ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΛΥΚΟΥΣ»-ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ «ΓΥΠΕΣ»-FUNDS ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ…

 80 χρόνια μακριά από την γερμανική κατοχή, στην σύγχρονη υπό τραπεζική κατοχή Ελλάδα του Νέου Πτωχευτικού !!!

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ: ΠΩΣ ΟΙ «ΛΥΚΟΙ» ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΑΡΠΑΞΑΝ 350.000 ΑΚΙΝΗΤΑ ΚΑΙ 1.000.000 ΧΡΥΣΕΣ ΛΙΡΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ !!!

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

Αν και έχουν περάσει περίπου οκτώ δεκαετίες από την κατοχή, η δυσοσμία από τους μαυραγορίτες, τους δοσίλογους και τους πλούσιους τυχοδιώκτες που θησαύρισαν εις βάρος των Ελλήνων που πεινούσαν, είναι ακόμα δυσάρεστα έντονη στην κοινωνία!

Τρεις νέες έρευνες ( οικονομικού κυρίως ενδιαφέροντος), φέρνουν στο φως καινούργια συγκλονιστικά στοιχεία από την δράση των συνεργατών των κατακτητών, που εκμεταλλευόμενοι τις γνωριμίες τους, την δύναμη που είχαν αποκτήσει και την αγωνία των πολλών για επιβίωση, άρπαξαν περιούσιες και θησαυρούς, ανυπολόγιστης μέχρι σήμερα άξιας.

Όλοι τους απηλλάγησαν μερικά χρόνια αργότερα και δεν επέστρεψαν σχεδόν τίποτα στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους!

ΟΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Η ιταλογερμανική Κατοχή του 1941-44, πέρα από λιμός, βομβαρδισμοί, μπλόκα, αντιστασιακές πράξεις και κτηνώδη αντίποινα, υπήρξε και κάτι άλλο: μια πελώρια ευκαιρία οικονομικής αποκατάστασης και κοινωνικής ανόδου για χιλιάδες Έλληνες πολίτες, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο βρέθηκαν σε θέση να εκμεταλλευτούν τη «συγκυρία» (και τη διάχυτη γύρω τους πείνα, δυστυχία κι ανασφάλεια) για να «φτιαχτούν» ή να αυξήσουν τον πλούτο που ήδη διέθεταν.

Βιομήχανοι που έκαναν χρυσές δουλειές χάρη στις παραγγελίες της Βέρμαχτ ή την παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης, υπεργολάβοι δημοσίων έργων που άνοιγαν δρόμους κι έφτιαχναν λιμάνια ή αεροδρόμια για λογαριασμό του στρατού κατοχής, μικροί και μεγάλοι μαυραγορίτες, «διαμεσολαβητές» κάθε λογής που έσωζαν (ή «προσπαθούσαν να σώσουν») ζωές με αντάλλαγμα χρυσές λίρες – όλοι αυτοί αποτέλεσαν τους κερδισμένους των ημερών, τη σπονδυλική στήλη της εθνικοφροσύνης και τη μαγιά του «αναπτυξιακού θαύματος» των επόμενων δεκαετιών.

Στα μαύρα χρόνια της κατοχής λοιπόν, άλλαξαν χέρια 350.000 περίπου ακίνητα.

Το ένα τρίτο απ’ αυτά ήταν «αστικά» (σπίτια και οικόπεδα), τα δυο τρίτα «αγροτικά» (δηλαδή χωράφια, συχνά στην περίμετρο των αστικών κέντρων, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους των σημερινών πολεοδομικών συγκροτημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης), ενώ πουλήθηκαν και 1.000 περίπου «βιομηχανικά» ακίνητα, ως επί το πλείστον βιοτεχνίες.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο από τις στατιστικές πληροφορίες αφορά, ωστόσο, τον κόσμο των αγοραστών .

Ποιοι αγόρασαν και τι…

Τα δύο τρίτα τους ήταν άνθρωποι που στη διάρκεια της Κατοχής αγόρασαν από ένα ακίνητο, το ένα τέταρτο αγόρασε 2-3, το ένα εικοστό 4-10, ενώ το ένα τριακοστό «φτιάχτηκε» πάρα πολύ χοντρά, αποκτώντας στο ίδιο διάστημα από 11 μέχρι 50 ή και περισσότερα ακίνητα.

Πέντε με δέκα χιλιάδες Έλληνες βγήκαν, δηλαδή, από την κατοχή αισθητά πλουσιότεροι απ’ ότι ήταν πριν.

Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνουμε από το δειγματοληπτικό κατάλογο των 524 αγοραστών, η συγκεντροποίηση είναι ακόμη μεγαλύτερη, αφού συχνά διαφορετικοί αγοραστές είναι πρόσωπα μιας και της αυτής οικογένειας ή συνιδιοκτήτες της ίδιας επιχείρησης.

Ο αριθμός των υπόλοιπων 50 με 55.000 αγοραστών μας αποκαλύπτει μια άλλη όψη του φαινομένου: τον κόσμο που στο διάστημα της Κατοχής μπορεί να μην πλούτισε ιδιαίτερα, μάλλον όμως δεν έγινε και φτωχότερος, αφού απέκτησε κάποια νέα περιουσιακά στοιχεία.

Αν κρίνουμε απ’ το διαθέσιμο δειγματολόγιο των 524, ανάμεσά τους βρίσκονται και χιλιάδες «μικροί» μαυραγορίτες, που μέσα στο θανατικό του 1941-42 αγόρασαν σπίτια και οικόπεδα καταβάλλοντας -σύμφωνα με τα συμβόλαια- κάποια δέκατα της λίρας για το καθένα…

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ «ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ»

Σε κείμενό του για την πείνα της Κατοχής, ο πανεπιστημιακός Χρήστος Λούκος επισημαίνει την ανάγκη «να διερευνηθεί και με άλλα ιστορικά κριτήρια (πέρα από τις μαρτυρίες απομνημονευματικού χαρακτήρα) ποιοί και με ακριβώς ωφελήθηκαν από τις έκτακτες συνθήκες που προκάλεσε η ξενική κατοχή.

Με δυο λόγια, η ανακατανομή πλούτου που έγινε ποιούς ευνόησε».
Μια πρώτη -μερική- απάντηση μας δίνει ο σχετικός κατάλογος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, που φυλάσσεται στην ομώνυμη συλλογή του ΕΛΙΑ.

Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο 68 δακτυλογραφημένων σελίδων, όπου καταγράφονται 524 αγοραστές ακινήτων, τα ακίνητα που αγόρασαν, οι αριθμοί συμβολαίων, το αναγραφόμενο σε αυτά τίμημα της αγοράς και το αντίτιμό του σε χρυσές λίρες την εποχή της αγοραπωλησίας.
Το ντοκουμέντο μας δίνει μια αρκετά περιορισμένη εικόνα του συνόλου.

Από τους 100 αγοραστές περισσότερων από 50 ακινήτων αναγράφεται πχ. μόνο ένας (για την ακρίβεια δίδυμο: οι «Παπαλεξανδρής και Στεργίου», που αγόρασαν 120 ακίνητα στα Σπάτα), ενώ φιγουράρουν ελάχιστοι από τους 400 της κατηγορίας «21-50» και μάλλον αρκετοί από τους 1.500 που αγόρασαν από 11 μέχρι 20. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, κάποια συμπεράσματα μπορούν να βγουν, ειδικά όσον αφορά τις μικρομεσαίες κλίμακες της πυραμίδας.
Μεταξύ των 524 συγκαταλέγονται 28 τουλάχιστον βιομήχανοι, 10 επιχειρηματίες, 18 κτηματίες, 1 εφοπλιστής, 6 εργολάβοι, 4 δικηγόροι και 81 έμποροι, ενώ υπάρχουν επίσης 13 νομικά πρόσωπα με προεξάρχουσα την Εθνική Τράπεζα.

Μεταξύ των αγοραστών συγκαταλέγονται και τρεις Εβραίοι, οι δραστηριότητες των οποίων σταματούν για προφανείς λόγους στα μέσα του 1943.

ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΕ ΜΙΑ ΛΙΡΑ!

Από τους αναγραφόμενους αγοραστές ακινήτων, «επώνυμες» είναι ίσως μόνο οι οικογένειες Παπαστράτου, Λαναρά, Βασιλειάδη, Καρέλλα και Χυτήρογλου.

Στην ίδια κατηγορία μπορεί να υπαχθεί και η Ελένη Βουλπιώτη, σύζυγος του αντιπροσώπου της Ζίμενς Ιωάννη Βουλπιώτη.

Μέσα στο 1941 αγόρασε 6 ακίνητα για 1-2 λίρες το καθένα.

Πιο αποκαλυπτικές είναι ίσως οι πληροφορίες που αντλούμε για τη βάση της πυραμίδας. Μια μεγάλη κατηγορία αγοραστών αποτελούν όπως είδαμε οι έμποροι κάθε λογής, ενώ ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η παρουσία επαγγελμάτων που έχουν σχέση με την παραγωγή, διακίνηση ή επεξεργασία τροφίμων.

Ο «οινομάγειρος» Κ.Ζ. αγόρασε π.χ. 5 οικόπεδα μεταξύ Νοεμβρίου 1941 και Σεπτεμβρίου 1942, ο «ορνιθοτρόφος» Α.Α. 2 σπίτια και 2 χωράφια σε ακόμη μικρότερο διάστημα (Δεκέμβριος – Ιούλιος), ενώ ο «κτηνοτρόφος» Κ.Κ. 3 αγροτεμάχια μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1942 κι άλλο ένα τον Ιούλιο του 1943.

Από τέσσερα χωράφια αγόρασαν την ίδια πάνω κάτω περίοδο ο «εστιάτωρ» Κ.Α. (Απρίλιος-Νοέμβριος 1942), ο «κρεοπώλης» Γ.Κ. (Μάιος 1942 – Σεπτέμβριος 1943) κι ο «κηπουρός» Θ.Κ. (Ιανουάριος – Οκτώβριος 1942), ενώ αποδοτικότερος αποδείχθηκε ο «ζαχαροπλάστης» Κ.Κ. με 5 ακίνητα μέσα στο τετράμηνο Απριλίου – Ιουλίου 1942.

Τρεις «βουστασιάρχες», τέλος, ψώνισαν αντίστοιχα 3, 4 κι 6 «κτήματα», «αγρούς» ή οικόπεδα, ως επί το πλείστον το 1942-43.

Ο «αστυφύλαξ» Γ.Δ., πάλι, αγόρασε μέσα στο το Μάιο του 1941 τρία σπίτια καταβάλλοντας από μια λίρα για το καθένα.

Τέσσερα ακίνητα αγόρασε και η «σύζυγος ενωμοτάρχου» Τ.Α. το 1941-42, με τιμές αγοράς από 3 έως 11 λίρες. Στον κατάλογο δίνουν επίσης το παρών ένας αξιωματικός (4 κτήματα το 1942-43) κι ο «αρχιερεύς Ματθαίος ή Γεώργιος Κ.», που μεταξύ Απριλίου 1943 και παραμονών της απελευθέρωσης έβαλε στην άκρη 2 σπίτια κι 1 απροσδιόριστο «ακίνητον».
Απροσδιόριστο παραμένει τέλος το επάγγελμα του Γ.Μ., που φέρεται απλώς ως «πρόσφυξ» και μεταξύ Νοεμβρίου 1943 κι Αυγούστου 1944 (ενώ δηλαδή η μεν πείνα είχε υποχωρήσει, αλλά τα μπλόκα, οι συλλήψεις κι οι εκτελέσεις έδιναν κι έπαιρναν) απέκτησε τρία… οικοπεδάκια έναντι μηδενικού ή σχεδόν μηδενικού αντιτίμου.

ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ «ΑΓΟΡΑΣ»

Αρχικά κλεινόταν µια συμφωνία που προέβλεπε την αγορά του ακινήτου συνήθως στο 1/10 έως το 1/20 της προπολεμικής του αξίας.

Υπογραφόταν ένα προσύμφωνο και ο συμβολαιογράφος αναλάμβανε να ετοιμάσει τα συμβόλαια.

Ο αγοραστής µε διάφορα προσχήματα (φόρτο εργασίας, προβλήματα στους τίτλους ή στην εφορία κ.λπ.) καθυστερούσε την υπογραφή του συμβολαίου.

Κάποια στιγµή υπογραφόταν η τελική συμβολαιογραφική πράξη και ο πωλητής εισέπραττε τα χρήµατα του προσυµφώνου, τα οποία είχαν χάσει ήδη µέρος της αξίας τους.

Αυτό το ποσό το κατέθεταν αναγκαστικά στην τράπεζα και ο πωλητής είχε τη δυνατότητα να παίρνει κατά διαστήματα 30.000 δρχ. και µετά το 1942 40.000 δρχ. ανά εβδομάδα. Με αυτό τον τρόπο τελικά ο πωλητής εισέπραττε το 1/100 της αξίας του ακινήτου που πούλησε.

Ένα παράδειγμα:

Ένα ακίνητο είχε προπολεµική αξία 500.000 δραχµές ή 500 λίρες (1 λίρα = 1.000 δρχ.). Στην Κατοχή το ακίνητο αυτό λόγω του πληθωρισµού θα είχε 1.000.000 δρχ. ή 50 λίρες (1 λίρα = 20.000 δρχ.).

Αυτή ήταν η τιµή του προσύµφωνου.

Αξίζει να σηµειωθεί ότι στο παράδειγµα αυτό γίνεται η εκτίµηση στις καλύτερες δυνατές συνθήκες, δηλαδή ο αγοραστής να αγοράσει στο 1/10 της προπολεµικής αξίας το ακίνητο επειδή συνήθως η τιµή κυµαινόταν µεταξύ 1/10 έως 1/20.

Ύστερα από έναν µήνα που υπογραφόταν το τελικό συμβόλαιο, λόγω της εσκεμμένης κωλυσιεργίας του αγοραστή, η δραχµή είχε πέσει κι άλλο και η λίρα είχε ανέβει (1 λίρα = 28.000 δρχ.).

Επομένως όταν πληρωνόταν ο πωλητής στην πραγματικότητα έπαιρνε σε υγιές νόµισµα χρήµατα για περίπου 35 λίρες.

Αυτά τα χρήµατα ήταν αναγκασμένος να τα καταθέσει στην τράπεζα και να κάνει αναλήψεις 30.000 δρχ. κατά διαστήματα.

Μέχρι να σηκώσει όλο το ποσό από τον τραπεζικό του λογαριασµό περνούσαν µήνες και αν λάβουµε υπόψη µας τον πληθωρισµό, υπολογίζουμε ότι τελικά ο πωλητής έπαιρνε στα χέρια του το ποσό των 5 λιρών!

Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα το ποσό πώλησης σε δραχµές είχε πια απαξιωθεί τόσο πολύ, που οι πωλητές δεν πήγαιναν καν να το εισπράξουν!

Επίσης οι «νεόπλουτοι της Κατοχής» ξόδευαν τα χρήµατά τους σε ακριβά θεάµατα, ταβέρνες µε εκλεκτά εδέσματα και μουσική, καλλυντικά, κρέµες προσώπου και εξωτικά αρώµατα.

Αγόραζαν ότι έβρισκαν στην τριγύρω! κοσμήματα, ακριβά ρούχα, πιάνα, πανάκριβα είδη σπιτιού, χαλιά και τάπητες, αυτοκίνητα, πίνακες ζωγραφικής, οικόπεδα, κτήµατα, σπίτια και πολυκατοικίες, αγρούς, αµπέλια, καταστήµατα στο κέντρο της Αθήνας κ.ά.

Για να επιζήσουν, οι φτωχοί ξεπουλούσαν τα ρούχα τους, τις προίκες των παιδιών τους, τις κινητές και ακίνητες περιουσίες τους, τις βέρες, τα κοσµήµατα µέχρι και τα χρυσά τους δόντια για λίγο λάδι, λίγες σταφίδες, σαπούνι, µερικά δράµια ζάχαρη και αλεύρι.

Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Στη διάρκεια του πολέμου, οι Σύμμαχοι και οι εξόριστες κυβερνήσεις είχαν διακηρύξει επανειλημμένα ότι οι αλλαγές ιδιοκτησιών στις κατεχόμενες από τον Άξονα χώρες, θα θεωρηθούν μετά τη νίκη άκυρες.

Η πρώτη σχετική -και καθαρά μεταβατική- ρύθμιση έγινε από την κυβέρνηση Σοφούλη την παραμονή των εκλογών του 1946.

Με τη Συντακτική Πράξη 114 της 29.3.46 ακύρωσε τις κατοχικές αγοραπωλησίες των μικροϊδιοκτησιών κι απαγόρευσε προσωρινά κάθε πράξη σχετική με τα υπόλοιπα, μέχρι την οριστική ρύθμιση του ζητήματος.

Ακολούθησε η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ πωλητών κι αγοραστών, συνασπισμένων στις αντίστοιχες Πανελλήνιες Ομοσπονδίες, με διακύβευμα τη γενίκευση ή την κατάργηση της ΣΠ 114.

Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αγοραστών υποστήριζε πως η Συντακτική πράξη ήταν αντισυνταγματική, αφού ερχόταν σε αντίθεση με την «ελευθερία των συμβάσεων».
Για την προβλεπόμενη «τελική ρύθμιση» θα χρειαστεί να τελειώσει πρώτα ο Εμφύλιος και να φανούν στον ορίζοντα οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές.

Στις 25 Νοεμβρίου 1949, ο Αναγκαστικός Νόμος 1323 θέσπισε την παρακάτω έκτακτη διαδικασία:

Τα μεγάλα ακίνητα παρέμειναν στους αγοραστές.

Οι πωλητές μπορούσαν να ζητήσουν την καταβολή ενός συμπληρωματικού τιμήματος, ίσου με το 75% της διαφοράς της αξίας του ακινήτου στα μέσα του 1949 και της τιμής πώλησής του.
Τα μικρομεσαία ακίνητα, πάλι, μπορούσαν να διεκδικηθούν δικαστικά (εφόσον ο πωλητής μπορούσε να αποδείξει ότι δεν έχει πια καμιά περιουσία και με επιστροφή του τιμήματος σε 4 δόσεις, με τόκο 6%), είτε να μείνουν στον αγοραστή με δικαστικό συμβιβασμό και καταβολή συμπληρωματικού τιμήματος, όπως στην προηγούμενη κατηγορία.

Στην πρώτη περίπτωση, καθυστέρηση καταβολής 2 δόσεων έδινε τη δυνατότητα στον αγοραστή να κρατήσει το ακίνητο.

Υπήρχε τέλος η δυνατότητα εξώδικου συμβιβασμού, προς την ίδια κατεύθυνση και με λιγότερα έξοδα.

Χάριν της «ασφάλειας των συναλλαγών», αγωγές διεκδίκησης των ακινήτων μπορούσαν να κατατεθούν μόνο μέσα στο πρώτο εξάμηνο από την ψήφιση του νόμου. Την κατάσταση περιέπλεξε ακόμη περισσότερο η άρνηση κάποιων πρωτοδικείων (όπως του Πειραιά και της Κατερίνης) να εφαρμόσουν τον «αντισυνταγματικό» νέο νόμο.

Το ζήτημα παραπέμφθηκε στον Άρειο Πάγο, που στις 16 Μαΐου 1950 -δέκα δηλαδή μέρες πριν τη λήξη της προθεσμίας- έκρινε τον Α.Ν. 1323 συνταγματικό, χωρίς όμως να δώσει παράταση σε όσους είχαν περίμεναν την έκβαση της δικαστικής αναμέτρησης πριν καταφύγουν στη Δικαιοσύνη.

Ο επίλογος γράφτηκε στις 28 Μαρτίου του 1951 με τις επίσημες δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης Ηλία Λαγάκου.

Σε 48 από τις 58 περιφέρειες πρωτοδικείων της χώρας, ανακοίνωσε, είχαν κατατεθεί 74.548 αιτήσεις είτε αναστροφής των αγοραπωλησιών είτε δικαστικής συμπλήρωσης του τιμήματος, ενώ μέχρι τις 27.11.1950 είχαν γίνει και κάπου 32.000 εξώδικοι συμβιβασμοί.

Στο Πρωτοδικείο Αθηνών, «το οποίον έχει την μεγαλυτέραν κίνησιν», πρόσθεσε, «η τελευταία ημερομηνία κατά την οποίαν έχουν προσδιορισθεί προς συζήτησιν αγωγαί βάσει του Α.Ν. 1323 είναι η 27 Ιουλίου 1951. Συνεπώς μετά τέσσαρας μήνας τερματίζεται οριστικώς το ζήτημα των αγοραπωλησιών της Κατοχής».

Κι έζησαν όλοι καλά – και κάποιοι ακόμη καλύτερα…

loading...