Έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα να ακούμε «σε σύγκριση με τις χώρες της Ευρώπης…», ή «σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η χώρα μας…» ανάλογα με τις επιδόσεις μας, η συνέχεια της πρότασης καταλήγει σε θρίαμβο ή καταστροφή.

Η σύγκριση γίνεται συνήθως με την Ευρωπαϊκή Ένωση ή «τις χώρες του Νότου», ανάλογα με το υπό συζήτηση αντικείμενο.  

Αυτό που δεν μας εξηγεί κανείς είναι ποιο είναι το νόημα μίας τέτοιας σύγκρισης και, επίσης, εάν υπάρχουν τέτοιες ανησυχίες σε άλλες χώρες (ε, ναι! Το έπαθα κι εγώ).

Η Ελλάδα μπήκε στο χάρτη των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης, έπειτα από τη μεταπολίτευση, όταν η στροφή προς τη Δύση έμοιαζε μονόδρομος. Συγκεκριμένα, έπειτα από την είσοδο μας στην ΕΟΚ, η οποία απετέλεσε την κορύφωση της προσπάθειας αυτής για τον εκσυγχρονισμό της χώρας σε μία δυτικού τύπου δημοκρατία και νοοτροπία, η οποία υποσχόταν την τελειωτική αποστασιοποίηση  από την Ανατολή, ενστερνιζόμενη αξίες, όπως την ισότητα των δύο φύλων, την κατάργηση αναχρονιστικών θεσμών όπως η προίκα, τη θέσπιση του πολιτικού γάμου, ενώ αργότερα θεσπίστηκαν και άλλες, περισσότερο «παγκοσμιοποιημένου» χαρακτήρα διατάξεις, όπως η κατάργηση του όρκου στα δικαστήρια ή  η αναγραφή του θρησκεύματος και άλλων στοιχείων στις ταυτότητες.

Μέχρι τη μεταπολίτευση, η σύγκριση της σύγχρονης Ελλάδας γινόταν σε σχέση με την παλαιότερη Ιστορία της και όχι με τις χώρες του εξωτερικού.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η απόλυτη ξενομανία εναλλάχθηκε με το άκρως αντίθετο της, μία νέου τύπου εσωστρέφεια, «λεβέντικου» και αυτοκτονικού τύπου, ερχόμενη σε πλήρη ρήξη με την κουλτούρα της Ευρώπης και των  Η.Π.Α. Ήταν τότε που γέμισαν τα σπίτια τσεβρέδες και σεντούκια, ενώ καταδιώχθηκε ακόμα και η, φτωχή μέχρι τότε, εκμάθηση ξένων γλωσσών.

Με τα διάφορα εθνικά θέματα που αντιμετωπίσαμε στη δεκαετία του ’90, οι έλληνες αναδιπλώθηκαν εκ νέου προς τα έσω, ενώ ταυτόχρονα η οικονομική ευμάρεια και οι νέες τάξεις πλουσίων ανθρώπων και επιχειρηματικών, στην πράξη επένδυαν στην εκπαίδευση των  παιδιών τους στο εξωτερικό. Έτσι, τη δεκαετία του ’90 και τα πρώτα χρόνια των ’00, δεν έμεινε ελληνόπουλο που να μην πήγε για μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, αλλά ταυτόχρονα, είχε τη χαρά να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα για να διατυμπανίσει πόσο καλύτερα περνάμε εμείς εδώ και πόσο μίζεροι είναι οι ξένοι που όλη μέρα δουλεύουν και δε χαίρονται τη ζωή τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, μόλις ο Έλληνας πατήσει το πόδι του σε ξένη χώρα αρχίζει αμέσως να ζυγίζει τις διαφορές με την Ελλάδα για να διαπιστώσει «βρε τι καλά που περνάμε που δε γίναμε σαν κι αυτούς» ή «ούτε σε εκατό χρόνια δεν τους φτάνουμε αυτούς», ανάλογα με το αφήγημα που θέλει να υποστηρίξει ο καθένας γυρίζοντας πίσω στην πατρίδα.

Σήμερα, στο πεδίο της πολιτικής και της διακυβέρνησης του τόπου, έχουμε το φαινόμενο, να κάνουμε απόλυτες συγκρίσεις με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως. Κατά τις περιόδους της οικονομικής κρίσης, αλλά περισσότερο τώρα, τον τελευταίο χρόνο, μέσα στη διαχείριση της κρίσης της πανδημίας, η μοναδική επωδός είναι ότι τα πήγαμε πολύ καλά, σε σχέση με την Ευρώπη.

 Στο θέμα της υγειονομικής κρίσης, η Ευρώπη μάλλον δεν τα πήγε καλά, οπότε η Ελλάδα, είτε επειδή έκανε κάτι σωστά, είτε επειδή και οι συγκυρίες τη βοήθησαν και στάθηκε τυχερή, είτε επειδή υπάρχει σύγχυση στα στοιχεία που ανακοινώνουμε σε σχέση με τις άλλες χώρες, βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με αυτές. Αυτό έχει γίνει σημαία της κυβέρνησης και θα γινόταν σημαία κάθε ελληνικής κυβέρνησης, ως λάφυρο εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού της χώρας, σε πείσμα όσων μας θέλουν υπανάπτυκτους κοινωνικά και ψηφιακά. Βέβαια, υπάρχει ένα σχήμα οξύμωρο εδώ, δεδομένου ότι η κυβέρνηση μας ακολουθεί πιστά τα μοτίβα που ακολουθούν άλλες χώρες σε σχέση με την πανδημία και, κυρίως, της Γαλλίας!

Τι θα γινόταν, όμως αν η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε μειονεκτική θέση απέναντι στις ευρωπαϊκές χώρες, στο θέμα της πανδημίας;  Θα το θεωρούσαμε αποτυχία; Θα έπρεπε να την ρίξουμε σε έναν πολιτικό Καιάδα, ως τελείως ανίκανη να διαχειριστεί οτιδήποτε, με την ίδια λογική που υπέρ προβάλλει την επιτυχία;  Όχι. Η αντίδραση τότε, θα ήταν αμυντική και καθόλου δημιουργική.

Δηλαδή, αντί να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα, για άλλη μια φορά, θα υπερτονίζαμε πόσο προκατειλημμένοι είναι οι ξένοι μαζί μας και, ταυτόχρονα, θέλουν το κακό μας, πόσο καλύτεροι στην πραγματικότητα είμαστε από αυτούς και πόσο μας επιβουλεύονται οι ξένοι, επειδή είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου.

Με άλλα λόγια, όταν υπερτερούμε στη σύγκριση με τους άλλους λαούς, παθαίνουμε κρίση μεγαλείου. Όταν μειονεκτούμε, φταίνε οι άλλοι που δεν αποδέχονται τη νίκη μας.

Ήρθε η ώρα η νοοτροπία αυτή να σταματήσει.

Δεν μπορεί, ό,τι κάνουμε, να το συγκρίνουμε με τα έξω από την Ελλάδα τεκταινόμενα. Αυτό θα γίνει σε τεχνικό και επιστημονικό επίπεδο όταν πρέπει. Δεν μπορεί όμως να εργαλειοποιείται (για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του ΣΥΡΙΖΑ), κάθε επιτυχία και κάθε αποτυχία πολιτικά και κοινωνικά, πάντα για να προκύπτει το ίδιο συμπέρασμα, γιατί αυτό έχει ένα όνομα: Λέγεται «Προπαγάνδα». Η οποία, τις περισσότερες φορές (κι εδώ οξύμωρο) προκύπτει από την αντιπολιτευτική ρητορική της χώρας!

Ας μάθουμε, επιτέλους, ότι πρέπει να βάζουμε δικούς μας στόχους, να χρησιμοποιούμε την (πλούσια) εργαλειοθήκη μας, να χρησιμοποιούμε τους δικούς μας πόρους και να βάζουμε τους δικούς μας όρους και προδιαγραφές για να επιτύχουμε κάτι. Και ο πήχης θα πρέπει να ανεβαίνει ψηλά. Ψηλά, όχι σε σύγκριση με το πόσο τον ανεβάζουν οι άλλες χώρες, αλλά σε σχέση με το πού θέλουμε να φτάσουμε εμείς.

Αυτό, βέβαια,  προϋποθέτει σχεδίαση, προγραμματισμό, κεφάλαιο, αλλά πάνω από όλα, μυαλό. Και πολλή δουλειά!   

https://www.epidexia.blog/

loading...