Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής. Μακεδονιας.

Η Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας το διάστημα 1916-1918 ήταν συνέπεια της επεκτατικής και εθνικιστικής πολιτικής των Βουλγάρων και ξεκίνησε με την επιχείρηση του Στρυμόνα του Βουλγαρικού στρατού εκ μέρους των Κεντρικών Δυνάμεων. Η βουλγαρική προέλαση έλαβε χώρα απρόσκοπτα λόγω των διαταγών του βασιλιά Κωνσταντίνου να μην προβληθεί καμία αντίσταση ως αντιστάθμισμα στην κατοχή της Θεσσαλονίκης από την Συμμαχική (Αντάντ) Στρατια της Ανατολής, εν μέσω του Εθνικού Διχασμού στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918).[1][2][3]

Η επέκταση της Βουλγαρίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την κατοχή των ελληνικών εδαφών της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (1916-1918).

Βούλγαροι στρατιώτες του κατοχικού στρατού.

Βρετανική γελοιογραφία, που ειρωνεύεται τον βασιλιά Κωνσταντίνο για την αδράνειά του κατά τη βουλγαρική εισβολή στη Μακεδονία. Ο Βούλγαρος βασιλιάς Φερδινάνδος μπαίνει από το παράθυρο ρωτώντας Ενοχλώ; και ο Κωνσταντίνος του απαντά Όχι. Νιώσε σαν στο σπίτι σου.

Η φιλοβασιλική Κυβέρνηση Σκουλούδη για να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός υπέρ των Γερμανών αποφάσισε την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους, συμμάχους των Γερμανών. Ειδικότερα, ο πρωθυπουργός Σκουλούδης, ο υπουργός Στρατιωτικών Γιαννακίτσας, ο αναπληρωτής επιτελάρχη του Στρατού (και κατοπινός δικτάτορας) Ιωάννης Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του φιλογερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου, αποφάσισαν την αμαχητί παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους, στις 26 Μαΐου 1916 και ακολούθως την παράδοση της Καβάλας[4][5][6]

Έτσι, οι Βούλγαροι ως σύμμαχοι των Γερμανών, κατέλαβαν αμαχητί την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, χωρίς καν να υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.

Υπολογίζεται πως κατά τη Βουλγαρική Κατοχή 42.000 Έλληνες, ηλικίας 17-60 ετών, εκτοπίσθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Βουλγαρία για την εκτέλεση καταναγκαστικών έργων. Από τους εξορισθέντες περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί.[7]

Τον Αύγουστο του 1916, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μονάδες της 7ης Βουλγαρικής Μεραρχίας κατέλαβαν πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας. Στη διάρκεια της Β’ Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) ο ελληνικός πληθυσμός στις πόλεις και τα χωριά υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους. Στην Ανατολική Μακεδονία είχαν εγκατασταθεί μόνιμα από το 1913 πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και την Ανατολική Θράκη, ο οποίοι μαζί με τους ντόπιους Μακεδόνες υπέστησαν και αυτοί, ελάχιστα χρόνια μετά την έλευσή τους, τον λιμό τις εξορίες και τις βιαιότητες του Βουλγαρικού κατοχικού στρατού.[8][9][10][11]. Ονομάζεται και Β΄ Βουλγαρική Κατοχή καθώς είχε προηγηθεί το 1912-1913 η Α΄ Βουλγαρική Κατοχή της περιοχής κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

Ιστορικά στοιχεία 

Έλληνες πρόσφυγες, κάτοικοι του νομού Σερρών που βρέθηκαν υπό βουλγαρική κατοχή το 1916, κατευθύνονται προς την περιοχή δυτικά του ποταμού Στρυμόνα που είχε παραμείνει υπό ελληνική διοίκηση, για να διασωθούν από τις βουλγαρικές διώξεις.

Λιμός Επεξεργασία

Το 1914 η πόλη της Δράμας είχε πληθυσμό 25.000 κατοίκων, εκ των οποίων 4.000 πέθαναν από πείνα και ασθένειες κατά τη βουλγαρική κατοχή του 1916-18 (αρχείο Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου Η.Π.Α.).

Σύμφωνα με έκθεση του Έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια, έως τον Απρίλιο του 1917 περίπου 6.000 άτομα πέθαναν από ασιτία μόνο στην περιοχή της Καβάλας και 4.000 άτομα στη Δράμα, σύμφωνα με το αρχείο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου Η.Π.Α. Η επισιτιστική και ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε σε βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας στη διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής κατοχής, διαπιστώθηκε σε όλο το εύρος της μετά την απελευθέρωση των περιοχών οπότε και οργανώθηκαν συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού.[12]

Εκτοπίσεις-Εξορίες Ελλήνων 

Εξόριστοι Έλληνες επιστρέφουν από τη Βουλγαρία το 1918 σε κλειστά βαγόνια τραίνων, τα οποία προορίζονταν για μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων (φωτογραφία Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού).

Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία[13]. Υπολογίζεται πως 42.000 Ελληνες ηλικίας κυρίως 17-60 ετών εκτοπίσθηκαν στη Βουλγαρία, από τους οποίους περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί[14]. Γκόστιβαρ, Κίτσεβο, Σεβλίεβο, στρατόπεδο της Σούμλας και Κάρνομπατ υπήρξαν ορισμένοι από τους τόπους εξορίας, στους οποίους τοποθετήθηκαν οι Έλληνες αιχμάλωτοι. Τα καραβάνια των αιχμαλώτων μεταφέρονταν πεζή και στη συνέχεια με τρένα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ακόμη δυσμενέστερες όμως υπήρξαν οι συνθήκες διαβίωσής τους στη βουλγαρική ενδοχώρα.[15]

Από τη στιγμή που η Ελλάδα και η Βουλγαρία βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση, με απόφαση της Βουλγαρικής κυβέρνησης μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία πρώτα όλοι οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι – μεταξύ αυτών ο Νομάρχης και ο Δήμαρχος Δράμας- και κατόπιν όλοι οι άνδρες από δεκαέξι έως εξήντα ετών ή και ακόμα μεγαλύτεροι. Οι εκπατριζόμενοι συγκεντρώνονταν και στοιβάζονταν κατά πενήντα ή εξήντα σε κλειστά βαγόνια τραίνων, τα οποία προορίζονταν για μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων, και μεταφέρονταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σκούμεν της Βουλγαρίας, όπου περίμεναν την τοποθέτησή τους σε κάποιο εργοτάξιο. Ανάλογα με τις ανάγκες, χωρίζονταν σε ομάδες εργατών και οδηγούνταν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Η πλειονότητα εργάστηκε στην κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών. Τους υπέβαλλαν σε εργασία δώδεκα έως δεκαπέντε ωρών, υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες.[16]

Ενδεικτικά την περίοδο της Βουλγαρικής κατοχής εξορίστηκαν από την πόλη της Δράμας 1.965 άτομα, από τα οποία επέστρεψαν μόνο 1.359. Πέθαναν στην εξορία 606 άτομα, δηλαδή το 1/3 των εξορίστων. Από την πόλη των Σερρών και τα χωριά συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1917 3.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία ενώ και το καλοκαίρι του 1918 (τρεις μήνες περίπου προ της ανακωχής) συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα Ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης για τα τάγματα εργασίας (трууJдови войски – τρούντοβι βόιτσκι) ή για τον φαντάρο αγγαρείας (трууJдов войник – τρούντοβ βόινικ). Πάνω από το 1/4 των εκπατρισθέντων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους.[17][18][19][20][21][22]

Στο Σεβλίεβο εξορίστηκαν 216 Έλληνες ιερείς από την υπό βουλγαρική κατοχή Μακεδονία. Μετά από τρίμηνη παραμονή στην περιοχή οδηγήθηκαν σε εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξοντωτική συμμετοχή σε χειρωνακτικά έργα. Δεκατρείς από τους Έλληνες ιερείς πέθαναν εκεί.[23][24]

Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση.[25][26]

Βιαιότητες-Λεηλασίες

Στην περιοχή της Καβάλας ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Γερμανός Σακελλαρίδης μετά από πεντάμηνη φυλάκιση και βασανισμούς, απαγχονίζεται από Βούλγαρους στρατιώτες του κατοχικού στρατού, τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουλίου του 1917.[27][28][29]

Στη διάρκεια της Β’ Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, τις Μονές Παναγίας Καλαμούς και Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.[30][31][32][33][34]

Ο βουλγαρικός στρατός κατοχής αποχώρησε το 1918, με τη λήξη του πολέμου.

Συνθήκες μετά την Απελευθέρωση του 1918

Το έτος 1918, η κατάσταση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι Έλληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, αλλά και της Δυτικής Θράκης λίγο αργότερα, μετά από τη Β΄ Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών ήταν τραγική. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της κατάστασης, επισκεπτόμενος άμεσα τις Σέρρες, όπου αντιπροσωπεία των κατοίκων, παρουσίασε αναλυτικά τα δεινά της βουλγαρικής κατοχικής διοίκησης. Μια από τις πρώτες μέριμνες της ελληνικής διοίκησης ήταν ο επισιτισμός της περιοχής. Ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, όπως ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν και ο Αναστάσιος Αδοσίδης, στάλθηκαν επί τόπου προς συντονισμό της ανθρωπιστικής αποστολής για τον ελληνικό πληθυσμό που μαστιζόταν από φτώχεια και επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης. Από κοινού δραστηριοποιούνταν και ανθρωπιστικές αποστολές συμμαχικών δυνάμεων καθώς και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός με επικεφαλής την Πηνελόπη Δέλτα και την Έλλη Αδοσίδου. Συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού υπήρξαν οι πρώτες ενέργειες για την αντιμετώπιση της κρίσης.[35][36][37]

Ακόμη καθοριστική ήταν η συμβολή της επιτροπής αποτελούμενης από την Πηνελόπη Δέλτα, την Έλλη Αδοσίδου και τον Αλέξανδρο Ζάννα, στην ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού καθώς και στο σχεδιασμό, την οργάνωση και την εκτέλεση του δύσκολου έργου της παλιννόστησης των χιλιάδων Ελλήνων Ανατολικομακεδόνων ομήρων που βρίσκονταν σε βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτελώντας καταναγκαστικά έργα στο εσωτερικό της Βουλγαρίας την περίοδο 1917-1918.

Πηγή : βικιπαιδεια η ελεύθερη εγκυκλοπαιδεια

loading...