Στέλιος Κυριακίδης Μαραθωνοδρόμος, Βοστώνη 1946

Ο Αλέξανδρος, ήρωας του βιβλίου: ‘’Το μυστικό του Ταντάλου’’, συλλογίζεται: Τα σωστά πρότυπα στην Αρχαία Ελλάδα συνέδραμαν στο γενικό καλό και στην εξύψωση τόσο του πνευματικού όσο και του σωματικού επιπέδου των πολιτών. Σήμερα, τα πρότυπα που προωθούν τα διάφορα μέσα προβολής, παγκοσμίως, είναι επιεικώς θλιβερά και κατώτερα των περιστάσεων, αποκαλύπτοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων μία βιομηχανία που ρέπει προς οτιδήποτε εύκολο και στη χειρότερη μία στρατηγική πολιτική των κυβερνήσεων για εύκολη διακυβέρνηση απαίδευτων μαζών.

Ας δούμε όμως ένα ακόμη πρότυπο, που θα ‘πρεπε να ήτανε λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση…

”Είχε έρθει η ώρα… Ένα φαιό, απ’ την συσσωρευμένη αιθαλομίχλη, κτίριο, σήμα κατατεθέν της πόλης της Βοστώνης, βάσταζε καρτερικά μια γιγαντιαία πινακίδα μέσα απ’ την οποία ξεπρόβαλλε ένας τρισευτυχισμένος  μορφονιός με λαμπερό χαμόγελο, που ύψωνε ένα μπουκάλι  με περισσότερες καμπύλες από αυτές  της Ρίτα Χέιγουορθ, ενώ το κλασσικό λογότυπο  του αναψυκτικού που μύριζε Αμέρικα, η πολυδιαφημισμένη coca cola, μου έδινε το έναυσμα, μου έστελνε σημάδι.

 Επιτάχυνα, λοιπόν, κι εγώ, στο μέσο της διαδρομής, ακολουθώντας τη δικιά μου μυστική συνταγή-στρατηγική, που τόσες φορές με είχε ήδη χρήσει νικητή… Και τότε μου πέρασαν απ’ το μυαλό οι δυσκολίες, μου υψώθηκαν ξανά τα εμπόδια που μ’ έφεραν ως εδώ, στον Μαραθώνιο της Βοστώνης να τρέχω με έναν και μοναδικό σκοπό…

  Άκουσα λοιπόν την πολυαγαπημένη μου σύζυγο ξανά, γεμάτη συντροφική αγάπη, να μου φωνάζει: «Είσαι τρελός, έτσι κοκκαλιάρης όπως είσαι θα πεθάνεις». Θυμήθηκα τότε και την στιγμή που πούλησα τα προικιά της – μία ηλεκτρική κουζίνα, που ουσιαστικά μας τάιζε, κι ένα ραδιόφωνο που μας κρατούσε συντροφιά τα μοναχικά μας βράδια – για ν’ αποκτήσω το πολυπόθητο εισιτήριο που μ΄έφερε στη Βοστώνη, θυσιάζοντας σχεδόν τα πάντα…  Θυμήθηκα τότε και τον διευθυντή της τράπεζας που αρνιόταν να μου δώσει συνάλλαγμα, για να του πω αγανακτισμένος: «Τρέχω για την Ελλάδα από το 1933, αγωνίζομαι για τη γαλανόλευκη, δεν είμαι κανένας  τυχοδιώκτης»… Θυμήθηκα και τους γιατρούς που δε με άφηναν να αγωνιστώ, μιας κι ανησυχούσαν πως θα τα κακαρώσω, μιας κι έτρεφαν εμπεριστατωμένη, και διόλου απίθανη,  επιστημονική άποψη πως ίσως, κάπου στο μέσο της διαδρομής, πνεύμα θα παραδώσω. Θυμήθηκα και τις εφημερίδες που έγραφαν: ‘’Ο κοκκαλιάρης Έλληνας’’… 

 Θυμήθηκα όμως και τον Έλληνα μάγειρα του ξενοδοχείου που με τάιζε σφύζοντας από πατριωτική αλληλεγγύη για να τους διαψεύσει ολουνούς…  Όπως θυμήθηκα και τον Έλληνα ομογενή που μου δωσε ένα χαρτάκι που από τη μία πλευρά του έγραφε: ‘’Ή ταν ή επί τας’’ κι από την άλλη ‘’Νενικήκαμεν’’… 

 Τότε ακριβώς ήταν που πετάχτηκε ένας ακόμη πατριώτης, απ’ αυτούς που τόλμησαν το υπερατλαντικό ταξίδι, για ένα καλύτερο αύριο, λέγοντάς μου: «Καλά πας Στέλιο! Έστω δεύτερος…». 

Και προσωρινά το πίστεψα… Ώσπου, κι ευτυχώς, μπερδεύτηκε στα πόδια μου ένας ηλικιωμένος Έλληνας μετανάστης, μπουσουλώντας ξοπίσω μου σαν το βυζανιάρικο παιδί, κλαίγοντας από εθνική περηφάνια, τραβώντας τα λιγοστά κάτασπρα μαλλιά του: «Για την Ελλάδα Στέλιο μου! Για τα παιδιά σου…». Αυτή ήταν η ντόπα μου, αυτό το πάτημά μου… Δεύτερος δε θα βγαινα ποτέ, γι’ αυτόν τον συμπαθή γεράκο, για τα εφτά εκατομμύρια των πεινασμένων φτωχών Ελλήνων που απώθησαν τον γερμανικό ζυγό, γλύφοντας τώρα, για να τραφούν, τις ανοιχτές πληγές τους… 

 Επιτάχυνα, λες και μόλις ξεκινούσα τον αγώνα, και δεν άργησα να προσπεράσω τον συναθλητή μου, τον Κοτέ, που κοίταζε με αγωνία ξοπίσω… «Όταν ένας μαραθωνοδρόμος κοιτάζει πίσω, δίνει φτερά στον αντίπαλο», είπα από μέσα μου και κοίταξα μπροστά, μονάχα και μοναδικά μπροστά, ολότελα αποφασισμένος… 

 Ο δρόμος είχε πλέον γίνει ένας ατελείωτος ευθύς διάδρομος του στίβου, κι έβλεπα αυτόν και τίποτα άλλο… Τα καχεκτικά, αέρινα πόδια μου πήραν το σήμα από την παλικαρίσια, περήφανη καρδιά μου… Στα επόμενα τρία χιλιόμετρα έφτασα και το φαβορί, τον Τζόνυ Κέλυ, και τον προσπέρασα κι αυτόν, με δαιμονιώδη ρυθμό που τον ανάγκασε αργότερα να πει: «Πώς θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιο αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για μια ολόκληρη πατρίδα». Πλέον έβλεπα μόνο την κορδέλα του τερματισμού, ώσπου την έσπασα κι αυτή, φωνάζοντας με όλη μου την ψυχή: 

«For Greece!»

Για την Ελλάδα ρε γαμώτο, όπως βροντοφώναξε πολύ αργότερα κι η Βούλα Πατουλίδου… ” 

 Ο Στέλιος Κυριακίδης όχι μόνο νίκησε πανηγυρικά στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, αλλά στη συνέχεια, όταν ο τότε πρόεδρος της Αμερικής, Χάρυ Τρούμαν, τον ρώτησε τι θα ήθελε ως δώρο, του απάντησε:

 «Για μένα δε θέλω τίποτα! Μόνο βοήθεια για την Ελλάδα…».

Έτσι ο Στέλιος έμεινε στην Αμερική ζητώντας βοήθεια για την Ελλάδα του, καταφέρνοντας να συγκεντρώσει 250.000 δολάρια, ένα υπέρογκο για την εποχή ποσό, το οποίο εστάλη μαζί με έξι πλοία γεμάτα από είδη πρώτης ανάγκης, δώρο της οικογένειας Λιβανού, στην φτωχή γαλανή πατρίδα του, το λεγόμενο ”Πακέτο Κυριακίδη”, ενώ ακολούθησε κι έκτακτη οικονομική ενίσχυση από την Αμερική, 400.000 δολαρίων, εξαιτίας της δημοσιότητας που έλαβε μέσω του Κυριακίδη η τότε άθλια κατάσταση της Ελλάδας.

 Όταν πλέον επέστρεψε πίσω στην πατρίδα, τον περίμεναν ένα εκατομμύριο Έλληνες και τον υποδέχτηκαν με τιμές ήρωα, ενώ φωταγωγήθηκε ακόμη κι η Ακρόπολη. Τότε ο Στέλιος, δακρυσμένος κατά τη διάρκεια της επίσημης τελετής που πραγματοποιήθηκε για την υποδοχή του στις στήλες του Ολυμπίου Διός, δήλωσε:

«Είμαι υπερήφανος που είμαι Έλλην!»

loading...