Η δήλωση που πέρασε στα ψιλά: Η Τουρκία φοβάται και μάλιστα πολύ

 Οι εξελίξεις που ευνόησαν Ελλάδα και Κύπρο

Εντός ενός σχετικά σύντομου χρονικά διαστήματος, οι Τούρκοι δια στόματος του Υπουργού Άμυνάς τους, Χουλούσι Ακάρ, έχουν προβεί σε μία διαρκή προσπάθεια να εμφανίσουν την Ελλάδα ως επιθετικότατη και ως την πλευρά που αδικεί την Τουρκία και μέσω αυτού να ασκήσει πίεση.

Για να τεθεί λίγο καλύτερα το ζήτημα χρειάζεται να αναφερθούν πρώτα κάποια δεδομένα που αφορούν την κατάσταση των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και την υποστήριξή τους, ήτοι τις πηγές από τις οποίες προμηθεύονται τον εξοπλισμό τους και τα αναλώσιμα: την τουρκική αμυντική βιομηχανία κυρίως και πηγές του εξωτερικού δευτερευόντως.

Η Τουρκία είναι η χώρα με τον δεύτερο, αριθμητικά, μεγαλύτερο ενεργό Στρατό σε όλο το ΝΑΤΟ, όσον αφορά τους αριθμούς που παρατάσσει στο πεδίο, μετά τις ΗΠΑ, μία αρκετά μεγάλη Αεροπορία και φυσικά Ναυτικό.

Ο Τουρκικός Στρατός εμπλέκεται ενεργά σε επιχειρήσεις αντι-ανταρτικού τύπου στη Νοτιοανατολική Τουρκία εναντίων των Κούρδων του ΡΚΚ αλλά και στο Βόρειο Ιράκ και τα κατεχόμενα, εδάφη που κατοικούσαν ως επί το πλείστον Κούρδοι στη Βόρεια Συρία, όπως την περιοχή του Αφρίν και τις υπόλοιπες περιοχές κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων που ελέγχουν οι Τούρκοι σε συνεργασία με τους Σύριους αντάρτες-μισθοφόρους. Η Συρία όμως είναι ένα περίπλοκο πεδίο καθώς ο Τουρκικός Στρατός εμπλέκεται και στην περιοχή της Ιντλίμπ όπου υπάρχει ο κύριος πυρήνας Σύριων ανταρτών, ισλαμιστών κατά πλειοψηφία.

Τέλος, η Λιβύη όπου οι Τούρκοι  απέστειλαν Σύριους μισθοφόρους, πολύ υλικό και αρκετά στελέχη για διάφορους ρόλους ενώ στήθηκε και η βάση της Al Watiya. 

Ο πόλεμος στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ  ήταν κυρίως μία μάχη μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν με τους Τούρκους να έχουν κάποιες ομάδες ειδικών δυνάμεων κατά πάσα πιθανότητα στην πρώτη γραμμή και αρκετά στελέχη σε υποστηρικτικό ρόλο.

Από όλα τα παραπάνω, η Ιντλίμπ ήταν αυτή που άντλησε τις περισσότερες δυνάμεις και πόρους για τους Τούρκους με αρκετό υλικό που δόθηκε στους αντάρτες να καταστρέφεται ενώ και οι Τουρκικές μονάδες που δρούσαν στην περιοχή υπέστησαν απώλειες. Σε γενικές γραμμές, οι Τούρκοι κατάφεραν να πατήσουν πόδι σε αρκετά εδάφη εκτός της επικράτειάς τους, ενώ βοήθησαν και παραδοσιακούς συμμάχους τους όπως το Αζερμπαϊτζάν να επιτύχουν νίκη κατά των εχθρών τους. Η εμπλοκή στη Λιβύη έχει οδηγηθεί σε τέλμα και το αποτέλεσμα ήταν οι χείριστες σχέσεις με την Γαλλία ενώ η Συρία παραμένει ένα καζάνι που βράζει με μία εύθραυστη εκεχειρία στην περιοχή της Ιντλίμπ.

Ελλάδα και Κύπρος από τις οποίες η Τουρκία θα ήθελε το κάτι παραπάνω, αποδείχθηκαν τελικά πιο δύσκολοι αντίπαλοι τόσο λόγω στρατιωτικής ισχύος όσο και διπλωματικής, αφού Αθήνα και Λευκωσία διέθεταν μία επαρκή υποστήριξη από μεγάλους διεθνείς παράγοντες. Η Ελλάδα είχε περάσει μία δεκαετία αυτοαφοπλισμού  με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι πλέον δεν θα μπορούσε να παρατάξει την απαραίτητη στρατιωτική ισχύ και μέσω διπλωματικών πιέσεων να πάρει η Τουρκία μερίδιο σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Τόσο η ελληνική και κυπριακή διπλωματία, η θέση των χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τέλος η στρατιωτική ισχύς που η Ελλάδα παρέταξε στο πεδίο το περασμένο καλοκαίρι, λειτούργησαν αποτρεπτικά για την Τουρκία.

Η Ελλάδα προχωρά σε σταδιακό επανεξοπλισμό και σε επαναφορά των διαθεσιμοτήτων διαφόρων συστημάτων της με κορυφαία προμήθεια να είναι μέχρι στιγμής η αγορά από τη Γαλλία των μαχητικών αεροσκαφών Rafale. Οι κινήσεις αυτές αύξησαν τη στρατιωτική ισχύ της Ελλάδας ειδικά στον αεροπορικό πόλεμο ενώ η Τουρκία υπέστη τις κυρώσεις της CAATSA( Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act ), οι οποίες ήδη έχουν δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα στην Τουρκική Αμυντική Βιομηχανία, η οποία δεν μπορεί να προχωρήσει πολλά προγράμματά της αλλά και προγράμματα υποστήριξης του Τουρκικού Στρατού. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ απαγόρευσαν την εξαγωγή υλικού προς την πολεμική βιομηχανία της Τουρκία μαζί με τις προμήθειες νέων όπλων, θέτουν τόσο το Ναυτικό, όσο και την Αεροπορία σε μία σαφώς μειονεκτική θέση έναντι των αεροναυτικών δυνάμεων της Ελλάδας.

Το γεγονός ότι ο Ακάρ μιλά για όχι καλή γειτονία εκ μέρους της Ελλάδας λόγω των νέων εξοπλισμών της δείχνει πρώτα από όλα αυτή την πικρία για το ότι αντίστοιχα οι Τούρκοι δεΝ θα έχουν προσβάσεις σε ανάλογη τεχνολογία στο εγγύς μέλλονΝ εκτός αν αλλάξουν γεωπολιτικό στρατόπεδο, κίνηση πολύ δύσκολη ακόμα και για τον απρόβλεπτο Ερντογάν. Η “γκρίνια” των Τούρκων εντείνεται και θα συνεχίσει να εντείνεται όσο η Ελλάδα συνεχίζει τον επανεξοπλισμό της με όπλα και συστήματα τεχνολογικά ανώτερα των αντίστοιχων τουρκικών. Η όλη κίνηση γίνεται όχι τόσο για να φοβηθεί η Ελλάδα τις δηλώσεις Ακάρ, οι οποίες δεν εισακούγονται από κανένα, αλλά για να ακούσουν τα ώτα όσων προμηθεύουν την Ελλάδα με νέα οπλικά συστήματα, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να δείξουν ότι έτσι ανατρέπεται το ισοζύγιο ισχύος στην περιοχή.

Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να παραβλέπεται καθώς ο μεν τουρκικός στρατός έχει εμπλέξει δυνάμεις του αλλού, οι δε αεροναυτικές δυνάμεις τους αυτή τη στιγμή δεν έχουν τα πλεονεκτήματα που θα ήθελαν απέναντι στην Πολεμική Αεροπορία.  ΑΝ προχωρήσει και το πρόγραμμα ανανέωσης του Στόλου, τότε και στη θάλασσα το τεχνολογικό χάσμα θα αυξηθεί ενώ η Τουρκία βρίσκεται υπό την επήρεια των κυρώσεων της CAATSA.

Το χαρτί της “διατήρησης της ισορροπίας” έχει παιχτεί και παλαιότερα από την Τουρκία σε συνδυασμό πάντα με τη θέληση των ΗΠΑ να κρατήσουν όντως μία ισορροπία στην περιοχή. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα δυσκολεύουν, καθώς η Τουρκία έχει αποκτήσει πολλούς εχθρούς ακόμα και εντός των ΗΠΑ και παρότι παλαιότερα η Ελλάδα ίσως δεν είχε διευκολύνσεις στα εξοπλιστικά της, υπάρχουν πηγές  όπως η Γαλλία, οι οποίες δεν υπολογίζουν τέτοια ζητήματα.

Η τουρκική “γκρίνια” λοιπόν είναι αναμενόμενη από αυτή τη σκοπιά, εις μάτην όπως όλα δείχνουν μέχρι στιγμής καθώς η εν ενεργεία τουρκική κυβέρνηση υπό τον Ερντογάν,  δεν βλέπεται με καλό μάτι από τη Δύση και η ενίσχυση των αντιπάλων της Τουρκίας είναι μονόδρομος έτσι ώστε να επανέλθουν οι Τούρκοι στον ορθό δρόμο, εκείνον του διεθνισμού.

loading...