Ο Αχιλλέας ως ήρωας και αντιήρωας!

Στη ραψωδία Α της Ιλιάδας περιγράφονται ως κύρια γεγονότα ο λοιμός, που είχε χτυπήσει το στρατόπεδο των Αχαιών, ως αποτέλεσμα της μήνης (οργής) του Απόλλωνα προς τον Αγαμέμνονα, ο οποίος δεν δέχεται προσβλητικά τα λύτρα του Χρύση, πατέρα της Χρυσηίδας και ιερέα του Θεού, ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή της. Τελικά ο Αγαμέμνων απαιτεί την αντικατάστασή της από τη Βρισηίδα, λάφυρο του Αχιλλέα. Ακολουθεί μια σφοδρή φιλονικία μεταξύ των δύο ανδρών, που αναγκάζει τη θεά Αθηνά να παρέμβει (ως απεσταλμένη της Ήρας) και να σώσει τη ζωή του Αγαμέμνονα. Ο Αχιλλέας αποχωρεί από τον πόλεμο.

Στη ραψωδία Ι, η απελπιστική κατάσταση στα πολεμικά δρώμενα των Αχαιών αναγκάζει τον Αγαμέμνονα να στείλει πρεσβεία στον Αχιλλέα. Προσφέρονται δώρα και παρακαλείται να επιστρέψει στον πόλεμο, αίτημα που απορρίπτεται από τον Αχιλλέα. Όλα αυτά συμβαίνουν κατά τον δέκατο χρόνο του πολέμου στην Τροία.

Από τις δύο αυτές ραψωδίες της Ιλιάδας και από τη ραψωδία Λ της Οδύσσειας, όπου περιγράφεται η κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη και η συνάντησή του με τον νεκρό Αχιλλέα, διερευνώνται τα χαρακτηριστικά και οι ιδεολογικές διακυμάνσεις του ηρωικού ιδεώδους, που εκφράζονται από τον Αχιλλέα σε κάθε έπος ξεχωριστά.

Το ηρωικό ιδεώδες

Γενικότερα, το ηρωικό ιδεώδες συγκροτεί έναν τρόπο ζωής και οι επικοί ήρωες, οι αγαθοί και οι άριστοι, είναι φορείς και εκφραστές του. Οι ηρωικές μορφές, αλλά και ο χαρακτήρας τους, οι επιλογές που κάνουν, αλλά και οι εσωτερικές πνευματικές διεργασίες, που τους συναπαρτίζουν, διαμοφώνονται από το υπέρτατο αγαθό, που είναι η ηρωική τιμή, η φήμη και η δόξα. Παρομοίως, ο ηρωισμός εκφράζεται με τη γενναιότητα και το πολεμικό πάθος, την καυχησιά και την αντικαυχησιά, την πίστη τους πως η εξουσία πηγάζει από τη θεϊκή βούληση. Η ανδρεία, η ηρωική αταραξία και η αυτοπεποίθηση αντανακλά τη θεία εύνοια. Στο άθροισμα του ηρωικού ιδεώδους προστίθεται η αποστροφή προς τον φόβο, που οδηγεί στη δειλία και η επιθυμία, για την απόκτηση υλικών λαφύρων, αλλά και όμορφων, ικανών γυναικών. Σημαντικό παράγοντα, για τον τρόπο λειτουργίας των ηρώων, αποτελεί η πεποίθηση πως οι θεοί και το πεπρωμένο τους είναι οι πραγματικές δυνάμεις, που ορίζουν τη ζωή τους και οφείλουν να τις σεβαστούν. Ο ηρωισμός επίσης συναρτάται από την πίστη στη θεϊκή επιτήρηση και διαφύλαξη της τάξης, των βασικών κανόνων του ήθους και του μέτρου στη ζωή.

Ειδικότερα στην Οδύσσεια, το ηρωικό ιδεώδες επεκτείνεται από τις αξίες του θάρρους, της τιμής, της επιτυχίας, του κλέους και της υλικής λαφυραγώγησης προς τις αξίες της υπομονής, της δόλιας αποτελεσματικότητας, της προσωπικής και πολιτικής επιβίωσης. Έτσι, μεταφέρεται το κέντρο βάρους του αξιακού συστήματος προς το ατομικό, σε σχέση με το συλλογικό αγαθό.

Αμφιταλλάντευση μεταξύ πολεμικών και αντιπολεμικών διαθέσεων!

(ΙΛΙΑΔΑ, Ραψωδίες Α, στ. 101-171 & Ι, στ. 307-429).

Ακόμα κι αν δεν είναι σίγουρο πως ο στόχος του Ομήρου στην Ιλιάδα είναι να περιγράψει ένα ηθικό αξιακό σύστημα, που επιβιώνει ως μυθικό στοιχείο στην εποχή του, τελικά το κάνει. Περιγράφει τη ζωή μιας κατηγορίας όντων, που βρίσκονται πάνω από τους ανθρώπους και στων οποίων την πορεία συμμετέχουν οι θεοί. Περιγράφει τη δική του άποψη για τη ζωή, μέσα από αυτούς τους ήρωες.

Ο Αχιλλέας ενσαρκώνει το κατεξοχήν ηρωικό ιδεώδες. Προσβάλλεται από την ύβρη του Αγαμέμνονα να του στερήσει το λάφυρο, που κέρδισε με μόχθο και γενναιότητα, «το γέρας το δικό μου πώς θα αρπάξεις, που τόσο μόχθησα να το κερδίσω» (Α 161-162), και επισημαίνει πως πολεμά όχι μόνο για την προσωπική του δόξα, αλλά και για τη συλλογική τιμή των Αχαιών• «γιατί κι εγώ δεν ήλθα εδώ για λόγου μου» (Α 152). Αναφέρει επίσης ότι, ενώ είναι καλύτερος όλων, άριστος, στη μάχη, «το πιο μεγάλο βάρος του πολυτάραχου πολέμου τα χέρια τα δικά μου το σηκώνουν» (Α 165-166), αμείβεται με μικρότερο, αλλά καλοδεχούμενο μερτικό, καθώς είναι πιστός σε μια αξιακή κλίμακα θεόπνευστου δικαίου, που τώρα ο Αγαμέμνων αποδομεί, με την αρπαγή της Βρισηίδας και αυτοαναιρείται.

Αυτή η αντιηρωική διαπίστωση επανέρχεται, «στην ίδια μοίρα ο θαρραλέος και ο δειλός. Πεθαίνει εξίσου όποιος λουφάζει και όποιος τον κόπο του δεν λογαριάζει» (Ι 319-320), και έτσι δικαιολογεί τη μήνη του και την επιμονή του σ’ αυτήν, αφού ούτε ακόμα και η υπόσχεση της αθανασίας, μέσω της υστεροφημίας, δεν είναι ικανοποιητική. Γιατί τελικά ο χειρότερος εχθρός του επικού ήρωα είναι ο θάνατος, «εχθρός μου είναι σαν τις πύλες του Άδη» (Ι 311), κάτι που θα επαληθευτεί και στην Οδύσσεια από τον ίδιο στη ραψωδία Λ.

Έτσι και στις δύο περιπτώσεις, όπου ο Αχιλλέας αμφισβητεί το ηρωικό ιδεώδες, στις ραψωδίες Α και Ι της Ιλιάδας, εμφανίζεται ο νόστος για την πατρίδα και για τα ειρηνικά αγαθά, ως αντιστάθμισμα του ηρωικού κλέους, όταν αυτό δεν τιμάται και δοξάζεται. Στα σημεία, βέβαια, όπου το ηρωικό ιδεώδες τίθεται υπό αμφισβήτηση, ταυτόχρονα σκιαγραφείται, και παρότι ο Αχιλλέας ξεκαθαρίζει πως «αντάξιο ωστόσο της ζωής μου τίποτε δεν είναι» (Ι 401), γνωρίζει πως η επιλογή του να βρεθεί στην Τροία του επιφυλάσσει τον θάνατο• «αν παραμείνω εδώ στην Τροία πολεμώντας, χάνεται ο νόστος μου» (Ι 412). Βρίσκεται εκεί και πολεμά θυσιάζοντας τη ζωή του για τη δόξα και την ηρωική τιμή. Οι πράξεις του, δηλαδή, εκφράζουν την ύστατη ταύτισή του με τις αρχές του ήρωα και την πολεμική του ικανότητα• «δώδεκα πόλεις πάτησα από θαλάσσης, κι άλλες, το λέω έντεκα πεζός, γυρίζοντας στη εύφορη Τρωάδα» (Ι 328-329). Η υλική και ηθική καταξίωση, που συνεπάγεται από την ηρωική λειτουργία, εκφράζεται από τα λόγια και τις πράξεις του Αχιλλέα, ακόμα και όταν θυμωμένος δεν πολεμά, ή δεν δέχεται τα υλικά και ηθικά δώρα του Αγαμέμνονα και της πρεσβείας του, αφού όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί ο ίδιος υπαρξιακά είναι η ενσάρκωση του έπους και η αιτία αυτών των γεγονότων.

Η ανάδυση της ασημαντότητας ως ύμνος στη ζωή από τον Αχιλλέα!

(ΟΔΥΣΣΕΙΑ, Ραψωδία Λ, στ. 471-540).

Το φοβερό τόλμημα του Οδυσσέα να κατέβει στον Άδη επισημαίνεται άμεσα από τον Αχιλλέα, σηματοδοτώντας και την άποψή του για τον θάνατο• «τόλμησες να κατέβεις στον Άδη» (Λ 475). Η προσφώνηση με τους ηρωικούς χαρακτηρισμούς από τον Οδυσσέα και η προτροπή του να μην θλίβεται για τον θάνατό του απορρίπτεται από τον Αχιλλέα, που θρηνώντας την απώλεια της ζωής του, υμνεί ταυτόχρονα τη ζωή, ακόμη και στην πιο αντιηρωική της έκφανση, αυτή του μόχθου, της φτώχιας και της ασημαντότητας• «μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου Οδυσσέα γενναίε• θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον άκληρο πια, που να μην έχει και μεγάλο βιός, παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών» (Λ 488-491).

Με τη θέση του αυτή, ο Αχιλλέας απομακρύνεται από την αξία του ήρωα και επιβεβαιώνει, ερχόμενος σε συνέπεια με τους λόγους του που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ηρωική αυτοθυσία στην Ιλιάδα, μια υποβόσκουσα και δευτερογενή αντιηρωική διάθεση του Ομήρου. Αυτή είναι η προσωπική και εξατομικευμένη προτίμηση του Αχιλλέα προς τη ζωή, που θα του έδινε τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον γέροντα πατέρα του να διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την τιμή του (αν επέλεγε τη ζωή και όχι την αιώνια υστεροφημία). Στην κορυφή αυτής της αξιακής κλίμακας όμως, διατηρείται ταυτόχρονα και το ηρωικό ιδεώδες της γενναιότητας, που προσδοκά για τον γιό του Νεοπτόλεμο• «μπήκε στον πόλεμο πρώτος στους πρώτους; Μήπως όχι;» (Λ 493). Και δέχεται ευτυχής και περήφανος από τον Οδυσσέα την επιβεβαίωση του ηρωισμού, της γενναιότητας, της φρόνησης, αλλά και της επιβίωσης του γιου του, «με χαρά περήφανη» (Λ 540), και αποχωρεί, αφού έχει πια προσθέσει στο πλέγμα του ηρωικού κώδικα τον παράγοντα της επιβίωσης σε συνάρτηση με την ανδρεία!

Επιμύθιο

Στην Ιλιάδα, ο χαρακτήρας του Αχιλλέα εκφράζει το επικό ηρωικό πνεύμα, ακόμα και όταν το αμφισβητεί. Τα συναισθήματά του είναι ξεκάθαρα: θυμώνει, θρηνεί, απογοητεύεται, όμως τελικά συμμορφώνεται-υπακούει στη μοίρα και στους θεούς και εκπληρώνει τις βουλές του Διός και του πεπρωμένου του, σημασιοδοτώντας με τη στάση του ένα ηθικό υπόβαθρο, που περιγράφει τις πολιτικές και κοινωνικές αποδοχές της εποχής του. Τελικά υποδεικνύει ένα πρότυπο ζωής, που, ανεξάρτητα από την ταύτιση του ακροατή του σε πολιτικό και ηθικό επίπεδο, θέτει και υπαρξιακά ζητήματα, που διαμορφώνουν τους ανθρώπινους προβληματισμούς σχετικά με τα Ομηρικά έπη.

Στην Οδύσσεια, αυτά τα ζητήματα διευρύνονται και διαμορφώνουν έναν εσωτερικότερο χαρακτήρα, που ανταποκρίνεται και στα νέα δεδομένα, που προκύπτουν από το χρονικό πέρασμα τουλάχιστον δύο γενεών από την Ιλιάδα. Οι κοινωνικές συνθήκες έχουν αλλάξει και αυτό εκφράζεται μέσα από τις νέες εκφάνσεις της ευαισθησίας και της επικάλυψης, πολλές φορές, του ατομικού και του ρεαλιστικού πνεύματος της Οδύσσειας έναντι του συλλογικού και ηρωικού της Ιλιάδας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– Ομήρου Ιλιάς (Λ 471-540), μετάφραση: Δ.Ν. Μαρωνίτης. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.

– Ομήρου Οδύσσεια (Α 101-171, Ι 307-429), μετάφραση: Δ.Ν. Μαρωνίτης. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.

Easterling, P.E. και Knox, B.M. (2008), Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, (μετάφραση: Ν. Κονομή, Χρ. Γρίμπας, Μ. Κονομή), 9η Έκδοση αναθ. Αθήνα: Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα.

Λυπουρλής, Δ. (2001) στο Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Μαρωνίτης, Δ.Ν. και Πόλκας, Λ. (2007), Αρχαϊκή επική ποίηση. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.

Νίτσε, Φ. (1995), Η Γέννηση της Τραγωδίας, (μετάφραση: Γ. Λάμψα), Αρχική Έκδοση: 1872. Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος.

* Αχιλλέας.

Ερυθρόμορφος αμφορέας, 445-440 π.Χ., Μουσείο Βατικανού.

* ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ,

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΪΤΑΛΗ, (1997).

loading...