Στην Akita, στην επαρχία Inaba, ζούσε ένας ανεξάρτητος κύριος με δύο κόρες που τον υπηρετούσαν με κάθε ευσέβεια. Εκείνος αγαπούσε το κυνήγι, και έτσι πολύ συχνά διέπραττε την αμαρτία (σύμφωνα με τη διδασκαλία του ιερού Βούδα) να παίρνει μια ζωή. Ποτέ δεν άκουγε τις παραινέσεις των θυγατέρων του. Εκείνες, έχοντας επίγνωση του μέλλοντος κι έντρομες από το τι του επιφύλασσε, προσπάθησαν πολλές φορές να τον αλλάξουν. Πολλά ήταν τα δάκρυα που έριξαν. Τελικά, μια μέρα, αφού τον είχαν παρακαλέσει πιο σκληρά από ποτέ, ο πατέρας, συγκινημένος απ’ τις ικεσίες τους, υποσχέθηκε να μην πυροβολήσει πια. Όμως, μετά από λίγο, κάποιοι από τους γείτονές του ήρθαν να του ζητήσουν να πυροβολήσει δύο πελαργούς. Εύκολα οδηγήθηκε στο να συναινέσει από τη δύναμη της φυσικής του αγάπης για το άθλημα. Όμως απαγόρεψε να πουν λέξη στις κόρες του. Τη νύχτα ξεγλίστρησε στα κρυφά με το όπλο στο χέρι αφότου, όπως φαντάστηκε, είχαν ήδη αποκοιμηθεί.

Ωστόσο, εκείνες είχαν ακούσει τα πάντα κι η μεγαλύτερη αδελφή είπε στη μικρότερη: «Ό,τι και να κάνουμε, ο πατέρας δεν θα ακολουθήσει τη συμβουλή μας και τίποτα δεν μένει τώρα για να τον φέρει σε γνώση της αλήθειας παρά η θυσία μιας από μας. Η νύχτα είναι ευτυχώς χωρίς φεγγάρι, και αν βάλω λευκά ρούχα και πάω στη μεριά του κόλπου, θα με πάρει για πελαργό και θα με σκοτώσει. Εσύ να συνεχίσεις να φροντίζεις τον πατέρα μας με κάθε ευσέβεια». Λέγοντας αυτά, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Αλλά η νεαρότερη αδελφή, μες στα αναφιλητά της, αναφώνησε: «Εσύ, αδερφή μου, εσύ είσαι η κληρονόμος της οικογένειας. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, δέξου να είσαι εσύ αυτή που θα ζήσει και θ’ αφοσιωθεί στον πατέρα, ενώ εγώ θα προσφέρω τη ζωή μου».

Έτσι, και οι δυο πολέμησαν για τον θάνατο… Η μεγαλύτερη, χωρίς άλλα λόγια, πιάνοντας ένα λευκό ρούχο έτρεξε έξω από το σπίτι. Η μικρότερη, που δεν θέλησε να παραχωρήσει την τιμή, βάζοντας κι εκείνη ένα λευκό φόρεμα, την ακολούθησε προς την ακτή του κόλπου. Εκεί, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους θάμνους, συνέχισε η διαφωνία τους για το ποια απ’ τις δύο έπρεπε να είναι εκείνη που θα πεθάνει.

Εν τω μεταξύ ο πατέρας, κοιτάζοντας γύρω του στο σκοτάδι, είδε κάτι λευκό. Νομίζοντας πως είναι οι πελαργοί, σημάδεψε με τ’ όπλο του, και η βολή βρήκε τον στόχο της, αφού τρύπησε τα πλευρά της μεγαλύτερής του κόρης. Η μικρή, ανήμπορη μες στη θλίψη της, έσκυψε πάνω στο νεκρό σώμα της αδελφής της. Ο πατέρας, που δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί τι είχε κάνει, και έκπληκτος που πυροβολώντας τον έναν απ’ τους δυο πελαργούς δεν έκανε τον άλλο να πετάξει μακριά, έριξε και δεύτερο πυροβολισμό στην άλλη λευκή φιγούρα. Καταδικασμένος στην άγνοιά του, χτύπησε και τη δεύτερη κόρη του, όπως την πρώτη. Τρυπημένη στο στήθος, έπεσε δίπλα στην αδερφή της, στο μαλακό γρασίδι.

Ο πατέρας, ευχαριστημένος με την επιτυχία του, κατέβηκε στους θάμνους για να βρει το θήραμά του. Όμως αλίμονο! Δεν υπήρχαν πελαργοί! Αλίμονο! Όχι, μόνο οι δύο κόρες του! Όλος φόβο, ρώτησε τι σήμαιναν όλα. Τα κορίτσια, αναπνέοντας πια με δυσκολία, του είπαν την απόφασή τους να του δείξουν το έγκλημά του να παίρνεις μια ζωή, κι έτσι με σεβασμό να τον αναγκάσουν να σταματήσει από εκεί. Άφησαν την τελευταία τους πνοή πριν προλάβουν να πουν περισσότερα.

Εκείνος γέμισε θλίψη και τύψεις. Πήρε τα δύο νεκρά σώματα στην πλάτη του, πίσω στο σπίτι. Καθώς δεν υπήρχε πλέον γυρισμός για ό,τι έγινε, τις τοποθέτησε ευλαβικά σε μια στοίβα από ξύλα κι εκεί κάηκαν, σηκώνοντας καπνό στον απαλό άνεμο. Από τότε έγινε ένας άλλος άνθρωπος. Έχτισε μόνος του ένα μικρό κελί από κλαδιά δέντρων, κοντά στη γέφυρα του χωριού. Τοποθετώντας εκεί τα μνημεία των δύο θυγατέρων του, τελούσε μπροστά τους όλες τις θρησκευτικές τελετουργίες και έγινε ο πιο ευσεβής πιστός του Βούδα. Αυτό κι αν ήταν πραγματική ευσέβεια… ένα αληθινό θαύμα: το ότι αυτά τα κορίτσια έπρεπε να δώσουν τη δική τους ζωή, έτσι ώστε, εξοντώνοντας τον κακό σπόρο στη συμπεριφορά του πατέρα τους σε αυτόν τον κόσμο, να τον φυλάξουν από τον τρομερό καρπό της στον ερχόμενο!

loading...