Από τον Νίκο Καζαντζάκη στον Φώτη Κόντογλου

Η πατρίδα εiναι η μητέρα όλων μας, καθώς όλοι οι Έλληνες έχουμε ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο, με την θρησκεία, την ιστορία, τον πολιτισμό και τους προγόνους.

Η Ελλάδα και το Ελληνικό έθνος διατηρούν την αξιοπρέπεια, και το μεγαλείο της ψυχής, σε κάθε περίσταση, ακόμη και στις πιο δύσκολες ιστορικές καταστάσεις. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η στάση όλων των Ηρώων, οι οποίοι παρά το γεγονός ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με τον θάνατο, δεν καταδέχονται να σκεφτούν το ενδεχόμενο της παράδοσης στους εχθρούς. Με πρωτόγνωρο ψυχικό, ηθικό και πνευματικό σθένος αποφασίζουν να πεθάνουν μαχόμενοι, θυσιαζόμενοι στα ιδανικά της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της πίστεως στον Ιησού Χριστό. Διαχρονικά οι Έλληνες ξεπερνούν κάθε φόβο, γίνονται ήρωες και διαχρονικά σύμβολα, ελευθερίας και αξιοπρέπειας.

Ανεπανάληπτο ήταν και το μεγαλείο των πολιορκημένων, του 1453. Παρά το γεγονός ότι είναι αντιμέτωποι με τόσες δυσκολίες, όχι μόνο δεν υποκύπτουν στους φόβο τους, αλλά επιθυμούν να πολεμήσουν. Αυτό θα τους φέρει σε θανάσιμο κίνδυνο. Όμως παράλληλα θα τους απαλλάξει από τον ατιμωτικό αφανισμό, λόγω της πείνας, της εξαθλίωσης, και της παραδόσεως στον Μωάμεθ. Οι πολιορκημένοι έχουν συνηθίσει την εμπόλεμη κατάσταση. Αντί να τους φοβίζει ο πόλεμος, έχει γίνει πια κομμάτι της ζωής τους και τους παρακινεί σε Ηρωικά επιτεύγματα.

Οι ένδοξοι ήρωες, οι τρομεροί αυτοκράτορες, έρχονται να αναστήσουν το Ελληνικό γένος, από τα αβάσταχτα δεινά. Μας θυμίζουν, τις μεγάλες εθνικές θυσίες, που έκαναν οι προγονοί μας. Κάθε χρόνο, μας υπενθυμίζουν το εθνικό μας καθήκον.

Στην σημερινή μου εργασία θα δούμε, δύο από τις πιο αγνές μορφές, του σύγχρονου Ελληνικού πολιτισμού.

Νίκος Καζαντζάκης και Φώτης Κόντογλου. Ορθοδοξία, Ελλάδα, Ελευθερία, αξιοπρέπεια, και Δικαιοσύνη.

Η Ελλάδα στο πέρασμα των αιώνων, έχει σταυρωθεί αμέτρητες φορές. Πόλεμοι, γενοκτονίες, σφαγές, κλοπές, βιασμοί και σκλαβιά. Ο λόγος ένας και μοναδικός. Η Ελλάδα είναι το αιώνιο πολιτισμικό φως, και όλοι οι υπόλοιποι, το αιώνιο εωσφορικό σκοτάδι. Με την αποδοχή του Χριστιανισμού, ένα πράγμα αυτονόητο, καθώς αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός και χριστιανισμός είχαν τα ίδια αξιώματα. οι περιπέτειες του Ελληνικού έθνους έγιναν πάρα πολύ μεγαλύτερες στο πέρασμα των αιώνων. Από το έτος 2010 μ.χ, ξεκίνησε για μια ακόμη φορά ένας απίστευτος Εθνικός Γολγοθάς. Η Ελλάδα μας κάθε χρόνο σταυρώνεται μαζί με τον Ιησού. Μόνον που σε αντίθεση, με τον Χριστό, η Ελλάδα παραμένει μονίμως, αδύναμη και δυστυχώς καθηλωμένη επάνω στον σταυρό του μαρτυρίου. Φυσικά όσο επιμένουν οι κάτοικοι, να μην αλλάζουν τρόπο ζωής, και να ζούνε με τον σεξουαλικό τρόπο ζωής, που επιθυμεί και επιβάλει, ο Φρυγικός δάιμονας Σαβάζιος-Διόνυσος, καμία ελπίδα επιιβιώσεως, δεν διαγράφεται στον ορίζοντα. Αυτό διότι ο διαχρονικός τρόπος επιβίωσης του Ελληνικού έθνους, ήταν πάντοτε τα χρηστά ήθη.

Το χειρότερο όλων είναι ότι ήρθε ο Χριστός στην γη, δίδαξε έκανε θαύματα μαρτύρησε, σταυρώθηκε, αλλά δεν αναστήθηκε μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Δηλαδή δεν αναστήθηκαν ψυχικά και πνευματικά αρκετοί άνθρωποι, στο πέρασμα 2021 ετών. Πάρα πολλοί άνθρωποι παρέμειναν κακοί, δειλοί, σάπιοι και άνανδροι. Άδικος κόπος είχε αναφέρει ο Νίκος Καζαντζάκης, απορημένος, για το πως ο ερχομός του Χριστού στην γη, δεν άγγιξε της ψυχές όλων των ανθρώπων. Βέβαια, ξεχνά, είτε δεν υπολογίζει ο Νίκος Καζαντζάκης, ότι εκτός από τον Χριστό στην γη, υπάρχει και ο Εωσφόρος με τους υποτακτικούς του. Σε μια ακόμη εποχή γενοκτονίας για το έθνος μας, όλοι λένε ότι είναι “Χριστιανοί”, αλλά σταυρώνουν καθημερινά τον Χριστό μας με τις πράξεις τους. Το χειρότερο όλων είναι ότι οι κατ επίφασίν χριστιανοί, δεν είναι ικανοί να κάνουν μερικά απλά πράγματα που μας ζήτησε ο Χριστός. Άραγε τι κόστος έχει, να πας να κάνεις παρέα σε ένα συνάνθρωπο σου, εάν δεν μπορείς να τον βοηθήσεις οικονομικά, για να αποφύγει την αυτοκτονία, η οποιαδήποτε άλλη καταστροφική ενέργεια ; Τι κοστίζει να δώσεις ένα παλιό ρούχο που δεν φοράς, και να μην πας μια δυο φορές στην καφετέρια, και όπου αλλού για να δώσεις αυτά τα χρήματα σε έναν άστεγο, και κάποιες φορές να βοηθήσεις ένα αδέσποτο ζώο. Τι θα πάθει κάποιος εάν αγοράσει αργότερα καινούργια ρούχα;

Απολύτως τίποτα. Όμως αυτά τα λίγα και ασήμαντα, δεν είναι ικανοί να τα κάνουν οι χλιαροί Χριστιανοί.

Είναι η απόλυτη τραγική ειρωνία, είναι η σχεδόν απόλυτη προσβολή προς τον Ιησού Χριστό, μετά τις σεξουαλικές ανωμαλίες, αυτήν την εποχή οι σατανιστές να έχουν αγάπη μεταξύ τους, να βοηθά ο ένας τον άλλον, σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, επαγγελματικό, κοινωνικό, όχι γιατί ξαφνικά άλλαξαν, και ήρθαν στον δρόμο του Χριστού, αλλά για να επιτύχουν την δημιουργία του πολυπόθητου για αυτούς, από τα αρχαία χρόνια κράτος του αντιχρίστου. Οι σατανιστές, επέτυχαν να μην υπάρχουν πλέον πολλοί χριστιανοί. Αυτήν την εποχή ο ένας να κάνει άδικα κακό στον άλλο, είτε να αδιαφορεί ο ένας για τον άλλον. Μπόρεσαν να καταργήσουν από τους χριστιανούς το εμείς, και να τους επιβάλλουν το εγώ, που είναι απόλυτα σατανικό, και καταστροφικό.

Να περάσουμε τώρα να δούμε την εωσφορική αλαζονεία και κακία, τέτοιου είδους “ανθρώπων”, οι οποίοι άφησαν εποχή, μέσα από ένα παγκοσμίου βεληνεκούς μυθιστόρημα.

Βρισκόμαστε στην Μικρά Ασία επί Τουρκοκρατίας, σε ένα πλούσιο Ελληνικό χωριό, την Λυκόβρυση όπου οι περισσότεροι ραγιάδες είναι σαπισμένοι από την διαφθορά. Οι προεστοί του χωριού μαζί τον παπά τα ‘χουν βρει σε όλα με τον Αγά του χωριού, ξεχνώντας τα μέγιστα αξιώματα, που είναι η Ορθοδοξία, η Ελλάδα, η Ελευθερία, η Αξιοπρέπεια, και η Δικαιοσύνη. Όλα αυτά διότι ήταν καλά βολεμένοι οι προεστοί, όπως ήταν καλά βολεμένοι σε πολλά άλλα μέρη της σκλαβωμένης Ελλάδος, καθώς είχαν συμμαχήσει, με τους Τούρκους αδιαφορώντας για τα πάντα. Στο χωριό φτάνουν κυνηγημένοι Έλληνες που τους έκαψαν τα σπίτια οι Τούρκοι, έσφαξαν τους συγγενείς τους, τους πήρανε κινητή-ακίνητη περιουσία. Όσοι γλύτωσαν, πήραν τους δρόμους για να σωθούν. Κάποιοι κάτοικοι του πλουσίου χωριού Λυκόβρυση, επιθυμούν να βοηθήσουν τους κατατρεγμένους ομοεθνείς τους, αλλά φοβούνται τους δημογέροντες.

Πάνω από όλα φοβούνται τον παπά του χωριού, για αυτό δεν τολμούν να βοηθήσουν τους πεινασμένους. Κάποιοι βοηθάνε στα κρυφά, για να μην τους πάρει είδηση ο ιερέας της Λυκόβρυσης και τους αφορίσει !!! Ο παπά Γρηγόρης ήταν ένας κοιλαράς ιερέας, που δεν έδινε του Αγγέλου του νερό που λέει και ο λαός. Όταν πέθαινε κάποιος φτωχός που δεν είχε λεφτά για την κηδεία τον άφηνε άθαφτο, εκτός εάν πλήρωναν τα έξοδα οι υπόλοιποι χωριανοί.

Ούτε ελεημοσύνη έδινε σε κανέναν φτωχό, όποιος φτωχός του χτυπούσε την πόρτα για βοήθεια χαμήλωνε υποκριτικά τα μάτια λέγοντας ψέματα πως και εκείνος ήταν φτωχός ότι πεινούσε. Για αυτό ο πάπα Γρηγόρης μόλις είδε τους κατατρεγμένους Έλληνες έκανε τα πάντα για να τους διώξει. Δεν τον ένοιαζε που ήταν σκελετωμένοι, που έπεφταν κάτω από την πείνα, που πέθαιναν νέα παιδιά από την ασιτία και τις κακουχίες, που ήταν Χριστιανοί Έλληνες. Προτιμούσε ο πάπα Γρηγόρης να πετάνε στα σκουπίδια τα φαγητά τους, οι κάτοικοι του χωριού, παρά να τα δίνουν στους φτωχούς Έλληνες. Όπως επίσης προτιμούσε να έχουν ένα μέρος των χωραφιών τους ακαλλιέργητα, παρά να τα πάρουν οι φτωχοί δυστυχισμένοι, για να τα καλλιεργήσουν να φανέ λίγο ψωμί, δίνοντας φυσικά το μερίδιο που συμφώνησαν από την σοδειά, στους ιδιοκτήτες των κτημάτων.

Ο πάπα Γρηγόρης μέχρι τέλους δεν άλλαξε μυαλά, κυνήγησε με όλη την δύναμη της ψυχής του, τους φτωχούς κατατρεγμένους Έλληνες αδελφούς. Εδώ αρχίζει το απίστευτο μεγαλείο του Νίκου Καζαντζάκη, του παπά των κατατρεγμένων-ξεριζωμένων Ελλήνων, και κάποιων άλλων ανθρώπων, το οποίο είναι ταυτόχρονα αιώνιο διαχρονικό Ελληνικό αξίωμα.

Ο ιερέας των κατατρεγμένων, ο παπά Φώτης απευθυνόμενος στο ποίμνιο του, δοξάζει τον Χριστό γιατί τους ξεπάτωσαν, τους έδιωξαν από τα σπίτια τους, τους έκλεψαν, τους κυνήγησαν, οι Τούρκοι. Καθώς όπως είπε ο πάπα Φώτης είχαν αρχίσει στο χωριό τους να τρώνε πάρα πολύ, παραφόρτωσαν την ψυχή τους με κρέατα, είχαν ειρήνη, ασφάλεια, καλοπέραση, η σάρκα είχε θρασέψει έχοντας καταπλακώσει την ψυχή. Έλεγαν ότι όλα είναι καλά, όλα είναι δίκαια, κανένας δεν πεινά, κανένας δεν κρυώνει, κανένας δεν υποφέρει, δεν υπάρχει καλύτερος κόσμος.

Τότε ο Χριστός μας λυπήθηκε είπε ο πάπα Φώτης, μας πέταξε στους δρόμους, αδικηθήκαμε, πεινάσαμε, κρυώσαμε και είδαμε πως υπάρχει αδικία, πείνα, κρύο, φτώχεια, γύμνια. Ταυτόχρονα δίπλα στους ανθρώπους που πεινούν υπάρχουν οι πλούσιοι που τους βλέπουν γελώντας. Μας άνοιξε η πείνα τα φτερά, ξεφύγαμε από το δίχτυ της αδικίας, της καλοπέρασης, είμαστε ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ, από τα υλικά αγαθά. Το βασικότερο όμως ήταν ότι ζούσαν πλέον αυτοί οι άνθρωποι ως πραγματικοί Έλληνες Χριστιανοί, με αγάπη μεταξύ τους, χωρίς διαφορές, με πραγματική δικαιοσύνη, ενώ πάνω από όλα ζούσαν, χωρίς σεξουαλική διαφθορά, και όλα αυτά που έχουν καταστρέψει ολόκληρους λαούς, και κοινωνίες από την ημέρα που υπήρξαν άνθρωποι στον πλανήτη, μέχρι σήμερα. Μεταξύ των κατατρεγμένων Ελλήνων υπήρχε η απόλυτη τάξη τριαδικού Θεού, για αυτό στο τέλος πήραν την ανταμοιβή που τους άξιζε.

Το απόλυτο διαχρονικό Ελληνικό μεγαλείο, ψυχής , το οποίο μας τονίζει και ο Καζαντζάκης είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, που θα πάθαιναν τέτοιου είδους συμφορές θα είχαν απομακρυνθεί για πάντα από τον Χριστό, θα τον ξεχνούσαν, θα τον βλαστημούσαν, θα τον μισούσαν, για το πολλαπλό κακό που τους βρήκε. Κάποιοι άλλοι θα γινόταν εωσφοριστές. Αντίθετα αυτοί εδώ οι κατατρεγμένοι δοξάζουν τον θεό, παρά τα φοβερά δεινά που τους βρήκαν. Αυτό γιατί θεωρούν ότι είναι μια τεράστια ευκαιρία όλες αυτές οι συμφορές, για να μπορέσουν να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, βλέποντας ποσό άδικος είναι ο κόσμος. Όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται μέσα στα υλικά αγαθά, είναι σκλάβος του διαβόλου, και εχθρός του Χριστού, διότι δεν βλέπει, δεν νοιώθει την αλήθεια, την δικαιοσύνη, την αξιοπρέπεια, την Ελευθερία. Μεγάλο μέρος των κατατρεγμένων ξεριζωμένων Ελλήνων παρακαλούσε τον θεό, να τους δώσει από εδώ και στο εξής, μόνον τα απολύτως απαραίτητα, γιατί ήταν σίγουροι πλέον πως μόλις αποκτούσαν ξανά παραπανίσια υλικά αγαθά-περιουσία, θα έχαναν πάλι την ελευθερία τους καθώς θα ξαναγίνονταν σκλάβοι των υλικών αγαθών, με αποτέλεσμα να ξαναρχίσουν οι αδικίες μεταξύ τους. Ο κύριος Χαρίλαος, ένας γέροντας από τους ξεριζωμένους, που ήταν πλούσιος, παρακαλούσε όλη μέρα τον Χριστό να μην του ξαναδώσει πλούτη, γιατί θα γινόταν πάλι κακός άνθρωπος.

Ο Χριστός μίλησε μέσα στις ψυχές κάποιων ανθρώπων, ένας από αυτούς που πόνεσε για τους ξεριζωμένους, ήταν ο φτωχός βοσκός από το χωριό της Λυκόβρυσης ο Μανωλιός, ο οποίος λυπήθηκε τους φτωχούς κατατρεγμένους για αυτό τους συμπαραστεκόταν με όλη την ψυχή. Σε μια λοιπόν από της πολλές διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών των κατατρεγμένων Ελλήνων, και αυτών που δεν τους ήθελαν, είπε ο Μανωλιός απευθυνόμενος στον κακό ιερέα της Λυκόβρυσης τον πάπα Γρηγόρη που τον καταράστηκε γιατί βοηθά τους φτωχούς : “Με καταριέσαι, αλλά αυτό που θέλεις να πεις, είναι στην κατάρα των προεστών και των παπάδων (των κακών, όχι των καλών). Εσείς σταυρώσατε τον Χριστό, και άμα κατέβαινε πάλι στην γη, εσείς πάλι θα τον ξανασταυρώνατε”.

Ο καιρός περνούσε και κάποιοι χωριανοί από την Λυκόβρυση, εξακολουθούσαν να βοηθούν τους φτωχούς κατατρεγμένους, που είχαν ανεβεί στις σπηλιές όπου κατοικούσαν μέσα στο κρύο γυμνοί, πεινασμένοι, και πέθαιναν από την πεινά. Σκεφτόταν λοιπόν ο πάπα Γρηγόρης ότι έπρεπε ο λόγος του ιερέα να έχει μεγαλύτερη δύναμη. Με έναν του λόγο ο κάθε ιερέας να μπορεί να αφήνει νεκρό, όποιον διαφωνούσε μαζί του, με αυτόν τον τρόπο θα επικρατούσε “δικαιοσύνη”, στον κόσμο. Πέρασαν λοιπόν από το μυαλό του πάπα όλοι οι άνθρωποι που θα σκότωνε, εάν είχε αυτήν την δύναμη. Η δικαιοσύνη του Χριστού. Όταν ο Χριστός μίλησε μέσα στην ψυχή ενός πραγματικά καλού ανθρώπου, του Μιχελή, τότε έγινε ένα ακόμη θαύμα. Ο Μιχελής ήταν ο ποιο πλούσιος του Χωριού, πίστεψε πραγματικά στον Χριστό, για αυτό αποφάσισε να δώσει όλη την περιουσία στους κατατρεγμένους φτωχούς. Όμως ο παπά Γρηγόρης έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, με αποτέλεσμα να βγάλει τρελό το αρχοντόπουλο, χωρίς να ισχύει κάτι τέτοιο.

Αυτό το έκανε για να πάρει την περιουσία του εκείνος, ως αρχηγός της δημογεροντίας (Έλληνες προεστοί). Όλα αυτά με την σφραγίδα του Τούρκου Αγά που ήταν ένα και το αυτό με τους ψευτοέλληνες προεστούς. Μετά από αυτήν την αδικία, ο ιερέας των φτωχών ο παπά Φώτης πήγε να μιλήσει στον Δεσπότη του Μεγάλου χωριού, στο οποίο υπαγόταν η Λυκόβρυση, μήπως βρούνε οι φτωχοί το δίκιο του, για να μπορέσουν να πάρουν πίσω τα χωράφια που τους παραχώρησε ο Μιχελής.

Ο Δεσπότης όμως δεν άκουσε την φωνή του Χριστού, καθώς πιο πριν, είχε περάσει ο παπά Γρηγόρης από το γραφείο του δεσπότη, και του είπε ψέματα. Ο ιερέας της Λυκόβρυσης, του είπε, ότι οι κατατρεγμένοι Έλληνες που τους ξερίζωσαν, οι Τούρκοι, ότι ήταν κομμουνιστές, μπολσεβίκοι με εντολές από την Μόσχα. Ο δεσπότης δέχτηκε την άποψη του κακού ιερέα, καθώς είχε πάρει από εκείνον τα απαραίτητα δώρα. Στον αντίποδα ο φτωχός ξυπόλητος, ο ιερέας των κατατρεγμένων δεν είχε τίποτα να του προσφέρει, για να μπορέσει να βρει το δίκιο του. Εδώ είναι πλέον ολοφάνερο, ότι από τα αρχαία χρόνια, ότι δύο είδη Χριστού υπάρχουν. Ο ένας “Χριστός” είναι ο ψεύτικος, διότι είναι άδικος, κακός, πλούσιος κοτζάμπασης, που τα έχει καλά με τον Αγά του Χωριού, και όλους τους εξουσιαστές του κόσμου ανά τους αιώνες. Αυτός ο Χριστός κλείνει την πόρτα τρώγοντας, χωρίς να δίνει στους φτωχούς, λέγοντας ότι είναι δίκαιος, σωστός, αυτός ο κόσμος και όποιος τολμήσει να αντιδράσει θα τον αφορίσουν, οι ιερείς του.

Αντίθετα ο πραγματικός Χριστός είναι ξυπόλυτος, φτωχός, κατατρεγμένος, χτυπά τις πόρτες για βοήθεια αλλά δεν του ανοίγει κανένας, βλέπει τα παιδιά που πεινούν τις ψυχές που πονούν, λέγοντας ότι ο κόσμος είναι άδικος πρέπει να αλλάξει . Αυτός ο τελευταίος όπως καταλάβατε είναι ο πραγματικός Χριστός, είναι ο Χριστός των Ελλήνων, είναι ο θεός που σταυρώθηκε και μαρτύρησε για τους ανθρώπους. Η πείνα και η δυστυχία των φτωχών Ελλήνων συνεχιζόταν, με αποτέλεσμα τα παιδιά της Σαρακήνας, να πεθαίνουν σκελετωμένα από την πείνα. Στην Λυκόβρυση, κατά την διάρκεια ενός γλεντιού για αρραβώνες, ο Μανωλιός, ο βοσκός πλησίασε τους προεστούς ζητώντας να μιλήσει. Ο κακός ιερέας με το ζόρι τον άφησε να μιλήσει. Όταν ο Μανωλιός πηρέ τον λόγο είπε, ότι τον στέλνει ο Χριστός για να τους μιλήσει και να τους πει ότι όταν πεινούν οι φτωχοί είναι σαν να πεινά ο ίδιος, ότι όταν υπάρχουν άστεγοι, γυμνοί, πεινασμένοι, είναι κι ο ίδιος ο Χριστός άστεγος, γυμνός, και πεινασμένος. Όποιος ελεεί φτωχό είναι σαν να δανείζει στον θεό τους είπε ο φτωχός βοσκός. Δώστε το ένα δέκατο από την σοδειά σας, να φανέ τα αδέρφια μας οι πεινασμένοι Έλληνες, δώστε τα ακαλλιέργητα χωράφια μας να τα δουλέψουν οι φτωχοί να φανέ ψωμί, να γίνετε και εσείς οι Λυκοβρυσιώτες ακόμη πιο πλούσιοι από το μερίδιο της σοδειάς, που θα σας δίνουν ως ιδιοκτήτες των κτημάτων. Αλίμονο στον Λυκοβρισιώτη που τρώει χωρίς να συλλογιέται τα φτωχά παιδια. Κάθε παιδί που πεθαίνει της πείνας είμαστε εμείς υπεύθυνοι που έχουμε και δεν δίνουμε. Ο κακός ιερέας δεν άντεξε σηκώθηκε λέγοντας μην τον ακούτε αυτόν τον λαοπλάνο τον Μανολιο, ο Χριστός έχει “δικούς” του κρυφούς νόμους για να μοιράζει τα πλούτη στους ανθρώπους. Ο θεός αποφασίζει για το ποιοι θα είναι πλούσιοι, και ποιοι θα είναι φτωχοί, να πας στα πρόβατα σου είπε ο παπά Γρηγόρης, στον Μανωλιό, διότι οι ελεημοσύνες είναι εναντία στο θέλημα του θεού !!! Ο παπά Γρηγόρης δεν γινόταν καλά με τίποτα, είχε εξαγριωθεί, για αυτό στην συνέχεια είπε : “Ότι ήμασταν μια χαρά στο χωριό μας, τάξη και ομόνοια βασίλευε, μέχρι που ήρθανε αυτοί οι πεινασμένοι από άλλα μέρη”. Τότε τον λόγο πήρε ο ιερέας των φτωχών κατατρεγμένων Ελλήνων, ο παπά Φώτης, ο οποίος απευθυνόμενος στον κακό ιερέα του είπε με ήρεμη φωνή : “Δίκιο έχεις παπά Γρηγόρη ότι γίνεται σε αυτόν τον κόσμο, είναι γιατί ο θεός το θέλησε. Μίλησε ο Μανωλιός γιατί ο θεός το θέλησε, άνοιξαν μερικές καρδιές από την Λυκόβρυση, για αυτό άνοιξαν μερικά κελάρια δίνοντας βοήθεια στους πεινασμένους γιατί ο Χριστός το θέλησε. Εάν ήρθαμε εμείς να χαλάσουμε την ησυχία σας, φέρνοντας ανησυχία στο χωριό σας, πάλι ο Χριστός το θέλησε. Γιατί όταν πολυησυχάσει το νερό βουρκιάει, όταν πολυσυχάσει η ψυχή βουρκιάζει και αυτή.

Ο θεός έδωσε να είμαστε εμείς ο άνεμος, που θα σηκώσει την τρυκιμία να ζωντανέψουν τα νερά (Οι ψυχές), για να βρούν ξανά τον σωστό δρόμο”, για τον Χριστό, την Ελλάδα, την Ελευθερία, και την δικαιοσύνη. Εδώ γίνεται αναφορά στα υλικά αγαθά την καλοπέραση, την αδικία, την διαφθορά, την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Η σωτηρία των πλουσίων κατοίκων της Λυκόβρυσης είναι οι κατατρεγμένοι Έλληνες που ήρθαν από μακριά κυνηγημένοι από τους Τούρκους. Ο παγκόσμιος Έλληνας Νίκος Καζαντζάκης, έγραψε το παγκοσμίου βεληνεκούς, μυθιστόρημα “ο Χριστός ξανασταυρώνεται”. Εκεί μέσα από τους πρωταγωνιστές, μας δείχνει μερικούς από τους πιο διαχρονικούς χαρακτήρες, του Ελληνικού έθνους.

Οι άνθρωποι αυτοί αυτοί έχουν συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία παραμένουν σταθερά και αναλλοίωτα στο πέρασμα των αιώνων. Είναι άνθρωποι διαχρονικοί, γεμάτοι από ανήθικα-ταπεινά πάθη, καταπιεσμένοι με φοβίες, χωρίς να υπάρχει καμία ιδιαίτερη αιτία, πλην της Τουρκικής κατακτήσεως. Άνθρωποι χωρίς παιδεία, που δεν διέπονται, από τα πατροπαράδοτα Ελληνικά αξιώματα.

Ο Νίκος Καζαντζάκης καταδικάζει μέσα από το εξαίσιο έργο του, τον ραγιαδισμό και την απανθρωπιά. Οι κάτοικοι του χωριού Λυκόβρυση βρίσκονται υπό την διοίκηση, του Τούρκου Αγά, τον οποίο φοβούνται πολύ,. Ο ραγιαδισμός, η δειλία και η υποτακτικότητα, έχουν εισχωρήσει, βαθιά μέσα στο dna τους. Έχουν γίνει αγνώμονες, κουτοπονήροι, συμφεροντολόγοι, άτολμοι, φαρισαίοι, και τιμητές της ηθικής. Ήταν δειλοί, μοιραίοι, και άβουλοι αντάμα. Αναζητούν στην μικρή κλειστή κοινωνία, έναν αποδιοπομπαίο τράγο, ο οποίος θα γνωρίσει ταπεινώσεις και προσβολές εκ μέρους τους. Σταυρώνουν τους αδύναμους, τους κατατρεγμένους, τους αδικημένους, γιατί οι συνειδήσεις τους είναι ένοχες. Οι άβουλοι και απαίδευτοι ραγιάδες, ακολουθούν τις προσταγές των δημογερόντων τους. Είναι έρμαια, των κουτοποόηρων προεστών, που ενεργούν, αποκλειστικά με βάση τα προσωπικά τους συμφέροντα, και όχι για την προάσπιση των κεκτημένων της Ελληνικής κοινότητας.

Αυτές οι θλιβερές μορφές ζωής, βάζουν προσωπεία “Χριστιανικά-Ελληνικά”, και υποδύονται ότι είναι “ηθικοί, σεμνοί, λογικοί, δίκαιοι” και πολεμούν ως ξένο σώμα, ως κάτι “κακο” τους ανθρώπους, που άδικα, η ζωή τους χτύπησε.

Στην τοπική κοινωνία επικρατεί η υποκρισία, ο ψευτοχριστιανισμός-ραγιαδισμός, η ματαιοδοξία, και η κατάντια.Ελληνικές αρετές, όπως η εξέλιξη, η βοήθεια, προς τον συνάνθρωπο, και η απονομή δικαιοσύνης, αποτελούν άγνωστες έννοιες, για τους κατοίκους της Λυκόβρυσης..

Οι κάτοικοι του χωριού, αποτελούν ένα τραγικό συνοθύλευμα, από ματαιόδοξους-συμφεροντολόγους ιερείς, αδύναμους-απαίδευτους και φιλάργυρους κατοίκους. Η δημογεροντία καταδυναστεύει τους αμέτοχους στην διοίκηση της κοινότητας, και όταν κάποιος ζητήσει να συμμετέχει στα κοινά, και στην λήψη των αποφάσεων, απειλείται και διώκεται. Οι εύποροι-ραγιάδες κάτοικοι, δεν απειλούνται από την Τουρκική εξουσία του Αγά. Αντιθέτως, συνδιαλέγονται μαζί του, και τις περισσότερες φορές εις βάρος των ομόθρησκων συμπολιτών τους.

Εδώ βλέπουμε τον διαχρονικό και προδοτικό ρόλο των ραγιάδων, και την υποτέλεια στον εκάστοτε κατακτητή, προκειμένου να εξασφαλισθούν κάποια προσωπικά τους προνόμια. Ο Καζαντζάκης στιγματίζει μια άρρωστη κοινωνία, της οποίας η ψυχολογία στηρίζεται στην νοοτροπία του, άβουλου υποχείριου ραγιά, του υποταγμένου, στην ιδεολογία των αρχόντων. Οι προεστοί συμπεριφέρονται με βάση τα οικονομικά και τα ταξικά-κοινωνικά τους συμφέροντα. Από την στιγμή που ο φτωχός βασκός, ο Μανωλιός, γίνεται κίνδυνος για τα δικά τους κεκτημένα τους, και τις κοινωνικές δομές που τα στηρίζουν, δεν διστάζουν να τον εξοντώσουν. Η Χριστιανική πίστη, για την οποία αγωνίζονται οι αδύναμοι και κατατρεγμένοι, στοχοποιείται και χαρακτηρίζεται από την δημογεροντία ως “κομμουνιστική”-“επικίνδυνη” και οι υποστηρικτές της, ονομάζονται “ταραχοποιοί”, που ήταν όργανα των Ρώσων κουμμουνιστών, που απειλούν την τάξη και την ασφάλεια της κοινωνίας και τα θεμέλια αυτής την θρησκεία, την πατρίδα, την οικογένεια, την ιδιοκτησία και την δικαιοσύνη.

Αναφορικά με τον προδοτικό ρόλο της εκκλησίας, στο μυθιστόρημα του, ο Καζαντζάκης καταδικάζει τους επαγγελματίες ιερείς, τον νεοταξικό Χριστιανισμό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως στήριγμα των αδύναμων Ελλήνων, καθώς έχει ταυτιστεί με τα συμφέροντα και την ιδεολογία, που έχουν οι κρατούντες της άρχουσας-νέας τάξης. Η στάση της εκκλησίας, εμποδίζει την επαναστατική διάθεση, με τις ευχές της επίσημης Τουρκικής εξουσίας,

Οι κατατρεγμένοι Έλληνες, από τους Τούρκους, βρίσκουν στήριγμα σε έναν ταπεινό λειτουργό, του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον παπά-Φώτη, έναν φωτισμένο εκπρόσωπο του κατώτερου κλήρου, ο οποίος συντρέχει τις ανησυχίες και το δίκιο των προσφύγων και κάνει τα πάντα να τους βοηθήσει. Αυτή η επιλογή του, θα τον φέρει σε ανοιχτή ρήξη με την επίσημη ιεραρχία.

Οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της Καζαντζάκειας ελευθερίας είναι οι κάτοικοι της Σαρακήνας, οι διωκόμενοι-αδικημένοι Έλληνες πρόσφυγες, αλλά και ο παπά Φώτης, η κεφαλή, των αδύναμων. Στον αντίποδα βρίσκονται οι κάτοικοι της Λυκόβρυσης, και οι αδρανείς ραγιάδες. Οι κάτοικοι της Σαρακήνας είναι οι αγέρωχοι μαχητές του Ελληνισμού, της Ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της ορθοδοξίας. Ένα ακόμη, επικό μυθηστόρημα, του κορυφαίου υμνήτη της Ελευθερίας.

Το έργο ο Χριστός ξανασταυρώνεται, είναι γραμμένο με το ίδιο πολεμικό και αγωνιστικό ύψος, όπως είναι και ο Καπετάν Μιχάλης. Ελευθερία, αξιοπρέπεια, πίστη, Ελλάδα, Ορθοδοξία και αγώνας.
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ.

Να περάσουμε τώρα σε μια άλλη μεγάλη μορφή, του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, και να δούμε, τι μας αναφέρει σχετικά, με τους φτωχούς και τους πλούσιους, κατά την Χριστουγεννιάτικη περίοδο :

“Τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, κι άλλες γιορτές, για πολλούς ανθρώπους δεν είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε θλίψη και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση να χαρούνε, σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται. Παρεκτός από τους ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους χαροκαμένους, τους αρρώστους, οι περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι.

Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να μη δίνουνε σημασία στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε τη χαρά στα παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’ αυτούς. Οι τέτοιοι κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το πικροβότανο. Ίσα-ίσα αυτές τις αγιασμένες μέρες που θα’πρεπε να σμίξουνε πιο κοντά οι άνθρωποι συναμεταξύ τους, «να περιπτυχθώσιν αλλήλους», ίσια ίσια αυτές τις μέρες αποξενώνονται περισσότερο ο ένας από τον άλλον, χωρίζουνται σε δύο στρατόπεδα ολότελα ξένα τόνα στ’ άλλο, σχεδόν εχθρικά. Από τη μια μεριά είναι οι ευτυχισμένοι οι καλοπερασμένοι, οι καλότυχοι, κι από την άλλη μεριά είναι οι δυστυχισμένοι κι οι παραπεταμένοι.

Αναμεσά τους «χάσμα μέγα εστήρικται» κατά τις γιορτές.Κανένα γεφύρι δεν ενώνει τις δυο ακροποταμιές, ενώ τις άλλες μέρες έρχουνται σε περισσότερη συνάφεια. Οι πλούσιοι κι όσοι έχουνε τον τρόπο τους κάνουνε, αλλοίμονο! το παν για να επιδείξουνε τα πλούτη και τα αγαθά τους στους λιμασμένους. Κι’ αυτό γίνεται στ’ όνομα του Χριστού, που γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στο παχνί! Για την γέννηση του φτωχού Χριστού δεν γιορτάζουνε οι φτωχοί σαν και Κείνον, μα γιορτάζουνε οι πλούσιοι, που παίρνουνε για αφορμή την πτώχεια του για να δείξουνε τα πλούτη τους. Μα άραγε, ανάμεσα σε δυστυχισμένους μπορεί να νοιώση κανένας ευτυχισμένον τον εαυτό του; Μονάχα ένας αναίσθητος μπορεί να νοιώσει τέτοια ευτυχία. Όσο για κείνον που θέλει να επιδείξη στον πεινασμένον και στον στερημένον την ελεεινή του αυτή ευτυχία, αυτός είναι αληθινό κτήνος. Και μ’ όλα ταύτα, υπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ανάμεσά μας, στα χρόνια μας, ένω ήτανε σπάνιοι στα παλαιότερα. Είναι κι’ αυτό ένα από τα ωραία που μας έφερε ο μέγας πολιτισμός από τα μεγάλα κέντρα! Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που χωρίς κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου.

Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κυττάζει μονάχα την ευχαρίστηση της σάρκας.Ενώ οι δικές μας γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους. Οι πλούσιοι κι οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε τους φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους, στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τους ταπεινώσουνε, κι έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγότερη.

Έτσι μορφωθήκανε τα έμορφα και αγνά έθιμά μας, με ψαλμωδίες που τις λένε ακόμα τα παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια, με καμπάνες, με έμορφα αισθήματα, με σεμνές διασκεδάσεις, με εύχροστη συναναστροφή, που δένουνε μεταξύ τους τους ανθρώπους περισσότερο, παρά που τους χωρίζουνε. Μα ο υλισμός κι ο λύκος της αναισθησίας μολεύει σιγά σιγά αυτές τις καλές γιορτές μας, που πολύ έμορφα τις παρομοιάζανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας με σταθμούς για να ξεκουραζόμαστε στον μονότονο δρόμο της ζωής μας, λέγοντας: «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», που θα πη, «Ζωή δίχως γιορτή, είναι σαν τον μακρύ τον δρόμο τον δρόμο που δεν έχει πανδοχείο να ξεκουραστής». Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τον βαρύ και τον θετικό, τον κύριο που δεν έχει αισθηματολογίες, και λένε πως αυτά είναι αναχρονισμοί κι αδιαφόρετα πράγματα. Αυτοί για μένα είναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ερημιές, δίχως αγάπη, δίχως χαρά, μα δίχως πόνο. Γιατί χαρά και πόνος είναι δεμένα. Τέτοιες ψυχές είναι πάντα νεκρά βουνά του φεγγαριού. Ωστόσο, κάτι τέτοιοι «ορθολογιστές» και «θετικισταί», ξετρελλαίνονται για κάποιες ανόητες ξενόφερτες φέστες και για κάτι μοντέρνα γλέντια που ρεζιλεύουνε τον άνθρωπο, φτάνει που γίνονται κατά το κοσμοπολίτικο μοντέλο που βρίσκεται στα «μεγάλα κέντρα του εξωτερικού».

Αυτοί δεν θέλουνε τίποτα από τα δικά μας, που τα λένε όλα «βλάχικα, φτωχικά, ανάξια για ανθρώπους που ξέρουνε τον κόσμο». Τίποτα ελληνικό δεν βρίσκει έλεος στα μάτια αυτών των κουφιοκέφαλων, ακατάδεχτων κι όπως πρέπει κυρίων, που χοτροπηδάνε, ωστόσο, σαν τρελλοί, με τα τσέρκια στο λαιμό, φτάνει που ήρθανε απ’ έξω, από κεί «που ξέρει ο κόσμος να απολαμβάνη τη ζωή» ! Τι να πούμε κι εμείς οι άλλοι, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από μας; Αδέλφια μου.

Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσατε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις.«Ευφρανθήτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.
Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού «όστις να υστερήται».

Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση. Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν».

Πολλοί από σας θα’χουνε ίσως περισσότερο από μένα το δικαίωμα να μου πούνε αυτά που λέγω εγώ σε σας. Δεν είμαι «ο ποιήσας και διδάξας», αλλοίμονό μου!
Μα για να μη σκανδαλισθή κανένας πως τα λόγια μου είναι ολότελα κούφια, στενεύομαι να πω πως προσπαθώ να μην είμαι ολότελα «ο δάσκαλος που δίδασκε και νόμο δεν εκράτει”.

Γράφει ο Άγγελος-Ευάγγελος Φ. Γιαννόπουλος

ΕΠΙΚΡΑΤΕΕΙΝ Η ΑΠΟΛΛΥΣΘΑΙ :

Πάγια αρχή μου είναι ότι όλοι οι λαοί, όλοι οι άνθρωποι, έχουν δικαίωμα να πιστεύουν οπού θέλουν. Όλα αυτά με την απαραίτητη προυπόθεση να μην επιβάλλουν τα πιστεύω τους σε τρίτους, είτε δια της βίας, είτε με πλάγιους τρόπους. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που η άλλη πλευρά δεν συναινεί ; Είναι λοιπόν δίκαιο να καθίσουμε να αφανιστούμε όλοι οι Έλληνες χωρίς να έχουμε πειράξει κανέναν απολύτως ; Όλα αυτά διότι από τα αρχαία χρόνια ο πολιτισμός μας, και η ιδεολογία-θρησκεία μας, αποτελούν εμπόδιο στην δημιουργία του παγκόσμιου εωσφορικού κράτους. Από όλους τους προαναφερόμενους, εξαιρείται, ένα μικρό μέρος βάση των παγκόσμιων Φιλοσοφικών- μαθηματικών σταθερών, μέτρον άριστον και μηδέν άγαν.

* Η ελευθερία πίστεως είναι θεόδοτη. Ο ίδιος ο Θεός έδωσε το δικαίωμα στους ανθρώπους, να πιστεύουν, όπου επιθυμούν. Προσωπικά είμαι υπέρ της συνυπάρξεως των λαών και των διαφορετικών θρησκευτικών, πεποιθήσεων, για αυτό στηρίζω, τον μεγάλο Σύριο ηγέτη Ασσάντ, ο οποίος επέτυχε να συνυπάρχουν ειρηνικά, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι.

Αναφέρομαι πάντοτε στους Φοίνικες-Σημίτες που από μονοθεϊστές της Π. Διαθήκης και πιστοί των προφητών, εγκατέλειψαν τον Θεό, άλλαξαν και έγιναν εωσφοριστές του δωδεκαθέου. Δεν αναφέρομαι σε όλους τους Σημίτες.

Από το έτος 2006, όταν ξεκίνησα να γράφω, την στήλη Επικρατέειν η Απόλλυσθαι, ήμουν και είμαι ο μοναδικός Έλληνας στον κόσμο, που προτείνει τον συνδυασμό :

Oρθοδοξία, Εκκλησιασμός, κατήχηση, χρηστά ήθη, μουσικά σχολεία, υψηλός αθλητισμός-Παγκράτιο, ιστορική γνώση, με μοναδικό σκοπό, την δημιουργία Ελλήνων ανωτάτης ποιότητας. Όπως είναι γνωστό και ιστορικά αποδεδειγμένο, η νέα τάξη για να είναι σε θέση να εξουσιάζει, θέλει τους Έλληνες ανήθικους και απαίδευτους. Η κακία είναι αμάθεια, μας δίδαξε ο Ύπατος των Φιλοσόφων ο Αριστοκλής. Δυστυχώς η έλλειψη παιδείας, είναι αδίκημα εσχάτης προδοσίας, και εθνική-κοινωνική καταστροφή.

loading...