Πάμε να μάθουμε πως από φτηνό καραβόπανο για εργατικά παντελόνια, το τζιν έγινε ένα από τα πιο πετυχημένα προϊόντα στην ιστορία.

Τον Μάρτη του 1853, έφθασε στο Σαν Φρανσίσκο ένας νεαρός πλανόδιος έμπορος, αποφασισμένος να βγάλει χρήματα από τους χιλιάδες χρυσοθήρες που συνωστίζονταν στην νεαρή αυτή πόλη ψάχνοντας την τύχη τους σε ποτάμια και χέρσα εδάφη τα οποία γέμιζαν με τρύπες. 

Κουβαλούσε μαζί του ένα φορτίο από ανθεκτικό καραβόπανο, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί του χρυσού για να σκεπάζουν τα κάρα τους και να φτιάχνουν σκηνές. Πλησίασε έναν πελάτη για να του πουλήσει ύφασμα, αλλά αυτός του είπε πως αυτό που βασικά χρειαζόταν ήταν ένα άνετο και γερό παντελόνι που θα άντεχε τις σκληρές συνθήκες της υπαίθρου δίχως να γίνεται κουρέλι.

Ο νεαρός, που το μυαλό του έπαιρνε χίλιες στροφές, του πήρε μέτρα στα γρήγορα και του έραψε ένα παντελόνι από το καραβόπανο του. Σε λίγες μέρες, δεκάδες χρυσοθήρες συγκεντρώθηκαν στην παράγκα του νεαρού, ζητώντας ένα ίδιο παντελόνι. Ο έμπορος ήταν ένας Εβραίος μετανάστης από τη Βαυαρία, ονομαζόταν Λιβάι Στράους και εκείνες τις μέρες του 1853 είχε γεννηθεί το τζιν.

Λίγα χρόνια αργότερα στο Κάρσον Σίτι, ένας άλλος έμπορος και ράφτης, ο Τζαίηκομπ Ντέιβιντ, δέχτηκε τις διαμαρτυρίες ενός χρυσοθήρα για τη μειωμένη ανθεκτικότητα που είχαν οι τσέπες των παντελονιών του. Οι σβώλοι του χρυσού είχαν δυσανάλογο με τον όγκο τους βάρος και οι τσέπες σχίζονταν. Ο Ντέιβιντ κατέβασε την ιδέα να αντικαταστήσει τις ραφές με εξωτερικά μεταλλικά καρφιά στα σημεία που οι τσέπες δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. 

Οι παραγγελίες ανέβηκαν κατακόρυφα και για να καλύψει τη ζήτηση ο Ντέιβιντ έγραψε στον Λιβάι που ήταν ήδη γνωστός, προτείνοντας του συνεργασία. Με τον συνδυασμό των δύο μοντέλων, καραβόπανου και μεταλλικών καρφιών, δημιουργήθηκε το τζιν που παραμένει σχεδόν αναλλοίωτο ως σήμερα. Η επιτυχία του είναι πρωτοφανής.

Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Λιβάι Στράους είχε γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αμερικής!

loading...