Παραλία Καραϊβικής. Καταγάλανος ουρανός, λευκή άμμος, γαλαζοπράσινα νερά. Εγώ, αυτή και ένα μεγάλο δέντρο στο βάθος, με ασημένιο κορμό και λοξά φύλλα. Σαν άλλοι πρωτόπλαστοι το πλησιάζουμε με δέος. Ο καρπός του μοιάζει με άγουρο μήλο. Χωρίς πολύ σκέψη το κόβει, το δαγκώνει κι ύστερα  μου το δίνει.

Η γεύση του γλυκιά, μου θυμίζει παραγινομένα δαμάσκηνα. Τίποτα δεν προμηνύει το τι θα ακολουθήσει. 

Πρώτα ήρθε το κάψιμο στα χείλη, τόσο ισχυρό που μας έφερε δάκρια στα μάτια. Ακολούθησε ο πόνος κι η δυσκολία στην αναπνοή. Κοιταχτήκαμε και αρχίσαμε να τρέχουμε πανικόβλητοι προς το αμάξι.

Καθώς περνούσε η ώρα τα συμπτώματα χειροτέρευαν. Χρειάστηκε να σταματήσω 2 φορές στην άκρη του δρόμου, για να βγάλουμε από μέσα μας ό,τι είχε απομείνει από το πλούσιο πρωινό μας.

Όταν φτάσαμε στο κοντινότερο χωριό μπορούσαμε μετά βίας να καταπιούμε εξαιτίας του πρησμένου φάρυγγα και του απίστευτου πόνου. Οι λεμφαδένες μας είχαν γίνει εξαιρετικά ευαίσθητοι και ιδιαίτερα εμφανείς.

Μιας και δεν γνωρίζαμε την περιοχή, μπήκαμε στο πρώτο μπαρ που βρήκαμε αναζητώντας κάποιον γιατρό. Το πλησιέστερο νοσοκομείο απείχε δυστυχώς ώρες από εκεί. 

 Με τα λιγοστά ισπανικά που ξέρω προσπάθησα να εξηγήσω στον μπάρμαν τι είχε συμβεί. Το βλέμμα μου έπεσε στον τεράστιο καθρέφτη που βρισκόταν πίσω του. Τα χαρακτηριστικά μου είχαν αλλοιωθεί. Σαν να τα είχε ρουφήξει ο ίδιος μου εαυτός! Τα μάτια μου, κόκκινα, έμοιαζαν με πελώριους κύκλους που έσπαγαν τη χρωματική μονοτονία ενός κάτωχρου προσώπου. 

Ο μπάρμαν κατάλαβε γρήγορα τι είχε προηγηθεί. Έσμιξε τα φρύδια του τόσο έντονα, που για μια στιγμή νόμισα πως η χαραγματιά θα έμενε μόνιμα στο δέρμα του σαν αποτύπωμα. Μας κοίταξε σαν να ήμασταν απ’ όλους τους ηλίθιους σ’ έναν κόσμο ηλιθίων, οι ηλιθιότεροι. 

Σιγά σιγά μαζεύτηκαν κι άλλοι γύρω μας. Η εξιστόρηση των γεγονότων προκάλεσε αναστάτωση στους ντόπιους, καθώς η φήμη του δέντρου ήταν ευρέως γνωστή.

Σαν απάντηση σε προσευχή, από ένα κοντινό τραπέζι πλησίασε κάποιος που ήξερε στοιχειώδη αγγλικά. 

 «Φάγατε το φρούτο που είναι γνωστό ως μήλο της παραλίας», μας είπε. «Το δέντρο Manchineel από το οποίο προέρχεται, συναντάται εκτός από την Καραϊβική, στις Δυτικές Ινδίες και την Κεντρική Αμερική οπού οι πυκνές συστάδες των δέντρων καλλιεργούνται για να προστατεύουν από τους ανέμους. Σύμφωνα με το βιβλίο Γκίνες είναι το πιο δηλητηριώδες δέντρο στον κόσμο!»

Άκουσα να της ξεφεύγει ένας λυγμός και την αγκάλιασα σφιχτά. 

«Ο χυμός του δέντρου είναι όξινος», συνέχισε. «Περιέχει κοκτέιλ τοξινών, όπως ιππομανίνη Α και Β, φορβόλη και άλλα διτερπένια, ικανές να προκαλέσουν μη αναστρέψιμα ιατρικά προβλήματα. Αυτός ο χυμός, που περισσότερο μοιάζει με γάλα, βρίσκεται παντού με αποτέλεσμα όλα τα μέρη του δέντρου να είναι εξαιρετικά δηλητηριώδη. Γι’ αυτό και λέγεται το δέντρο του θανάτου.

 Απαγορεύεται να ακουμπήσετε τον κορμό και τα κλαδιά του. Οποιαδήποτε επαφή με το δέρμα προκαλεί αφόρητους πόνους, δερματίτιδες και εγκαύματα. Απαγορεύεται να κάθεστε κάτω από τις φυλλωσιές του. Η φορβόλη είναι υδατοδιαλυτή και αν αρχίσει να βρέχει θα είναι σαν να πέφτει πάνω σας υγρό πυρ. Απαγορεύεται να ακουμπήσετε τα μάτια σας όσο είστε κοντά του. Απαγορεύεται να πλησιάσετε ακόμα κι αν το δείτε να καίγεται, καπνός μπορεί να εισχωρήσει στα μάτια σας και να προκαλέσει βλάβες στον αμφιβληστροειδή, ακόμα και τύφλωση. Και προφανώς απαγορεύεται να γευτείτε τους καρπούς του. Η οισοφαγική πληγή και το οίδημα που βλέπω ότι σας έχει ήδη προκαλέσει, είναι τα μικρότερα από τα προβλήματά σας».

Αν ο στόχος του ήταν να μας καθησυχάσει, κάτι δεν έκανε καθόλου καλά. 

Ένας διάλογος από ταινία ήρθε στο μυαλό μου απρόσκλητος: «Senor, δεν θα ζήσεις για να δεις την αυγή. Σήμερα είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τον ήλιο!»

Δεν άντεχα άλλο να τον ακούω. Τον ευχαρίστησα με ένα νεύμα και άρχισα να ψάχνω μανιωδώς στο google, μήπως υπήρχε κάποιο αντίδοτο που θα μπορούσε να αντιστρέψει άμεσα την κατάσταση. 

 Ένιωθα τον ιδρώτα να κυλάει στο σώμα μου, ένιωθω το μπλουζάκι κολλημένο στην πλάτη μου. Σαν γαϊδούρι δεμένο σε πάσσαλο, το μυαλό μου στριφογύριζε συνεχώς γύρω από την ίδια, τρομακτική ιδέα. 

Θα πεθάνουμε;

 Οι ελπίδες μας άρχισαν να αναπτερώνονται, όταν διαβάσαμε ότι η ποσότητα που είχαμε καταναλώσει δύσκολα θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Σε μια υποσημείωση αναφερόταν ότι το γάλα καρύδας ίσως να βοηθούσε με τον πόνο στο λαιμό. Έκανα νόημα και παρήγγειλα στη στιγμή. 

Λίγη ώρα μετά τα συμπτώματα άρχισαν να υποχωρούν. Αυτά που συνδέονταν με το στομάχι τουλάχιστον, γιατί το κάψιμο κι ο πόνος στον οισοφάγο παρέμεναν σε ανυπόφορα επίπεδα. Ακόμα κι έτσι όμως ήταν μια πρώτη μικρή νίκη, την οποία και δέχθηκα με ατόφια χαρά.

Κι ύστερα συνεχίσαμε να διαβάζουμε. 

 Μάθαμε ότι το δέντρο του θανάτου ανήκει στο μεγάλο γένος της οικογένειας των Ευφορβιοειδών, που έχει μέλη και στην Ελλάδα. Το Αλεξανδρινό, το κατακόκκινο λουλούδι των Χριστουγέννων, αποτελεί τον εγχώριο, διολου τοξικό, συγγενή του! 

 Φημολογείται ότι σ’ αυτό οφείλεται ο θάνατος του διάσημου εξερευνητή Πόντς ντε Λεόν (αν έχετε δει τους πειρατές της καραϊβικής, σίγουρα κάτι θα σας θυμίζει το όνομα). 

 Ο χυμός του δέντρου αποτελεί την ασπίδα του απέναντι σε θηρευτές που επιχειρούν να ροκανίσουν τον κορμό ή να μασουλήσουν τα φύλλα του, ενώ η διασπορά των σπόρων του δεν γίνεται με την κατανάλωση των καρπών του από τα ζώα (έχει αποδειχθεί πως μόνο κάποια είδη ιγουάνα έχουν ανοσία σε αυτά) αλλά από την ίδια τη θάλασσα καθώς όταν τα φρούτα πέφτουν, οι σπόροι παρασύρονται από τα κύματα σε άλλες περιοχές. 

«Γιατί να μην τα ξεριζώσουμε και να απαλλαγούμε για πάντα από αυτά», με ρώτησε με παράπονο μορφάζοντας απ τον πόνο. 

Συμφώνησα, μα όλα τα άρθρα που διαβάσαμε υποστήριζαν με θέρμη το αντίθετο.

 Τα δέντρα διατηρούν την ισορροπία του οικοσυστήματος αποτρέποντας την διάβρωση του εδάφους, την αύξηση της επιφάνειας της θάλασσας και προστατεύουν τις παράκτιες περιοχές από τις ισχυρές καταιγίδες. Οι ντόπιοι, μάλιστα, είναι σε θέση να φτιάξουν ένα είδος τσίχλας από το φλοιό τους που είναι θεραπευτική, ενώ οι αποξηραμένοι καρποί του λειτουργούν ως τέλεια διουρητικά.

Επιπλέον, οι βιοτοξίνες τους θα μπορούσαν μελλοντικά να βοηθήσουν επιστήμονες να κάνουν ασφαλέστερα αντίδοτα για δηλητήρια, ενώ ξυλουργοί χρησιμοποιούσαν για αιώνες τα ξύλα τους για έπιπλα, αφού πρώτα έκαιγαν τις βάσεις των δέντρων για να πέσουν (ποιος τρελός θα πήγαινε με ένα τσεκούρι να αρχίσει να πελεκάει από κάτω τους) και στη συνέχεια τα άφηναν στον ήλιο να ξεραθούν για να αδρανοποιηθούν οι τοξίνες. 

Δυο καυτές σούπες από γάλα καρύδας προσγειώθηκαν μπροστά μας και μας έκαναν να πεταχτούμε ξαφνιασμενοι από τις θέσεις μας. 

Έμοιαζε με το ελιξίριο της ζωής. Δεν ήταν.

 Ο πόνος ήταν πρωτόγνωρος. Αφήσαμε τις σούπες ανέγγιχτες και περιμέναμε στωικά μέχρι τα συμπτώματα να υποχωρήσουν σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο μπάνιο, το οποίο και χρησιμοποιούσαμε ευτυχώς ολοένα και λιγότερο.

Μια ώρα μετά ο πόνος επανήλθε σε υποφερτά επίπεδα και το πρήξιμο άρχισε να υποχωρεί. Οι φουσκάλες στα χείλη παρέμεναν, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που μας απασχολούσε. 

 Κι επιπλέον είχαμε αρχίσει να πεινάμε! Η πείνα, στο ταλαιπωρημένο μας μυαλό, ήταν ξεκάθαρη ένδειξη υγείας. Η ανακούφιση άρχισε να κυλάει στο αίμα μας σαν μορφίνη. 

 Όταν νιώσαμε πως είμαστε σε θέση να περπατήσουμε ξανά, επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας και μείναμε εκεί μέχρι το άλλο πρωί.

 Ο καιρός είχε χαλάσει απότομα. Πυκνά, μαύρα σύννεφα είχαν καλύψει τον υπέροχο γαλάζιο πρωινό ουρανό και μια ισχυρότατη καταιγίδα ξέσπασε δευτερόλεπτα μετά από την είσοδό μας στο δωμάτιο. 

Το βράδυ ήμασταν σαφώς καλύτερα. Ένας ενοχλητικός αυχενικός πόνος, που οφειλόταν πιθανότατα στην απομάκρυνση της τοξίνης από τους λεμφαδένες, υποχώρησε τις πρώτες πρωινές ώρες. 

Σηκώθηκα από το κρεββάτι πριν ξημερώσει. Δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν καθόλου, αλλά ήμουν ξεκούραστος κι ευτυχισμένος. Ένιωθα πως η ζωή μας είχε δώσει μια δεύτερη ευκαιρία!

Με ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης κατευθύνθηκα στο σαλόνι και τράβηξα την κουρτίνα για ν’ αντικρίσω την Ανατολή, όπου με τον γλυκανάλατο συγχρονισμό της ζωής, ο ήλιος ξεπρόβαλε ξανά μετά τη σφοδρή, βραδινή καταιγίδα.

loading...