Ο λαός μας βυθισμένος 

στα σκοτάδια της άγνοιας, 

της αμάθειας και των δεισιδαιμονιών

πίστευε, πως όλες τις μέρες 

του Δωδεκαήμερου, 

που τα νερά ήταν «αβάφτιστα», 

οι καλλικάντζαροι, που έως τώρα 

ήταν καταχωνιασμένοι

στα σκοτάδια, του Κάτω Κόσμου

και όλο το χρόνο τρώγανε το στύλο

της γης, για να τη ρίξουν, έβγαιναν 

σαν γεννιόταν ο Χριστός,  από 

τις νεραϊδοσπηλιές, τα ποτάμια 

και τα χαλάσματα τις νύχτες, 

ανέβαιναν στον Απάνω Κόσμο 

και βάζανε τα δυνατά τους, 

να κάνουν ό,τι  κακό μπορούσαν 

στους ανθρώπους.

Κάθε μέρος της χώρας είχε 

και τα Παγανά του.  Τα φαντάζονταν

σαν ανθρωπάκια με ουρές,

στραβά πόδια, στραβά δόντια

και μαύρα πρόσωπα, σαν πίσσα. 

Άλλοι  τους φαντάζονταν 

σαν σκυλιά, άλλοι σαν  στραβοπόδαρους, 

με ουρές και καμπούρες, άλλοι 

ότι έβγαζαν φλόγες από το στόμα, 

τις μύτες, τα μάτια κ.τ.λ.

Σαν έμπαιναν στα σπίτια την νύχτα,

«κατουρούσαν» τη φωτιά,

μαγάριζαν τα φαγητά, τα τυριά,

τα κρέατα, τα λουκάνικα, τα κρασιά.

Γι’ αυτό και οι χωρικοί 

δεν τρώγαν τα λουκάνικα,

πριν περάσει ο παπάς να τα διαβάσει 

με τον αγιασμό, όταν «αγιάζανε τα νερά».

Οι άνθρωποι άναβαν φωτιές τις νύχτες 

και χτυπούσαν με τις κουδούνες, 

οι κουδουνάδες για να φοβηθούν

και  να φύγουν τα Παγανά.

Οι γριές καίγαν λιβάνια…

και θυμιάτιζαν κάθε γωνιά του σπιτιού.

Στη Ζάκυνθο πίστευαν, πως 

οι καλλικάντζαροι ήταν ψυχές

των πεθαμένων, που ανέβαιναν 

από τον Κάτω Κόσμο,

για να κατεβούν και πάλι σ’ αυτόν

την παραμονή των Θεοφανίων

που αγιάζανε τα νερά.

Στα χωριά της Άρτας 

και σ’ όλη την Ήπειρο πίστευαν 

ότι τα Παγανά ήταν Ρωμαίοι στρατιώτες 

που βγήκαν να σκοτώσουν τον Χριστό.

Στην Υπάτη πίστευαν ότι 

οι καλλικάντζαροι ήταν 

μεταμορφωμένα παιδιά, που 

έσφαξε ο Ηρώδης.

Οι Βυζαντινοί με μουσικές 

και τραγούδια, μασκαρεμένοι  

ξεφάντωναν το Δωδεκαήμερο. 

Απομεινάρια των αρχαίων προγόνων μας. 

Οι μασκαρεμένοι έλεγαν ότι ήθελαν, 

πείραζαν, έμπαιναν στα ξένα σπίτια, 

αναστάτωναν τους νοικοκυραίους, 

ζητούσαν γλυκά λουκάνικα, 

έτρωγαν και έπιναν συνέχεια.

Με το πέρασμα του χρόνου,

η ενοχλητική συμπεριφορά

των μασκαρεμένων, συνδέθηκε 

με τις ψυχές των πεθαμένων 

και από το μπέρδεμα

των δυο γεννήθηκε η ιδέα

των καλλικάντζαρων.

Οι αρχαίοι  πίστευαν, 

πως οι ψυχές των πεθαμένων, 

ορισμένες φορές το χρόνο, 

σαν βρίσκανε την πόρτα του Άδη ανοιχτή, 

ανέβαιναν από τα σκοτάδια 

του Κάτω Κόσμου στον Απάνω 

και εκεί, γύριζαν χωρίς 

έλεγχο και περιορισμούς.

Έτσι και οι νεότεροι Έλληνες, 

πίστευαν πως τα Παγανά 

ανέβαιναν από τον Κάτω κόσμο 

και οργίαζαν σε βάρος των ανθρώπων.

Μόλις ο παπάς με την αγιαστούρα του, 

τους κυνηγούσε άρχιζαν να φωνάζουν:

Φεύγατε να φύγουμε!

Έρχετ’ ο ζουρλόπαπας

με την αγιαστούρα του

και με την βρεχτούρα του!

Και θα μας αγιάσει

και θα μας μαγαρίσει.

Ο παπάς πήγαινε στα σπίτια 

να τ’ αγιάσει και εκτός από χρήματα

έπαιρνε και τα μια θηλειά   «κατουρημένα» λουκάνικα, σουτζούκια, καρύδια, αυγά κ.τ.λ.

Επειδή όμως μερικοί παπάδες 

ζητούσαν και άλλα, 

ο λαός τους σατίρισε 

σε κάποιον ήχο εκκλησιαστικό.

Φωτίζω, ραντίζω, 

τσέργες και βελέντζες

σταφύλια κρεμασμένα, 

σουτζούκια αραδιασμένα,

δερμάτια φουσκωμένα, 

με τυρί γεμάτα.

δώσε και μένα ένα!

Φωτίζω ραντίζω,

σκόρδα λάχανα κρεμμύδια,

σουτζούκια μουστωμένα,

νάχα νάτρωγα κανένα!

Μεγάλος πειρασμός τα λουκάνικα

για τους καλλικάντζαρους 

και τους παπάδες.

Στην Κρήτη τα παγανά, 

βλέποντας τα λουκάνικα κρεμασμένα 

τραγουδούσαν.

Οπόταν αποθάνουμε,

σύγλινα ~ λουκάνικα ~ δεν εφάγαμε

Εδά π’ αναστηθήκαμε

θα φάμε και θ’ αφήσουμε.

Οι στίχοι δείχνουν 

την πίστη του λαού μας 

πως οι καλλικάντζαροι είναι

οι ψυχές των πεθαμένων, 

που αυτή την εποχή βρίσκοντας 

την πόρτα του Άδη ανοιχτή

ανέβαιναν στον Απάνω Κόσμο.

Στην Κνίδη τα παιδιά με τις εικόνες

στα χέρια μετά τον αγιασμό έψαλλαν το :

«Κύργιαααα!!! Λέεεεησόοον»

Μπροστά πήγαινε μια γυναίκα

νιόπαντρη, που πρώτη φορά 

είχε γεννήσει, κρατώντας στο κεφάλι της 

το δοχείο του αγιασμού 

και πίσω ο παπάς και όλοι οι άλλοι.

Αυτή η γυναίκα συμβόλιζε 

με το πληθωρικό στήθος της, 

τον καρπό και το γάλα του καλαμποκιού. Περπατούσε αργά , στητά και καμαρωτά, 

σαν αρχαία κανηφόρος, 

χύνοντας κατά διαστήματα 

σ’ όλο το δρόμο από λίγο αγιασμό.

Ο συμβολισμός της νιόπαντρης  

που πρώτη φορά γεννούσε, δεν ήταν

άσχετος με την λατρεία 

της «Μητέρας Θεάς» της Μινωικής εποχής.

Άλλοι λένε ότι τα παγανά 

προήλθαν από τους Σάτυρους του Πανός, 

άλλοι βρίσκουν τέτοιους  χαρακτήρες 

στους Κενταύρους. 

Άλλοι ότι είναι δημιουργήματα 

της φαντασίας του Ελληνικού λαού 

από παλαιότερα μυθικά στοιχεία

που έχουν χαθεί. 

Ο Σβορώνος θεωρεί 

ότι προέρχονται από παραστάσεις 

του δυτικού αετώματος 

του Παρθενώνος, 

άλλοι ότι είναι δαιμόνια της εστίας 

και της φωτιάς. 

Άλλοι μας λένε 

ότι το όνομα Καλλικάντζαρος  παράγεται 

από το καλός + κάνθαρος, 

άλλοι από το καλός Κένταυρος, 

άλλοι  ότι το καρκάντζαρο  παράγεται από τον ξερό και τον καμμένο. 

Στην Οινόη του Πόντου τους έλεγαν «Χρυσαμεντάδες, Ας εμάς καλοί».

Στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, 

μόλις τελείωνε ο αγιασμός, 

μετά  τα «κυργιαλέσα» 

και κατέβαιναν τον Ενιπέα, 

οι ψαλμωδίες σ’ όλο το δρόμο 

που κατηφόριζαν, ακούγονταν από

μακριά σαν βουητό, 

λες και κατέβαιναν 

οι θεοί του Ολύμπου στα εγκόσμια, 

συνοδευμένοι απ’ τις βροντές 

και τους κεραυνού του Διός…!!!

loading...