Τί να πείς μπρος σε τέτοια κλοπή του πολιτισμού της πατρίδας….θλίβομαι. – Ο Έλγιν της Θεσσαλονίκης

 Ο Έλγιν της Θεσσαλονίκης ήταν ένας Γάλλος σοφός πενήντα ενός χρονών ονόματι Εμανουέλ Μιλέρ, ειδήμων παλαιογράφος με «πάθος για τα χειρόγραφα», όπως διατεινόταν ο ίδιος….Ενώ περίμενε το καράβι που θα ’στελνε η Γαλλία, οι σκέψεις του στράφηκαν πάλι προς τη Θεσσαλονίκη και τις καρυάτιδες. «Τα εμπόδια που προβλέπω είναι η ζήλια των Ελλήνων και οι ξένοι πρόξενοι», έγραψε. «Αν το θελήσει η Τύχη να πάρω εκείνα τ’ αγάλματα! Σκεφτείτε: οκτώ αγάλματα, μιας πολύ ωραίας περιόδου, ακρωτηριασμένα βέβαια, αλλά και τι μ’ αυτό;» Ήταν απαισιόδοξος, αλλά, ακούγοντας ότι επρόκειτο να κατεδαφιστούν τα τείχη της πόλης, του ’ρθε ζαλάδα όταν αναλογίστηκε πόσο πολλά πράγματα θα έρχονταν στο φως. «Δεν ξέρω πια πού βρίσκομαι -παρόν, παρελθόν και μέλλον έχουν μπερδευτεί όλα μέσα στο μυαλό μου». Κι ύστερα, στη γυναίκα του:

Θάσος, 10 Οκτωβρίου 1864,

Βιάζομαι να σου στείλω την καλή, τη μεγάλη είδηση… Ο Σουλτάνος, μέσω του Μεγάλου Βεζίρη, του Φουάντ Πασά, μου έδωσε την άδεια να αποκολλήσω και να μεταφέρω στη Γαλλία τα οκτώ αγάλματα της Σαλονίκης που ήθελα τόσο πολύ…

Οι καρυάτιδες έστεκαν πάνω σε μια μαρμάρινη κιονοστοιχία- το να τις κατεβάσουν χωρίς να τις σπάσουν ήταν λεπτή δουλειά και απαιτούσε μηχανήματα που δε βρίσκονταν εύκολα στη Θεσσαλονίκη. Τελικά πέρασαν ένα μεγάλο ξύλινο βαρούλκο μέσ’ από τα στενοσόκακα, πάνω σε δυο βουβαλάμαξες. Το βαρούλκο έδειχνε σάπιο ως το μεδούλι, ιδίως για «τόσο τεράστια μάρμαρα!» Κι όμως, στις 4 Νοεμβρίου οι ετοιμασίες είχαν τελειώσει και η επιχείρηση καθαίρεσης των αγαλμάτων μπορούσε ν’ αρχίσει. Ο Μιλέρ ξεκίνησε με τη θεόρατη πλάκα που ήταν από πάνω τους. Κόσμος πολύς παρακολουθούσε από το δρόμο και κρεμόταν από τα παράθυρα των διπλανών σπιτιών, καθώς το πρώτο τμήμα αποκολλιόταν και κατέβαινε στο έδαφος· στα μισά του κατεβάσματος το βαρούλκο έχασε την έδρασή του και το πελώριο κομμάτι έπεσε στο χώμα, ευτυχώς χωρίς να σπάσει. Στη συνέχεια ξεκόλλησαν ένα-δυο αγάλματα, οπότε συνέβη άλλο ένα μικρό ατύχημα: «Το σύνολο των δύο αγαλμάτων, ακουμπώντας στο έδαφος, δέχτηκε ένα ελαφρό χτύπημα, και το κορυφαίο τμήμα έπεσε, ευτυχώς, στο επάνω μέρος, που σημαίνει ότι η μορφή της Νίκης δεν έπαθε τίποτα. Προφανώς το μάρμαρο είχε διαρραγεί εκεί από καιρό, και τα κομμάτια ίσα-ίσα που κρατιόνταν μαζί, όπως μπορέσαμε να δούμε από το σπάσιμο».

Μολονότι το άνω επιστύλιο και τ’ αγάλματα κατέβηκαν τελικά, για να μεταφερθούν στο λιμάνι έπρεπε μια ομάδα από οκτώ βουβάλια να πορευτεί μέσ’ από πολυδαίδαλα σοκάκια γεμάτα αυλακιές, λάσπες και σκουπίδια. Περνώντας μέσ’ από το παζάρι τα ζώα άνοιξαν δρόμο ανάμεσα σε κουφάρια που σάπιζαν και στις «δυσώδεις οσμές» τους. Αναγουλιασμένος, πολύ αγχωμένος, ταλαιπωρημένος από την αϋπνία, αποκαμωμένος από τη συνεχή παρουσία του πλήθους που τους ακολουθούσε παντού, ο Μιλέρ και τα ζώα του έκαναν μιάμιση ώρα να βγουν στο λιμάνι, όπου τ’ αγάλματα φορτώθηκαν στο μεταγωγικό πλοίο La Truite χωρίς δυσκολία, μαζί με τ’ αποκτήματα της Θάσου. Οι μαρμάρινες λιθόπλινθοι πάνω στις οποίες ακουμπούσαν οι Καρυάτιδες ήταν ακόμα βαρύτερες, και οι Βούλγαροι αραμπατζήδες ανησύχησαν για τα βουβάλια τους. Μια απότομη στροφή παραλίγο να τα νικήσει· έπειτα, φτάνοντας μπροστά σ’ έναν βαθύ, λασπερό βόθρο, που έκανε τα ζώα να γλιστράνε και να χάνουν τη στήριξή τους, σταμάτησαν. Αναγκάστηκαν ν’ αφήσουν ένα λίθο στο παζάρι όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα χρειάστηκαν πέντε ζευγάρια βουβάλια για να τον πάνε ως το καράβι, και ο Μιλέρ άρχισε ν’ απελπίζεται ότι δε θα κατάφερνε ποτέ να μετακινήσει και τα υπόλοιπα. 

Δεν είχε εγκαταλείψει το στόχο του να αποστείλει όλο το μνημείο [«Δεν υπάρχει, πιστεύω, στο Παρίσι άλλο αρχαίο μνημείο τέτοιου μεγέθους»], όταν έμαθε πως η Γαλλία δε θα ’στελνε άλλα πλοία. «Αυτό δεν θα πείραζε», παραπονέθηκε, 

Πλησίαζε ο χειμώνας: μετά τις βροχές είχε πλακώσει παγωνιά, και  οι αγωγιάτες με τα βουβάλια αρνιόνταν να εμφανιστούν. Είχε βάλει τα υπόλοιπα μάρμαρα κατά μήκος του τοίχου ώστε να μην εμποδίζουν την κυκλοφορία κι είχε αφήσει τέσσερις μεγάλες πλάκες στη μια πλευρά. Είτε θα τα παιρναν κάποιαν άλλη στιγμή, είτε μπορούσαν να τα δώσουν για την οικοδόμηση της νέας εκκλησίας του Αγ. Νικολάου, που χτιζόταν τότε εκεί κοντά. Ο Μιλέρ ήταν πια εξαντλημένος, νοσταλγούσε την πατρίδα του και δεν άντεχε άλλο. Στα μέσα Δεκεμβρίου έφυγε με το καράβι για το Παρίσι, αναγκασμένος ν’ αφήσει πίσω του τα μεγαλύτερα κομμάτια, τις περισσότερες κολόνες και τα διαμελισμένα λείψανα του πιο εντυπωσιακού ίσως αρχαιολογικού μνημείου της πόλης. Στην διάρκεια του επόμενου αιώνα οι πυρκαγιές και η αστική ανάπλαση απάλειψαν ολοσχερώς κάθε ίχνος του χτίσματος. Δεδομένου ότι ο Μιλέρ δε σημείωσε τη θέση του μνημείου ούτε έφτιαξε τοπογραφικό σχέδιο, δεν μπορούμε να ξέρουμε πού βρισκόταν ούτε ποια ήταν η λειτουργία του. Και οι καρυάτιδες; Αρχικός προορισμός τους ήταν να εμπλουτίσουν τη βασιλική συλλογή του Ναπολέοντα Γ’, ηγεμόνα από τους τελευταίους που αναμίχθηκαν στην υπόθεση των μουσείων όταν όμως η ιδέα ενός αυτοκρατορικού Musee Napoleon III εγκαταλείφθηκε, απλώς τις απόθεσαν στο Λούβρο.

   [Από το βιβλίο του Μάρκ Μαζάουερ Θεσσαλονίκη,πόλη των φαντασμάτων]

loading...