Παλιά συνήθεια ήταν τότε στα χωριά της Κρήτης, όταν γύριζε το δειλινό ο άντρας από τα χωράφια, να του χει η γυναίκα ετοιμάσει χλιαρό νερό, να σκύβει και να του πλένει τα πόδια. Ένα δειλινό γύρισε ο παππούς μου κατακουρασμένος από τη δουλειά, κάθισε στην αυλή, κι ήρθε η γυναίκα του με μια λεκάνη χλιαρό νερό, γονάτισε μπροστά του κι άπλωσε να του πλύνει τα σκονισμένα πόδια. Ο παππούς μου την κοίταξε με συμπόνοια, είδε τα χέρια της που τα ‘χε φάει η καθημερινή λάτρα του σπιτιού, είδε τα μαλλιά της που είχαν αρχίζει κι άσπριζαν, ” γέρασε πια η κακομοίρα συλλογίστηκε, άσπρισαν τα μαλλιά της στα χέρια μου “, τη λυπήθηκε. Σήκωσε το πόδι, έδωκε μια στη λεκάνη το νερό και την αναποδογύρισε. ” Aπό σήμερα και πέρα γυναίκα, είπε, δε θα μου πλένεις τα πόδια – δεν είσαι μαθές δούλα μου, γυναίκα μου είσαι και κυρά μου “

Αναφορά στον Γκρέκο, σελ 37

Φωτογραφία: Kωνσταντίνος Μάνος, Κρήτη 1964

loading...