Να γίνει η θρησκεία σεβαστή ΩΣ ΚΛΑΣΣΙΚΌ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΌ ΑΓΑΘΌ. Η θέση της είναι ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΊΑ

 Η Εκκλησία προφανώς κι αποφεύγει την όποια συζήτηση περί την αλήθεια ή το ψέμα του θρησκευτικού της αφηγήματος. Το θρησκευτικό της αφήγημα περιέχει και στηρίζεται σε υπερφυσικότητες και “θαύματα”, δηλαδή σε επινοήσεις μυθικών οντοτήτων και δράσεων φανταστικών, έξω από τις νομοτέλειες του φυσικού κόσμου. Έστεκαν αυτά τα παραμύθια επί τις χιλιάδες χρόνια της πνευματικής εξέλιξης των ανθρώπων, και μέχρι πρόσφατα και για πολλούς ακόμη και μέχρι και σήμερα, όσο οι άνθρωποι, από άγνοια κι από ψυχική αδυναμία και φόβο, εκλάμβαναν το παραφυσικό σαν δυνατότητα και μέρος του πραγματικού, σαν υπαρκτό.

Από τον Διαφωτισμό, που τόσο τον πολέμησε η Εκκλησία γιατί διέβλεπε το τι επέρχεται, και μετά και κυρίως πρόσφατα με την διάχυση της επιστήμης και της τεχνολογίας, επικράτησε η αντικειμενική θεώρηση της φύσης, και της φύσης μας, με την επιστημοσύνη να κυριαρχεί στον τρόπο που προσεγγίζουμε τον κόσμο γύρω μας κι εμάς. Κι αυτό σημαίνει την έλλογη διάψευση του θρησκευτικού αφηγήματος της Εκκλησίας. Αφού αυτά που αφηγείται ΔΕΝ μπορεί να γίνονται, είναι ασύμβατα με την φυσική πραγματικότητα, άρα είναι μύθος, είναι ΨΕΜΑ. Τελεία. Όμως ένα ψέμα που σε πολλούς ακόμα αρέσει, τους βολεύει να το πιστεύουν. Έτσι η Εκκλησία προτιμά να αρκείται σε αυτούς, να τους τροφοδοτεί με τελετουργίες και “θαυματάκια”, για να τους διατηρεί, αποφεύγοντας τελείως κάθε, “από χέρι” σίγουρα χαμένη, διαλεκτική υπεράσπιση του μύθου που διακινεί.

Είναι λοιπόν σε μια φθίνουσα πορεία. Όσο αυξάνεται η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στις κρατικοκοινωνικές τους δομές για την ασφάλεια, την ευημερία και την ελευθερία τους, όσο αυξάνει η εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη γνώση και σβήνει αντίστοιχα ο Φόβος, τόσο απελευθερώνονται από την ψυχική ανάγκη να προσβλέπουν σε κάποιο “Θεό”, κι αδιαφορούν για το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει, μια και δεν επηρεάζει τα της ύπαρξής τους, ή το πολύ-πολύ τον τοποθετούν ανάμεσα στα μακρινά ερωτηματικά της κοσμολογίας. Η διαφοροποίηση αυτή, που φαίνεται χαρακτηριστικά ανάμεσα σ’ ένα λαό σε φτώχεια κι ανασφάλεια κάπου στην Αφρική και σε μια προχωρημένη κοινωνία της βορειοδυτικής Ευρώπης, δείχνει την πορεία της επιρροής της θρησκείας στις κοινωνίες.

Η Εκκλησία ξέρει ότι δεν μπορεί να επινοήσει κάτι, ένα σύγχρονο ιδεολόγημα ένα νέο μύθο, που να τραβήξει την πίστη των ανθρώπων. Οι άνθρωποι, όσο ξεπερνούν το άγχος της επιβίωσης κι αισθάνονται πιο ελεύθεροι, πάνε προς το ΝΑ ΞΈΡΟΥΝ αντί να πιστεύουν. Αλλάζει θεμελιακά η νοοτροπία μας. Θεμελιώνεται μια αντίληψη του κόσμου και μια σχέση με τους άλλους βασισμένη στην αλήθεια της φύσης, και της φύσης μας. Και στην απλή, αναγκαία και ικανή συνθήκη για την Ηθική: ότι οφείλουμε να συνυπάρχουμε.  Όχι σε κάθε λογής αποπροσανατολιστικούς μύθους. Λοιπόν, τι κάνει η κάθε Εκκλησία; Τίποτα. Υπολογίζοντας στην επί αιώνες διάρκειά της και στα πλήθη των πιστών της. Στην παλαιότητα και την ΑΔΡΆΝΕΙΑ της μεγάλης της μάζας. Περιμένοντας παθητικά την μοιραία εξάπλωση της βορειοευρωπαϊκής απιστίας και στα δικά της ποίμνια. Στα Βαλκάνια, στο Ισλάμ, στη Νιγηρία. Δεν δείχνει, απ’ όσο ξέρουμε τις Εκκλησίες, να υπάρχουν κότσια και μυαλά για μια υπέρβαση προς τον σύγχρονο κόσμο. Τι, όμως, τους απομένει να κάνουν;

Όσο και να είμαστε πολέμιοι του ψέματος του θρησκευτικού αφηγήματος και των συμπεριφορών των Εκκλησιών παλιά και τώρα, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αγνοούμε τον τεράστιο πολιτιστικό ρόλο των θρησκειών. Πάνω στο θέμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς οφείλουμε να αναλογιστούμε και να δεχτούμε ότι για αιώνες και αιώνες, από τη βαθιά αρχαιότητα μέχρι πρόσφατα σχεδόν, ο κύριος όγκος της τέχνης μας – της ποίησης, της λογοτεχνίας, της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και της ζωγραφικής, της μουσικής – ήταν αφιερωμένος στο “θείο” και προσπαθούσε να συνδιαλέγεται με το μεταφυσικό. Να το εννοεί και να το δοξάζει. Τι αριστουργήματα! Τα πιο όμορφα λουλούδια του πολιτισμού μας είναι επιτεύγματα της ανθρώπινης διάνοιας στην ενασχόλησή της με τη θρησκεία. Το διανοείσθε ότι όλος αυτός ο όγκος της καλλιτεχνικής παραγωγής, όλη αυτή η παραδοσιακή αξία στηρίχθηκε στη σχέση με το Ανύπαρκτο αλλά πιστευόμενο Θείο;! Από τους ναούς στο Λούξορ και τον Παρθενώνα, στην Αγια Σοφιά και τα ξωκλήσια του Αιγαίου. Από τη Θεογονία, από το Άσμα Ασμάτων, από τα Ινδικά θρησκευτικά έπη, στο Ρωμανό τον Μελωδό, τον Παπαδιαμάντη, τον Έλιοτ. Από τον Τζιότο στον Γκρέκο. Από την βυζαντινή υμνολογία και τα μωαμεθανικά μακάμια, στα μαδριγάλια και στην εκκλησιαστική μουσική του Μπαχ. Η Τέχνη ήταν και είναι πάντα ένας τρόπος (και μια διέξοδος) του ανθρώπου να κυνηγάει το άπιαστο. Κάτι σαν ξόρκι. Και το περιεχόμενο της θρησκείας είχε πάντοτε την ιδιότητα του “άπιαστου”. Σ’ ένα κόσμο αμάθειας άλλα θέματα που να συνεπαίρνουν δεν υπήρχαν. Το περιεχόμενο της θρησκείας αποτέλεσε την κεντρική θεματολογία της τέχνης. Η Εκκλησίες άλλωστε υπήρξαν οι κύριοι παραγγέλοντες έργων και χορηγοί μεγάλων καλλιτεχνών που έπρεπε να κερδίσουν το ψωμί τους. Αυτή υπήρξε η θετική εισφορά των θρησκειών στον ανθρώπινο πολιτισμό. Με χτυπητή εξαίρεση την καταστροφή των αρχαιοελληνικών έργων της τέχνης και του πνεύματος από τον άξεστο χριστιανισμό της ανατολικής Εκκλησίας. Σήμερα η θρησκευτική τέχνη λογίζεται ως κλασσική· Μουσειακή. Εξόχως σεβαστή. Δείχνει λοιπόν έτσι ένα δρόμο στην Εκκλησία. Για μια υπέρβαση. Να γίνει η θρησκεία σεβαστή ΩΣ ΚΛΑΣΣΙΚΌ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΌ ΑΓΑΘΌ. Η θέση της είναι ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΊΑ. Και σε ναούς, με την χρήση τους σαν αίθουσες τέχνης, εκθέσεων, συναυλιών, διαλέξεων, πολιτισμού. Σε κάποιους ναούς σε πρωτεύουσες της Δύσης συμβαίνει ήδη αυτό. Και, φυσικά, πάνε και οι άθεοι.

loading...