Ο Πυγμαίος Ότα Μπένγκα που βίωσε την κόλαση στη Δύση

Ο Αφρικανός που ζούσε ως ζωντανό έκθεμα σε κλουβί ζωολογικού και τα απίστευτα δεινά του βίου του

Εκατό χρόνια πριν, στις 20 Μαρτίου 1916, ένας Πυγμαίος από το Κονγκό που ψευτοζούσε στις ΗΠΑ πήρε ένα όπλο και αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά, δίνοντας έτσι τέλος σε μια σύντομη αλλά ολότελα τραγική ζωή ως «χαμένος κρίκος της αλυσίδας από την Αφρική».

Η μεταχείρισή του στα χέρια των αυτοαποκαλούμενων «πολιτισμένων» κυρίων της Νέας Υόρκης έμελλε να έχει πολλές δόσεις ευγονικής και ανείπωτα δεινά, 40 χρόνια μάλιστα μετά το νομικό τέλος της δουλείας στις ΗΠΑ.

Άλλος ένας μάρτυρας του δυτικού ρατσισμού και των αποτρόπαιων ανθρώπινων τσίρκο που παραήταν δημοφιλή εκεί στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα, ο Ότα Μπένγκα απήχθηκε από το επίσης μαρτυρικό Βελγικό Κονγκό το 1904 και μεταφέρθηκε αλυσοδεμένος στις ΗΠΑ, ώστε να εκτεθεί ως «αιμοβόρος άγριος» στον Ζωολογικό Κήπο του Μπρονξ μέσα στο κλουβί με τα πρωτεύοντα.

Η ανατριχιαστική ιστορία του αποκαλύπτει τις ίδιες τις ρίζες των φυλετικών προκαταλήψεων αλλά και της αναιδούς περιέργειας των Δυτικών για τους εξωτικούς πληθυσμούς του πλανήτη. Εκείνη τη μοιραία μέρα του Σεπτεμβρίου του 1906, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε ο Μπένγκα ως ζωντανό έκθεμα δηλαδή, περισσότεροι από 250.000 Νεοϋορκέζοι με τις οικογένειές τους συνέρρευσαν στον ζωολογικό της Νέας πόλης γράφοντας ρεκόρ εισιτηρίων. Αν και δεν πήγαν να δουν τα εξωτικά ζώα, αλλά τον εξωτικό άνθρωπο που ήθελαν κάποιοι να μετατρέψουν σε ζώο.

Ο ανθρώπινος ζωολογικός που στήθηκε στο Μπρονξ έφερε τα πάνω-κάτω στην αμερικανική κοινωνία: αρκετοί βουλευτές, υπουργοί και μέλη της λευκής ελίτ θεώρησαν το θέαμα ανεπίτρεπτο, αν και συνάντησαν τη μήνη όλων των υπολοίπων. Το δημοτικό συμβούλιο, η επιστημονική κοινότητα, ο Τύπος (περιλαμβανομένης της έγκριτης εφημερίδας «The New York Times»!) αλλά και το κοινό φυσικά απόλαυσαν το θέαμα και δεν έβρισκαν σοβαρό λόγο να αφαιρεθεί το ζωντανό έκθεμα από τα κλουβιά με τους πιθήκους.

«Αχυράνθρωπος μοιράζεται κλουβί με τους πιθήκους του Ζωολογικού του Μπρονξ», διαλαλούσε χαρμόσυνα το πρωτοσέλιδο των «New York Times» στις 9 Σεπτεμβρίου 1906. Για να συνεχίσει ακόμα πιο τρομακτικά: «Ο άνθρωπος τυχαίνει να είναι Πυγμαίος, μια ράτσα που οι επιστήμονες δεν αξιολογούν υψηλά στην ανθρώπινη κλίμακα». Το κοινό έσπευδε να απολαύσει τον Μπένγκα να κάθεται αμίλητος σε ένα σκαμνί μέσα στο κλουβί με τα πρωτεύοντα και όλοι έβρισκαν το θέαμα τόσο ακαταμάχητο που πυροδότησε άπειρα εγκωμιαστικά πρωτοσέλιδα στον αμερικανικό Τύπο, πριν η τρέλα που χτύπησε τις ΗΠΑ περάσει και στην Ευρώπη.

Το ευρωπαϊκό κοινό διψούσε να τον δει από κοντά και όλα ήταν έτοιμα για τη μεταφορά του κάποια στιγμή στη Γηραιά Ήπειρο, καθώς ο Ζωολογικός του Μπρονξ διπλασίασε την επισκεψιμότητά του εκείνον τον μοιραίο Σεπτέμβρη, με μέσο μηνιαίο όρο στους 40.000 επισκέπτες! Μόνο που το ανθρώπινο αξιοπερίεργο είχε ζήσει μέχρι τότε πολλά στη ζωή του, τα περισσότερα απ’ αυτά άγνωστα στον λευκό Δυτικό: μεγαλωμένος στο Κονγκό κατά την περίοδο των θηριωδιών του Λεοπόλδου Β’, η γυναίκα και τα δυο του παιδιά είχαν σκοτωθεί από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις των Βέλγων (αργότερα θα έχανε και τη δεύτερη σύζυγό του από δάγκωμα φιδιού) και ο ίδιος είχε πέσει στα αιματοβαμμένα χέρια των δουλεμπόρων.

Αν και όλα τα δεινά της αφρικανικής ζωής του δεν μπορούσαν να συγκριθούν σε αχρειότητα και αθλιότητα με όσα θα του έκανε ο πολιτισμένος, δημοκρατικός και καλός θρησκευόμενος Αμερικανός…
Πρώτα χρόνια

Ο Ότα Μπένγκα γεννιέται περί το 1883 στο τότε Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, το αποικιοκρατικό τσιφλίκι του βασιλιά του Βελγίου, στο οποίο μέσα σε 23 χρόνια θα εξόντωνε το 50% του πληθυσμού (κάπου 10 εκατομμύρια ψυχές δηλαδή) αφήνοντας τη χώρα σμπαράλια. Πέρα από τη λεηλασία των φυσικών πόρων του πλούσιου Κονγκό και την καταναγκαστική εργασία που επέβαλλε στους σκλάβους υπηκόους του, ο φονικός Λεοπόλδος Β’ έκοβε χέρια με το τσουβάλι και εκτελούσε κατά το δοκούν τους «αντιπαραγωγικούς» δούλους του, αφήνοντας κληρονομιά τον χειρότερο ίσως αποικιοκρατικό ζυγό που έβλεπε ποτέ η οικουμένη.

Ο Μπένγκα ζούσε ειρηνικά με τη φυλή του στα τροπικά δάση της κοιλάδας του ποταμού Κονγκό, όταν επιστρέφοντας μια μέρα από το κυνήγι αντίκρισε ένα αποτρόπαιο θέαμα: όλο το χωριό, περιλαμβανομένων της συζύγου και των δυο παιδιών του, είχαν σφαγιαστεί από τη Στρατιωτική Αστυνομία του Λεοπόλδου, κοινή πρακτική των Βέλγων όταν τα χωριά δεν απέδιδαν την απαιτούμενη ποσότητα καουτσούκ.

Μόνος και έρημος, ο Μπένγκα τριγυρνούσε στα δάση μέχρι που έπεσε κάποια στιγμή στα χέρια των δουλεμπόρων, που συνέχιζαν να κάνουν χρυσές δουλειές αιχμαλωτίζοντας ιθαγενείς και πουλώντας τους σκλάβους σε διάφορες γωνιές της οικουμένης. Οι συγκεκριμένοι βέβαια είχαν ήδη βρει τον αγοραστή, καθώς για λογαριασμό του έκαναν το συγκεκριμένο ανθρώπινο σαφάρι: ο αμερικανός επιχειρηματίας, εξερευνητής και μέγας ρατσιστής Σάμιουελ Φίλιπς Βέρνερς ήθελε διακαώς να πιάσει μερικούς Πυγμαίους και να τους φέρει στις ΗΠΑ πάνω στην ώρα για τη Διεθνή Έκθεση του Σεντ Λούις το 1904, ώστε να δείξει την «πολιτισμική εξέλιξη» του ανθρώπου με ένα σαφώς παλιότερο και πιο πρωτόγονο είδος, τους Πυγμαίους του Κονγκό.

Ο πρεσβυτεριανός ιεραπόστολος Βέρνερς ισχυρίστηκε φυσικά πως έσωσε τον Μπένγκα από τα δόντια φυλής κανιβάλων και ο τελευταίος τον ακολούθησε αυτοβούλως στις ΗΠΑ ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Ο Βέρνερ έβαλε μέσω των δουλεμπόρων αρκετούς Πυγμαίους στο χέρι ώστε να τους εκθέσει στο Σεντ Λούις σε άλλο ένα «εθνολογικό χωριό», ένα ανθρώπινο τσίρκο δηλαδή απ’ αυτά που είχαν γίνει πρωτοφανώς δημοφιλή στην Ευρώπη και ήταν τώρα ώρα να μεταφερθούν στις ΗΠΑ, οι οποίες το μόνο που μπορούσαν να εκθέσουν ήταν τους δικούς τους αυτόχθονες Ινδιάνους.

Όσο για το ποσό που πλήρωσε ο Βέρνερ στους αφρικανούς δουλεμπόρους, ήταν ένα κομμάτι ύφασμα και λίγες πρέζες αλάτι! Αφού μάζεψε λοιπόν τους Πυγμαίους που χρειαζόταν, δαπανώντας αντίστοιχα γελοία ποσά, ο Βέρνερ τους ξαπέστειλε πίσω στη χώρα αλυσοδεμένους, αν και ξεχώρισε αμέσως το καμάρι της ανθρώπινης συλλογής του, καθώς ο Μπένγκα είχε κάτι που μιλούσε ιδιαιτέρως στον αμερικανό κοινωνικό δαρβινιστή: τα τροχισμένα δόντια του, μακραίωνη παράδοση της φυλής του, που στα χέρια του Βέρνερ θα μετατρέπονταν σε άλλη μια απόδειξη της τρομακτικής και άγριας φύσης του πρωτόγονου ιθαγενή της Αφρικής. Το μακάβριο ταξίδι του Μπένγκα στην πολιτισμένη Δύση είχε μόλις ξεκινήσει…
Το ζωντανό έκθεμα του Ζωολογικού του Μπρονξ

Με ύψος στα 149 εκατοστά και βάρος στα 46 κιλά, ο 23χρονος Μπένγκα εκτέθηκε με τους άλλους Πυγμαίους στο εθνολογικό χωριό της Διεθνούς Έκθεσης του Σεντ Λούις πάνω στην ώρα για τα μεγάλα εγκαίνια τον Ιούλιο του 1904. Ο Βέρνερ είχε ήδη κανονίσει με τους διοργανωτές την περιβόητη έκθεσή του που οι ρεκλάμες τη χαιρετούσαν ως εξής: «Αντιπροσωπευτικά δείγματα όλων των λαών του κόσμου, από τους μικρότερους Πυγμαίους έως τους ψηλότερους γίγαντες, από τους σκοτεινότερους των μαύρων έως τους κυρίαρχους λευκούς».

Ο λόγος δεν ήταν απλώς για να έρθει σε επαφή το φιλοθεάμον αμερικανικό κοινό με τους εξωτικούς πληθυσμούς του πλανήτη, αλλά για να αποδειχθεί στην πράξη η ευγονική και ο επιστημονικοφανής ρατσισμός της περιόδου, που ήθελε την ανώτερη λευκή φυλή να μην έχει τίποτα κοινό με τους άγριους και απολίτιστους πρωτόγονους Αφρικής και Ασίας. Όπως έγραψε η τοπική εφημερίδα του Σεντ Λούις, ο Μπένγκα ήταν ο «μόνος γνήσιος αφρικανός κανίβαλος στην Αμερική» και «τα δόντια του αξίζουν τα πέντε σεντς που χρεώνουν ώστε να τα δείξει στους επισκέπτες».

Οι Πυγμαίοι έγιναν ιδιαιτέρως δημοφιλείς στο κοινό, αν και πίσω από τα κάγκελα του εθνολογικού χωριού κρυβόταν η ζοφερή αλήθεια: οι Αφρικανοί είχαν μετατραπεί σε σκλάβους ζώντας σε απόλυτες συνθήκες εγκλεισμού. Ακόμα και η αστυνομία χρειάστηκε να επέμβει για να δαμάσει το άναρχο πλήθος που πάλευε για να θαυμάσει από καλύτερη θέση τους αιχμαλώτους και τις βάρβαρες παραστάσεις τους, καθώς είχαν εξαναγκαστεί από τους ιθύνοντες της έκθεσης να συμπεριφέρονται ως πολεμοχαρείς άγριοι βγάζοντας άναρθρες κραυγές, όπως εξάλλου και οι λοιπές φυλές που στεγάζονταν στην ίδια έκθεση (από φιλιππινέζους αιχμαλώτους πολέμου και ιαπωνικές φυλές μέχρι Αμαζόνιους και Αυστραλούς Αβορίγινες).

Μέσα στο κλουβί της σκλαβιάς πάντως ο Μπένγκα έκανε έναν καρδιακό φίλο: κανέναν άλλον από τον γνωστό φύλαρχο των Απάτσι, Τζερόνιμο, ο οποίος παρουσιαζόταν επίσης στην έκθεση ως ντόπιο έκθεμα! Ο Τζερόνιμο δώρισε στον Μπένγκα ένα βέλος, οι πολιτειακές Αρχές τίμησαν τον Βέρνερ για τη συνεισφορά του στα πεδία της εθνολογίας και της ανθρωπολογίας και το πράγμα πήρε τέλος. Όχι όμως και η προσωπική οδύσσεια του Μπένγκα.

Γιατί ο Βέρνερ δεν ήταν φυσικά διατεθειμένος να αφήσει το χρυσωρυχείο να του φύγει μέσα από τα χέρια. Κι έτσι πριν καν τελειώσει η Διεθνής Έκθεση, είχε ήδη κανονίσει με το Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης να τον στεγάσει εκεί, δίπλα στους δεινόσαυρους και τα απολιθώματα της Προϊστορικής Εποχής όπου και ανήκε, σύμφωνα πάντα με τους λευκούς ρατσιστές των ΗΠΑ. Εκεί τον έβαλαν να γρυλίζει, να βρυχάται και να καμώνεται τον βάρβαρο ιθαγενή, αφήνοντάς τον να περιφέρεται ελεύθερα μέσα στο πλήθος που συνέρρεε για να απολαύσει την ανθρώπινη αυτή παραδοξότητα.

Χωρίς να ξέρει τη γλώσσα και με την ψυχολογία του στα Τάρταρα, ο Μπένγκα είχε αρκετές εκρήξεις θυμού και σε ένα τέτοιο ξέσπασμα εκτόξευσε κάποια στιγμή μια καρέκλα στην ίδια τη Φλόρενς Γκουγκενχάιμ, τη σύζυγο του ζάμπλουτου χρηματοδότη του μουσείου! Τώρα ήταν επικίνδυνος και με τη βούλα, γι’ αυτό και κανονίστηκε στα γρήγορα η μεταφορά του στον Ζωολογικό Κήπο της Νέας Υόρκης στο Μπρονξ, ζώντας μέσα σε κλουβί με έναν ουρακοτάγκο.

Μέχρι να συμβούν βέβαια όλα αυτά, ο Μπένγκα θα μετρούσε μια μακρά σειρά από αφρικανικές περιπέτειες. Μετά το τέλος της έκθεσης, ο Βέρνερ επέστρεψε στο Κονγκό ελευθερώνοντας τους ιθαγενείς του και ταξίδεψε κατόπιν με τον Μπένγκα στη φυλή του. Οι δυο άντρες περιηγήθηκαν στη Μαύρη Ήπειρο, άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες, και σύμφωνα με τις αναφορές ο Μπένγκα ξαναπαντρεύτηκε, αν και η νέα του σύζυγος πέθανε λίγο αργότερα από δάγκωμα φιδιού. Οι σχετικές πηγές τον θέλουν να παντρεύεται και τρίτη φορά, αν και η αλήθεια τους ελέγχεται. Επίσης άγνωστο είναι το πώς πείστηκε να επιστρέψει ο Μπένγκα στις ΗΠΑ στο πλευρό πάντα του δυνάστη Βέρνερ.

Όπως κι αν έχει, ο Μπένγκα γύρισε στον τόπο του μαρτυρίου του και έπειτα από το σύντομο πέρασμά του από το Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, βρήκε τελικά τη θέση του μέσα στο κλουβί του νεοϋορκέζικου ζωολογικού. Διευθυντής μάλιστα του Ζωολογικού του Μπρονξ ήταν ο διαπρεπής ευγονιστής Μάντισον Γκραντ, τα νέα γραπτά του οποίου -με αφορμή την έλευση του Πυγμαίου- για τους κινδύνους που εγκυμονεί στη λευκή φυλή η μείξη της με κατώτερες ράτσες θα του έφερναν συγχαρητήρια επιστολή από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ!

Παρά το γεγονός ότι ο Μπένγκα αφέθηκε αρχικά ελεύθερος να τριγυρνά στους περιφραγμένους χώρους του ζωολογικού, σύντομα εξαναγκάστηκε να μετακομίσει στο κλουβί με τα πρωτεύοντα. Παρατηρώντας οι υπάλληλοι του κήπου την άνεσή του με τα πιθηκοειδή, τον έβαλαν κάποια στιγμή σε δικό του κλουβί με δυο-τρεις ουρακοτάγκους (και άλλοτε με έναν παπαγάλο), δίνοντάς του κι ένα τόξο για να εξασκείται στην τοξοβολία, καθώς το θέαμα του Πυγμαίου με το τόξο έγινε ακαταμάχητο στο αμερικανικό κοινό.

Το δημοφιλέστερο και με διαφορά «ζώο» του ζωολογικού έφερε ωστόσο μεγάλη κοινωνική αναταραχή στις ΗΠΑ, καθώς πολλοί ένιωθαν αποτροπιασμό για τον εξευτελιστικό τρόπο που παρουσιάζονταν οι αυτόχθονες της Αφρικής. Αν και ο Τύπος, όπως οι «New York Times», έβαλαν σκοπό να διασκεδάσουν τις αρνητικές εντυπώσεις, ισχυριζόμενοι πως «απολαμβάνει τόσο πολύ αυτό που κάνει σαν να ήταν οπουδήποτε στη χώρα του, κι έτσι είναι παράλογο να γκρινιάζει κάποιος για την κατά φαντασία ταπείνωση και τα υποτιθέμενα δεινά του».

Θα άξιζε ίσως χωριστό άρθρο για το πώς υποδέχτηκε ο αμερικανικός λαός τον Μπένγκα, καθώς σύντομα η κοινωνία χωρίστηκε σε δυο στρατόπεδα και όλοι μάχονταν τώρα είτε για την απελευθέρωση είτε για τη συνέχιση της εξευτελιστικής αιχμαλωσίας του. Εντέλει επικράτησε ευτυχώς η καταδικαστική ρητορεία και το μαρτύριο του Μπένγκα στον ζωολογικό πήρε σύντομα τέλος, με τους μαύρους ιερείς να είναι εδώ ο κινητήριος μοχλός της απελευθέρωσής του, καθώς καταφέρθηκαν με δριμύτητα για τον τρόπο που συνέχιζαν να παρουσιάζονται οι Αφρικανοί στις ΗΠΑ 40 χρόνια μετά την κατάργηση της δουλείας.

Ο Ζωολογικός του Μπρονξ δήλωνε ψευδώς ότι ο Μπένγκα αμειβόταν για την ανατριχιαστική αυτή μασκαράτα, καθώς στην πραγματικότητα δεν πήρε ποτέ μία. Από την κατακραυγή τον άφησαν αρχικά να κινείται και πάλι ελεύθερα στους χώρους του ζωολογικού, αν και το πλήθος τον παρενοχλούσε διαρκώς και ο ίδιος απαντούσε τώρα με βίαια ξεσπάσματα, οδηγώντας έτσι στην άρον άρον «απόλυσή» του από το μαρτύριο…
Τι απέγινε ο Μπένγκα

Όπως είπαμε, ο Πυγμαίος βγήκε από το κλουβί πρωτίστως λόγω των καταδικαστικών κραυγών των μαύρων ακτιβιστών. Αν και κανείς δεν έκανε περισσότερα γι’ αυτόν από τον αιδεσιμότατο Τζέιμς Γκόρντον, ο οποίος όταν ο Ζωολογικός του Μπρονξ τον άφησε ελεύθερο στα τέλη του 1906 τον πήρε υπό την προστασία του. Ο ιερωμένος τον φιλοξένησε στο ορφανοτροφείο της ενορίας του στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, αν και ο Μπένγκα ήταν τόσο γνωστός στην πόλη που δεν μπορούσε να κάνει βήμα χωρίς να προσελκύσει όλη αυτή την ανεπιθύμητη δημοσιότητα.

Ό,τι κι αν έκανε, ήταν ένα «φρικιό» και ο κόσμος δεν σταματούσε να τον παρενοχλεί. Κι έτσι η μαύρη κοινότητα αποφάσισε πως το καλύτερο θα ήταν να τον φυγαδεύσει από τη Νέα Υόρκη, στέλνοντάς τον τον Ιανουάριο του 1910 σε κωμόπολη της Βιρτζίνια, όπου ζούσε πια στο σπίτι μιας μαύρης οικογένειας (της χήρας του πρώην διευθυντή της εκκλησιαστικής σχολής της πόλης και των εφτά παιδιών της). Ο Μπένγκα φορούσε τώρα τα ρούχα των Δυτικών και μέσα στην οικογενειακή θαλπωρή που βρήκε, ο ψυχισμός του καταλάγιασε, ζώντας μια περίοδο σχετικά ακύμαντη.

Ο ιερέας Γκόρντον κάλυπτε όλα του τα έξοδα και τον έστειλε κάποια στιγμή στον οδοντίατρο να του βάλει προσθήκες στα δόντια, ώστε να μη μοιάζουν εξωτικά. Ήρεμος και πράος τώρα, θέλησε να μάθει τη γλώσσα των λευκών και την εκπαίδευσή του ανέλαβε η ίδια η ποιήτρια Αν Σπένσερ! Ο Μπένγκα γράφτηκε κάποια στιγμή στο εκκλησιαστική σχολείο της πόλης και έμαθε να μιλά σχετικά καλά αγγλικά, τόσο καλά που βρήκε κάποια στιγμή δουλειά σε μια φάμπρικα επεξεργασίας καπνού της Βιρτζίνια.

Ο Ότο Μπίνγκο, όπως ήταν τώρα γνωστός, ήταν ένας ικανότατος εργάτης, επιμελής, δουλευταράς και πρόθυμος. Έκανε παρέα με τους εργάτες της φυτείας, έπινε μπίρα, έτρωγε σάντουιτς και απολάμβανε την καθημερινότητα όσο γινόταν. Συνήθως ξυπόλυτος, έπαιρνε τα παιδιά της γειτονιάς στο δάσος για να τους διδάξει το παραδοσιακό κυνήγι της φυλής του, πώς να φτιάχνουν τόξα από αμπελόκλημα και πώς να παγιδεύουν σκίουρους και άλλα μικρά ζώα. Αν και στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε πάντα τη μεγάλη επιστροφή στη μαμά Αφρική.

Αυτό το γνώριζαν όσοι τον ήξεραν, καθώς το μύχιο αυτό όνειρο το μοιραζόταν με όλους. Καλή η Δύση, αλλά σαν την Αφρική (έστω και στη φρίκη του Βελγικού Κονγκό!) δεν έχει, έλεγε ο Μπίνγκο. Οι γείτονες τον έβλεπαν συχνά να στήνει μια φωτιά κάτω από τον έναστρο ουρανό και να χορεύει τριγύρω της τραγουδώντας τα μελαγχολικά μοιρολόγια του, που μπορούσε ως άκουσμα να αναγνωρίσει η επίσης καταδυναστευμένη μαύρη κοινότητα.

Μόνο που στα πόδια του θα μπλεκόταν δυστυχώς η συλλογική ιστορία! Πάνω στην ώρα ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος, που κουτσούρεψε τα υπερατλαντικά ταξίδια, κι έτσι η επιστροφή στη Μαύρη Ήπειρο ήταν πια αδύνατη. Όσοι τον ήξεραν και τον είδαν να σκύβει το κεφάλι συνειδητοποίησαν πως οι ήσυχες μέρες που περνούσε στη Βιρτζίνια δεν ήταν παρά μια πρόσκαιρη ανακούφιση από τα δεινά που είχε ζήσει στις ΗΠΑ, καθώς ο Μπένγκα το μόνο που ήθελε πραγματικά ήταν να βγάλει τα απαραίτητα για να επιστρέψει στο Κονγκό.

Τώρα ήταν συνεχώς μελαγχολικός, δεν χαμογελούσε ποτέ και περνούσε τη μέρα του σκυθρωπός. Δεν μιλούσε στους άλλους εργάτες, δεν οργάνωνε παιδικές εκστρατείες στο δάσος ούτε και τραγουδούσε πια στο φως του φεγγαριού. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται αμίλητος κάτω από το δέντρο της αυλής απορροφημένος στις σκέψεις του.

Έτσι πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια, σαν σκιά, μέχρι τις 20 Μαρτίου 1916 τουλάχιστον, όταν ο 32χρονος Μπένγκα φόρεσε την παραδοσιακή στολή του, έβγαλε τις θήκες των δοντιών του, άναψε την τελετουργική φωτιά και αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά με ένα περίστροφο που είχε κλέψει. Παρά τη νεκρική ακαμψία, ήταν επιτέλους ελεύθερος.

Ενταφιάστηκε σε ανώνυμο τάφο στο τοπικό κοιμητήριο και όλοι ξέχασαν τον Ότα Μπένγκα, τον άγριο Πυγμαίο με την τρυφερή καρδιά που δεν βρήκε ποτέ τη θέση του στην κοινωνία των λευκών…

loading...