«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»

Αυτό τον κόσμο έχει χρέος να εκφράσει η Νέα Αριστερά. Είναι κόσμος δικός της, που τη στηρίζει οικονομικά και πολιτικά. Είναι κόσμος υπερήφανων ανθρώπων, που δε θέλουν να έχουν ούτε προϊσταμένους ούτε υφισταμένους, που θέλουν να δουλεύουν μόνοι τους («Ο λύκος έχει χοντρό σβέρκο, γιατί κάνει μοναχός τη δουλειά του»), που δεν θέλουν κράτος γιατί έχουν φόβο προς το κράτος και γενικότερα τρέφουν μια αντικρατική νοοτροπία που ταιριάζει πιο πολύ προς την αριστερή ιδεολογία. Είναι άνθρωποι βγαλμένοι από τα σπλάχνα της Αριστεράς κι άσπλαχνα διωγμένοι από τη Δεξιά, που βρήκαν μύριους τρόπους να εξασφαλίσουν τον επιούσιο, άνθρωποι που η συνωμοτική τους πείρα τους διευκόλυνε να σχηματίσουν μια «συνωμοτική» οικονομία, που μπορούν σήμερα να ζουν αξιοπρεπώς και ν᾿ ανατρέφουν παιδιά δαπανώντας τεράστια ποσά για τη μόρφωσή τους, μια και η δωρεάν παιδεία έχει καταντήσει δωρεάν απαιδευσία, άνθρωποι που δεν ξοδεύουν σε τίποτε το υπουργείο κοινωνικών υπηρεσιών, μια και δεν εμπιστεύονται την υγεία τους στα κρατικά νοσηλευτήρια -που από πολλές απόψεις θυμίζουν προθαλάμους του κάτω κόσμου-, που δεν καταδέχονται να συνωθούνται σε κομματικά γραφεία και να «φιλάνε κατουρημένες ποδιές» για μια θέση εργασίας, είναι οι γονείς που θέλουν να δώσουν μια στέρεη υποδομή στα παιδιά τους, γιατί δεν έχουν ως ιδανικό το να τα «χώσουν» σε κάποια κρατική θέση, ρήμα που παραπέμπει ευθέως στο «ενταφιάζω». 

Αλλά ποια στάση τήρησε απέναντι στο γενναίο και πάντα νέο αυτό κόσμο η παραδοσιακή και η ανανεωτική Αριστερά; Ύβρεις και λοιδωρίες. «Μικροαστοί», «μικρονοικοκύρηδες»,«φτωχοδιάβολοι») και πολλά άλλα. Δυστυχώς, η Αριστερά στη χώρα μας αντιμετωπίζει πρόβλημα εγκεφαλοκρηπίδας. Η παραδοσιακή πιστεύει πως μόνο ο εργάτης ή ο αγρότης είναι παραγωγικό στέλεχος, που η παραγωγική του δυνατότητα θα επαυξηθεί, όταν το εργοστάσιο κρατικοποιηθεί και «αυτοδιαχειριστεί»*, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως έτσι και η πιο ακμαία επιχείρηση θα αυτοχειριαστεί. Η Ανανεωτική, πάλι, είναι κυκλωμένη ασφυκτικά από νεόκοπους μαρξολόγους (όχι μαρξιστές), που δεν έχουν αντιληφθεί ούτε «γρι» από το ευρύ νόημα που είχε στη σκέψη του Μαρξ η πάλη των τάξεων, που πιστεύουν πως όποιος κάνει δουλειά δική του αυτοπροσδιορίζεται ως εργοδότης, συνεπώς ως εκμεταλλευτής και δεν καταλαβαίνουν, καθότι «αδούλευτου», πως αν κάποιον εκμεταλλεύονται οι άνθρωποι αυτοί είναι τον εαυτό τους και μόνο, γιατί δεν είναι διατεθειμένοι τη δική τους υπεραξία να την καρπώνεται με τη μορφή φορολογίας το κράτος, που είναι ο χειρότερος εργοδότης από την εποχή των Φαραώ μέχρι σήμερα. 

Έτσι η πνευματική νομενκλατούρα της νέας Αριστεράς, που συχνά σιχαίνεται τη χειρωνακτική δουλειά ως μη αρκούντως διανοητική, έκανε φετίχ τον κρατισμό, συγχέοντάς τον με το σοσιαλισμό, ενώ έχει γίνει πια σε όλους γνωστό πως η απορρόφηση της οικονομίας από το κράτος συνιστά άρνηση του πραγματικού σοσιαλισμού, κάνει ουτοπία την προοπτική του κομμουνισμού, και ταυτόχρονα προωθεί ως εξουσία έναν γραφειοκρατικό ολοκληρωτισμό, που είναι πιο παγερός από τα χιόνια της Σιβηρίας και που θα έκανε πολλούς να νοσταλγήσουν -τουλάχιστον στην Ελλάδα- τις γραφικές φιγούρες της παπαδοπουλικής δικτατορίας, που μπορούσαν να γεννούν μίσος ή θυμηδία, ενώ σήμερα οι νεο-δικτάτορες της οικονομίας γεννούν μια αηδία, εφόσον μέσα στο ρεζίλεμα της οικονομίας εμπλέκουν και τη σοσιαλιστική προοπτική.

* Ο σόλοικος τύπος δεν είναι δικός µας, αλλά εργατικής προκήρυξης.

Σαράντος Ι. Καργάκος, «“Το Πλοίο των Τρελών” και η Άγονος Πολιτική μας Γραμμή», Gutenberg, 1986

loading...