Πού οδηγεί η μεγαλομανία Ερντογάν τον ίδιο και την Τουρκία;





 Ανδρέας Πιμπίσιης   

Όραμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι να καταστήσει την Τουρκία, μέχρι το 2023, ισχυρή όχι μόνο στην περιοχή αλλά και στον κόσμο, διεκδικώντας θέση ανάμεσα στις υπερδυνάμεις. Η κατά γενική παραδοχή μεγαλομανία του Ερντογάν τον οδήγησε σε ανοικτές συγκρούσεις με χώρες οι οποίες από τη δεκαετία του 1950 είχαν συμμαχικές σχέσεις με την Τουρκία και συνεργάζονταν σε όλους τους τομείς. 

Η ισχύς που έδειξε στη γειτονιά του και κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία και τη Λιβύη, θεωρήθηκε από τον Τούρκο Πρόεδρο πως ήταν αρκετή ώστε να απαιτήσει να κάθεται μαζί με τις άλλες υπενδυνάμεις. Σύντομα όμως άρχισε να ανακαλύπτει πως όσο ισχυρός είναι στη γειτονιά του, άλλο τόσο μοναχικός βρίσκεται στον υπόλοιπο κόσμο. 

Τα γεγονότα στο Ναγκόρνο Καρμπάχ μπορεί να ήταν για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν η στιγμή που περίμενε να αποδείξει σε Δύση και Ανατολή το πόσο στρατιωτικά ισχυρός έχει καταστεί και να τους στείλει το μήνυμα πως δεν μπορεί να παίζουν τα όποια παιχνίδια σε βάρος του. Ωστόσο αυτό που καταγράφεται, έκτοτε, είναι μια διπλωματική κινητικότητα από πλευράς Άγκυρας προκειμένου να ανοικοδομήσει τις γέφυρες που τα προηγούμενα χρόνια και ιδιαίτερα μέσα στο 2020 είχαν καταστραφεί. 

Η τουρκική περηφάνια είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στον Μεβλούτ Τσαβούσογλου να παραδεχθεί ότι οι γέφυρες με εταίρους και συμμάχους είχαν χαλάσει συνεπεία των επιλογών της Άγκυρας. Επιλέγει να ρίξει ευθύνες σε άλλους. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό προκειμένου να αποκρύψει τη μοναξιά που άρχισε να αισθάνεται η Τουρκία, γι’ αυτό και τρέχει να εκμεταλλευθεί το μομέντουμ της αλλαγής διακυβέρνησης στις ΗΠΑ ώστε να επαναφέρει τις σχέσεις της με χώρες της περιοχής αλλά και στο ΝΑΤΟ στην πρότερη τους κατάσταση. 

Παρά την όποια στρατιωτική ισχυροποίηση που πέτυχε τα τελευταία χρόνια η Άγκυρα, για κάποιους αναλυτές στο εξωτερικό η κατάσταση στη χώρα θυμίζει την περίοδο του 1945 όταν η χώρα βρέθηκε να πελαγοδρομεί ως προς το «στρατόπεδο» που θα έπρεπε να επιλέξει και να εκμεταλλευθεί το μομέντουμ της νέας τάξης πραγμάτων. Η Τουρκία επέζησε του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου χωρίς να ρίξει μια σφαίρα, όμως μετά το τέλος του η ίδια βρέθηκε μετά Δύσης και Ανατολής ψάχνοντας μια νέα συμμαχική βάση. Τελικά επέλεξε τη Δύση και χάρη στο δόγμα Τρούμαν βρέθηκε μαζί με την Ελλάδα το 1952 στο ΝΑΤΟ. 

Λίγο πριν το τέλος του 2020 η Άγκυρα άρχισε, τουλάχιστον επικοινωνιακά, να προβάλλει τη βελτίωση των σχέσεων της τόσο με το Ισραήλ όσο και με τη Γαλλία. Δύο συμμάχους/συνεργάτες που τα τελευταία χρόνια οι πολιτικές του Ερντογάν οδήγησαν σε οξεία αντιπαράθεση. Παράλληλα ανακοινώνεται και έναρξη διαλόγου με τις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Κατά πόσο οι κινήσεις αυτές αποτελούν γνήσια πρόθεση για ανοικοδόμηση των σχέσεων που είχε η Άγκυρα με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και το Ισραήλ, είναι κάτι που θα διαφανεί ενδεχομένως και πολύ σύντομα. Τα ανοίγματα προς αυτές τις τρεις κατευθύνσεις καταδεικνύουν και μια άλλη παράμετρο. Την αποτυχία του εγχειρήματος της διπλωματικής αυτονομίας που επιχειρήθηκε το προηγούμενο διάστημα από την Τουρκία, δηλαδή να είναι εντός και μέλος του ΝΑΤΟ αλλά να συνεργάζεται και με τη Ρωσία. 

Θα πρέπει πάντως να αναγνωριστεί ότι η Τουρκία για μερικά χρόνια είχε καταφέρει να παίξει ένα έξυπνο διπλωματικό παιχνίδι, κυρίως στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Εντέχνως εκμεταλλεύθηκε όλα τα κενά που είχε αφήσει η πολιτική που ακολούθησαν οι δύο τελευταίες αμερικανικές κυβερνήσεις. Τόσο η κυβέρνηση Ομπάμα όσο και η κυβέρνηση Τραμπ ακολούθησαν σχεδόν ταυτόσημες πολιτικές σ’ ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή και την ευρύτερη περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και Βορείου Αφρικής. Πολιτική που ήθελαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να απομακρύνονται από μια ευρύτερη περιοχή η οποία μέχρι και τις αρχές του αιώνα χαρακτηριζόταν ως στρατηγικής σημασίας για την Ουάσιγκτον. 

Αυτή τη στιγμή και προφανώς γιατί αντιλαμβάνονται στην Ουάσιγκτον ότι οι S-400 πήγαν και θα μείνουν στην Τουρκία, οι ΗΠΑ διαφοροποιήσαν την προσέγγισή τους έναντι του Ερντογάν. Οι αποφάσεις που λήφθηκαν σε επίπεδο Κογκρέσου και Γερουσίας έστειλαν ένα μήνυμα προς την κατεύθυνση της Τουρκίας, ότι πλέον οι σχέσεις τους δεν είναι όπως το παρελθόν. 

Παρ’ όλον ότι ο Ντόναλντ Τραμπ (σε προσωπικό επίπεδο) προσπάθησε αρκετές φορές να βοηθήσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, φαίνεται πως αυτό δεν ήταν αρκετό. Αλλά και στην Άγκυρα φαίνεται πως λίγο ενδιαφέρονται για τη βοήθεια που μπορεί να τους δώσει πλέον ο Ντ. Τραμπ, αφού σε λίγες ημέρες αποχωρεί από τη θέση του. Η προσοχή τους στρέφεται προς την κατεύθυνση του εκλεγμένου Προέδρου, Τζο Μπάιντεν. Η σπουδή που έδειξε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου να ανακοινώσει την έναρξη διαλόγου ανάμεσα στις δύο χώρες στοχεύει κυρίως προς την κατεύθυνση της νέας αμερικανικής διακυβέρνησης. 

Η είσοδος του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο και η ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνησή του θα καταδείξει κατά πόσο αυτή η νέα προσέγγιση των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας ήταν ένα πρόσκαιρο συμβάν ή έχει εισέλθει για τα καλά στα γρανάζια της αμερικανικής γραφειοκρατίας. Γιατί εάν συμβαίνει το δεύτερο, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα για τον Ερντογάν και την Τουρκία και επί διακυβέρνησης Μπάιντεν. 

Διάλογο με Γαλλία και Ισραήλ, αλλά χωρίς Μακρόν και Νετανιάχου 

Η στρατηγική αναθέρμανσης σχέσεων που ακολουθεί η Τουρκία τουλάχιστον σ’ ό,τι αφορά το Ισραήλ και τη Γαλλία είναι ανορθόδοξη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αφήνει να διαφανεί ότι ο διάλογος που θέλει η Άγκυρα είναι χωρίς του Εμανουέλ Μακρόν (σ’ ό,τι αφορά τη Γαλλία) και Βενιαμίν Νετανιάχου (σε σχέση με το Ισραήλ). Στην περίπτωση του Ισραηλινού πρωθυπουργού η τοποθέτηση του Τούρκου Προέδρου κάθε άλλο παρά διάθεση επαναπροσέγγισης έδειχνε. Σύμφωνα με τον Ερντογάν, το πρόβλημα με το Ισραήλ είναι με τα ανώτατα δώματα εξουσίας, δηλαδή με τον πρωθυπουργό της χώρας. Τοποθέτηση που ερμηνεύεται και ως ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας, σε μια περίοδο που αυτή οδεύει προς νέες εκλογές.

Τα συγκεκριμένα ανοίγματα προς την κατεύθυνση του Ισραήλ και τα μηνύματα επαναπροσέγγισης έπαιξαν περισσότερο στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης παρά απασχόλησαν τους ίδιους τους Ισραηλινούς. Και στο βαθμό που ασχολήθηκαν στο Ισραήλ ήταν για να καταδείξουν ότι η Τουρκία επιχειρούσε κατά τρόπο αντιπαραγωγικό να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας. Υποδεικνύοντας στρατηγικά λάθη στην τουρκική επαναπροσέγγιση: (α) οι αναφορές σε σχέση με τους Παλαιστίνιους και τη Γάζα και (β) η απαίτηση να ακυρώσει το Ισραήλ τις συμφωνίες με την Κύπρο και τις συνεργασίες που έγιναν με την Ελλάδα προς όφελος μιας νέας ισραηλινοτουρκικής συνεργασίας. 

Σ’ ό,τι αφορά τη Γαλλία η Τουρκία τέντωσε πολύ το σχοινί και έφτασε στο σημείο να κατηγορεί τη χώρα για ισλαμοφοβία. Αντιλαμβανόμενη την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, προσπαθεί τώρα να διαχωρίσει τις σχέσεις Τουρκίας-Γαλλίας από τον Εμανουέλ Μακρόν. Πράξη εξίσου διπλωματικά εξωφρενική που μόνο η Άγκυρα μπορούσε να σκεφτεί. 

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών επιμένει πάντως να κατηγορεί τη γαλλική κυβέρνηση ότι προσπάθησε να εμπλέξει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διμερή ζητήματα. Μάλιστα κάλεσε εκ νέου την Ευρωπαϊκή Ένωση να κοιτάξει το ευρύτερο της συμφέρον, απαιτώντας από αυτήν να απομονώσει Γαλλία, Ελλάδα και Κύπρο. 

Κάποιες κυβερνήσεις, όπως φάνηκε στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ήταν διατεθειμένες να ακούσουν αλλά και να υιοθετήσουν την τουρκική προσέγγιση. 

Οι Ιταλοί την τοποθετούν στις επικίνδυνες χώρες 

Η Ιταλία εμφανίζεται εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μια από τις χώρες που κινούνται υποστηρικτικά έναντι της Τουρκίας. Η Ρώμη είναι μέσα στον άξονα των χωρών που στηρίζουν την Άγκυρα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Η φιλοτουρκική στάση της ιταλικής κυβέρνησης φαίνεται πως δεν πείθει τους ίδιους τους Ιταλούς οι οποίοι τοποθετούν την Τουρκία μέσα στις επικίνδυνες χώρες. 

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε από τους οργανισμούς ISPI και IPSOS, οι Ιταλοί τοποθετούν την Τουρκία στην τρίτη θέση στις χώρες από τις οποίες κινδυνεύει η υφήλιος μετά την Κίνα και το Ιράν. Η έρευνα καταγράφει μια σημαντική μετατόπιση της συμπεριφοράς των Ιταλών την τελευταία τριετία ως προς τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την υφήλιο. 

Το 2018 η υφήλιος κινδύνευε από: Βόρειο Κορέα (25%), ΗΠΑ (16%), Ιράν (9%), Ρωσία (7%), Κίνα (6%) και Τουρκία (3%). 

Το 2020 οι κίνδυνοι προέρχονται: Κίνα (27%), Ιράν (15%), Τουρκία (14%), Β. Κορέα (12%), ΗΠΑ (10%) και Ρωσία (8%). 

Και η ανησυχία των Ιταλών σ’ ό,τι αφορά την Τουρκία, όπως αναφέρουν οι αναλυτές του ISPIμ,  συνδέεται με τις τουρκικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο σε βάρος της Ελλάδας, της Κύπρου, οι ενέργειες στη Λιβύη αλλά και η συμπεριφορά έναντι της Γαλλίας. Ανησυχία που δεν φαίνεται να συμμερίζεται η ιταλική κυβέρνηση όπως αυτή εκφράζεται στις συνόδους κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Φιλελεύθερος

loading...