Κριτήρια επιλογής φρεγατών για το ΠΝ και μία πρόταση

 Η αναβολή, στην καλύτερη περίπτωση, της υπογραφής σύμβασης για την πρόσκτηση δύο φρεγατών Belharra, αναβίωσε τη συζήτηση αναφορικά με τους υποψήφιους προς απόκτηση τύπους φρεγατών, καθώς και τα κριτήρια που αυτοί πρέπει να πληρούν, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις επιχειρησιακές απαιτήσεις του ΠΝ, στις επιδιώξεις της Εθνικής Στρατιωτικής Στρατηγικής και στις δυνατότητες της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας. Τα κριτήρια αυτά διακρίνονται σε: 1) πολιτικά, 2) αριθμητικά, 3) επιχειρησιακά και 4) οικονομικά-χρηματοδοτικά. Επιλέξιμος είναι εκείνος ο τύπος πλοίου ο οποίος πληροί όλα ή κατά το δυνατόν περισσότερα από τα εν λόγω κριτήρια, τα οποία πάντως δεν έχουν ίση βαρύτητα μεταξύ τους, όπως αναδεικνύεται ακολούθως.

1. Στις δυνητικές υποψηφιότητες περιλαμβάνονται, πέραν της φρεγάτας Belharra του Naval Group, το Παγκόσμιο Πλοίο Μάχης (Global Combat Ship) της BAE Systems και η φρεγάτα Arrowhead 140 της Babcock/Team 31, που έχουν επιλεγεί από το Βρετανικό Ναυτικό ως Τύπος 26 και Τύπος 31 αντίστοιχα, η φρεγάτα F110 της Navantia, η οποία πρόκειται να ενταχθεί σε υπηρεσία με το Ισπανικό Ναυτικό ως κλάση Bonifaz, η φρεγάτα FREMM των Naval Group-Fincantieri που υπηρετεί στο Ιταλικό Ναυτικό ως κλάση Bergamini και στις Αιγυπτιακές Ναυτικές Δυνάμεις, η φρεγάτα MEKO A-200 της thyssenkrupp Marine Systems, που έχει αποκτηθεί από το Νοτιοαφρικανικό Ναυτικό, την Αλγερινή Ναυτική Δύναμη και τις Αιγυπτιακές Ναυτικές Δυνάμεις, καθώς και το πλοίο Μάχης Επιφανείας Πολλαπλών Αποστολών (MMSC) της Lockheed Martin, το οποίο έχει επιλεγεί από το Ναυτικό της Σαουδικής Αραβίας ως κλάση Saud, ενώ δεν αποκλείεται η υποβολή και άλλων υποψηφιοτήτων. Παρά τα κατά περίπτωση αξιόλογα χαρακτηριστικά τους, είναι αυτονόητο ότι η υποψηφιότητα των πλοίων αυτών ενισχύεται ή υπονομεύεται αντίστοιχα από τη στάση του κράτους προέλευσής τους έναντι των μονομερών διεκδικήσεων, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς νομιμότητας, της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας, ιδίως μάλιστα κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης κρίσης που ξεκίνησε με την επιδίωξη της Τουρκίας να διεξαγάγει παράνομα σεισμικές έρευνες σε τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Θα ήταν τουλάχιστον παράδοξη και αντίθετη προς το εθνικό συμφέρον η επιλογή από την Ελλάδα πλοίου που προέρχεται από κράτος το οποίο, τουλάχιστον σιωπηρά, επιδοκιμάζει ή έστω ανέχεται τον τουρκικό αναθεωρητισμό, ο οποίος κάνει την επανεμφάνισή του με την πλέον οξεία μορφή του. Αυτό αφορά ιδίως τις χλιαρές έως ανύπαρκτες αντιδράσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ισπανίας και της Ιταλίας, σε αντιδιαστολή με τις ΗΠΑ και ιδίως τη Γαλλία, που προέβησαν στη ρηματική ή και έμπρακτη υποστήριξη της Ελλάδας στο διπλωματικό και επιχειρησιακό πεδίο. Αναμενόμενα ουδέτερη ήταν επίσης η αντίδραση της Γερμανίας, με την κρίσιμη όμως επισήμανση ότι η γερμανική thyssenkrupp Marine Systems κατέχει ποσοστό 24,9% της εταιρίας Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ΕΝΑΕ).

2. Ο αριθμός των υπό διαπραγμάτευση φρεγατών Belharra έχει αποτελέσει βασικό σημείο προβληματισμού. Είναι αυταπόδεικτο ότι μόλις δύο έστω εξελιγμένες φρεγάτες μέσου εκτοπίσματος δε θα μπορούσαν να ασκήσουν καθοριστική επιρροή στον ελληνοτουρκικό συσχετισμό ναυτικής ισχύος, εν όψει μάλιστα της αναμενόμενης ένταξης νέων μονάδων στο Τουρκικό Ναυτικό (TDK) και του ριζικού εκσυγχρονισμού άλλων, καθώς και της εμφάνισης νέων θεάτρων επιχειρήσεων στην ανατολική Μεσόγειο και το Νότιο Κρητικό Πέλαγος. Ο αριθμός των δύο πλοίων κατέστησε εξ αρχής προβληματική την απόκτησή τους, επειδή το εκτιμώμενο κόστος της προμήθειας, που ανάλογα με τη διαμόρφωσή τους κυμαίνεται από 2 έως 3 δισ. ευρώ, αφ’ ενός μεν θα εξαντλήσει τις πιστώσεις που πρόκειται να διατεθούν για την ενίσχυση του Στόλου και αφ’ ετέρου δε δικαιολογεί την επένδυση της μετάβασης στο Πρωτεύον Σύστημα Αντιαεροπορικών Βλημάτων (PAAMS) Aster 15/30, το οποίο είναι εντελώς ασύμβατο με το Σύστημα Βλημάτων ΝΑΤΟ Sea Sparrow (NSSMS) RIM-7 και το Εξελιγμένο Βλήμα Sea Sparrow (ESSM) RIM-162, που εξοπλίζουν αντίστοιχα τις φρεγάτες των κλάσεων ΕΛΛΗ και ΥΔΡΑ του ΠΝ. Ασφαλώς θα ήταν νοητή η επέκταση της προμήθειας, ενδεικτικά με την πρόβλεψη δικαιώματος προαίρεσης στη σχετική σύμβαση, όμως η τυχόν άσκησή του είναι γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο, η επέλευση του οποίου αποτελεί συνάρτηση πλειάδας παραγόντων, στους οποίους περιλαμβάνονται ενδεικτικά η πορεία των δεικτών της εθνικής οικονομίας και η κάλυψη των αναγκών των λοιπών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και ειδικά της ΠΑ. Επομένως ο αριθμός των δύο μονάδων εξυπηρετεί τα γαλλικά, όχι όμως και τα ελληνικά συμφέροντα, επειδή ακόμη και ο ελάχιστος αριθμός πλοίων αρκεί για την πρόσδεση του ΠΝ στο γαλλικό σύστημα εφοδιαστικής υποστήριξης, η οποία όμως είναι ανορθολογική στο μέτρο που ο υφιστάμενος σχεδιασμός δεν προβλέπει συνολικά τη μετάβαση στο PAAMS και για τις κύριες μονάδες στόλου που θα ακολουθήσουν. Και αυτό δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό, τόσο επειδή ελληνικές εταιρίες μετέχουν στην παραγωγή του βλήματος ESSM, όσο και επειδή το βλήμα τοπικής αντιαεροπορικής άμυνας Aster 15, συστατικό μέρος του PAAMS, βαρύνεται με το μειονέκτημα της αδυναμίας εγκατάστασης σε συσκευασία τετράδας (quad-pack) ανά θέση βολής του Συστήματος Κατακόρυφης Εκτόξευσης (SYLVER), σε αντιδιαστολή με ό,τι ισχύει για το υφιστάμενο βλήμα ESSM και το Σύστημα Κατακόρυφης Εκτόξευσης (VLS) Mk41. Ο Στόλος δεν μπορεί να περιλαμβάνει μονάδες αποκλειστικά με βλήματα Αντιαεροπορικού Πολέμου (AAW) περιοχής Aster 30, ενώ η εγκατάσταση τετράδας βλημάτων τοπικής αντιαεροπορικής άμυνας σε κάθε θέση βολής του SYLVER της φρεγάτας Belharra θα απαιτούσε την ένταξη σε υπηρεσία με το ΠΝ ενός ακόμη βλήματος, του Κοινού Αντιαεροπορικού Τμηματικού Βλήματος (CAMM), η οποία όμως θα αύξανε υπερβολικά το συνολικό κόστος της προμήθειας. Επομένως μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι το βλήμα ESSM θα υπηρετεί για καιρό στο ΠΝ, υπόθεση από την οποία προκύπτει ότι ο ευρύτερος σχεδιασμός δεν προβλέπει την ολοκληρωτική αντικατάστασή του από το PAAMS. Με βάση αυτές τις σκέψεις αποδυναμώνεται η όποια λογική της απόκτησης μόλις δύο πλοίων γαλλικής προέλευσης.

3. Για δεδομένη δαπάνη, ο αριθμός των προς απόκτηση πλοίων είναι αντιστρόφως ανάλογος προς τις επιχειρησιακές δυνατότητές τους. Ως μέτρο των τελευταίων χρησιμοποιείται συνήθως η Μελέτη Γενικών Επιχειρησιακών Απαιτήσεων (ΜΓΕΑ) μονάδων επιφανείας του ΠΝ, η οποία εισήχθη προς έγκριση στο Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο τον Απρίλιο 2008 και προέβλεπε VLS με πέντε τμήματα των οκτώ θέσεων εκτόξευσης, επομένως 40 θέσεις εκτόξευσης συνολικά, από τις οποίες ενδεικτικά 24 θα χρησιμοποιούνταν για ισάριθμα βλήματα AAW περιοχής, οκτώ θα δέχονταν 32 βλήματα τοπικής αντιαεροπορικής άμυνας σε συσκευασία τετράδας και σε οκτώ θα μπορούσαν να εγκατασταθούν Ανθυποβρυχιακές Ρουκέτες Κατακόρυφης Εκτόξευσης (VL-ASROC) RUM-139. Βεβαίως η εν λόγω μελέτη ακολούθως τροποποιήθηκε με την υποβάθμιση των προδιαγραφών της, οι οποίες πλέον προέβλεπαν 32 θέσεις εκτόξευσης, από τις οποίες 8 θα καταλαμβάνονταν από βλήματα χερσαίας προσβολής, αεροδυναμικής πλεύσης (υπονοούταν το γαλλικό βλήμα MdCN), με αποτέλεσμα τα βλήματα AAW περιοχής να μειώνονται από 24 σε 8 και τα βλήματα τοπικής αντιαεροπορικής άμυνας από 32 σε 16, με παράλληλη κατάργηση της συσκευασίας τετράδας των τελευταίων. Η υποβάθμιση αυτή πραγματοποιήθηκε με σκοπό να ανταποκρίνεται η ΜΓΕΑ στα τεχνικά χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Φρεγάτας Πολλαπλών Αποστολών (FREMM), καθώς και στις ισάριθμες διαθέσιμες θέσεις εκτόξευσης της φρεγάτας Belharra, η οποία, σε διαμόρφωση χερσαίας προσβολής, αδυνατεί να φέρει περισσότερα από 24 βλήματα Aster 15/30. Ακόμη χειρότερα, σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες, η διαμόρφωση των πλοίων ενδέχεται να είναι κοινή με αυτή του Γαλλικού Ναυτικού (MN), με μόλις 16 θέσεις εκτόξευσης! Το γεγονός ότι το ΠΝ αρχικά απαιτούσε 56 βλήματα αντιαεροπορικής άμυνας για να αρκεστεί τελικά σε 16 ή 24, αποκαλύπτει μία συγκεκριμένη ελαστικότητα στη διαμόρφωση των επιχειρησιακών απαιτήσεών του και ότι συνεπώς οι τελευταίες είναι πιθανό να εξυπηρετούνται και με εναλλακτικές διαμορφώσεις θέσεων εκτόξευσης και βλημάτων. Παρά το αναφερόμενο βεληνεκές των 120km (ή 100km και 50km κατά στόχων ύψους πτήσης κάτω των 10.000ft σύμφωνα με κάποιες πηγές) και τον ενεργό RF ερευνητή τερματικής καθοδήγησης του Aster 30, τυχόν διαμόρφωση με 16 ή 24 βλήματα του τύπου προκαλεί συγκεκριμένους επιχειρησιακούς περιορισμούς: Επειδή ο ορίζοντας οποιουδήποτε ραντάρ είναι ανάλογος της τετραγωνικής ρίζας του ύψους εγκατάστασης της κεραίας του, το εκτεταμένο βεληνεκές του Aster 30 κατά Βλημάτων Εναντίον Πλοίων (ASM) ελάχιστου ύψους πτήσης παραμένει αναξιοποίητο στο μέτρο που δεν παρέχονται δεδομένα Στόχευσης Πέραν του Ορίζοντα (OTH), ενώ η παροχή δεδομένων OTH μέσω της ζεύξης Link 16 δεν είναι εκ των προτέρων εξασφαλισμένη, εξ αιτίας της υψηλής έντασης των επιχειρήσεων Ηλεκτρονικού Πολέμου (EW) που με βεβαιότητα αναμένεται να διεξαχθούν. Επιπλέον, επειδή είναι εντελώς παρακινδυνευμένο να υποτεθεί ότι η Πιθανότητα Πλήγματος με Μοναδική Βολή (SSKP) οποιουδήποτε βλήματος αντιαεροπορικής άμυνας είναι ίση με τη μονάδα (100%) και επειδή είναι συνήθως ανεπαρκής ο χρόνος που απομένει για την εμπλοκή επερχόμενου ASM με δεύτερο βλήμα αντιαεροπορικής άμυνας, στην περίπτωση που το πρώτο θα αστοχήσει, είναι προτιμότερη η εξ αρχής εμπλοκή του με δύο βλήματα (τακτική SS-L-S: Shoot, Shoot, Look, Shoot), με σκοπό την εξασφάλιση της επιβίωσης του πλοίου και με αποτέλεσμα την ταχύτερη εξάντληση του φόρτου μάχης, ο οποίος δυσχερώς αναπληρώνεται εν πλω. Για το λόγο αυτό, μία σχολή σκέψης (ενδεικτικά: Clark, Br., Commanding the Seas, A Plan to Reinvigorate U.S. Navy Surface Warfare, Center for Strategic and Budgetary Assessments, 2014, σελ. 17-24), προκρίνει την εγκατάσταση μεγαλύτερου αριθμού βλημάτων μέσου βεληνεκούς, όπως το ESSM, από τα οποία μπορούν να ανατίθενται τουλάχιστον δύο ανά στόχο χωρίς τον κίνδυνο εξάντλησης του φόρτου μάχης, ενώ η εγκατάσταση ενεργού RF ερευνητή τερματικής καθοδήγησης στην έκδοση Block 2 του ESSM θα αυξήσει περαιτέρω την SSKP του βλήματος και θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των ταυτόχρονα εμπλεκόμενων στόχων. Το μεγάλο πλεονέκτημα του ESSM είναι φυσικά η δυνατότητα εγκατάστασης σε συσκευασία τετράδας: Χαρακτηριστικά, είναι δυνατή η εγκατάσταση έως 64 βλημάτων ESSM ή 32 βλημάτων ESSM και 8 VL-ASROC στο VLS Mk41 16 θέσεων βολής, υπό την προϋπόθεση ότι το επιτρέπουν οι απαιτήσεις ευστάθειας του πλοίου, τη στιγμή που το αντίστοιχης χωρητικότητας SYLVER θα επέτρεπε την εγκατάσταση μόλις 16 βλημάτων Aster 15/30, ενώ το VLS Mk41 32 θέσεων βολής επιτρέπει την εγκατάσταση του ίδιου φόρτου βλημάτων AAW περιοχής με αυτόν της φρεγάτας Belharra σε διαμόρφωση χερσαίας προσβολής, με τη διαφορά ότι ο πρώτος περιλαμβάνει 32 ESSM ακόμη! Από τις σκέψεις αυτές επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι τη δυνατότητα AAW της φρεγάτας Belharra υπονομεύουν αφ’ ενός μεν η εγκατάσταση των 8 βλημάτων MdCN και αφ’ ετέρου η ανάγκη ολοκλήρωσης ενός ακόμη νέου βλήματος (CAMM) και μάλιστα με βεληνεκές υποδιπλάσιο του ESSM, προκειμένου αυτό να εγκατασταθεί σε συσκευασία τετράδας, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο τη διαμόρφωση.

4. Περισσότερο όμως από την έλλειψη οποιωνδήποτε επιχειρησιακών δυνατοτήτων, ο παράγοντας εκείνος που αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στην υλοποίηση οποιουδήποτε εξοπλιστικού προγράμματος, ιδίως μάλιστα στην περίπτωση κρατών με αυστηρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, όπως η Ελλάδα, είναι η δυσχέρεια στη χρηματοδότησή του. Στην περίπτωση των φρεγατών Belharra, το κόστος και ιδίως το προτεινόμενο χρηματοδοτικό σχήμα του προγράμματος απαιτούν σοβαρές υποχωρήσεις, που συνίστανται είτε στην απαράδεκτη υποβάθμιση των επιχειρησιακών απαιτήσεων, είτε στην υπερβολική αύξηση του κόστους: Την αρχική πρόβλεψη του αναλυτή Fabrice Wolf για συμβατικό τίμημα 1,5 δισ. ευρώ διαδέχθηκαν εκτιμήσεις για 2 δισ. ευρώ το καλοκαίρι του 2019, 2,4 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο 2019 κατά την κοπή πρώτου χάλυβα της φρεγάτας Amiral Ronarc’h, πρώτου πλοίου τύπου FDI για το MN και 3,2 δισ. ευρώ όταν συμπεριλήφθηκαν τα όπλα, συμπεριλαμβανομένων των βλημάτων MdCN, καθώς και η Εν Συνεχεία Υποστήριξη (FOS) των δύο πλοίων για χρονικό διάστημα τριών ετών. Το υψηλό κόστος δεν αποτελεί μοναδικό χαρακτηριστικό των φρεγατών Belharra, επειδή τα πολεμικά πλοία αποτελούν τα δαπανηρότερα οπλικά συστήματα που μπορούν να ενταχθούν στις ένοπλες δυνάμεις οποιουδήποτε κράτους. Γενικότερα δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ότι είναι επιτεύξιμη η πρόσκτηση νεότευκτων μονάδων επιφανείας επαρκούς εκτοπίσματος, με σύγχρονα συστήματα μάχης και προβλέψεις για όπλα και FOS, με επιμεριζόμενο κόστος μονάδας σημαντικά κατώτερο του 1 δισ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, το συμβατικό τίμημα των φρεγατών Belharra επιβαρύνεται και με τις δαπάνες συντήρησης, υποστήριξης και εκπαίδευσης του PAAMS, που δεν είναι ενταγμένο στο ΠΝ, οι οποίες θα εξέλειπαν στην περίπτωση μονάδων εξοπλισμένων με το γνωστό στο ΠΝ βλήμα ESSM. Επιπλέον, η ανά πλοίο δαπάνη συντήρησης, υποστήριξης και εκπαίδευσης στο PAAMS είναι αντιστρόφως ανάλογη του αριθμού φρεγατών που πρόκειται να αποκτηθούν, αυξάνοντας το κόστος μονάδας τους. Ακόμη χειρότερα, οι διαδόσεις σε ιστότοπους και μέσα κοινωνικής δικτύωσης για χαμηλότοκη διακρατική χρηματοδότηση, αναφερόμενη συχνά με το προσωνύμιο «γαλλικά FMS», αποδείχθηκαν παντελώς ανακριβείς. Αντίθετα, η διενέργεια Στρατιωτικών Πωλήσεων Αλλοδαπής (FMS) και η αντίστοιχη Αλλοδαπή Στρατιωτική Χρηματοδότηση (FMF) των ΗΠΑ εξασφαλίζουν αναντίρρητα πλεονεκτήματα στο κράτος αγοράς, χάρη στην εκτεταμένη περίοδο αποπληρωμής του συμβατικού τιμήματος και τη σχετικά ισομερή κατανομή των πληρωμών στη διάρκεια του χρόνου, σε αντιδιαστολή προς το ασφυκτικό και εμπροσθοβαρές χρονοδιάγραμμα πληρωμών του σχεδίου σύμβασης για την πρόσκτηση των δύο φρεγατών Belharra. Στο σημείο αυτό η γαλλική πλευρά, κατά γενική ομολογία, όφειλε να προσπαθήσει περισσότερο.

Εν αναμονή των εξελίξεων, το ΠΝ θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο προμήθειας, ενδεχομένως μέσω FMF, φρεγατών προέλευσης ΗΠΑ και ειδικότερα της Ενισχυμένης Φρεγάτας Περιπολίας (EPF) FF4923, επαυξημένης έκδοσης της Ακάτου Εθνικής Ασφαλείας (NSC) που υπηρετεί ως κλάση Legend με την Ακτοφυλακή των ΗΠΑ (USCG). Πρόκειται για σχεδίαση της Ingalls Shipbuilding, ενός από τους κυριότερους προμηθευτές μονάδων μάχης του Ναυτικού των ΗΠΑ (USN) και μέλους του ομίλου Huntington Ingalls Industries (HII), που αποτελεί τη μεγαλύτερη εταιρία στρατιωτικών ναυπηγήσεων των ΗΠΑ. Το πλοίο έχει ιδανικό για το ΠΝ εκτόπισμα 4.675t, μήκος 126,7m, πλάτος 16,4m, μέσο βύθισμα 4,9m και μέγιστο βύθισμα 6,8m. Το εκτόπισμα εξασφαλίζει εκτεταμένη αυτονομία, της τάξης των 60 ημερών ή 8.000nm με ταχύτητα 10kts, ενώ η σχεδίαση επιδεικνύει εξαιρετικά χαρακτηριστικά αξιοπλοΐας, με επανειλημμένες αποστολές στον Αρκτικό Ωκεανό και δυνατότητα ανάπτυξης επί 230 ημέρες ανά έτος. Η φρεγάτα διαθέτει εφεδρική πλευστότητα και αριθμό στεγανών διαμερισμάτων που ανταποκρίνονται πλήρως στα πρότυπα ευστάθειας και πλευστότητας DDS 079-1 του Υπουργείου Ναυτικού των ΗΠΑ, σύμφωνα και με ρητή απαίτηση του ΠΝ. Η ναυπήγηση της γάστρας και της υπερκατασκευής αποκλειστικά από χάλυβα επιδεικνύει χαρακτηριστικά αυξημένης επιβιωσιμότητας, καθώς το NSC κατατάσσεται χωρίς απολύτως καμία παρέμβαση στο τότε Επίπεδο I (κατά τα πρότυπα OPNAVINST 9070.1, πριν την τροποποίησή τους) του USN, στο οποίο ανήκει και το Πλοίο Παράκτιας Μάχης (LCS), ενώ με παρεμβάσεις όπως είναι ενδεικτικά η εγκατάσταση αντικραδασμικών εδράνων των κινητήρων και συστήματος εκπομπής φυσαλίδων αέρα τύπου Prairie-Masker, η θωράκιση συγκεκριμένων διαμερισμάτων και η πρόβλεψη εφεδρικών χαρακτηριστικών, κατατάσσεται στο Επίπεδο II, όπως και η φρεγάτα κλάσης Oliver Hazard Perry του USN. Το προωστήριο σκεύος του πλοίου είναι Συνδυασμός Αεριοστροβίλου Και Πετρελαιοκινητήρων (CODAG) και αποτελείται από αεριοστρόβιλο General Electric LM2500 ισχύος 29.500bhp και δύο πετρελαιοκινητήρες MTU 20V 1163 ισχύος 9.925bhp, οι οποίοι μέσω συγκροτημάτων μετάδοσης της RENK και δύο αξόνων κινούν ισάριθμες Έλικες Ελεγχόμενου Βήματος (CPP) της Rolls-Royce με μέγιστο ρυθμό περιστροφής 229rpm. Τόσο ο αεριοστρόβιλος όσο και καθένας από τους πετρελαιοκινητήρες μπορούν να παρέχουν κίνηση σε αμφότερους τους άξονες. Με έναν πετρελαιοκινητήρα σε λειτουργία επιτυγχάνεται ταχύτητα 18kts, με δύο πετρελαιοκινητήρες 24kts και με όλους τους κινητήρες σε λειτουργία επιτυγχάνεται μέγιστη συνεχής ταχύτητα υψηλότερη των 28kts, ενώ η HII τονίζει ότι με τροποποιήσεις είναι εφικτή η επίτευξη ταχύτητας υψηλότερης των 30kts. Η παρακολούθηση και ο έλεγχος της λειτουργίας του προωστήριου σκεύους διεξάγονται μέσω εξειδικευμένου συστήματος της MTU. Για την παραγωγή ηλεκτρικής ισχύος το NSC διαθέτει τρεις τετράχρονες υδρόψυκτες ηλεκτρογεννήτριες V12 diesel Caterpillar 3512Β ισχύος 1.360ekW, οι οποίες κινούν εναλλάκτες National Oilwell Baylor, διοχετεύοντας τριφασικό ρεύμα 450V, 60Hz σε ισάριθμους πίνακες. Το σύστημα είναι σχεδιασμένο να λειτουργεί με δύο ηλεκτρογεννήτριες σε λειτουργία, αποδίδοντας 2.720ekW, ενώ όταν το φορτίο υπερβεί ποσοστό 85%, ενεργοποιείται αυτόματα η τρίτη ηλεκτρογεννήτρια. Λογικά η διαμόρφωση της φρεγάτας FF4923 θα περιλαμβάνει τέσσερις ηλεκτρογεννήτριες, του ίδιου ή ισχυρότερου τύπου, ώστε κάθε ζεύγος να μπορεί να καλύψει το σύνολο των αναγκών του πλοίου, παρέχοντας 100% εφεδρική ηλεκτρική ισχύ και ενισχύοντας την επιβιωσιμότητά του. Το πλήρωμα περιλαμβάνει έως 121 μέλη. Το πλοίο διαθέτει σύστημα Ελέγχου Βλαβών τεχνολογίας αιχμής, σύστημα προστασίας από Ραδιολογικές, Βιολογικές και Χημικές (NBC) απειλές, σύστημα απομαγνήτισης, χαρακτηριστικά περιορισμένης Ραδιοδιατομής (RCS) της υπερκατασκευής και του κύριου ιστού, ο οποίος ακολουθεί τη σχεδίαση αυτού των αντιτορπιλικών κλάσης Arleigh Burke του USN και κατάστρωμα πτήσης διαστάσεων 24m×15m, σε θέση που ελαχιστοποιεί τις δυσμενείς συνέπειες της πρόνευσης στις επιχειρήσεις αποπροσνήωσης του ελικοπτέρου MH-60R Sea Hawk, το οποίο φιλοξενείται σε υπόστεγο με διαθέσιμο χώρο και για δύο Μη Επανδρωμένα Αεροχήματα (UAV).

Τα συστήματα μάχης της φρεγάτας FF4923 περιλαμβάνουν πυροβόλο διαμετρήματος 76mm και VLS Mk41 Τακτικού Μήκους 16 θέσεων εκτόξευσης για 12 βλήματα SM-2MR Block IIIB και 16 ESSM Block 2, παρέχοντας την επιχειρησιακή δυνατότητα AAW περιοχής χωρίς την ανάγκη επανασχεδίασης, ή εναλλακτικά, 32 ή 40 ESSM Block 2 και 8 ή 6 VL-ASROC αντίστοιχα. Στο επίστεγο εγκαθίστανται δύο τετραπλοί εκτοξευτές Mk141 για οκτώ βλήματα RGM-84 Harpoon ή ισάριθμα Βλήματα Ναυτικής Κρούσης (NSM) και ένα τριπλό περιστρεφόμενο συγκρότημα Τορπιλοσωλήνων Σκάφους Επιφανείας (SVTT) Mk32 για ανθυποβρυχιακές τορπίλες Mk50/Mk54. Για την αντιβληματική άμυνα του πλοίου υπάρχει Εγγύς Οπλικό Σύστημα (CIWS) Mk15 Mod32 SeaRAM, που συνδυάζει το συγκρότημα ραντάρ και ηλεκτροπτικών αισθητήρων του CIWS Phalanx Block 1B με φορέα 11 Βλημάτων Περιστρεφόμενης Αεροδομής (RAM) RIM-116, ενώ με σκοπό την άμυνα του πλοίου εναντίον ασύμμετρων απειλών διατίθενται έξι επανδρωμένοι ή τηλεχειριζόμενοι σταθμοί οπλισμού με όπλα διαφόρων διαμετρημάτων. Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός αποτελείται από ραντάρ Ενεργού Διάταξης Ηλεκτρονικής Σάρωσης (AESA) περιστρεφόμενης ή σταθερών κεραιών (ενδεικτικά αναφέρονται τα TRS-4D και CEAFAR αντίστοιχα), καθώς και δύο Διακριτά Ραντάρ Ιχνηλάτησης και Καταύγασης (STIR) 2.4 στην πρώτη περίπτωση. Επίσης εγκαθίσταται ενεργό σύστημα EW AN/SLQ-32B(V)2 και παθητικά συστήματα αναλώσιμων αντιμέτρων Mk53 Nulka και Mk36 SRBOC. Η σχεδίαση ρητά ενσωματώνει σόναρ γάστρας και Χαμηλής Συχνότητας Ενεργό (LFA) σόναρ μεταβλητού βάθους/ρυμουλκούμενης διάταξης, ο τύπος των οποίων εναπόκειται στην επιλογή του ΠΝ. Το Σύστημα Διαχείρισης Μάχης (CMS) είναι το Ολικό Σύστημα Πλοίου Βασισμένο σε Εξαρτήματα (COMBATSS)-21, το οποίο στηρίζεται στην Βιβλιοθήκη Κοινού Λογισμικού (CSL) της έκδοσης Baseline 9 του CMS Aegis και το οποίο εξοπλίζει το NSC, ενώ έχει επιλεγεί και για τον εξοπλισμό των φρεγατών του προγράμματος FFG(X) του USN.

Το κόστος ναυπήγησης του NSC έχει πλέον μειωθεί σε $490 εκατ., ενώ το 2014 υπολογιζόταν ότι, με την εγκατάσταση των προαναφερόμενων συστημάτων μάχης και των χαρακτηριστικών επιβιωσιμότητας που απαιτεί το USN, το κόστος του πλοίου θα ανερχόταν σε $800 εκατ., με δεδομένο όμως ότι τότε το μέσο τελικό κόστος μονάδας του NSC ήταν $684 εκατ. Η φρεγάτα FF4923 υπερέχει σε βασικά σημεία του MMSC, όπως είναι ενδεικτικά η υπερκατασκευή από χάλυβα αντί αλουμινίου του MMSC, η αξιοπιστία και η συντηρησιμότητα του προωστήριου σκεύους με έλικες αντί υδροπροωθητών του MMSC, η αξιοπλοΐα χάρη στην υπέρτερη σχεδίαση της γάστρας, η εμβέλεια και η αυτονομία, η χαμηλότερη κατανάλωση καυσίμου, η εγκατάσταση σόναρ γάστρας και VLS διπλάσιων θέσεων εκτόξευσης και η επιχειρησιακή δυνατότητα AAW περιοχής. Μετά την εξαγορά της εταιρίας Ναυπηγικές και Βιομηχανικές Επιχειρήσεις Ελευσίνας (NBEE) AΕ από την ONEX Technologies SA και την πιθανή εμπλοκή της Εταιρίας Χρηματοδότησης Ανάπτυξης (DFC) της Κυβέρνησης των ΗΠΑ στην επανενεργοποίησή της, θα μπορούσε να εξετασθεί το ενδεχόμενο εγχώριας ναυπήγησης τεσσάρων φρεγατών μέσω μακροχρόνιας (ενδεικτικά υπερδεκαετούς) χρηματοδότησης, η οποία θα αναιρούσε τον κυριότερο περιορισμό στην ενίσχυση του στόλου κύριων μονάδων επιφανείας του ΠΝ.

Πηγή: marsecstrat.com

loading...