Ποιος ευνοείται από τον πόλεμο στη Γάζα;

 Κίνδυνος γενικευμένης ανάφλεξης  

 Ξένια Τούρκη   

Ένας νέος κύκλος βίας, ο χειρότερος των τελευταίων ετών, έχει ανοίξει στο Ισραήλ. Οι σφοδρότερες συγκρούσεις στην ανατολική Ιερουσαλήμ, από το 2017,  ανάμεσα σε Παλαιστινίους και την ισραηλινή Αστυνομία, εξελίχθηκαν σε μια νέα διαμάχη ανάμεσα στη Χαμάς και τον ισραηλινό στρατό. Οι νεκροί και από τις δύο πλευρές αυξάνονται καθημερινά, με τον απολογισμό να βαραίνει δυσανάλογα την παλαιστινιακή πλευρά. 

Η νέα αναζωπύρωση της κρίσης έχει φυσικά να κάνει με την 54χρονη ισραηλινή κατοχή. Η οργή εδώ και καιρό συσσωρεύεται στα παλαιστινιακά εδάφη. Δεν είναι μόνο η παντελής έλλειψη προοπτικής για επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος και το γεγονός πως απομακρύνεται όλο και περισσότερο η πιθανότητα δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους. Η πλειονότητα των Παλαιστινίων ζει σε συνθήκες φτώχειας και είναι αντιμέτωπη με υψηλούς δείκτες ανεργίας. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια η ισραηλινή Κυβέρνηση συστηματικά δίνει προνόμια στους Εβραίους πολίτες της εις βάρος των Αράβων, ενώ καταπιέζει τους Παλαιστινίους, ιδιαίτερα στα εδάφη που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της. Όλα αυτά ρίχνουν λάδι στη φωτιά που σιγοκαίει.

Οι διαμαρτυρίες και οι συγκρούσεις στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ ξεκίνησαν πριν από ένα μήνα, με τους Παλαιστινίους να αντιδρούν στους περιορισμούς που προσπάθησαν να επιβάλουν οι ισραηλινές Αρχές για τις συγκεντρώσεις στη διάρκεια του Ραμαζανιού. Στις αρχές αυτές της βδομάδας η κρίση κλιμακώθηκε με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ Παλαιστινίων και ισραηλινών δυνάμεων. Πλέον, η κατάσταση έχει εκτροχιαστεί. Η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ εκτοξεύουν καθημερινά εκατοντάδες ρουκέτες και πυραύλους, ενώ το Ισραήλ απαντά με αεροπορικούς βομβαρδισμούς και χειρουργικά χτυπήματα. 

Όλα δείχνουν πως ο κύκλος βίας δεν θα κλείσει τόσο εύκολα και το φάσμα μιας τρίτης Ιντιφάντα ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω από την περιοχή. Και το ερώτημα που αμείλικτα τίθεται είναι αν η ένταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια γενικευμένη σύγκρουση, ειδικά μετά τις προειδοποιήσεις του Ισραηλινού Πρωθυπουργού, Μπενιαμίν Νετανιάχου, πως η χώρα του θα εντείνει τις επιθέσεις εναντίον της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ και πως «παλαιστινιακές οργανώσεις» θα δεχθούν ένα χαστούκι που δεν το περιμένουν. 

Μέχρι στιγμής η Χαμάς και το Ισραήλ έχουν εμπλακεί σε τρεις πολέμους, ο πρώτος το 2007, ο δεύτερος το 2014 και ο τρίτος το 2014. Επίσης, το Ισραήλ κατά καιρούς έχει πραγματοποιήσει διάφορες επιχειρήσεις στη Λωρίδα της Γάζας για να εξουδετερώσει στελέχη των παλαιστινιακών οργανώσεων. Κάθε φορά και οι δύο πλευρές έχουν απώλειες, ενώ και οι δύο πανηγυρίζουν πως κέρδισαν. Και η αλήθεια είναι πως μετά από κάθε ένταση η Χαμάς κερδίζει πόντους, αφού προβάλλεται ως η οργάνωση που προασπίζεται καλύτερα τα συμφέροντα των Παλαιστινίων και που δεν διστάζει να τα βάζει με τον πανίσχυρο αντίπαλό της, ενώ η ισραηλινή Κυβέρνηση συσπειρώνει την κοινή γνώμη υπέρ της, γεγονός που παίζει καθοριστικό ρόλο στη μακροημέρευση του Μπενιαμίν Νετανιάχου στην εξουσία.

Διάθεση για αποκλιμάκωση πάντως δεν υπάρχει, αφού ακόμη και η απειλή για επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας φαίνεται πως εξυπηρετεί και τη Χαμάς και την ισραηλινή Κυβέρνηση. Η σιιτική οργάνωση επιχειρεί να κερδίσει από την απογοήτευση που προκάλεσε η αναβολή των κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών στα παλαιστινιακά εδάφη, που ήταν προγραμματισμένες για αυτόν τον μήνα (οι προηγούμενες παλαιστινιακές εκλογές διεξήχθηκαν πριν από 15 χρόνια). Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, από την άλλη, ελπίζει πως η βία θα στρέψει την προσοχή μακριά από τα προβλήματα της διακυβέρνησής του και, το κυριότερο, πως θα εκτροχιάσει τις προσπάθειες σχηματισμού Κυβέρνησης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ώστε η χώρα να οδηγηθεί εκ νέου σε πρόωρες εκλογές τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

Παράλληλα, όπως ανέφερε ο Αμερικανός αναλυτής και ιδρυτής του think tank Eurasia Group Ίαν Μπρέμερ, όλοι οι παίκτες έχουν να αποκομίσουν δυνητικά οφέλη από την παρούσα ένταση. Η κρίση βοηθά αφενός τον Μπενιαμίν Νετανιάχου να κυβερνήσει με μεγαλύτερη άνεση, καθώς μέχρι να ξεκαθαρίσει το πολιτικό σκηνικό δεν διαθέτει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ στους Παλαιστινίους δίνεται η ευκαιρία να διεθνοποιήσουν το ζήτημά τους, αναζωπυρώνοντας, παράλληλα, το ενδιαφέρον των υπόλοιπων Αράβων για την υπόθεσή τους. 

Πάντως, ο Αμερικανός αναλυτής δεν δείχνει να πιστεύει πως η κατάσταση θα εκτροχιαστεί πέρα από αυτά που βλέπουμε κατά καιρούς να σημειώνονται στην περιοχή. «Η κατάσταση είναι ανησυχητική, αφού τέτοιους είδους συγκρούσεις εμπεριέχουν τη δυνατότητα γιγάντωσης. Ωστόσο δεν πιστεύω πως θα εξελιχθούν σε ευρύτερη σύγκρουση», υποστήριξε. Άλλωστε είναι γνωστό και επαναλαμβανόμενο το σενάριο στο Ισραήλ και τα παλαιστινιακά εδάφη. Η βία σιγοβράζει για καιρό και κατόπιν λιγότερο ή περισσότερο ξαφνικά κλιμακώνεται. Πάντα με την ισορροπία δυνάμεων να γέρνει σαφώς προς την πλευρά του Ισραήλ. Η απάντηση στις πέτρες είναι οι σφαίρες και η απάντηση στις ρουκέτες είναι οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο θύμα να είναι οι άμαχοι πολίτες.

Η βία ευνοεί τον Μπενιαμίν Νετανιάχου

Οι πολιτικές βίαιες ταραχές μεταξύ Εβραίων και Αράβων στο Ισραήλ επέφεραν ένα ισχυρό πλήγμα στις προσπάθειες του κύριου πολιτικού αντιπάλου του Νετανιάχου, Γιαΐρ Λαπίντ να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση και να εκδιώξει τον Ισραηλινό ηγέτη. Ο Ναφτάλι Μπένετ, ηγέτης του δεξιού, ριζοσπαστικού κόμματος Γιάμινα, που προβάλλεται ως ρυθμιστής του πολιτικού σκηνικού, μετά τις ατελέσφορες βουλευτικές εκλογές της 23ης Μαρτίου, δήλωσε ότι εγκαταλείπει τις συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με τον Γιαϊρ Λαπίντ, τον ηγέτη της αντιπολίτευσης, προτιμώντας μια κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας.

Ο Γιαϊρ Λαπίντ, ηγέτης του κεντρώου κόμματος Υπάρχει μέλλον, έχει στη διάθεσή του ακόμη τρεις εβδομάδες μετά την εντολή που έλαβε για να προσπαθήσει να σχηματίσει κυβερνητικό συνασπισμό. Εάν αποτύχει, είναι πιθανό να διεξαχθούν νέες εκλογές, οι πέμπτες στο Ισραήλ σε δύο χρόνια.

Μια συμφωνία «εναλλαγής» κατά την οποία ο Λαπίντ και ο Μπένετ θα εναλλάσσονταν στην πρωθυπουργία εξεταζόταν, αλλά αυτή θα χρειαζόταν την υποστήριξη Αράβων βουλευτών για την εξασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Όμως ο ηγέτης του Γιαμίνα διέκοψε τις συνομιλίες με το Υπάρχει Μέλλον διαμηνύοντας πως οι τρέχουσες συγκρούσεις με την αραβική μειονότητα της χώρας θα έκανε ανέφικτη μια τέτοια κυβέρνηση. 

Οι εξελίξεις αυτές ευνοούν φυσικά τον Μπενιαμίν Νετανιάχου, καθώς του ανοίγουν το δρόμο να παραμείνει στην εξουσία, όχι μόνο μέχρι τον Σεπτέμβριο οπότε και είναι πολύ πιθανόν πως θα πραγματοποιηθούν οι εκλογές, αλλά πολύ περισσότερο να καταφέρει να νικήσει και στη νέα εκλογική αναμέτρηση. Η κλιμάκωση των συγκρούσεων τού πρόσφερε μια ανακούφιση της τελευταίας στιγμής, καθώς φαινόταν να πλησιάζει το πολιτικό του τέλος. Η σύγκρουση έσβησε τις ελπίδες των αντιπάλων του να συνασπιστούν για να τον διώξουν από την εξουσία και αποδείχτηκε για άλλη μια φορά πως ο Ισραηλινός πρωθυπουργός σαν τον ήρωα χολιγουντιανής ταινίας, είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει. Το κέρδος για τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, ενδεχομένως να είναι ακόμη μεγαλύτερο, καθώς η κρίση του προσφέρει την ευκαιρία να συσπειρώσει την εκλογική του βάση και να αυξήσει τις πιθανότητες σε τέσσερις μήνες να καταφέρει να σχηματίσει μια βιώσιμη κυβέρνηση.

Καραδοκούν Ιράν, Τουρκία, Συρία και Χεζμπολάχ

Την ίδια ώρα, οι περιφερειακοί παίκτες που διαγκωνίζονται για τον έλεγχο της πλούσιας σε ενεργειακά αποθέματα Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράν, η Συρία, ακόμη και η σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ στον Λίβανο, καραδοκούν και βλέπουν τη βία μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων ως μια ευκαιρία να αναμειχθούν. Και όλοι τους βρίσκονται σε άγρια κόντρα με το Ισραήλ. Η Τεχεράνη κατηγορεί Ισραηλινούς πράκτορες ότι σαμποτάρουν με κυβερνοεπιθέσεις το πυρηνικό της πρόγραμμα και δολοφονούν Ιρανούς επιστήμονες. Η Συρία και το Ιράν τροφοδοτούν τη Χεζμπολάχ με πυραύλους και όπλα και τα κομβόι που μεταφέρουν οπλισμό μέσω της Συρίας στον Λίβανο δέχονται συχνά επιθέσεις από ισραηλινά μαχητικά.

Και φυσικά από την αναμπουμπούλα δεν λείπει ο λύκος, δηλαδή η Τουρκία, σημαντικός σύμμαχος της Χαμάς και φανατικός εχθρός του Ισραήλ. Η ανάφλεξη στην Ιερουσαλήμ οδήγησε σε νέα επιδείνωση των ήδη ψυχρών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς ο Τούρκος Πρόεδρος καταδίκασε με οργή την επέμβαση της ισραηλινής Αστυνομίας στο τέμενος Αλ Ακσά. Και αυτό που παρατήρησαν αρκετοί αναλυτές είναι ότι η αντίδραση της Άγκυρας ήταν πολύ πιο οξεία από τις αντιδράσεις αραβικών κρατών όπως η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και η Αίγυπτος.

Οι εξελίξεις αυτές βάζουν ταφόπλακα στην προσπάθεια επαναπροσέγγισης των δύο χωρών, που ξεκίνησε το τελευταίο διάστημα. Η προσέγγιση αυτή αναβάλλεται. «Η τουρκική αντίδραση ήταν αναμενόμενη και δείχνει πόσο επηρεάζονται οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις από τις εξελίξεις στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύρραξη», σημείωσε η ειδική στην τουρκική εξωτερική πολιτική στο Ινστιτούτο Εθνικής Ασφαλείας του Τελ Αβίβ Γκάλια Λιντενστράους.

Ο Μπάιντεν δεν θα συρθεί στη σύγκρουση

Η κρίση στη Μέση Ανατολή έπιασε στον ύπνο την αμερικανική Κυβέρνηση, η οποία συνήθως διαδραματίζει σοβαρό ρόλο στις εξελίξεις. Είναι γεγονός πως το αμερικανικό ενδιαφέρον έχει εξασθενήσει τα τελευταία χρόνια. Παρά τη γεωστρατηγική σημασία που έχει η περιοχή και τους σημαντικούς πόρους που διαθέτει, η Ουάσινγκτον έχει δείξει ξεκάθαρα πως επιδιώκει την όλο και μεγαλύτερη απεμπλοκή της. Ειδικά, το ενδιαφέρον του Τζο Μπάιντεν για τη Μέση Ανατολή είναι μικρότερο από αυτό των προκατόχων του και έχει δείξει πως επιδιώκει την απεμπλοκή της χώρας του. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι ακόμη να διορίσει ειδικό απεσταλμένο για την περιοχή, όπως επίσης και από τη χλιαρή μέχρι στιγμής αντίδραση της διακυβέρνησής του στις δραματικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών.

Αν και ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει αφήσει να εννοηθεί ξεκάθαρα ότι η ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση δεν αποτελεί προτεραιότητά του, εντούτοις, όπως έχει συμβεί και σε πολλούς προκατόχους του, είναι πολύ πιθανόν πως θα αναγκαστεί να εμπλακεί, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα. Η κλιμάκωση της βίας τον θέτει μπροστά σε μια δύσκολη εξίσωση. Διπλωματικά οι επιλογές του είναι περιορισμένες, το ίδιο και πολιτικά, με την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του να τον ωθεί να πάρει αποστάσεις από το Ισραήλ μετά την ένθερμη υποστήριξη που είχε δείξει ο προκάτοχός του. «Μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε ότι η Κυβέρνηση Μπάιντεν θεωρεί ότι πρόκειται για μια λίγο ωφέλιμη προσπάθεια, με μικρά κέρδη, που προκαλεί πολιτικές διαμάχες», εξήγησε ο Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ, Αμερικανός πρώην διαπραγματευτής για τη Μέση Ανατολή.

Βέβαια, δεν πρόκειται για μια πολιτική ίσων αποστάσεων, καθώς το Τελ Αβίβ αποτελεί έναν από τους καλύτερους συμμάχους της Ουάσινγκτον. «Η προσέγγιση των ΗΠΑ στην τελευταία κρίση περιγράφεται τακτική «σηκώνω τα χέρια ψηλά», αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι καθώς υπονοείται με αυτόν τον τρόπο μια ουδετερότητα, που λείπει στην πραγματικότητα», εξήγησε ο Χαλέντ Ελγιντί, ανώτερος συνεργάτης του think tank Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής. «Οι ΗΠΑ συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό, απλώς δεν είναι διατεθειμένες να εμπλακούν στο μέρος που έχει να κάνει με την παύση ή τον μετριασμό των συγκρούσεων. 

Η προηγούμενη Κυβέρνηση έκανε κομμάτια τον ρόλο του διαμεσολαβητή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, υιοθετώντας από τη μια πολιτική ασταμάτητης υποστήριξης προς τον Μπενιαμίν Νετανιάχου και απίστευτης εχθρότητας από την άλλη προς τους Παλαιστινίους, καταπατώντας ορισμένες φορές και το διεθνές δίκαιο. Επιστέγασμα ήταν το γεγονός ότι στο τέλος της θητείας του είχε προωθήσει και το ειρηνευτικό του σχέδιο για τη Μέση Ανατολή, το οποίο θα επέτρεπε στο εβραϊκό κράτος να προσαρτήσει μεγάλο μέρος της Δυτικής Όχθης και δεν θα άφηνε στους Παλαιστινίους παρά ένα συρρικνωμένο κράτος.

Το κύριο επίτευγμα της εξωτερικής πολιτικής του τέως Προέδρου ήταν οι Συμφωνίες του Αβραάμ, που βοήθησαν στην ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και ορισμένων μοναρχιών του Κόλπου. Ακόμη όμως και αυτό ήταν μια προσπάθεια υπονόμευσης του παλαιστινιακού ζητήματος, καθώς τα τελευταία χρόνια το αραβικό ενδιαφέρον για αυτό το ζήτημα έχει ατονήσει σημαντικά. Έτσι, τώρα ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να διέφυγε τις συνέπειες της πολιτικής του, όμως αυτές έρχονται να «στοιχειώσουν» τον διάδοχό του.

Όταν ο Τζο Μπάιντεν ορκίστηκε στην προεδρία των ΗΠΑ τον περασμένο Ιανουάριο ξεκαθάρισε ότι δεν βιάζεται να ξεκινήσει μια νέα διαδικασία μεσολάβησης, κυρίως καθώς το πολιτικό μέλλον του Ισραηλινού Πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και του Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς δεν είναι ξεκάθαρο. Αν η νέα αμερικανική Κυβέρνηση θελήσει να διαδραματίσει ξανά σημαντικό ρόλο στη Μέση Ανατολή πρέπει να αλλάξει την πολιτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών και να δείξει ξεκάθαρη προθυμία όχι μόνο να ακούσει τις θέσεις των Παλαιστινίων αλλά και να τις λάβει σοβαρά υπόψη. Αυτό προϋποθέτει πως θα ασκήσει πιέσεις στο Ισραήλ για το θέμα των εποικισμών, για παράδειγμα, ή ότι ακόμα θα προσπαθήσει να δράσει ως γεφυροποιός ανάμεσα στη Χαμάς και τη Φατάχ. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαντάζει ιδιαίτερα πιθανό. Παρά τις κάποιες διαφωνίες του με τον Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο Τζο Μπάιντεν δεν πήρε αποστάσεις από πολλές αμφιλεγόμενες αποφάσεις του. Καθώς δεν θέλει να συρθεί στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση, θα επιδιώξει να διατηρήσει έναν όσο πιο ουδέτερο και απομακρυσμένο ρόλο γίνεται. Αυτό σημαίνει πως όχι μόνο οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι αλλά όλοι οι παίκτες στη Μέση Ανατολή πρέπει να μάθουν να συμβιώνουν, να συνεργάζονται, να διαφωνούν αλλά και να πολεμούν μεταξύ τους χωρίς να βασίζονται στη βοήθεια των ΗΠΑ.

Φιλελεύθερος

loading...