Κατέστρεψαν πραγματικά οι Χριστιανοί χιλιάδες αρχαία μνημεία ή πρόκειται για συκοφαντίες των εχθρών του Χριστιανισμού;

Το σημερινό μας άρθρο, είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και συζητήσεις. Και είμαστε βέβαιοι ότι θ’ ακούσουμε τα εξ αμάξης από ορισμένους. Σε παλιότερο άρθρο μας άλλωστε για την Αλεξανδρινή φιλόσοφο και μαθηματικό Υπατία, που σκοτώθηκε από το μαινόμενο χριστιανικό πλήθος, οι κατηγορίες εναντίον μας ήταν πολλές. Δυστυχώς, ορισμένες και ορισμένοι, δεν έχουν μάθει ότι δεν πρέπει να αποκρύπτονται σημαντικά γεγονότα της ιστορίας ακόμα κι αν αυτά μας δυσαρεστούν ή μας στενοχωρούν.

Θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο, με τις καταστροφές που διαπράχθηκαν κατά των αρχαίων ελληνικών μνημείων, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.

Τι ακολούθησε την επικράτηση του Χριστιανισμού

Ο Χριστιανισμός δεν εδραιώθηκε παντού με ειρηνικό τρόπο. Δεν υπήρξε ελεύθερος και ειρηνικός ο ενστερνισμός των νέων θρησκευτικών ιδεών, σε όλα τα μέρη. Στους τρεις πρώτους αιώνες της ύπαρξής του, ο Χριστιανισμός ήταν μειοψηφία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Μετά την ανακήρυξή του ως επίσημη θρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται σταδιακά. Είχε μεγαλύτερη απήχηση στους ελληνόφωνους πληθυσμούς, παρά στους λατινόφωνους. Περισσότερο στα αστικά κέντρα, παρά στις αγροτικές περιοχές. Περισσότερο στις κατώτερες και μεσαίες τάξεις, παρά στις ισχυρές και τις προνομιούχες.

Στις αγροτικές περιοχές, η λατρεία των αρχαίων θεών, παρέμεινε “ζωντανή” ως τον 6ο-7ο αιώνα. Τον 4ο αιώνα, όταν απαγορεύτηκε η αρχαία λατρεία και διατάχθηκε το κλείσιμο ή η κατεδάφιση των αρχαίων ναών και η καταστροφή των αγαλμάτων, σε ελάχιστες περιπτώσεις εκδηλώθηκαν δυναμικές αντιδράσεις για την καταστροφή των ιερών.

Οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι, με τις ένοπλες ακολουθίες τους, κατέστρεφαν κατά τις προσηλυτιστικές τους εκστρατείες όλα τα σύμβολα των αλλοθρήσκων. Γκρέμιζαν τα ιερά, εστίες λατρείας, τρομοκρατούσαν τους γεωργούς, ερήμωναν την ύπαιθρο, προκαλούσαν κοινωνική αναταραχή και οικονομική κρίση.

Ο ρήτορας Λιβάνιος (314-393), γνωστός αρχαιολάτρης και φίλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού, στην περίφημη επιστολή του στον Μέγα Θεοδόσιο, γράφει χαρακτηριστικά για τους Χριστιανούς:

“Σαρώνουν τα πάντα σαν αφηνιασμένοι χείμαρροι και ερημώνουν την ύπαιθρο. Οι ναοί, αυτοκράτορά μου, είναι κτίσματα των αγρών, η ψυχή τους. Αυτές οι αγριότητες αφανίζουν τους γεωργούς, τους εξαθλιώνουν, καθώς χάνουν το θάρρος τους. Και το αποτέλεσμα: ξεπέφτουν οι χωρικοί, χάνει το Δημόσιο…Επιχειρούν (οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές) τον βίαιο προσηλυτισμό, εισορμούν στα χωριά και με το πρόσχημα του “σωφρονισμού”, επιδίδονται σε ληστείες”. Αυτές οι βαρβαρότητες, προκάλεσαν συσπείρωση και αντίσταση των γεωργικών πληθυσμών.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, καλεί τους γαιοκτήμονες του Βυζαντίου να εκχριστιανίσουν τους δουλοπάροικους και τους κολίγους στα φέουδά τους, να προσλάβουν ιερείς και να χτίσουν εκκλησίες. Ο Ιωάννης της Εφέσου (6ος αι.), περηφανευόταν ότι κατά την προσηλυτιστική του εκστρατεία, βάφτισε 70.000 ειδωλολάτρες, συχνά με κνούτο και τρομοκρατία. Ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας (5ος αι.), ανακάλυψε ότι στη Σαρδηνία οι χωρικοί δωροδοκούσαν τον κυβερνήτη του νησιού για να τους επιτρέπει να συνεχίζουν ανενόχλητοι την παραδοσιακή τους λατρεία.

Ο Λιβάνιος, στην επιστολή του προς τον Μέγα Θεοδόσιο, είναι καταπέλτης για τον Μέγα Κωνσταντίνο. “…βωμούς εφήκε λακτίζουσιν ανατρέπειν, ιερά δε και νεώς τους μεν έκλεισε, τους δε κατέκαυσε”. Φτάνει μάλιστα να τον κατηγορήσει ότι μετέτρεψε ναούς σε πορνεία: “τους δε βεβήλους αποφοίνας πόρνοις ενοικείν έδωκε” (Λόγος υπέρ των ναών, XVII, 7).

Υπήρξαν βέβαια ορισμένοι φωτισμένοι Χριστιανοί, που προσπάθησαν να συγκεράσουν τη νέα θρησκεία με τις πλούσιες ιδεολογικές παραδόσεις του κλασικού πνεύματος. Σχεδόν πάντα όμως, επικρατούσαν όσοι δεν δέχονταν καν να μελετήσουν τα αρχαία ελληνικά Γράμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο επίσκοπος της Βιέννης ο οποίος εντρυφούσε στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο πάπας Γρηγόριος Α’ τον επέπληξε σκληρά, λέγοντάς του ότι “είναι απαράδεκτο τα ίδια χείλη να δοξολογούν τον Χριστό και τον Δία”.

Στην Κύζικο του Ελλησπόντου, ο επίσκοπος Ελεύσιος (4ος αι.) γκρέμισε όλους τους αρχαίους ναούς φανατίζοντας τους εκχριστιανισμένους εργάτες του τοπικού νομισματοκοπείου και της βιοτεχνίας ενδυμάτων. Ο σοφιστής Σώπατρος από την Απάμεια, μαθητής του Ιάμβλιχου (4ος αι.), θανατώθηκε με εντολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατηγορούμενος ότι “κατέδησε τους ανέμους δι’ υπερβολήν σοφίας” (“έδεσε τους ανέμους με τη μεγάλη σοφία του”) και εμπόδισε τους νοτιάδες να φυσήξουν για να αρμενίσουν τα καράβια προς την πρωτεύουσα.

Ο Συνέσιος ο Κυρηναίος, κατηγορεί τον διοικητή της λιβυκής Πεντάπολης Ανδρόνικο, ότι μετέβαλε “την βασίλειον στοάν, το παλαιόν κριτήριον”, σε τόπο μαρτυρίων.

Ο Ευσέβιος κατηγορεί τον Μέγα Κωνσταντίνο, ότι πρώτος απαγόρευσε να στήνονται αγάλματα θεών, τη λατρεία τους σε ναούς των “εθνικών” και τις ειδωλολατρικές τελετουργίες. Κατέστρεψε το ιερό της Αφροδίτης όπου οι πιστοί έκαναν σπονδές “επί βεβήλων και εναγών βωμών την ακόλαστον τιμώντες Αφροδίτην”.

Κατά τον Ιουλιανό, ο Κωνσταντίνος επέτρεψε να λεηλατηθούν όλοι οι θησαυροί των αρχαίων ναών για να διακηρύξει την περιφρόνησή του προς την αρχαία θρησκεία. Αυτό δεν έγινε όμως από προσωπική απέχθεια του Κωνσταντίνου, άλλωστε ο ίδιος ήταν “εθνικός” και βαφτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν τον θάνατό του, αλλά για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους: προσπορισμός εσόδων, προπαγάνδα και ικανοποίηση των τοπικών εκκλησιαστικών Αρχών. Όπως γράφει ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας, στην Κωνσταντινούπολη δημεύτηκαν οι περιουσίες των αρχαίων ιερών.

Από τους γιους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Κώνστας έδωσε εντολή να μην θιγούν οι ναοί έξω από τα τείχη των πόλεων, επειδή εκεί βρίσκονταν τα λαϊκά κέντρα ψυχαγωγίας, ενώ προστατεύονταν στην εποχή του και τα μνημεία των πόλεων. Αντίθετα, ο Κωνστάντιος έδωσε εντολή να κλείσουν όλοι οι αρχαίοι ναοί στις πόλεις και στην ύπαιθρο, απαγόρευσε τη λατρεία των αρχαίων θεών και διέταξε να θανατώνονται όσοι τελούσαν δημόσια λατρευτικές πράξεις. Σύμφωνα με τον Λιβάνιο, επέτρεψε την αρπαγή και καταστροφή των μνημείων που είχαν απομείνει και φρόντισε για τη διανομή των θησαυρών στους έμπιστους της εξουσίας. Με τη συγκατάθεση του Κωνστάντιου, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεώργιος λεηλάτησε πολύτιμα έργα τέχνης και αναθήματα των ναών( Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», V, 71, Σωκράτης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», III 2). Κατά τον Λιβάνιο η βασιλεία του Κωνστάντιου ήταν ολέθρια για τα αρχαία μνημεία. Κατεδαφίστηκαν ναοί και ιερά, ενώ καταστράφηκαν πολλά αγάλματα. Επίσης, σκοτώθηκαν πολλοί ιερείς. Μετά το «διάλειμμα» του Ιουλιανού (361-363), ακολούθησε ο Ιοβιανός (363-364), ο οποίος «την των ειδώλων εκώλυσε θεραπείαν» (Θεοδώρητος Κύρου, V, 21) και άφησε τις τοπικές εκκλησιαστικές ηγεσίες, να καταστρέφουν ναούς και αγάλματα.

Μέγας Θεοδόσιος: οι διώξεις και οι καταστροφές των αρχαίων μνημείων εντείνονται

Στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου, η αρχαία λατρεία ποινικοποιείται, ισοδυναμεί με έγκλημα καθοσιώσεως. Καταστράφηκαν ακόμη και τα μη λατρευτικά αγάλματα. Ο έπαρχος Κυνήγιος, ανέλαβε με αυτοκρατορική εντολή το 384, την εξαφάνιση της παλαιάς θρησκείας με βία, τρομοκρατία και βανδαλισμούς, σύμφωνα με τον Λιβάνιο.

Χρησιμοποίησε στρατιώτες για την κατεδάφιση μνημείων και έριχνε στα χυτήρια τα χρυσά και αργυρά έργα τέχνης.

Ο Λιβάνιος κατηγορεί τους μοναχούς ότι ευθύνονταν για τις καταστροφές πολλών αρχαίων ναών. Ο Θεοδώρητος γράφει ότι ο άγιος Αντώνιος έστειλε τους μοναχούς Μακάριο και Ισίδωρο με κουστωδία σε μια νησίδα του Νείλου γεμάτη από αρχαία μνημεία και καλλιτεχνήματα, όπου κατέστρεψαν τα πάντα.

Ο Ευνάπιος γράφει ότι Χριστιανοί μοναχοί ,κατά την εισβολή των Βησιγότθων στην Ελλάδα (τέλη 4ου αιώνα), προέτρεπαν τους βάρβαρους να πυρπολούν και να ξεθεμελιώνουν αρχαίους ναούς και ιερά. Ο ίδιος γράφει για τους μοναχούς ότι «ο δε βίος αυτοίς συώδης» (συς=γουρούνι). Και τα έργα τους «μύρια κακά και άφραστα».

Στην Γάζα υπήρχαν οχτώ σπουδαίοι αρχαίοι ναοί, από τους οποίους το Μαρνείον εθεωρείτο «ενδοξότερον πάντων των ιερών των απανταχού», το ενδοξότερο της οικουμένης. Ο επίσκοπος Πορφύριος, ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο να τα καταστρέψει. Η σύζυγος του Αρκάδιου Ευδοξία, έπεισε τον διστακτικό αυτοκράτορα να συναινέσει. Την όλη επιχείρηση, ανέλαβε ο Κυνηγός, άνθρωπος της Αυλής και την έφερε εις πέρας. Λεπτομέρειες δίνει στο έργο του, ο Μάρκος ο Διάκονος.

Ο Βυζαντινός χρονογράφος Γ. Κεδρηνός, ο Σωκράτης και ο επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, γράφουν για «δράση» του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου (4ος αι.). Ο Κεδρηνός αναφέρει, ότι ύστερα από αξίωσή του αφανίσθηκαν «τα ιερά πάντα των Ελλήνων» και όλα τα αγάλματα «εχωνεύθησαν» (τα έλιωσαν σε χυτήριο).

Ο Θεόφιλος πρωτοστάτησε στην καταστροφή του Σαράπειου, την πυρπόληση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και τον κατακερματισμό του περίφημου αγάλματος του Σάραπι, έργο του αρχαίου Αθηναίου γλύπτη Βρυάξιδος.

Για τους βανδαλισμούς των Χριστιανών της Αιγύπτου, γράφει ο Jacques Lacarriere στο έργο του «Άνθρωποι Μεθυσμένοι από Θεό»: Σε κάθε διωγμό των θεών της ειδωλολατρίας επαναλαμβάνονται οι ίδιες σκηνές φρίκης, οι ίδιες κινήσεις του πλήθους, οι ίδιες κραυγές μίσους με φόντο τα κατασυντριμμένα αγάλματα στους δρόμους, τους πυρπολημένους ναούς και την καταδίωξη των πιστών της παλαιάς θρησκείας ως τα άδυτα των ναών».

Το παράδοξο είναι ότι ο Θεόφιλος, διόρισε επίσκοπο Πτολεμαΐδος (Κυρηναϊκής, στη σημερινή Λιβύη), τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο και ρήτορα Συνέσιο, ο οποίος δήλωνε ανοιχτά ότι είναι οπαδός της παλαιάς θρησκείας (F. Tinnefeld).

Η εκστρατεία κατά των ειδώλων, είχε ιδιοτελή κίνητρα και εντασσόταν στους ανταγωνισμούς για εξουσία και επιρροή.

Στην Αλεξάνδρεια επίσης, ο επίσκοπος Γεώργιος, με αυτοκρατορική άδεια, επιχειρεί, συνοδευόμενος από στρατιωτική δύναμη, εισβολή στους ναούς και αρπάζει τα αναθήματα (αφιερώματα) και τα διακοσμητικά έργα τέχνης. Επικεφαλής πλήθους Χριστιανών, διαπομπεύει στους δρόμους της πόλης τα αρχαία ελληνικά λατρευτικά αγάλματα. Οι πιστοί της παλαιάς θρησκείας ξεσηκώθηκαν. Ακολούθησαν συμπλοκές με τους Χριστιανούς. Οι «Ελληνιστές», συνέλαβαν τον Γεώργιο και τον έριξαν στην πυρά! Μάλιστα, κατά τον Φώτιο, τον έδεσαν πάνω σε μια καμήλα, τον κατακρεούργησαν και τον έριξαν στη φωτιά μαζί με την καμήλα! (Patrologia Graeca, τ.104).

Ο επίσκοπος της Λαμψάκου Παρθένιος, ισοπέδωσε όλα τα αρχαία μνημεία της περιοχής του. Στην Κύζικο, ο επίσκοπος Ελεύσιος πρωτοστάτησε στην καταστροφή αγαλμάτων. Στο προάστιο της Αντιόχειας Δάφνη, καταστράφηκε το περίφημο άγαλμα του Απόλλωνος Δαφναίου. Στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, Χριστιανοί κατεδάφισαν τους ναούς του Δία και του Απόλλωνα και το ιερό της Τύχης. Στη Μήρο της Φρυγίας, οι «χρισταμύντορες» Μακεδόνιος, Θεόδουλος και Τατιανός «… νύκτωρ επεισελθόντες (στον αρχαίο ναό) τα αγάλματα συνέτριψαν» (Ευνάπιος V, II, 1-2).

Ο επίσκοπος Απάμειας Μάρκελλος, πυρπόλησε και ισοπέδωσε, με τη βοήθεια 2.000 στρατιωτών, τον ναό του Δία. Ενώ παρακολουθούσε την πυρπόληση ενός αρχαίου ναού στον Αυλώνα, πιστοί της αρχαίας θρησκείας, τον περικύκλωσαν αιφνιδιαστικά και τον έριξαν στην πυρά. Η Εκκλησία μας τον ανακήρυξε άγιο. Ο Κύριλλος, διάκονος στην Ηλιούπολη του Λιβάνου, κατακομμάτιασε πολλά αρχαία αγάλματα.

Οι ειδωλολάτρες, όπως γράφει ο Θεοδώρητος, όχι μόνο τον θανάτωσαν, αλλά έφαγαν και το συκώτι του! Το 421, μοναχοί μπήκαν στην Ιερουσαλήμ και πυρπόλησαν αρχαίους ναούς συναγωγές.

Όλα αυτά δημιούργησαν εμφυλιοπολεμικό κλίμα και οδήγησαν σε συγκρούσεις, αντεκδικήσεις και ωμότητες.

Ο έπαρχος Ρουφίνος γκρέμισε τον ναό του Ερμή στην Αντιόχεια (376) και ο έπαρχος Γράκχος ισοπέδωσε τον ναό του Μίθρα (377). Το 393, ο Ρωμαίος αξιωματούχος Jovius κατέστρεψε τους αρχαίους ναούς της Καρχηδόνας.

Ο αξιωματούχος Maternus Kynegius, ανέλαβε μετά από εντολή του Μεγάλου Θεοδοσίου, την καταστροφή αρχαίων ναών και καλλιτεχνημάτων στις ανατολικές επαρχίες. Όταν πέθανε (388), ενταφιάστηκε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου βρισκόταν το νεκροταφείο των αυτοκρατόρων.

Αλλά και ο ίδιος ο Θεοδόσιος, όπως γράφει ο Σωζομενός, μετέτρεψε τον ναό της Άρτεμης στην Κωνσταντινούπολη σε πορνείο, τον ναό της Αφροδίτης σε αμαξοστάσιο, ενώ γύρω από αυτόν έχτισε καταλύματα για άπορες πόρνες!

Μόνο ο Ουάλης, από τους αυτοκράτορες που διαδέχτηκαν τον Ιουλιανό, έδειξε ανοχή στην αρχαία θρησκεία και αυτό, γιατί είχε προσχωρήσει στον αρειανισμό. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, τον αποκαλεί «μισοχριστότατον».

Καταστροφές ναών, αγαλμάτων και βιβλίων από τον 5ο αιώνα και έπειτα

Ο τέταρτος αιώνας, ήταν πιο καταστροφικός της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Οι καταστροφές όμως συνεχίστηκαν και τους επόμενους αιώνες.

Ο Θεοδόσιος Β’ με τον νόμο 23 του 423, απειλεί τους πιστούς των παλαιών λατρειών με θάνατο και εξορία. Νομοθετείται επίσης καταστροφή όλων των βιβλίων που είναι αντίθετα στη χριστιανική παιδεία.

Όλα τα κείμενα της κλασικής γραμματείας, ρίχνονται στην πυρά. Με νόμο τον 436, γκρεμίζονται όλοι οι αρχαίοι ναοί που είχαν μείνει ανέπαφοι και συντρίβονται τα αγάλματα. Οποιαδήποτε ανυπακοή ή αντίσταση, συνεπαγόταν θανατική ποινή.

Το 451, ο Μαρκιανός νομοθέτησε την εξάλειψη των αρχαίων ναών και αγαλμάτων, απείλησε με θάνατο τους ειδωλολάτρες και με βαρύτατες ποινές τους κρατικούς υπαλλήλους που δεν εφάρμοζαν αυστηρά τον νόμο.

Το 472, ο Λέων Α’, χαρακτηρίζει έγκλημα κατά του κράτους τη λατρεία των ειδώλων. Οι κατοικίες όπου τελείται παγανιστική λατρεία, δημεύονται.

Στα χρόνια του Ιουστινιανού, ολοκληρώνεται η καταστροφή των λειψάνων του αρχαίου πολιτισμού.

Ο επίσκοπος Ιωάννης της Εφέσου, γκρέμισε αρχαίους ναούς, θρυμμάτισε αγάλματα και καυχιόταν ότι έκαψε 2.000 ειδωλολατρικά βιβλία. Στη νησίδα Φίλαι του Νείλου, η αρχαία λατρεία, συνεχιζόταν ως τα χρόνια του Ιουστινιανού. Ο στρατηγός Ναρσής, διέκοψε τη λειτουργία του ναού που υπήρχε εκεί, συνέλαβε τους ιερείς και έστειλε όλα τα αγάλματα στην Κωνσταντινούπολη. Οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν με πηλό από τον ποταμό και πάνω σ’ αυτόν ζωγραφίστηκαν χριστιανικές παραστάσεις.

Το 529, απαγορεύθηκε η διδασκαλία της φιλοσοφίας και επιβλήθηκε το κλείσιμο των σχολών της Αθήνας.

Το 559, επί Ιουστινιανού και πάλι, διαπομπεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη πιστοί της αρχαίας θρησκείας, ενώ έργα τέχνης που κοσμούσαν τα σπίτια τους και οι βιβλιοθήκες τους, ρίχτηκαν στην πυρά. Ο Ιουστινιανός το 562 διέταξε να καούν έργα αρχαίων συγγραφέων και πίνακες ζωγραφικής.

Ο νεοπλατωνικός γραμματικός Παμπρέπιος, μαθητής του Πρόκλου, θανατώθηκε. Ο φιλόσοφος Ιεροκλής, στα χρόνια του Ζήνωνα, βασανίστηκε φριχτά.

Ο χριστιανισμός, εδραιώθηκε σχετικά γρήγορα στις ανατολικές επαρχίες και τις περιοχές της Β. Αφρικής. Αντίθετα στην Ελλάδα, και κυρίως στην Αθήνα, αντιμετώπισε αντιδράσεις και δυσκολίες.

Ίσως γι’ αυτό η ονομασία «Έλληνας», τουλάχιστον ως την εποχή των σταυροφοριών, ήταν μειωτική.

Ο βυζαντινός συγγραφέας Ιωάννης Μόσχος (7ος αι.), αποκαλεί τους Έλληνες «Σαρακηνούς», δηλαδή τους ταυτίζει με τους Άραβες!

Και μόλις το 1237, ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτζης σε επιστολή του προς τον πάπα Γρηγόριο Θ’ γράφει ότι «εν τω γένει των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει».

Τους λόγους της ταύτισης των Ελλήνων με την ειδωλολατρία και την απαξιωτική σημασία της λέξης «Έλληνας» στα βυζαντινά χρόνια, θα εξετάσουμε σε μελλοντικό μας άρθρο.

Πηγές: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ «Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ», Έκτη έκδοση, Εκδόσεις Πιρόγα.

loading...