακρίνεται το άγαλμα της Αθηνάς, του ιδίου καλλιτέχνη, πάνω σε ψηλό κίονα.

Αθήνα – Περίβολος Ακαδημίας Αθηνών.

loading...