H αρχιτεκτονική των ναών στην αρχαία Ελλάδα

Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν ναό αποκλειστικά το ιδιαίτερο κτίσμα, μέσα στο οποίο στεγαζόταν και φυλασσόταν το άγαλμα της λατρευόμενης θεότητας, σε αντιδιαστολή προς το Ιερό, δηλαδή τον ιερό χώρο, ο οποίος περιλάμβανε τον ναό, τους βωμούς, τα αναθήματα και τις κατοικίες των ιερέων. Η ιστορία της αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων μας διδάσκει ότι ναοί άρχισαν να κατασκευάζονται από την Oμηρική εποχή και έπειτα και πως οι προγενέστεροι τόποι λατρείας ήταν τα Ιερά. 

Πράγματι, στα κυριότερα δηλαδή προϊστορικά κέντρα της Ελλάδας, στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στην Κρήτη -στις Κνωσό και Φαιστό- , δεν βρέθηκαν λείψανα ναών με την παραπάνω έννοια, σχεδόν όμως σε όλα τα μέρη της Ελληνικής γης αποκαλύφθηκαν λείψανα βωμών στις μεγάλες αυλές των προϊστορικών βασιλικών παλατιών. Η εύρεση τέτοιων λατρευτικών τύπων ανταποκρίνεται πληρέστερα με τις σχετικές περιγραφές και αναφορές των ομηρικών επών, σύμφωνα με τα οποία η μεγάλη αυλή του βασιλικού παλατιού των προϊστορικών χρόνων ήταν ο ιερός τόπος των πόλεων, στον οποίον συνέρεαν οι θρησκευτές στις μεγάλες περιοδικές γιορτές, όπου θυσίαζαν και επικαλούνταν τη βοήθεια των λατρευόμενων θεών. Γι’ αυτό και η μεγάλη αυλή του προϊστορικού βασιλικού ανακτόρου -το έρκος- προσδιορίζεται από τον Όμηρο “έρκος ιερόν”. [1]

Οι ναοί ήταν τα κυριότερα οικοδομήματα των Ελλήνων, αντάξια για τη μεγαλοσύνη των θεών τους, μιας και χρησίμευαν για να στεγάσουν το λατρευτικό άγαλμα και να το προστατεύσουν από τις καιρικές συνθήκες και τα πουλιά. Ο ναός ήταν αποκλειστικά οίκος του θεού. Μέσα έμπαιναν μόνον οι ιερείς και ελάχιστοι πιστοί που έπαιρναν το δικαίωμα αυτό, αφού έκαναν μεγάλες δωρεές στο ιερό. Αφού λοιπόν οι περισσότεροι έμεναν έξω από το ναό, οι αρχιτέκτονες διαμόρφωσαν το κτίσμα εξωτερικά με όση τέχνη και μαεστρία κατείχαν, τόσο για να τονίσουν το μεγαλείο του θεού όσο και για την αισθητική απόλαυση των προσκυνητών. 

Στο εσωτερικό που ήταν απέριττο, το μεγαλύτερο βάρος δινόταν στο λατρευτικό άγαλμα. Το εσωτερικό των ναών ήταν σκοτεινό, το φως έμπαινε από την είσοδο, όταν η θύρα ήταν ανοιχτή, ή, σε ελάχιστους ναούς από μικρά παράθυρα στα πλάγια της εισόδου. Μπορούμε τώρα να φανταστούμε με πόση λαχτάρα θα στριμώχνονταν οι προσκυνητές κατά τη διάρκεια της θυσίας, όταν έμενε η πόρτα ανοιχτή, για να μπορέσουν να αντικρίσουν το θείο άγαλμα που άστραφτε μέσα στο σκοτάδι, καθώς μερικές ακτίνες φωτός έπεφταν πάνω του. [2] 

Δύο είναι κατά κύριο λόγο οι ρυθμοί: ο Δωρικός και ο Ιωνικός. Ο τρίτος, ο οποίος ονομάστηκε από το Ρωμαίο μηχανικό και αρχιτέκτονα Βιτρούβιό ‘Κορινθιακός’, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μία παραλλαγή του Ιωνικού. Το σύστημα του δωρικού ρυθμού εφαρμόστηκε αρχικά στην Βορειοανατολική Πελοπόννησο σε οικοδομήματα κατασκευασμένα από ξύλο. Η διαμόρφωση του Ιωνικού ρυθμού, από την άλλη, πραγματοποιήθηκε κατά την αρχαϊκή εποχή στην Ελληνική Μ.Ασία και στα νησιά του Αιγαίου και εφαρμόστηκε αρχικά, επίσης, σε ξύλινα οικοδομήματα.

Οι διαφορές μεταξύ των δύο ρυθμών εντοπίζονται σε διάφορα στοιχεία κυρίως στους κίονες και στο διάζωμα. Ο Δωρικός κίονας εδράζεται απευθείας στον στυλοβάτη ενώ ο ιωνικός κίονας εδράζεται σε κυκλική βάση που ονομάζεται σπείρα και είναι λεπτότερος απ’ το Δωρικό. Επιπλέον, ενώ το Δωρικό κιονόκρανο είναι καθαρά Ελληνικό δημιούργημα, το Ιωνικό φαίνεται πως προσέλαβε στοιχεία ξενικά και τα μετέπλασε. Οι διαφορές μεταξύ Ιωνικού και Δωρικού ρυθμού είναι φανερές και στο επιστύλιο το οποίο στον Ιωνικό ρυθμό δεν είναι ενιαίο όπως στον Δωρικό αλλά χωρίζεται σε τρεις επάλληλες και προεξέχουσες ταινίες. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των Ιωνικών ναών δε διαφέρει σημαντικά από εκείνων των Δωρικών ναών, οι πρώτοι όμως είναι κατά κανόνα πολύ μεγαλύτεροι σε μέγεθος…[3] 

Τον 8ο αι. π.Χ. ναός δεν είναι απλώς ο χώρος που φυλάσσεται το ή τα αγάλματα των θεοτήτων (η λέξη ναός είναι συγγενής ετυμολογικά με το ναίω: κατοικώ), αλλά το κύριο μνημείο της πόλης που το μέγεθος και τα υλικά του οφείλουν να προδίδουν τεχνικές καινοτομίες. Επομένως, η εξωτερική του όψη είναι πολύ σημαντικότερη από το εσωτερικό του. Λόγω της θέσης του (υπερυψωμένης) γίνεται ένα είδος ‘φάρου’ ή συμβόλου και, όταν βρίσκεται εκτός των τειχών, οφείλει να αντιπροσωπεύει την πόλη και να ορίζει την επικράτεια της. 

Στην αυγή του 7ου αι. π.Χ. ο ναός ήταν οικοδόμημα πρωτεύουσας σημασίας το οποίο συμβόλιζε την αίγλη της πόλης μετά την εξαφάνιση της μοναρχίας κατά την οποία ο βασιλεύς ήταν υπεύθυνος και για τα θρησκευτικά ζητήματα. Οι μεγάλοι δίπτεροι ναοί που χτίζονται κατά την αρχαϊκή εποχή ήταν σύμβολα των τυράννων. Μετά την αρχαϊκή εποχή και την τυραννίδα τους, σταμάτησαν να χτίζονται. Η ύπαρξη πέτρινων ναών Δωρικού ρυθμού κατά την εποχή αυτή μαρτυρεί το εξαιρετικά ισχυρό θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων. 

Το απαραίτητο στοιχείο σε ένα ιερό ήταν αρχικά ο περίβολος και ο βωμός, όπου γινόταν η λατρεία με σπονδές και θυσίες. Με την αύξηση των πιστών και την υιοθέτηση της λατρείας από την πόλη, χτιζόταν συνήθως δίπλα του ο ναός, που στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα. Έτσι οι ναοί έγιναν τα κυριότερα οικοδομήματα των Ελλήνων, αντάξια για την μεγαλοσύνη των θεών τους μιας και χρησίμευαν για να στεγάσουν το λατρευτικό άγαλμα και να το προστατεύσουν από τις καιρικές συνθήκες και τα πουλιά. Ο ναός ήταν αποκλειστικά οίκος του θεού….[3]

Η εντύπωση που μας αφήνουν σήμερα τα λευκά  ερείπια των αρχαίων ναών δεν είναι η σωστή. Το χρώμα, ένα βασικό στοιχείο έκφρασης της αρχαίας Eλληνικής τέχνης, δεν ήταν δυνατόν να λείπει από τους ναούς. Έτσι, όλοι οι αρχαίοι ναοί σε αρκετά μέρη τους ήταν καλυμμένοι με χρώματα…. 

Πηγές –βιβλιογραφία :

[1] Οι Ναοί, ιστοσελίδα, Η Δελφύς 

[2]    Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π. (1992), Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία, Αθήνα: Κέδρος σ. 78.

[3] Hellmann M. (2003), Η Αρχαία Ελληνική Αρχιτεκτονική, μτφρ. Μ. Λεβεντοπούλου, Αθήνα: Δαίδαλος.

“““““““““““““““““““““`

Φωτ : Tο αέτωμα των προπυλαίων της Aκαδημίας Αθηνών. Έργο του γλύπτη Λεωνίδα Δρόση (1843-1884) σε σχέδιο του Αυστριακού ζωγράφου Karl Rahl. Εκτελέσθηκε στο διάστημα της δεκαετίας του 1870 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1880. 

loading...