Γυπαετός: ο θησαυρός της Ελλάδας που κινδυνεύει

Ο γυπαετός είναι ο σπανιότερος γύπας της Ελλάδας. Ύστερα από σχετική ανακοίνωση της Ε.Ο.Ε στις 14/2/2021, έγινε γνωστό πως 11 γυπαετοί δηλητηριάστηκαν στην ευρύτερη περιοχή του φαραγγιού της Κλεισούρας Αράκυνθου στο Μεσολόγγι. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει για ακόμη μία φορά την αδιαφορία και τη βαναυσότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η άγρια ζωή στη χώρα. Σπάνια και υπό απειλή ζώα όπως οι γυπαετοί, παραμένουν άγνωστα για τους περισσότερους πολίτες και η κακοποίησή τους περνά απαρατήρητη.

Βιολογικά χαρακτηριστικά και βιότοπος του γυπαετού

Ο γυπαετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό και έχει τρία είδη. Στην Ελλάδα, όπου σημειώνεται ο μεγαλύτερος πληθυσμός των πτηνών αυτών, υπάρχει το υποείδος G.b.aureus. Σε μέγεθος φτάνει τα 1,10 μέτρα και ζυγίζει περίπου 5 με 7 κιλά. Το άνοιγμα των φτερών του έχει μήκος μέχρι και 2,80 μέτρα, γεγονός που τον βοηθάει να έχει δυναμικό, σχετικά γρήγορο, γεμάτο ελιγμούς πέταγμα. Αν και εκ φύσεως τα φτερά του κεφαλιού και του στήθους του είναι λευκά, παρατηρείται πως έχει τη συνήθεια να τα βάφει με οξείδια του σιδήρου που βρίσκουν στα ασβεστολιθικά πετρώματα και του αποδίδουν αυτό την πορτοκαλί απόχρωση. Ο λόγος αυτής τους της συνήθειας δεν είναι γνωστός ακόμη.

Στην Ελλάδα υπήρξε αρκετά κοινός μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα σε όλα τα απόκρημνα βουνά αλλά και στην ενδοχώρα. Ενδεικτικά, ήταν κοινοί στην Αττική, στον Ταΰγετο, στην Κλεισούρα Μεσολογγίου, στη Λευκάδα και στη Ρόδο αλλά δεν είναι πλέον. Ο γυπαετός προτιμά ορεινά οικοσυστήματα, τα διάσπαρτα βράχια, τους απομονωμένους μονόλιθους, τους γκρεμούς, τα βάραθρα, τα φαράγγια και τις χαράδρες. Σπανίζει κάτω από το υψόμετρο των 1.000 μέτρων και τείνει να εντοπίζεται σε υψόμετρα άνω των 2.000 μέτρων. Φωλιάζει μέσα σε μικρές σπηλιές ή σε προφυλαγμένες προεξοχές ψηλών πλαγιών. Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά από κόκαλα εξου και το ψευδώνυμό του “Κοκαλάς” από τους Κρητικούς βοσκούς.
Κοινωνική συμπεριφορά

Οι γυπαετοί είναι κατά κανόνα μοναχικά ζώα, ωστόσο μερικοί σχηματίζουν ζευγάρια και μένουν μαζί για μία ζωή. Η εποχή ζευγαρώματος ξεκινά νωρίς τον Οκτώβριο και κρατάει μέχρι και τον Ιανουάριο. Στη διαδικασία του ζευγαρώματος πετούν πλάι-πλάι, κυνηγούν ο ένας τον άλλο και πλέκουν τα νύχια τους βουτώντας στο κενό. Το κάθε ζευγάρι έχει τη δική του αποκλειστική περιοχή με μέση επιφάνεια τα 350 τετραγωνικά χιλιόμετρα και την προστατεύουν από άλλους γυπαετούς. Γεννούν δυο αυγά και τα επωάζουν από κοινού για 55-75 ημέρες. Μόνο το ένα από τους δύο νεογνά επιζεί και παραμένει στη φωλιά για 4 περίπου μήνες.

Ο γυπαετός, όπως και τα περισσότερα άγρια ζώα, είναι επιφυλακτικός προς τον άνθρωπο και αντί να περιτριγυρίζει σε πεδινές περιοχές προτιμά να εποπτεύει τον χώρο. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του καλύπτει πετώντας μεγάλες αποστάσεις και εξερευνά νέες περιοχές. Με την πάροδο του χρόνου όμως προσκολλάται στην περιοχή του και δεν την εγκαταλείπει.

Απειλές και τωρινή κατάσταση στην Ελλάδα

Τη δεκαετία του ’70 ο αριθμός των ζευγαριών γυπαετών ανερχόταν στα 25, μέσα στα επόμενα χρόνια ο πληθυσμός τους μειώθηκε κατά 84% και η κατανομή τους κατά 75%. Σήμερα, στην Ελλάδα έχουν απομείνει μονάχα 5 με 11 ζευγάρια και τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται στην Κρήτη. Η ραγδαία αυτή μείωση είναι αποτέλεσμα της καταστροφής των βιοτόπων τους, της ενόχλησης κατά την αναπαραγωγική περίοδο και της λαθροθηρίας. Βασικός παράγοντας εξαφάνισής τους είναι και τα δηλητηριασμένα δολώματα που τοποθετούνται για την εξολόθρευση λύκων, αλεπούδων και τσακαλιών. Εξαιτίας αυτών των κακοποιητικών τακτικών του ντόπιου και μη πληθυσμού ο Παρνασσός, η Γκιώνα και τα Βαρδούσια, βασικοί βιότοποι του είδους, είναι εντελώς άδεια από γύπες

Παρόλο που υπάρχουν προγράμματα όπως αυτό του Life, που έχει ως στόχο τη διατήρηση και την προστασία του Γυπαετού, το μέλλον των γυπαετών προμηνύεται δυσοίωνο ιδίως στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Η μόνη λύση είναι το να πάψουν οι κακοποιητικές δραστηριότητες και να γίνουν βήματα προς την προστασία και την αποκατάσταση τους στην Κρήτη.

Από: Δανάη Ανδρονικίδου
loading...