«Αν o Μπόμπαν με ξαναχτυπούσε θα τον σκότωνα»

 Ο αστυνομικός Ρέφικ Αχμέτοβιτς έμεινε στην ιστορία για την κλοτσιά που δέχθηκε από τον Ζβόνιμιρ Μπόμπαν στο περιβόητο ντέρμπι της Ντινάμο Ζάγκρεμπ με τον Ερυθρό Αστέρα την 13η Μαΐου 1990. Τρεις δεκαετίες μετά λέει τη δική του άποψη για το περιστατικό και αποκαλύπτει ότι ήταν έτοιμος να πυροβολήσει τον Κροάτη ποδοσφαιριστή

«Οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι στην ιστορία και η ιστορία είναι εγκλωβισμένη μέσα τους» έχει πει ο Αμερικάνος συγγραφέας Τζέιμς Μπόλντγουιν.

Ο Ρέφικ Αχμέτοβιτς είναι μια τέτοια περίπτωση. Η ιστορία του επεφύλαξε το ρόλο του… κακού σε ένα περιστατικό που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για έναν εμφύλιο και τη διάλυση τελικά μιας ολόκληρης χώρας. Η φωτογραφία όπου ο Κροάτης ποδοσφαιριστής, Ζβόνιμιρ Μπόμπαν χτυπά τον Αχμέτοβιτς είναι η εικόνα του θανάτου της Γιουγκοσλαβίας.

Ουσιαστικά χωρίς να το έχει επιδιώξει ο Αχμέτοβιτς έγινε ένα σύμβολο καταπίεσης που καταρρέει από το χτύπημα ενός ειδώλου.

Το περιστατικό με τον Μπόμπαν την 13η Μαΐου 1990 στο ντέρμπι της Ντινάμο Ζάγκεμπ με τον Ερυθρό Αστέρα απέκτησε μυθικές διαστάσεις. Ήταν τέτοια η δύναμη της εικόνας που λειτούργησε εις βάρος της αλήθειας. Όλοι οι ιστορικοί που έχουν μελετήσει τη συγκεκριμένη περίοδο συμφωνούν πως ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία δεν ξεκίνησε με την κλοτσιά του Μπόμπαν. Οι εθνικιστές εκατέρωθεν και τα ΜΜΕ είχαν άλλη άποψη όμως.

Άλλη άποψη για το τι συνέβη έχει και ο ίδιος ο Αχμέτοβιτς. Τρεις δεκαετίες μετά τα γεγονότα στο Μάξιμιρ, έδρα της Ντινάμο, μίλησε για το χτύπημα από τον Μπόμπαν αλλά και όσα ακολούθησαν.

Ο Αχμέτοβιτς ζει πλέον σε ένα χωριό 40 χιλιόμετρα από την Σρεμπρενίτσα, όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη καθώς μετά το περιστατικό δέχθηκε απειλές για τη ζωή του.

«Τελείωσα τη βάρδια μου και είχα δύο μέρες ρεπό. Ο διοικητής μου όμως με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να φορέσω τη στολή και να πάω στο Μάξιμιρ. Ο αγώνας της Ντινάμο με τον Ερυθρό Αστέρα είχε χαρακτηριστεί υψηλού κινδύνου. Νομίζω ότι το παιχνίδι ήταν να ξεκινήσει στις 18:00 και οι Delije (οι φανατικοί του Αστέρα) είχαν έρθει νωρίτερα στο Ζάγκρεμπ. Ήταν ανήσυχοι. Τότε ο ηγέτης τους ήταν ο Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, ο Αρκάν (παραστρατιωτικός ηγέτης των Σέρβων που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου έκανε αδιανόητα εγκλήματα). Έκαναν κάποια επεισόδια στην πόλη και τους ηρεμήσαμε. Τους οδηγήσαμε τελικά στο γήπεδο και τους βάλαμε στο νότιο πέταλο του γηπέδου. Ήταν ουσιαστικά κλεισμένοι εκεί. Δεν μπορούσαν να βγουν, ούτε μπορούσε κάποιος να τους πλησιάσει. Εγώ είχα την αποστολή να προσέχω τον γκολκίπερ που καθόταν σε αυτό το τέρμα. Ο καθένας μας είχε επιφορτιστεί με κάτι» θυμάται ο Αχμέτοβιτς και συνεχίζει:

«Το πρόβλημα ξεκίνησε από το βόρειο πέταλο όπου βρίσκονταν οι Bed Blue Bojsa (φανατικοί της Ντινάμο). Άνοιξαν το σύρμα και μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο. Μετά άκουσα από συναδέλφους που έκαναν έρευνα για τα γεγονότα ότι είχαν ψεκάσει το σύρμα από την προηγούμενη μέρα με κάτι και κόπηκε εύκολα. Όταν τους είδαμε να πλησιάζουν τους Delije τους προστατεύσαμε. Δεν θέλαμε να γίνει σύγκρουση. Μια ομάδα όμως πέρασε και έγιναν επεισόδια. Έσπαζαν πράγματα και τα πετούσαν. Σκεφτόμουν θεέ μου που ήρθα. Τελικά καταφέραμε όμως να τους απωθήσουμε. Δεν φοβόμουν παρότι θα μπορούσα να έχω χάσει το κεφάλι μου. Ήταν όμως η δουλειά μου να διατηρήσω την τάξη».

Υποστηρίζει ότι υπήρχαν πληροφορίες ότι οι φανατικοί της Ντινάμο ήθελαν να σκοτώσουν τον Ντράγκα Στόικοβιτς του Αστέρα. «Μετά από κάποια στιγμή δεχόμασταν αντικείμενα από παντού.  Είπαν στους παίκτες και των δύο ομάδων να αποσυρθούν στα αποδυτήρια και να περιμένουν για να ηρεμήσει η κατάσταση. Όμως ο Μπόμπαν πήγε στο κέντρο του γηπέδου και κουνούσε τα χέρια του προς το πέταλο των φανατικών. Τους έκανε νόημα να μπουν μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Δεκάδες μπήκαν στο χορτάρι και μας επιτίθονταν. Έναν συνάδελφο τον χτύπησαν στο κεφάλι και έπεσαν πάνω του. Έτρεξα και χτύπησα έναν. Τον χτύπησα δυνατά. Μετά ο Μπόμπαν υποστήριξε ότι ήταν συγγενής του. Τον έριξα κάτω και συνέχισα να τον χτυπάω. Ήμουν τόσο εξοργισμένος».

Για τη στιγμή που ο Μπόμπαν του επιτέθηκε θυμάται: «Το κράνος μου ήταν μικρό και δεν το είχα δέσει. Έπρεπε να το κρατάω για να μην πέσει. Όταν τον είδα ήταν ήδη στον αέρα. Με χτύπησε με τα χέρια και το γόνατο στη δεξιά μου πλευρά. Με το γόνατο στα πλευρά και με τα χέρια στο κεφάλι. Έπεσα».

Ο Αχμέτοβιτς παραδέχεται ότι ήθελε να πυροβολήσει τον Μπόμπαν μετά το χτύπημα: «Είχα πάνω μου το υπηρεσιακό μου πιστόλι. Ο προπονητής της Ντινάμο, Γιόσιπ Κούζε έπαιξε μεγάλο ρόλο. Αν δεν ήταν αυτός και ο Μπόμπαν συνέχιζε να μου επιτίθεται θα έτρωγε μια σφαίρα, 100%. Είμαι πλέον 55 ετών και σας λέω και σήμερα πως αν δεν ήταν ο Κούζε θα τον σκότωνα. Αν επέστρεφε να με χτυπήσει θα του έριχνα. Ακόμα και οι συνάδελφοι μου μού έλεγαν να τον πυροβολήσω».

Η κατάσταση στο Ζάγκρεμπ παρέμεινε τεταμένη μέχρι τα ξημερώματα. Οι Delije έφυγαν από το γήπεδο με αστυνομική συνοδεία και δέχθηκαν επιθέσεις στον σταθμό του τρένου. Ο Αχμέτοβιτς υποστηρίζει ότι δεν είχε καταλάβει τη σημασία του περιστατικού και πόσο δυνατή ήταν η εικόνα της συμπλοκής με τον Μπόμπαν. «Όταν η κατάσταση ηρέμησε εγώ ένιωθα ανακούφιση. Έβαλα τα πράγματα κάτω και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να είμαι νεκρός. Ευχαρίστησα τον Αλλάχ που εξελίχθηκε έτσι η κατάσταση. Αν τον είχα σκοτώσει δεν θα ήμουν ζωντανός.

Πρέπει να σας πω όμως ότι τις επόμενες μέρες από τα γεγονότα ήθελα να πάρω εκδίκηση. Μια-δύο μέρες μετά πήγα στο Μάξιμιρ μαζί με 5-6 άτομα. Είχαμε όπλα και ήμασταν έτοιμοι. Μου είχαν πει: Ό,τι θέλει να κάνεις είμαστε στο πλευρό σου. Όταν μας είδε μάλλον δεν με αναγνώρισε γιατί φορούσαμε όλοι πολιτικά. Ένιωθα ότι ήταν λίγο φοβισμένος. Τον πλησίασα και του είπα ποιος είμαι. Τελικά μιλήσαμε και ήπιαμε καφέ».

Το περιστατικό με τον Μπόμπαν θα ακολουθεί τον Αχμέτοβιτς για το υπόλοιπο της ζωής του και το κατάλαβε όταν ο διοικητής του, του τηλεφώνησε. «Μου είπε ότι πλέον δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια μου στο Ζάγκρεμπ και μου ζήτησε να διαλέξω σε ποιο μέρος να με μεταθέσει. Μου πρότεινε το Βελιγράδι αλλά επέλεξα το Ζβόρνικ. Εκεί μου κόλλησαν το παρατσούκλι Μπόμπαν. Κάποιοι με πείραζαν και μου έλεγαν γιατί δεν τον σκότωσα. Όμως κέρδισα τον σεβασμό γιατί φερόμουν σκληρά στους εγκληματίες Τους χτυπούσα όταν τους έπιανα επ’ αυτοφώρω και δεν το μετανιώνω καθόλου. Με αναγνώριζαν όλοι και με φώναζαν Μπόμπαν. Κάποιοι δεν γνώριζαν καν το πραγματικό μου όνομα».

Ο Αχμέτοβιτς τονίζει ότι κατάλαβε πολύ αργότερα ότι πέρασε στην ιστορία ως ο κακός της υπόθεσης αλλά και το πόσο σημαντικό ήταν το περιστατικό. «Έχω σκεφτεί ένα εκατομμύριο φορές όσα έγιναν στο Μάξιμιρ. Έμεινα στην ιστορία σαν κακός και αυτός σαν καλός. Η φωτογραφία με τον Μπόμπαν υπάρχει στο μουσείο στο Ζάγκρεμπ. Είμαι κομμάτι της ιστορίας και δεν με νοιάζει τι λένε. Αυτό που σκέφτομαι είναι ότι έκανα τη δουλειά μου. Προσπάθησα να διατηρήσω την τάξη».

Όσο για τον Μπόμπαν λέει: «Δεν έβλεπα ποτέ παιχνίδι που έπαιζε μετά από αυτό. Όμως δεν θα είχα πρόβλημα να πιω ξανά μαζί του έναν καφέ».

loading...