-Γεια σου Σταυρούλα, καλά εδώ ήρθες να πιάσεις δουλειά;

 Θα ήθελα να μοιραστώ και ‘γω μια εμπειρία που με στιγμάτισε πριν 15 χρόνια. Μένω στην Αθήνα, είμαι 18 χρονών και πιάνω δουλειά σε μια καφετέρια. Εντυπωσιακή πολύ, με  πολυελαιους μεγάλους, σκοτεινός χώρος, με τηλέφωνα αντίκες και στο βάθος κάτι βυσσινί κουρτίνες σαν αυλαία.  Κατεβαίνω στο υπόγειο που ήταν η λάντζα για ν’ αφήσω τα πράγματά μου. Προχωράω σ’ ένα τεράστιο χωλ με πόρτες δεξιά αριστερά, τελικά καταλήγω σε μια που ήταν ανοιχτή που ήταν οι λαντζιεριδες μέσα. -Γεια σας παιδιά, Σταυρούλα με λένε.

-Γεια σου Σταυρούλα, καλά εδώ ήρθες να πιάσεις δουλειά; 

Να ξέρεις πως εδώ έχουμε φαντάσματα, αν δεις πρόσωπα στους τοίχους, αν ακούσεις καμία πόρτα ν’ ανοιγοκλείνει και να χτυπάει μη φοβηθείς. Τους χαμογέλασα ελαφρώς και έφυγα προς τα πάνω. Συναντάω τον πρώτο σερβιτόρο. 

-Α γεια σου, η καινούργια είσαι; Να ξέρεις εδώ έχουμε πρόβλημα. Ένα από τα παιδιά του εργοδότη μας βλέπει  φαντάσματα και πάει  στους πελάτες και τους λέει να φύγουν γιατί “έχουμε φαντάσματα εδώ”. 

Ε, το κλίμα ήταν κάθε φορά αφού βράδιαζε να μιλάμε γι’ αυτά και τις εμπειρίες του προσωπικού. 

Ένα Σάββατο βράδυ έρχεται μια κοπέλα η οποία ήταν γνωστή του εργοδότη μας η οποία ερχόταν χαριστικά να εργαστεί μόνο και μόνο επειδή χρειαζόταν βοήθεια ο εργοδότης μας. Η κοπέλα ήταν ελαφροισκιωτη. Έτρεμε κάθε λεπτό στον χώρο αυτό, όλοι προσπαθούσαμε να την ηρεμήσουμε, αλλοι την περιγελουσαν, πάντα μονολογούσε αυτή είναι η τελευταία φορά, δεν ξαναρχομαι. Εκείνη και στο σπίτι της έβλεπε πολλά πράγματα οπότε την είχε καταβάλλει η όλη  κατάσταση. Αρρωσταίνει ο ένας σερβιτόρος εκείνο το Σάββατο και μένουμε μόνες. Ήταν το βράδυ περίπου και εκείνη πανικόβλητη που δεν υπήρχε ένας άντρας μαζί μας. Εμείς έπρεπε να περιμένουμε μέχρι της 4 το πρωί που θα  ερχόταν το σεκιούριτι. Μην τα πολυλογώ, φεύγει και η τελευταία παρέα, γύρω στις 2 να ήταν και εκεί ξεκίνησαν όλα! Η κοπέλα δεν κρατιόταν, ήταν σε άθλια κατάσταση και της λέω για να την ηρεμήσω: 

-Λέω να φτιάξουμε κανα γλυκό να φάμε! Τι λες; 

-Και ποιός θα κατέβει στη λάντζα να πάρει τα πιάτα; 

-Εγώ της απαντώ. Κατεβαίνω κάτω, η αδρεναλίνη στα ύψη όλα ok και αφού ετοιμάσαμε το γλυκό  βγαίνουμε από τη μπάρα και καθόμαστε στα σκαμπό δίπλα- δίπλα. 

Μόλις πάω να φάω την πρώτη κουταλιά ακούω ένα αλλόκοτο: ΤΑΚ, ΤΑΚ. Κοιταζόμαστε, δεν δίνουμε σημασία και συνεχίζουμε. Στη δεύτερη κουταλιά ακούω τον ίδιο θόρυβο πιο επιβλητικό και δυνατό: ΤΑΚ, ΤΑΚ σαν ένα μέταλλο να χτυπάει τη μπάρα και της φωναζω!!: ΤΟ ΑΚΟΥΣΕΣ ΑΥΤΟ;;;

Ε, εκείνη τη στιγμή σηκωνόμαστε και τρέχουμε προς τα έξω ενώ πίσω μας ακούγαμε ένα θόρυβο σα να ήταν 500 άτομα και έσπαγαν όλο το μαγαζί και όλη τη λάντζα κάτω, πιάτα, ποτήρια, σπασμένα ένα χάος!

Βγαίνουμε στους εξωτερικούς καναπέδες και καθόμασταν σαστισμένες κοιτάζοντας μέσα. Ακούμε μια φωνή εξωπραγματική να μας καλεί να μπούμε μέσα ενώ μια σκιά μαύρη χαμηλή σαν ζώο περνούσε τη μπάρα. Αφού βεβαιωθηκαμε πως το ακούσαμε και οι δύο βγαίνουμε στο πεζοδρόμιο.

Η κοπέλα σε φάση πανικού 3 η ώρα πλέον της λέω 1 ώρα έμεινε υπομονή δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε το μαγαζί έτσι και εκτός αυτού έχω τα πράγματα μου κάτω στη λάντζα δεν μπορώ να φύγω. Εκείνη την ώρα έκλεινε το διπλανό μαγαζί και έφευγε ο dj, πάω τον αρπάζω και ας μην το ήξερα και του λέω: -Σας παρακαλώ, μπορείτε να κάτσετε λίγο παρέα μας μέχρι να έρθει το σεκιούριτι γιατί φοβόμαστε και είμαστε μόνες;

-Με κοιτάει λίγο παράξενα και με επιφύλαξη ήρθε μέσα μαζί μας.

Όλα στη θέση τους. Του βάζει ένα ποτό και αρχίζει να του λέει τις γνωστες ιστορίες. 

Εκείνος είναι σε φάση κορίτσια εγώ να πηγαίνω, εγώ σε φάση μπορείς να κατέβουμε μαζί στη λάντζα πριν φύγεις να πάρω τα πράγματά μου τουλάχιστον;

Άσπρισε από τον φόβο του. Ευτυχώς μίλησε το προστατευτικό του ένστικτο και κατέβηκαμε. Ολα στην εντέλεια και κάτω. Μετά απο λίγο φύγαμε  οι πιο πολλοί γιατί δεν μας πλήρωνε.

Το σκεφτόμουν όλο  αυτό ξανα και ξανά ώσπου μια μέρα ρώτησα τον παππού μου και μου είχε πει πως σ’ αυτό το σημείο υπήρχε βασανιστήριο των Γερμανών επί κατοχής.

loading...