Κουτρουμπάκο, λέω, σου ΄φεξε, αδερφέ μου.

 Με είχε σακατέψει η αφραγκία. Γύρναγα ξελιγωμένος. Ώσπου μια μέρα, έρχονται και μου λένε για δουλειά.

– «Μπορώ να μάθω, ρε παιδιά, σαν τι δουλειά θα κάνω;»

– «Πολύ εύκολη…» μου λένε. «Θα ρίχνεις ξύλο σε κάτι ρεμάλια.»

– «Στοπ!» τους λέω. «Με το χέρι θα βαράω ή με στειλιάρι;»

– «Με στειλιάρι» μου λένε.

Κουτρουμπάκο, λέω, σου ΄φεξε, αδερφέ μου. Εμ, κορόιδο ήμουνα να μη δεχτώ; Συσσίτιο, μισθό, κι από πάνω στειλιάρι σε ξένη πλάτη. Γιατί όχι; Σάματις θα τις μαζεύω εγώ; δέχτηκα και έκανα και έναν τεμενά.

Πρώτον, γλίτωσα.

Δεύτερον, υπηρετώ την Πατρίδα, που λένε.

Τρίτον, χαρτζιλικώνομαι!

Θα μου πείτε τώρα… Για στάσου λιγάκι, ρε Κουτρουμπά, το βαστάει η ψυχή σου να βαρείς άνθρωπο που δεν σου ΄φταιξε; 

«Δεν είναι τίποτις, ρε παιδιά – ναι, μα το Θεό! Στην αρχή είναι λιγάκι δύσκολο, αλλά κατόπι το συνηθίζεις και αρχίζει να το γυρεύει ο οργανισμός σου…»

Μενέλαος Λουντέμης «Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0»

loading...