Αρένα άνω των 1.800 ετών στο μέγεθος του Κολοσσαίου ανακαλύφθηκε στα αρχαία Μάσταυρα κοντά στο Αϊδίνιο

 Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια “αρένα”, ή μάλλον, ένα αμφιθέατρο, που μοιάζει με το παγκοσμίου φήμης Κολοσσαίο της Ρώμης, στα αρχαία Μάσταυρα της Λυδίας, κοντά στο Αϊδίνιο της σημερινής Τουρκίας. Οι αρχές αναφέρουν ότι η κατασκευή, η οποία είναι κυρίως θαμμένη, είναι ένα μοναδικό παράδειγμα ανατολικής ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής στη Μικρά Ασία.

Ο Umut Tuncer, επικεφαλής της Διεύθυνσης Πολιτισμού και Τουρισμού στο Αϊδίνιο, δήλωσε ότι το 80% των Μασταύρων θάφτηκε με την πάροδο του χρόνου, αλλά ακόμη και το μικρό μέρος που αποκαλύφθηκε από τους αρχαιολόγους ήταν αρκετό “για να δείξει τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της πόλης”. “Αυτή μπορεί να είναι η μόνη αρένα που διατηρείται στο σύνολό της εδώ στην Τουρκία. Η συντήρηση βοηθήθηκε από το ότι έμεινε θαμμένη επί σειρά αιώνων. Το βασικό περίγραμμα είναι ορατό τώρα και σκοπεύουμε να ανακαλύψουμε περισσότερα αυτήν την άνοιξη”, είπε.

Το αμφιθέατρο βρίσκεται κοντά στο μέγεθος του Κολοσσαίου στη Ρώμη, ανέφεραν οι αρχές. Το Κολοσσαίο, το μεγαλύτερο αρχαίο αμφιθέατρο που στέκεται ακόμα, έχει μήκος 188 μέτρα (617 πόδια) και πλάτος 156 μέτρα. Παρόμοια αμφιθέατρα υπάρχουν στα δυτικά της σημερινής Τουρκίας, αλλά τα περισσότερα έχουν καταρρεύσει σε μεγάλο βαθμό.

Η δομή ξεχωρίζει επίσης από άλλους λόγω του σχήματος της, το οποίο είναι εντελώς οβάλ. Βρέθηκε σε μια τοποθεσία που καλύπτεται από ελαιόδεντρα και οπωρώνες σύκων. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι η δομή χρησιμοποιήθηκε για αθλητικά δρώμενα στα Μάσταυρα, πριν από 1.800 χρόνια. Ο Tuncer είπε ότι το αμφιθέατρο πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε για μονομαχίες.

Λίγα λόγια για τα Μάσταυρα

Τα Μάσταυρα ήταν πόλη της Λυδίας, στη μεθόριο της Καρίας, στη νότια κλιτύ του όρους “Μεσογίς”, μεταξύ Νύσας, Βριούλας και Ανινέτας, στο Χρυσάορρα ποταμό (Mastavro Cay), ο οποίος είναι παραπόταμος του Μαιάνδρου. Τα ερείπια της πόλης έχουν αναγνωριστεί από τον περιηγητή Hamilton, σε θέση πλησίον του τουρκικού χωριού Μάσταυρο ή Μάσταυρα Καλέ σε απόσταση 1,5 ώρας περίπου από το Nazılı, η οποία έγινε αντικείμενο έρευνας από ομάδα Ελλήνων αρχαιολόγων το χειμώνα του 1921, με επικεφαλής τον Κ. Κουρουνιώτη.

Το όνομα δεν είναι ελληνικό. Ο Στέφανος Βυζάντιος θεωρεί ότι τα Μάσταυρα είναι η πόλη της Μα (λυδικό όνομα της Ρέας), στην οποία παρέδωσε ο Δίας το βρέφος Διόνυσο, ενώ παλαιότεροι μελετητές θεωρούσαν το τοπωνύμιο σημιτικό. Όμως, η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα έδειξε ότι έχει λυκική ή φρυγο-λυκική προέλευση, με βάση και την πιθανή παρουσία του τοπωνυμίου Μάσταυρα στη μεθόριο νότιας Φρυγίας-Λυκίας. Σε εβραϊκά κείμενα του 11ου αι. μ.Χ. το όνομα της πόλης συνοδεύεται από το γεωγραφικό προσδιορισμό “κοντά στον Μαίανδρο”, προφανώς σε αντιδιαστολή με τα λυκικά Μάσταυρα. Το εθνικό αναφέρεται ως Μασταυρεύς και Μασταυρίτης από το Στέφανο Βυζάντιο, αν και στις επιγραφικές και νομισματικές πηγές απαντά μόνο το δεύτερο.

Σύμφωνα με το Στράβωνα τα Μάσταυρα αποτελούσαν κατοικία της Νύσας. Τον 1ο αι. μ.Χ. μαρτυρείται ότι ανήκαν στο conventus της Εφέσου. Κατά την Αυτοκρατορική περίοδο πρόκειται μάλλον για πόλη, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι παρουσιάζει θεσμούς όπως η βουλή, ο δήμος και η γερουσία, όπως μαρτυρεί μια σημαντική επιγραφή που τιμά κάποιον τύραννο, που ασκούσε τα καθήκοντα του αγορανόμου και του πανηγυριάρχη. Επίσης αναφέρονται οι νέοι, ως ξεχωριστή πληθυσμιακή ομάδα με κάποιου τύπου οργάνωση. Από τις νομισματικές πηγές εξάλλου πληροφορούμαστε ότι η πόλη είχε θεσπίσει τα αξιώματα του “στρατηγού” και του “επιμελητή των πάντων” –με τον τελευταίο να αντικαθίσταται την εποχή του Κομμόδου (180-192 μ.Χ.) από το “γραμματέα”– οι οποίοι και ήταν υπεύθυνοι για τις νομισματικές κοπές. Το νομισματοκοπείο των Μασταύρων παρουσιάζει δραστηριότητα από τον Τιβέριο (14-37 μ.Χ.) ως το Βαλεριανό (253-260 μ.Χ.).

Οι λατρείες της πόλης συνάγονται κατά βάση από τις νομισματικές πηγές: απεικονίζονται η Εκάτη, ο Διόνυσος, ο Απόλλων Σώζων, η Δήμητρα, η Λητώ, η Σελήνη στο άρμα της, ένας βωμός μπροστά από κυπαρίσσι και ο Λυδός ιππέας, καθώς και ένας άλλος, άγνωστος τοπικός ήρωας που παλεύει με ταύρο. Από τις επιγραφές προκύπτει ότι στην πόλη ασκούνταν αυτοκρατορική λατρεία, που μαρτυρείται για τον Τιβέριο και τη μητέρα του Λιβία (14-37 μ.Χ.). Εξάλλου, σε επιγραφή της παρακείμενης Νύσας αναφέρεται ο ιερέας της λατρείας της Ρώμης και του Αυτοκράτορα, Ηρακλείδης Μαυσταυρίτης.

Οι περιγραφές των Hamilton και Κουρουνιώτη αποτελούν τις σημαντικότερες μαρτυρίες για τα μνημεία της πόλης. Ως προς την τοπογραφία της, όπως παρατηρεί ο Στέφανος Βυζάντιος και επιβεβαίωσε η επιτόπια έρευνα της ομάδας των Ελλήνων αρχαιολόγων, η πόλη χωριζόταν στα δύο από το Χρυσάορρα. Σώζονται ίχνη ισχυρού αναλημματικού τοίχου στη δυτική όχθη του ποταμού, χτισμένου από μικρούς λίθους και ασβεστοκονίαμα, υποστηριζόμενο κατά διαστήματα από αντηρίδες. Θεωρείται ύστερης ρωμαϊκής ή πρώιμης βυζαντινής κατασκευής.

Αναφέρονται λείψανα αμφιθεάτρου με διάμετρο κοίλου 30 μ. περίπου, με καλά διατηρημένες τις αψίδες του κυκλικού κτηρίου που στήριζε τις βαθμίδες, από μικρούς λίθους και ασβεστοκονίαμα, καθώς και μικρή γέφυρα με μια αψίδα, πιθανόν της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου. Επίσης, σώζεται υψηλός τοίχος χτισμένος με το χαρακτηριστικό τρόπο κατασκευής των μνημείων της πόλης, Ρωμαϊκής περιόδου, που πιθανόν ανήκε στο γυμνάσιο της πόλης. Σε μικρή απόσταση από τα Μάσταυρα, σε βουνοκορφή ανατολικά του Χρυσάορρα, σώζονται τα ερείπια μεσαιωνικού οχυρού, του Eskya Kale.

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, τα Μάσταυρα αποτελούν επισκοπή, τουλάχιστον ως και τον 8ο αι. μ.Χ., υπαγόμενη στη μητρόπολη της Εφέσου, στην επαρχία της Ασίας και μια φορά στη μητρόπολη Καισάρειας της επαρχίας Καππαδοκίας. Οι συνοδικές πηγές δίνουν τα ονόματα των κατά καιρούς επισκόπων που έλαβαν μέρος στις Συνόδους: ο Θεοδόσιος στην Έφεσο (431 μ.Χ.), ο Σαββάτιος στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), ο Θεόδωρος στην Κωνσταντινούπολη (681 μ.Χ) και ο Κωνσταντίνος ή Κωνστάντιος στη Νίκαια (787 μ.Χ).

Τον 11ο αιώνα, εποχή βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή, υπάρχει στα Μάσταυρα μια σημαντική αποικία Εβραίων, όπως μαρτυρεί ένα συμβόλαιο ισραηλιτικού γάμου του 1022 μ.Χ., που ήταν αναρτημένο στα Μάσταυρα αλλά βρέθηκε στη συναγωγή του Κάιρου και σήμερα φυλάσσεται στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Άλλο ισραηλιτικό έγγραφο από το Κάιρο αποκαλύπτει ότι Εβραίοι από τα Μάσταυρα έπεσαν θύματα Σαρακηνών πειρατών περί το 1030 μ.Χ. και μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο. Οι ιουδαϊκές αρχές του Κάιρου ανέθεσαν στον απελευθερωμένο όμηρο Λέοντα να επικοινωνήσει με τη συναγωγή της πόλης του για την εξαγορά των αιχμαλώτων. Φαίνεται όμως ότι η επιχείρηση απέτυχε και η ομάδα των Εβραίων από τα Μάσταυρα παρέμεινε στην Αίγυπτο, φυλάσσοντας και το συμφωνητικό γάμου ως ενθύμιο από την πατρίδα τους.

Πέτρος Κράνιας

https://www.capital.gr/

loading...