«Κλάψτε μωρέ, καημένοι χριστιανοί».

Διάβασα ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του αγαπημένου μου Κώστα Κρυστάλλη, που έζησε στα τουρκοκρατούμενα τότε Γιάννενα, για κάποια Χριστούγεννα που οι Τούρκοι είχαν διατάξει το κλείσιμο των εκκλησιών. Όπως θα τα περάσουμε κι εμείς φέτος. 

Αφαιρώ κάποια τμήματα του διηγήματος γιατί ο χώρος εδώ δεν προσφέρεται για εκτενή κείμενα.

Έτος 1892 λοιπόν. Τουρκοκρατία. 

«Νυχτών’ η Παραμονή…  (των Χριστουγέννων)

Άλλους καιρούς – θυμάσαι, τα στενά και τα σταυροδρόμια μας γέμιζαν κόσμο από δω από την πόλη, και από τα χωριά έξω. 

… 

 Όλα είν’ έρμα κι άλαλα σήμερα. 

Έχει περάσει εδώ και δυο ώρες το δειλινό, και σήμαντρο κανένα δεν διαλάλησε την αγιότητα της αυριανής μέρας, κι οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Οι εκκλησιές είναι κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κι οι παπάδες…    

… Παγώνει το λάδι στα σβηστά ασημοκάντηλα και τα δισκοπότηρα μένουν δίχως μεταλαβιά απάνω στην Προσκομιδή και στην Άγια Τράπεζα.

Ξέρεις το μοιρολόι της Πόλης, όταν την έπαιρνε ο Τούρκος. 

Σ’ άκουσα πολλές φορές να το λες έξω που βγαίναμε τις λιακάδες κι έβλεπα να νοτίζουν από δάκρυα τα ματόφυλλά σου όταν έλεγες και ξανάλεγες με θλιβερό σκοπό το πικρό γύρισμά του:

«Κλάψτε μωρέ, καημένοι χριστιανοί».

 Ήρθε καιρός τώρα που το μοιρολόι και τ’ απόφωνο τούτο το λέμε και το ξαναλέμε εδώ οι Χριστιανοί όλοι. Το λέμε και κλαίμε όλοι με πυρωμένα δάκρυα.

Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είναι πάντα κρυμμένος στα σύννεφα, λες και θρηνεί κι αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα.

Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερημιά στην πόλη μας. Ως πού ‘ φτασε  ώρα όπου τα Γιάννενα έμοιαζαν κοιμητήρι, κι ας ήμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι ας ήμασταν ξύπνιοι όλοι. Νεκρίλα μωρέ αδερφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη.

Είχαν τελειώσει οι νοικοκυρές τα πλυσίματα και τ’ ασπρίσματα των σπιτιών τους κι έλαμπαν από την παστράδα και το νοικοκυριό. Εφώτιζε την ανατολική γωνιά του σπιτιού η αναμμένη καντήλα των εικονισμάτων. Έκαιγε στην εστία η φωτιά η Χριστουγεννιάτικη, κι εζέστανε το σπίτι όλο. Είχαμε γευτεί τον απλό σαρακοστιανό δείπνο μας και μαζεμένοι γύρω στη φωτιά όλοι, από τα παιδιά ως τους γέρους, καρτερούσαμε τα Χριστούγεννα.

Του κάκου καρτερούσαμε Χριστούγεννα.

 Του κάκου αγρυπνούσαμε.

Χριστός δεν γεννιόταν για εμάς την νύκτα τούτη.

Κι αν γεννιόταν, ποιος θα μας το φανέρωνε; Στον συννεφιασμένο μας ουρανό δεν θα ‘ταν βολετό να δούμε ποτέ τ’ αστέρι που το ’δειξε μια φορά στους Μάγους.

Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν κι οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Οι εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα εικονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας.

«Κλάψτε, μωρέ καημένοι χριστιανοί!»

Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται για ταραχές την αυγή. 

 Ήρθε η ώρα του όρθρου. Βουβαθήκαμε μονοκοπανιάς όλοι. Λόγος δεν έσκαγε τότε στα χείλια μας. Εμείναμε ασάλευτοι και καρτερούσαμε μήπως ακούσουμε σήμαντρο πουθενά ή κράχτη. Ξέρεις τι ώρα γιομάτη μυστήριο ιερό είναι τούτη, που καρτεράς άγρυπνος τόση νυκτιά ν’ ακούσεις να ’ρχεται ο κράχτης στη γειτονιά σου, χτυπώντας παντού στις αυλόπορτες το βροντερό εκείνο μπαμ-μπαμ-μπαμ! Με το ξύλινο το τσοκάνι του. Πετιέσαι τότες όξω στην αυλή σου ή στο παραθύρι κι ακούς να τρικυμίζουν τον αγέρα και τα σκοτάδια οι γλυκύτατοι και μαγικοί ήχοι του σήμαντρου (της καμπάνας), κάποιοι μακρινοί και κάποιοι κοντινοί. Και βλέπεις τότε ν’ ανοίγουν πόρτες και να γιομίζουν οι δρόμοι από κόσμο, που πηγαίνουν ν’ ακούσουν στην εκκλησιά τα Χριστούγεννα.

Συνηθισμένος απ’ αυτά, αφού περίμενα βουβός τόσην ώρα και δεν άκουσα πουθενά κράχτη, πετάχτηκα στην αυλή. Πίσσα το σκοτάδι όξω και το κρύο φαρμακερό. Στηλώνω τ’ αυτί και καρτερώ ολόρθος σαν μαρμαρωμένος. Δεν άκουσα τίποτε ο μαύρος.  Ώσπου μ’ ανάγκασαν οι φωνές της μανούλας μου να μπω μέσα να μην παγώσω.

— Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσεις εκεί, και Χριστούγεννα δεν έρχονται για μας φέτο.

Κι εγώ μπαίνοντας μέσα μουρμούρισα θλιβερά:

— Κλάψτε, μωρέ καημένοι χριστιανοί!

Κι ένιωσα να νοτίζει δάκρυ τα ματόφυλλά μου.

Μαζευτήκαμε όλοι μπροστά στα εικονίσματα των σπιτιών μας. Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ».

Κι ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων οι όψεις οι ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψη έμοιαζαν στον μισοσυννεφιασμένο κι αγέλαστο ουρανό μας.

Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι εκεί τίποτε δεν ξέρουν.

Ο Δεσπότης μάς συμβούλευε ησυχία κ’ υπομονή. Η υπομονή ήταν μεγάλη μέσ’ στην καρδιά μας, μα η ησυχία που καταΐσκιωνε σαν θείο χέρι ως τώρα τα γαληνεμένα μας στήθια, άρχισε να τραβιέται απάνω και ν’ αφανίζεται σαν την αντάρα της λίμνης μας την πρωινή, κι ο βοριάς της στέρησης της εκκλησιάς άρχιζε ν’ αναταράζει τα βάθη μας.

— Πώς θα περάσουμε χωρίς εκκλησιά τέτοιες μέρες;

Αυτός ο λόγος επέταγε στα στόματα όλων, κι αυτός ο λόγος άναφτε μέσα στα σπλάχνα μας. Οι Τούρκοι είχαν γίνει άφαντοι την αυγή τούτη. Εφοβήθηκαν από ταραχές. Γιατί κι όλοι μας δεν καρτερούσαμε, παρά ταραχές.

— Τα χωριά δε θα το ανεχτούν.   ….

— Τα χωριά αρματωμένα θα ’ρθούν μέσα στα Γιάννενα να φοβερίζουν.

— Από την Πόλη θα αρχινήσει ο χαλασμός, αν θ’ αρχινήσει.

Τέτοιες κουβέντες λέγονταν, ώσπου ήρθε το απόγευμα. Κι όλοι μας δεν καρτερούσαμε πια τώρα παρά χαλασμό.

Επεινάσαμε, κι αλειτούργητοι οι μαύροι στρώσαμε το απόγευμα να φάμε. Άλλους καιρούς πασκάζαμε (τρώγαμε κρέας) κι εμείς νύχτα, σαν γυρνούσαμε από την εκκλησιά το πρωί. Φέτο, όπου δεν είδαμε εκκλησιά, ούτε για φαΐ μάς πήγαινε ο νους, καρτερώντας τη νύχτα, απ’ ώρα σ’ ώρα, το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι από την αγρύπνια αυτή, μας γινόταν αγλέουρας το φαΐ μέσα, και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας.

Έξαφνα, μέσ’ στο φαΐ απάνου, ένα απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.

— Κάτι κακό θα ’ρχισε, λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά στο στόμα του.

— Χριστός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάνα.

Εμείς και τα παιδιά πανιάσαμε.

Και μονομιάς χλοβοή και τρεχάματα πλημμύρισαν τους δρόμους.

Πετιούμαστε με τον πατέρα στο δρόμο να μάθουμε.

Όλοι έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται.

— Ανοίγουν οι εκκλησιές, μας λέγουν.

— Και πώς ανοίγουν; Με το στανιό;

— Μωρ’ τι με το στανιό, που νικήσαμε! Πήραμε τα προνόμια.

— Πήραμε τα προνόμια! Πήραμε τα προνόμια!

Πήραμε τα προνόμια!…

Τώρα αυτός ο λόγος πέταγε στα στόματα όλων κι όλοι τρέχαμε στη Μητρόπολη. Εκεί βρήκαμε ορθάνοιχτες της εκκλησιάς τις πόρτες κι αναμμένα τα καντήλια και τα πολύφωτα και τους κηροστάτες. Είχε γιομίσει κόσμο η εκκλησιά και μέσα και στην αυλή ακόμα. Οι εικόνες δεν επρόφταιναν να πάρουν ασπασμούς. Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζει απάνω. Ξεσυννέφιασαν και οι όψεις των χριστιανών, όπου έλαμπαν τώρα χαρούμενες κι αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα. Και μέσ’ από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική δέηση τούτη:

— Θεέ μου, δώσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνει από ολούθε νικήτρια, δώσε κι εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδιά να αντέχουμε της σκλαβιάς τους κατατρεγμούς και τις καταφρονήσεις, ώσπου να σωθούν καμιά μέρα οι αμαρτίες μας κι ώσπου να δούμε άστρο ελευθεριάς 

το Χριστουγεννιάτικο τ’ άστρο».

[ …] 

(1892)

Μ. Μ. Ας με συγχωρήσει ο λογοτέχνης μας, που την ωραία ηπειρώτικη διάλεκτο, του τη χάλασα λιγάκι, κυρίως κάποιες λέξεις ιδιωματικές και κάποιες καταλήξεις, για να γίνει το κείμενο κατανοητό από όλους.

loading...