Λίγο πριν την επίσημη επικράτηση του Χριστιανισμού, το πιο δημοφιλές μυθιστόρημα στην ελληνόφωνη Ανατολή ήταν τα «Αἰθιοπικά» του Ηλιόδωρου. Η συγγραφή του έργου τοποθετείται στον 3ο και από άλλους μελετητές τον 4ο μ.Χ. Πρωταγωνίστρια είναι η Χαρίκλεια, κόρη του βασιλείου ζεύγους της Αιθιοπίας, που όμως είχε γεννηθεί λευκή και η μητέρα της την έστειλε να μεγαλώσει στους Δελφούς. Εκεί γνώρισε τον Θεσσαλό αθλητή Θεαγένη, δήθεν απόγονο του Αχιλλέως, τον οποίο ερωτεύτηκε. Οι δύο νέοι έφυγαν για την Αιθιοπία, αλλά τους έπιασαν ληστές στις εκβολές του Νείλου στο ελληνιστικό Ηράκλειον. Εδώ, στη μέση της υποθέσεως, ξεκινά το μυθιστόρημα:

«Η μέρα μόλις που χαμογελούσε και ο ήλιος καταύγαζε τις κορυφογραμμές, όταν κάποιοι άνδρες με ληστρικό οπλισμό ξεπρόβαλαν από τους λόφους που υψώνονται πάνω από τις εκβολές του Νείλου στο στόμιο το καλούμενο Ηρακλεωτικό. Στάθηκαν λίγο εκεί και βάλθηκαν να ψάχνουν με τα μάτια τη θάλασσα κάτω. Πρώτα άφησαν το βλέμμα τους να πλανηθεί στο πέλαγος και, καθώς κανένα πλεούμενο δεν υποσχόταν άγρα ληστρική, έριξαν τη ματιά τους στην κοντινή παραλία.

Και να τι είδαν: ένα καράβι δεμένο από τα σχοινιά της πρύμνης, έρημο εντελώς και φορτωμένο ώς τα μπούνια. Το πράγμα φαινόταν και από μακρυά: από το βάρος του φορτίου το νερό είχε ανέβει ώς το τρίτο ζωνάρι του πλοίου. Η παραλία, γεμάτη σώματα ανθρώπων που είχαν πρόσφατα σφαγιαστεί, άλλα νεκρά και άλλα μισοπεθαμένα με κάποια μέλη τους να σπαράζουν ακόμα, μαρτυρούσε ότι η μάχη μόλις είχε τελειώσει…

»Ήδη πλησίαζαν το πλοίο και τα πτώματα, όταν είδαν ένα θέαμα ακόμα πιο παράξενο. Μια κόρη καθόταν πάνω σ᾽ ένα βράχο, όμορφη τόσο που θα την έλεγες θεά, βαθυά πονεμένη για το κακό κι όμως μ᾽ έναν αέρα ευγένειας και περηφάνιας. Φορούσε δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και είχε στον ώμο κρεμασμένη μια φαρέτρα· το αριστερό της μπράτσο ακουμπούσε στο τόξο, ενώ το χέρι της κρεμόταν χαλαρό. Με τον αγκώνα του άλλου χεριού ακουμπισμένο στον δεξιό μηρό της και με το πρόσωπο αφημένο στην παλάμη, πότε έσκυβε να κοιτάξει έναν νέο που κειτόταν μπροστά της και πότε σήκωνε το κεφάλι για να κοιτάξει ολόγυρα…»

«τὴν παρειὰν ἐπιτρέψασα, κάτω νεύουσα καί τινα προκείμενον ἔφηβον περισκοποῦσα τὴν κεφαλὴν ἀνεῖχεν.»

[απδ. Αλόη Σιδέρη]

Κατόπιν μύριων όσων και περιπετειών, η Χαρίκλεια παντρεύεται τον αγαπημένο της και γίνονται ιερείς του θεού Απόλλωνα. Ας σημειωθεί, ότι το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος είναι ελληνιστικό φιλολογικό εύρημα που δεν υφίστατο πριν.

Το μυθιστόρημα λόγω της ευρείας δημοτικότητας κατά την Ρωμαϊκή δεν διέφυγε της προσοχής των βυζαντινών λογίων. Μέχρι τον 11ο έχουμε την φιλολογική κριτική του Μ. Φωτίου, ο οποίος στην «Βιβλιοθήκη» του επαινεί το ύφος και την πλοκή αλλά ασκεί κριτική στην έντονη πολυθεϊστική του θεοσέβεια. Βέβαια τα σχόλια του, όπως και το κείμενο, ήταν προσβάσιμα μόνον στους παροικούντες την Βιβλιοθήκη Κωνσταντινουπόλεως και τον φιλολογικό του κύκλο. Λοιποί ολίγοι Εκκλησιαστικοί θίγουν οξέως το «ασεβές και άσεμνο» περιεχόμενο.

Με την αναγέννηση των Ελληνικών γραμμάτων στην Αυτοκρατορία από τον Ψελλό και την ελεύθερή τους κυκλοφορία, πρώτος φυσικά ο Ψελλός σχολιάζει και ακολουθεί πληθώρα άλλων. Εξάρει την περίεργη αλλά ενδιαφέρουσα δομή και το τοποθετεί στην κορυφή των μυθιστορημάτων. Επίσης έρχεται σε αντίθεση με τους Εκκλησιαστικούς που σκανδαλίζονται από τον πολυθεϊσμό και τις άσεμνες σκηνές. Η Χαρίκλεια για τον Ψελλό είναι μία σοφιστίς και όχι μία συνηθισμένη γυναίκα, που της έχει δωθεί η μαντική ικανότητα και είναι έρμαιο του πάθους της. Ακολούθως ο Γρηγόριος Μητροπολίτης Κορίνθου αναφέρεται σε «επαίσχυντη κολακεία στο αυτί»· ενώ ο ο επαΐων της Ελληνικής Γραμματείας Μητροπολίτης Ευστάθιος Θεσσαλονίκης παραμένει σε φιλολογικές παρατηρήσεις. Είναι τον 14ο, κατά την Παλαιολόγεια αναγέννηση και τα ανάλογα ελευθεριάζοντα ιπποτικά βυζαντινά μυθιστορήματα, που επικρατεί η άποψη του Ψελλού για την υψηλή ποιότητα του έργου.

John William Godward, The Mirror, 1822

loading...