Το Καστελλόριζο στέκει περήφανα ακριβώς απέναντι από τα Τουρκικά παράλια (απέχει μόλις 1,25 ναυτικά μίλια από τις νοτιοδυτικές τουρκικές ακτές) και 72 ν.μ. από τη Ρόδο.
Αποτελεί το ανατολικότερο φυσικό σύνορο τόσο της χώρας μας όσο και ολόκληρης της Ευρώπης. Η επίσημη ονομασία του είναι Μεγίστη παρόλο που είναι το μικρότερο νησί από όλα τα Δωδεκάνησα μει έκταση μόλις 9,1 τετρ.χλμ.
Είναι η μεγαλύτερη (εξ ου και Μεγίστη) νήσος μικρού αρχιπελάγους που συμπεριλαμβάνει τα βραχονήσια Άγιο Γεώργιο, Αγριέλαια, Μαύρο Ποινή, Πολύφαδο, Ρω, Στρογγυλή, Ψωμί, Ψωραδιά και μερικά ακόμη νησιά.
1. Ιστορία
Το Καστελλόριζο, βρίσκεται γύρω από το φυσικό λιμάνι και αποτελείται από τις συνοικίες Πηγάδια, Χωράφια και Μανδράκι.
Το νησί διαθέτει ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου. Επιπλέον είναι σε στρατηγική θέση καθώς είναι πάνω στη διαδρομή από Ρόδο προς Κύπρο χωρίς να έχει τα προβλήματα χερσαίων απειλών που αντιμετώπιζαν τα γειτονικά λιμάνια της Μικράς Ασίας.
Στον οικισμό υπάρχουν πολλά παλιά αρχοντικά, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ερημώσει, αφού οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν μεταναστεύσει εδώ και χρόνια στην Αυστραλία.
Τα σπίτια που έχουν αναστηλωθεί σήμερα αποτελούν αυθεντικά δείγματα παραδοσιακής δωδεκανησιακής αρχιτεκτονικής: αμφιθεατρικά κτισμένα γύρω από τη θάλασσα, προκαλούν εντύπωση με την ομοιομορφία τους, που οφείλεται στα κοινά υλικά, όπως ντόπια πέτρα, ξύλο από τη Μικρά Ασία, σιδεριές, κεραμίδια από την Αττάλεια και τη Μασσαλία.
Αν και μικρό νησί, το Καστελλόριζο ή Μεγίστη έχει μεγάλη ιστορία, αφού είχε κατοικηθεί ήδη από τη νεολιθική εποχή, ενώ στη συνέχεια αποικίστηκε από τους Δωριείς, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα. Αυτοί έδωσαν στο νησί και το όνομα Μεγίστη, όπως ακόμα ονομάζεται επίσημα ο Δήμος.
Ένας θρύλος αποδίδει τη βάπτιση στον πρώτο οικιστή που λεγόταν Μεγιστέας, όμως μάλλον οφείλεται στο ότι ξεχωρίζει σε μέγεθος από τις γύρω νησίδες.
Ο Στέφανος ο Βυζάντιος την αναφέρει “Πολυΐστωρ”, ενώ ο Στράβων παραθέτει παρά την ονομασία Μεγίστη το όνομα Κισθήνη, που πιθανόν να ήταν όνομα αρχαίας πόλης επί της νήσου.
Οι Άραβες την ονόμαζαν «Μαγιάς» και οι οθωμανοί Μεΐς.
Την ονομασία Καστελλόριζο έλαβε περί το τέλος του 14ου αιώνα, από τους Ιωαννίτες Ιππότες, επί του 8ου Μαγίστρου του Τάγματος, όταν έκτισαν επί του κοκκινωπού βράχου παρά την είσοδο του λιμένα, κάστρο υπό το οποίο αναπτύχθηκε η πόλη (στου Καστελίου τη ρίζα) .
Το νησί φέρεται να είχε ανεπτυγμένο πολιτισμό, από την προϊστορική περίοδο αν κρίνει κανείς από τα αρχαία ευρήματα, προϊστορικούς πελέκεις, που οι ντόπιοι αποκαλούν «αστροπελέκια», επιγραφές, μυκηναϊκούς τάφους, τα πολυγωνικά, ισοδομικά και κυκλώπεια τείχη, αλλά και τα ερείπια του ναού του Τριοπίου Απόλλωνα, παρά την «Τριόπια άκρα», σημερινό «Κάβο Κριός», ή Απόλλωνος Μεγιστέως, η λατρεία του οποίου ήταν διαδεδομένη στο νησί, καθώς και στα μικρασιατικά παράλια, όπως στα Πάταρα της Λυκίας.
Το 1913, σε έναν από τους αρχαίους τάφους στο οροπέδιο του Αγίου Γεωργίου αποκαλύφθηκε μαρμάρινη σαρκοφάγος εντός της οποίας φέρονταν μεταξύ άλλων και χρυσός στέφανος μυκηναϊκής εποχής, τον οποίο δώρησε η κοινότητα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
2. Ροδιακή ακμή, ελληνιστικοί και ρωμαϊκοί χρόνοι
Πρώτοι κάτοικοι της Μεγίστης που έλαβε και μέρος στην εκστρατεία της Τροίας μαζί με τ’ άλλα Δωδεκάνησα ήταν οι Δωριείς που είχαν κατοικίσει στη Ρόδο με την οποία συνδέονταν πολιτικά και διοικητικά, και αργότερα υποχρεώθηκε εκ του κινδύνου κατάληψής της να «συμμαχήσει» με τους Αθηναίους, προκειμένου να τους βοηθήσει στους αγώνες εναντίον των Περσών.
Στα χρόνια της ροδιακής ακμής, από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., οι Μεγιστείς τέθηκαν υπό τον έλεγχο των Ροδίων. Το νησί διακυβερνήθηκε από ενάρετους και δραστήριους Ρόδιους διοικητές, τους λεγόμενους «Επιστάτες», (αντίστοιχοι με τους αρχαίους Σπαρτιάτες «Αρμοστές».
Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι από το 333 π.Χ. μέχρι το 304 π.Χ. η Μεγίστη έκοβε δικά της νομίσματα, τούτο σημαίνει ότι την περίοδο αυτή ήταν τουλάχιστον αυτόνομη.
Πάντως επί Δημητρίου του Πολιορκητού η Μεγίστη επανήλθε στη πλήρη εξάρτηση της Ρόδου ακολουθώντας τη τύχη αυτής.
Τη Ροδιακή εξουσία καταλύει στη συνεχεία ο τύραννος Ιδριεύς της Αλικαρνασσού και τη δική του οι στόλαρχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μετά το θάνατο του οποίου όλα τα νησιά του Αιγαίου περιέρχονται στη δικαιοδοσία του Πτολεμαίου Α’ και κατόπιν καταλαμβάνονται από τους Ρωμαίους.
Ο Λογγίνος Κάσσιος κατέστησε τη Μεγίστη ορμητήριο Ρωμαϊκού στόλου εναντίον των Καρών και Κιλίκων πειρατών, χωρίς να υποψιάζεται πως το διθάλαμο ενάλιο «γαλάζιο σπήλαιο» ήταν χώρος απόκρυψης της πειρατικής λείας.
Η Μεγίστη απέκτησε μερική αυτονομία, που καταργήθηκε το 38 π.Χ. από τον Αυτοκράτορα Βεσπασιανό και μετά τη διαίρεση του Ρωμαϊκού κράτους, περιήλθε στο Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
3.Βυζαντινοί χρόνοι και ξένοι κατακτητές
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, το νησί περιλαμβάνεται στο «Θέμα των Κυβυραιωτών», όπως και η Ρόδος.
Το 1306 καταλαμβάνεται από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, από τον Μέγα Μάγιστρο Φουλκ ντε Βιλλαρέ. Την περίοδο αυτή, οι ιππότες εξόριζαν στο Καστελλόριζο τους ανεπιθύμητους και γενικότερα όλους εκείνους που ήθελαν να τιμωρήσουν. Ανοικοδόμησαν γι’ αυτό το ψηλό κάστρο του νησιού με τα υπερύψηλα διπλά του τείχη και τις πολεμίστρες, κάνοντάς το ένα από τα δυνατότερα οχυρά του Αιγαίου πελάγους.
Από την εποχή αυτή η Μεγίστη αλλάζει το όνομά της με την ξενική λέξη Καστελλόριζο, προερχόμενη, όπως προαναφέρθηκε, από παραφθορά του Καστέλ-Ρόσο, επειδή οι ψηλοί βράχοι που ορθώνεται το κάστρο είναι κατακόκκινοι.
Το 1440 καταλαμβάνεται από τον Αιγυπτιακό Στόλο του Τζελάλ ελ Ντιν, που ερείπωσε την πόλη και μετέφερε τους κατοίκους αιχμάλωτους στην Ανατολή.
Το 1461 περιέρχεται στην κατοχή των Καταλανών και το 1470 περνά στο βασιλιά της Νεάπολης.
Το 1480, το νησί ερημώνεται και πάλι από τους Τούρκους, ενώ το 1498 το ανακαταλαμβάνει ο βασιλιάς της Νεάπολης.
Το 1512, το καταλαμβάνουν οι Ισπανοί και το 1523 ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής.
Από το 1570 μέχρι το 1659 κυριαρχούν οι Ενετοί και μετά από αυτούς οι Οθωμανοί Τούρκοι υπό το σουλτάνο Σουλεϊμάν Β΄.
3.Τουρκοκρατία, Ελληνική Επανάσταση και νεότερη ιστορία
Η Μεγίστη υποτάσσεται δίχως αντίσταση στον Τουρκικό ζυγό, πληρώνοντας μόνο έναν ετήσιο φόρο (μακτού) και κατορθώνει να διατηρήσει τα προνόμια της θρησκείας, της γλώσσας και τις εθνικές της παραδόσεις, ενώ ο εμπορικός στόλος της παίρνει περίβλεπτη θέση ανάμεσα στην εμπορική Δωδεκανησιακή ναυτιλία.
Κατά την περίοδο αυτή παρουσιάστηκε η ακμή της ναυτιλίας και της οικονομίας γενικότερα. Οι κάτοικοι του νησιού δημιούργησαν αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας: Καλαμάκι, Αντίφυλλο, Τρίστομη, Κάκαβα, Μύρα, Λιβίσι, Φοίνικα.
Οι κάτοικοι του νησιού με ένα στόλο από 500 ιστιοφόρα επιδόθηκαν στο εμπόριο της ξυλείας, του κάρβουνου, των χαλιών και άλλων ειδών, τα οποία αγόραζαν από την Ανατολή και τα πουλούσαν στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στην Κύπρο, στα νησιά του Αιγαίου, ακόμα και στην Ιταλία.
Νέα επιδρομή όμως πάλι ανακόπτει την πρόοδο, καθώς το 1659 κυριεύουν το νησί οι Βενετοί, το ξαναπαίρνουν όμως πάλι πίσω οι Τούρκοι.
Τον Ιούλιο του 1788, ο Λάμπρος Κατσώνης με τους άνδρες του πολιόρκησε το νησί. Ύστερα από διήμερη προσπάθεια, οι πολιορκημένοι ύψωσαν λευκή σημαία και παραδόθηκαν, υπό τον όρο να μεταβούν με ασφάλεια στην απέναντι ακτή, για να επιστρέψουν πάλι μόλις αποχώρησε ο Κατσώνης.
Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 1821, οι κάτοικοι του Καστελλόριζου συμμετείχαν στον αγώνα προσφέροντας τα πλοία τους ενάντια στον τουρκικό στόλο, κατορθώνοντας σημαντικές επιτυχίες και αποκτώντας λάφυρα. Τα γυναικόπαιδα του νησιού είχαν φυγαδευτεί στην Κάρπαθο, την Κάσο και την Αμοργό.
Μετά από την επιτυχή απελευθέρωση της Ελλάδας, το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 όριζε στα Δωδεκάνησα να ξαναγυρίσουν υπό την Τουρκική κυριαρχία, ωστόσο το Καστελλόριζο δεν έχασε τη ναυτιλιακή του ζωτικότητα.
Το 1841, ο Άγγλος περιηγητής Φέλοους, έγραφε χαρακτηριστικά:
“Βάρκες και πλοία γεμίζουν το λιμάνι. Φτιάχνουν καράβια, χτίζουν σπίτια, οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ δραστήριοι και σφύζουν από εμπορικό πνεύμα”
Οι ναυτικοί του νησιού δεν δίστασαν να ριχτούν σε ριψοκίνδυνες μα κερδοφόρες επιχειρήσεις: κατάφεραν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γαλλίας από τον Αγγλικό στόλο, εφοδιάζοντας τους Γάλλους με τροφές και πολεμικό υλικό. Οι Γάλλοι τους ονόμαζαν «Σαν-ντραπό» (γαλλικά: sans-drapeau), δηλαδή χωρίς σημαία.
Οι κάτοικοι του νησιού επέδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα και για την πνευματική εκπαίδευση: ιδρύθηκαν σχολεία, όπως η Σαντράπεια Σχολή το 1903 (δαπάνη των ευεργετών Λουκά και Αναστασίας Σαντραπέ), που μαζί με το Παρθεναγωγείο συγκέντρωνε 1000 μαθητές. Χτίστηκαν επίσης εκκλησίες και τέμπλα, όπως ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγ. Γεωργίου του Λουκά, Αγ. Γεωργίου Πηγαδιώτου και άλλες μικρότερες, ως πολλά μοναστήρια και εξωκλήσια.
4. 20ός αιώνας
Στο διάστημα αυτό, ο ναυτικός εμπορικός στόλος του Καστελλόριζου βρισκόταν στη μεγάλη του άνθηση και το μικρό νησί από τις αρχές του 20ου αιώνα στη μεγαλύτερή του ακμή.
Το Καστελλόριζο αριθμούσε τότε περί τους 12-14 χιλιάδες κατοίκους. Το 1904-1905, με την επικείμενη στρατολόγηση νέων από την Τουρκία, άρχισε η μετανάστευση από το νησί.
Την 1/14 Μαρτίου του 1913, οι κάτοικοι του Καστελόριζου επαναστάτησαν και εκδίωξαν τη μικρή τουρκική φρουρά του νησιού κηρύσσοντας την Ένωση με την Ελλάδα, η οποία ωστόσο δεν έγινε αποδεκτή. Έκτοτε, το Καστελλόριζο αυτοδιοικήθηκε για δύο χρόνια με την έμμεση υποστήριξη του ελληνικού κράτους, ενώ σε συνέλευση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Λονδίνο στις αρχές του 1914 αποφασίστηκε η επιστροφή του Καστελλόριζου στην Τουρκία (από κοινού με την Ίμβρο και την Τένεδο).
Αργότερα, με την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, η Γαλλία, επιδιώκοντας να καταστήσει το νησί ναυτική βάση, το κατέλαβε στις 28 Δεκεμβρίου του 1915[5].
Τότε ο οικισμός άρχισε να πλήττεται με οβίδες μεγάλου διαμετρήματος, που εκτινάσσονταν από γερμανική πυροβολαρχία εγκατεστημένη στις απέναντι τουρκικές ακτές. Οι Γάλλοι, υποβοηθούμενοι από τον πληθυσμό, αντιμετώπισαν αποτελεσματικά την εχθρική δραστηριότητα με τέσσερα τηλεβόλα των 120mm.
Για την πάνδημη αυτή συμβολή του, η Γαλλική Δημοκρατία απένειμε στο Καστελλόριζο κατά τον Οκτώβριο του 1920 το παράσημο του πολεμικού σταυρού.
Την 1η Μαρτίου 1921 ωστόσο, η Γαλλία παραχώρησε το νησί στην Ιταλία έναντι αδράς αμοιβής.
Η ναυτιλία, το εμπόριο και τα γράμματα πέφτουν σε μαρασμό, ενώ οι κάτοικοί του νησιού, μην αντέχοντας τον ιταλικό ζυγό και τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αρχίζουν να εκπατρίζονται προς την Αυστραλία, Αίγυπτο, Αθήνα, Ρόδο και αλλού, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να περιοριστεί σε 2 χιλιάδες.
Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν το νησί ως σταθμό επιβατηγών υδροπλάνων. Το 1926, ισχυρός σεισμός μεγέθους 8 Ρίχτερ κατάστρεψε πάρα πολλά σπίτια.
4.α . Β’ Παγκόσμιας Πόλεμος
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος βρίσκει το Καστελλόριζο με αισθητά μειωμένο πληθυσμό, ο οποίος υποδέχθηκε ενθουσιωδώς Άγγλους κομάντος που αποβιβάσθηκαν στο νησί την αυγή της 24ης Φεβρουαρίου 1941.
Παρόλα αυτά, οι σύμμαχοι έφυγαν και γύρισαν πάλι οι Ιταλοί. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1943, το αντιτορπιλικό «Ναύαρχος Κουντουριώτης» καταπλέει στο λιμάνι και το Καστελλόριζο είναι το πρώτο κομμάτι ελληνικής γης που απελευθερώνεται.
Το Καστελλόριζο οχυρώνεται και μεταβάλλεται από τους Εγγλέζους σε κέντρο ανεφοδιασμού του συμμαχικού στόλου.
Από τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1943, γερμανικά στούκας αρχίζουν αερομαχίες με τους Συμμάχους, γκρεμίζοντας όσα σπίτια είχανε μείνει όρθια και αναγκάζοντας τους λιγοστούς κατοίκους να εγκαταλείψουν το νησί και να βρεθούν πρόσφυγες άλλοι στις τουρκικές ακτές και άλλοι στο προσφυγικό στρατόπεδο Νουζεϊράτ στη Γάζα της Παλαιστίνης.
Μόνο η «Κυρά της Ρω», Δέσποινα Αχλαδιώτη, παρέμεινε στην ομώνυμη βραχονησίδα της για να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία, όπως επί σαράντα χρόνια συνήθιζε να κάνει.
4.β Απελευθέρωση
Μετά την απελευθέρωση στο ακατοίκητο νησί έφτασαν εκατοντάδες στρατιώτες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που μόλις διαπίστωσαν ότι τα σπίτια ήταν αφύλακτα προχώρησαν σε λεηλασίες.
Όταν οι παλαιοί κάτοικοι ζήτησαν να επιστρέψουν η πιο εύπορη περιοχή του νησιού πυρπολήθηκε από τους Συμμάχους προκειμένου να καλυφθούν οι λεηλασίες. Στην πυρκαγιά καταστράφηκαν 1.400 σπίτια.
Το 1945, οι Καστελλοριζιοί επιστρέφουν στην πατρίδα τους σε τρεις αποστολές.
Η τελευταία είχε σοβαρές απώλειες, αφού ξέσπασε πυρκαγιά στο πλοίο «Εμπάιρ Πατρόλ», το πλοίο στο οποίο επέβαιναν, με αποτέλεσμα να πνιγούν 33 άνθρωποι και να καούν αρκετοί.
Τα ονόματα των απολεσθέντων ατόμων είναι γραμμένα σε ειδικό πίνακα, που βρίσκεται στον καθεδρικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Το νησί πολλές φορές βομβαρδίστηκε, κάηκε, λεηλατήθηκε και γενικά καταστράφηκε εντελώς.
Παρέμεινε υπό συμμαχική στρατιωτική κατοχή, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, μέχρι τις 7 Μαρτίου του 1948, οπότε ενώθηκε επισήμως με την Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων το νησί βομβαρδίζεται και υφίσταται μεγάλες καταστροφές, με αποτέλεσμα το μεγάλο μέρος των κατοίκων του να μεταναστεύσει σε άλλους τόπους, ιδίως στην Αυστραλία.
5. 21ος αιώνας
Με την εφαρμογή της νέας διοικητικής διαίρεσης της χώρας κατά το Πρόγραμμα Καλλικράτης το 2011, ουδεμία μεταβολή επήλθε στο Δήμο Καστελλόριζου, σύμφωνα με το άρθρο 1,§ 2.10.Γ. αυτού.
6.Κυρά της Ρω
Η Δέσποινα Αχλαδιώτου (Καστελλόριζο Μεγίστης, 1890 – Ρόδος, 13 Μαΐου 1982), γνωστή με το ψευδώνυμο Κυρά της Ρω, ήταν Ελληνίδα ηρωική μορφή της Αντίστασης κατά την περίοδο της κατοχής.
Επί 40 χρόνια, από το 1943 ως το θάνατό της, ύψωνε την ελληνική σημαία στην ακριτική νησίδα της Ρω κάθε πρωί και τη κατέβαζε με τη Δύση του ήλιου. Στη Ρω είχε εγκατασταθεί με τον άντρα της και την τυφλή μητέρα της από το 1924.
6.α Βιογραφικά στοιχεία
Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1975), το Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, το Δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς.
Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο όπου, στις 23 Νοεμβρίου 1975, της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», όπως ανέφερε η απόφαση του Υπουργού Άμυνας.
Απεβίωσε σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου, στις 13 Μαΐου του 1982. Η κηδεία της έγινε δημοσία δαπάνη στο Καστελλόριζο, παρουσία του τότε υφυπουργού Άμυνας Αντώνη Δροσογιάννη, και η σορός της μεταφέρθηκε στην Ρω και ετάφη κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.
Το 1927, εγκαταστάθηκαν στη Ρω μόνιμα ο Κώστας και η Δέσποινα Αχλαδιώτου για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία, εντελώς μόνοι τους μέχρι το 1940. Τη χρονιά εκείνη όμως αρρώστησε βαριά ο Κώστας Αχλαδιώτης. Η φωτιά που άναψε η γυναίκα του για να ειδοποιήσει με σινιάλα καπνού τους κατοίκους του Καστελλόριζου και τους παραπλέοντες ψαράδες δεν έγινε εγκαίρως αντιληπτή. Ο σύζυγός της άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε μια ψαρόβαρκα που τον είχε παραλάβει καθυστερημένα για να τον μεταφέρει στο γιατρό του Καστελόριζου.
Η κυρά της Ρω φρόντισε μόνη της για την ταφή του συντρόφου της.
Έπειτα, γύρισε πάλι στη Ρω, αυτή τη φορά με τη γριά μητέρα της, όπου πέρασε τα χρόνια της κατοχής.
Εκεί θα προσέφερε υπηρεσίες σε στρατιώτες του Ιερού Λόχου.
Με «δυνατή φωνή και γοργή περπατησιά», όπως την περιγράφει ο βιογράφος της Κυριάκος Χονδρός, δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί, ακόμα κι όταν το Καστελόριζο, που βομβαρδίστηκε από τους Άγγλους στη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, ερήμωσε σχεδόν από τους κατοίκους του, εκ των οποίων οι περισσότεροι εξαναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1943, για πρώτη φορά Ελληνικό αντιτορπιλικό, το «Παύλος Κουντουριώτης», κατέπλευσε στο Καστελόριζο, όπου βομβαρδίστηκε μέχρι τις 19 Νοεμβρίου 1943 από Γερμανικά στούκας. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν πάλι να φύγουν με συμμαχικά πλοία είτε προς Κύπρο είτε προς τις μικρασιατικές ακτές. Ωστόσο, η Κυρά της Ρω παρέμεινε στο νησί να υψώνει κάθε πρωί την Ελληνική σημαία, προσφέροντας τη βοήθεια της σε Ιερολοχίτες που βρήκαν καταφύγιο εκεί. Με τη λήξη του πολέμου, ορισμένοι κάτοικοι επέστρεψαν στο Καστελόριζο κατά ομάδες.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, τα Δωδεκάνησα και μαζί μ’ αυτά και το Καστελόριζο και όλες οι παρακείμενες νησίδες και βραχονησίδες, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, περιήλθαν στην Ελλάδα. Η μοίρα της Ρω ήταν λοιπόν αναπόσπαστα συνδεδεμένη μ’ αυτήν του Καστελόριζου.
Οι περιπέτειες για την Κυρά της Ρω δεν τελείωσαν με την απελευθέρωση.
Τον Αύγουστο του 1975, ο Τούρκος δημοσιογράφος Ομάρ Κασάρ και δύο ακόμα άτομα, παρακολουθώντας τη Ρω και εκμεταλλευόμενοι την ολιγοήμερη απουσία της Δέσποινας Αχλαδιώτου για λόγους υγείας, αποβιβάστηκαν εκεί και τοποθέτησαν πάνω σ’ ένα κοντάρι 4 μέτρων τη σημαία τους.
Η Κυρά της Ρω την κατέβασε αμέσως, όταν γύρισε.
Στη 1 Σεπτεμβρίου 1975, κατέπλευσε στο Καστελόριζο το ανθυποβρυχιακό σκάφος «Γ. Πεζόπουλος» για συμπαράσταση στην κυρά της Ρω.
7. Αξιοθέατα
α)Λυκιακός Τάφο
Ο Λυκιακός τάφος βρίσκεται στο ύψωμα ανατολικά του λιμανιού, κάτω από το ιπποτικό Κάστρο, το οποίο σώζει αρχαία θεμελίωση και εντοιχισμένη αρχαία επιγραφή.
Το εμβληματικό αυτό μνημείο του νησιού συμβολίζει και τις σχέσεις του νησιού με τα μικρασιατικά παράλια, και συγκεκριμένα με τους κατοίκους της περιοχής Λυκίας, όπου οι κάτοικοι λάτρευαν τον Λύκιο Απόλλωνα ως λύκο.
Χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αιώνα και είναι θαλαμοειδής, με αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη πρόσοψη σε κόγχη λαξευμένη στο βράχο.
Το λαξευτό μνημείο που βρίσκεται ανατολικά του λιμανιού και χρονολογείται στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. ή στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου. Βρίσκεται σε ύψος 30 μ., από τη στάθμη της θάλασσας και έχει εντυπωσιακή πρόσοψη προς το βορρά, διαμορφωμένη σε κόγχη στον κοκκινωπό βράχο. Φέρει αετωματική επίστεψη με ακρωτήρια (ύψος χωρίς ακρωτήρια 2,96 μ. και πλάτος 2,70 μ.) που στηρίζεται σε παραστάδες-πεσσούς με ιωνικές βάσεις και επίκρανα.
Το επιστύλιο κοσμείται με γεισήποδες και ιωνικό κυμάτιο. Η είσοδος στο εσωτερικό του τάφου, με τις κλίνες στις τρεις πλευρές, διατεταγμένες σε δύο επίπεδα, γίνεται με θύρα που κοσμείται με τριπλή ταινία και επιστέφεται με συμφυή ακρωτήρια.
Τα πλησιέστερα τυπολογικά παράλληλα του τάφου συναντώνται στην περιοχή της Λυκίας, των Κυανεών, των Ιδύμων, της Τελμισσού και στα Άραξα.
Στο λόφο που υψώνεται επάνω από την πόλη, στα ανατολικά του λιμανιού, στη θέση που σήμερα διατηρείται ακόμη ο μεσαιωνικός πύργος, έχει εντοπιστεί στη ρίζα του βράχου αναθηματική επιγραφή του Ρόδιου στρατιωτικού διοικητή (στο κείμενο αναφέρεται ως επιστατήσας) Σωσικλή Νικαγόρα στον Ερμή Προπύλαιο και χρονολογείται τον 2ο αι. π.Χ.
Από την επιγραφή και το ισοδομικό σύστημα που παρατηρείται στα κατώτερα σημεία της κατασκευής της οχύρωσης είναι πιθανό πως στο χώρο αυτόν πρέπει να βρισκόταν και η αρχαία ακρόπολη του λιμανιού.
Η πρόσβαση απαιτεί την προσεκτική ανάβαση του επισκέπτη (πέτρινα σκαλοπάτια) και ευλόγως συνίστανται οι πρωινές ώρες.
β)Castello Rosso ( Καστελόριζο)
Το νησί πήρε το όνομά του από το κάστρο. Η αρχαία αλλά και η σύγχρονη επίσημη ονομασία του νησιού είναι Μεγίστη. Πιο συνηθισμένο όμως είναι το όνομα Καστελλόριζο, η παλιότερη χρήση του οποίου σημειώνεται τον 12ο αιώνα και κατά την επικρατέστερη εκδοχή προέρχεται εκ παραφθοράς από το βενετσιάνικο “Castel Rosso” που σημαίνει Κόκκινο Κάστρο. «Κόκκινο» λόγω του ασβεστολιθικού πετρώματος στον βράχο του κάστρου που παίρνει μια κοκκινωπή απόχρωση όταν τον χτυπάει ο ήλιος.
Απεικονίσεις και χάρτες του 17ου αιώνα τιτλοφορούν το κάστρο Castel d’Orizzo ή Castel Ruggio. Οι Γάλλοι το αποκαλούσαν Château Rouge και οι Τούρκοι Meis or Kızılhisar (και τα δύο σημαίνουν Κόκκινο Κάστρο).
Το κάστρο αναφέρεται από ταξιδιωτικούς οδηγούς και ως Κάστρο Μεγίστης ή Κάστρο των Ιπποτών. Στη βιβλιογραφία είναι γνωστό και ως Κάστρο του Αγίου Νικολάου.
Το κάστρο του Καστελλόριζου κτίστηκε, καταστράφηκε και ανακατασκευάστηκε αρκετές φορές στη μακραίωνη ιστορία του.
Η μορφή με την οποία διασώζεται σήμερα είναι κατάλοιπο –κατά κύριο λόγο– της ανακατασκευής που έγινε το 1451, λίγο μετά την παραχώρηση του νησιού στο Βασίλειο της Αραγωνίας.
Έτσι το κάστρο του Καστελλόριζου είναι από τα λίγα κάστρα στα Δωδεκάνησα που το κάστρο τους δεν είναι «Ιωαννίτικο» αλλά «Φράγκικο» (δεν έχουμε κατηγορία «Αραγωνέζικο» στον Καστρολόγο).
Το κάστρο χτίστηκε στη θέση του κάστρου των Ιπποτών, που είχε καταστραφεί από Μαμελούκους πειρατές και το οποίο είχε αντικαταστήσει ένα παλιό Βυζαντινό φρούριο που ήταν χτισμένο πάνω σε ένα Ελληνιστικό φρούριο, που πριν πολλούς αιώνες ήταν Πελασγική ακρόπολη!
Το σημείο, λοιπόν, είχε αξιοποιηθεί από τη νεολιθική εποχή και πρέπει να είχε οχυρωθεί για πρώτη φορά από τους Πελασγούς, όπως μαρτυρούν τα λείψανα από κυκλώπεια τείχη στο βράχο. Αργότερα, εποικήθηκε από τους Δωριείς οι οποίοι το ονόμασαν «Μεγίστη», μάλλον επειδή ήταν το μεγαλύτερο από τα γύρω ερημονήσια. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, ανήκε στο «Θέμα των Κυβυραιωτών», όπως και η Ρόδος.
Το 1306 το κατέλαβαν οι Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη υπό τον Μέγα Μάγιστρο Φουλκ ντε Βιλλαρέ (Foulques de Villaret).
Τη χρονιά εκείνη ο Βιλλαρέ είχε ξεκινήσει από την Κύπρο με 2 γαλέρες, 4 μικρότερα πλοία, 35 ιππότες και 500 πεζούς για να καταλάβει τη Ρόδο που τότε ήταν μέρος της Βυζαντινής επικράτειας.
Στην πορεία κατέλαβε το Καστελλόριζο, αλλά στη συνέχεια απέτυχε να κατακτήσει τη Ρόδο. Αυτό το πέτυχε αργότερα, το 1309 (στις 15 Αυγούστου). Πάντως, δεν είναι εντελώς σίγουρο ότι οι Ιωαννίτες ήταν στο Καστελλόριζο από το 1306, τρία χρόνια πριν την οριστική τους κυριαρχία στα Δωδεκάνησα, καθώς υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες από ιστορικές πηγές. Αν όχι το 1306, το αργότερο το 1309.
Οι Ιωαννίτες ανακατασκεύασαν το προϋπάρχον Βυζαντινό κάστρο περί το 1380. Αυτό το ξέρουμε επειδή, σύμφωνα με παλιούς περιηγητές, στο κάστρο υπήρχε εντοιχισμένο το οικόσημο του Juan Fernandez de Heredia ο οποίος ήταν Μεγάλος Μάγιστρος του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη κατά την περίοδο 1377-1396 .
Ο εντοιχισμός του εμβλήματος δηλώνει ότι η κατασκευή έγινε επί των ημερών του. Αυτό πρέπει να συνέβη –λογικά– γύρω στο 1380 επειδή το 1382 ο Heredia έφυγε για πάντα από τα Δωδεκάνησα παραμένοντας τυπικά μόνο ηγέτης του Τάγματος μέχρι το 1396.
Το Καστελλόριζο ήταν σημαντικό για το Τάγμα γιατί ήταν το μοναδικό ασφαλές χριστιανικό λιμάνι πάνω σε ένα πολυσύχναστο ναυτικό δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο.
Ήταν όμως απομακρυσμένο από την υπόλοιπη επικράτεια των Ιπποτών και ως εκ τούτου πιο εκτεθειμένο σε εξωτερικούς κινδύνους. Οι Ιππότες το χρησιμοποίησαν σαν προκεχωρημένο φυλάκιο και λιμάνι, αλλά και σαν τόπο εξορίας και φυλακής.
Το 1440 το Καστελλόριζο δέχθηκε την επίθεση του στόλου των Μαμελούκων της Αιγύπτου υπό τον Σουλτάνο Τζεμάλ Ελ-Ντιν Γιουσούφ που κούρσεψε την πόλη, κατέστρεψε το κάστρο και έσυρε τους κατοίκους στα σκλαβοπάζαρα. Νέα καταστροφική επιδρομή των Μεμελούκων έγινε το 1444.
Την εποχή εκείνη το Τάγμα συγκλονιζόταν από εσωτερικές έριδες, κάτι που είχε αρνητικές συνέπειες στην άμυνα και τη διοίκηση των νησιών. Ειδικά το Καστελλόριζο που ήταν αποκομμένο φαίνεται πως είχε ουσιαστικά εγκαταλειφθεί στην τύχη του.
Εκμεταλλευόμενος αυτό το κενό εξουσίας, ο Αραγωνέζος ναύαρχος Bernat de Villamari έκανε το νησί λημέρι του και ορμητήριο για τις επιδρομές εναντίον των Οθωμανών (και όχι μόνο —οι θαλασσόλυκοι εκείνη την εποχή ήταν πρωτίστως πειρατές). Αυτή η κατάσταση παγιώθηκε όταν ο Αλφόνσο Μαγνάνιμο Ντ’ Αραγκόν (Alfonso V de Aragón, el Magnánimo ,1396-1458) βασιλιάς της Αραγωνίας, Καταλανίας, Σικελίας, Νάπολης κ.ά., εν ονόματι του οποίου δρούσε ο Villamari, έπεισε τον Πάπα Νικόλαο Ε’ να του παραχωρήσει το νησί.
Έτσι το 1450 ο Bernat de Villamari έγινε επίσημα κυβερνήτης του Καστελλόριζου ως τοποτηρητής του Βασιλείου της Αραγωνίας, και ξεκίνησε αμέσως την ανακατασκευή του κατεστραμμένου κάστρου.
Φαίνεται ότι τότε, περί το 1451, ήταν που πήρε την τελική του μορφή το κάστρο, και όχι κατά τον 14ο αιώνα.
Η άποψη αυτή στηρίζεται αφενός στο γεγονός της προηγηθείσης καταστροφής του κάστρου από τους Μαμελούκους και αφετέρου στη διαμόρφωση σκράπας στους τοίχους του πύργου, που είναι χαρακτηριστικό που εμφανίστηκε στην καστροδομία με τη διάδοση της χρήσης των πυροβόλων τον 15 αιώνα και όχι νωρίτερα.
Ένα ακόμα στοιχείο υπέρ αυτής της άποψης είναι ότι το κάστρο του Καστελλόριζου έχει μεγάλες διαφορές στο σχεδιασμό και στον τρόπο κατασκευής από άλλα κάστρα των Ιωαννιτών στα Δωδεκάνησα.
Το 1461 το Καστελλόριζο έγινε κτήση του βασιλείου της Νάπολης, καθώς το βασίλειο της Αραγωνίας έπαψε να υπάρχει μετά την υπαγωγή του στο θρόνο της Ισπανίας.
Το 1480 κυριεύθηκε από τους Τούρκους, ενώ το 1498 το ξαναπήραν οι Ναπολιτάνοι.
Το 1512 το βασίλειο της Νάπολης συγχωνεύθηκε με το βασίλειο της Ισπανίας και έτσι το Καστελλόριζο έγινε Ισπανική κτήση.
Αυτό κράτησε μέχρι το 1523, όταν το νησί ακολούθησε τη μοίρα της Ρόδου και των υπόλοιπων Δωδεκανήσων και κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, τον καιρό του Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπούς.
To 1570 οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν για λίγο από τους Βενετσιάνους, όταν πέρασε από εκεί ένας Ενετικός στόλος που έσπευδε σε βοήθεια της πολιορκημένης Αμμοχώστου κατά τον τέταρτο Ενετο-Τουρκικό πόλεμο (1570-1573).
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το 1659, κατά τον πέμπτο Ενετο-Τουρκικό πόλεμο (1645-1669), ένας Γαλλο-Ενετικός στόλος με επικεφαλής τον Jaques de Gremonville κατέλαβε το Κατελλόριζο.
Εκείνη την περίοδο, οι Ενετοί υπό την αρχηγία του Φραντσέσκο Μοροζίνι έκαναν συνεχείς επιθέσεις στα κάστρα των Τούρκων στο Αιγαίο και στη Μικρά Ασία για να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στην πολυετή πολιορκία της Κάντιας (του Ηρακλείου).
Είχαν καταλάβει πολλά κάστρα τότε, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να κρατήσουν κανένα από αυτά, ούτε το Καστελλόριζο. Κατά την αποχώρησή τους οι Γαλλο-Ενετοί κατέστρεψαν το κάστρο και μάλλον τότε είναι που γκρεμίστηκαν ο προμαχώνας, και οι πύργοι που μέχρι τότε διατηρούνταν σε πολύ μεγάλο ύψος, όπως φαίνεται και στην γκραβούρα της εικ.1 που περιλαμβάνεται σε έναν τόμο με τα πεπραγμένα εκείνου του πολέμου.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτού του είδους οι «καταστροφές» κάστρων, που συνήθιζαν κατά την αποχώρησή τους τόσο οι Ενετοί όσο και οι Τούρκοι, σπάνια ήταν ολοκληρωτικές. Επειδή για να καταστραφεί ολοσχερώς ένα κάστρο απαιτείται χρόνος, πολλά χέρια, σκληρή δουλειά και μπαρούτι, στοιχεία που είναι πολυτέλεια σε ένα στόλο, ειδικά όταν κάνει καταδρομική επιχείρηση.
Σε όλο αυτό το διάστημα, μετά τον 14ο αιώνα και παρά την πολυκύμαντη ιστορία του, το Καστελλόριζο εξελίχθηκε σε ένα πολυσύχναστο, πολυάσχολο και πλούσιο λιμάνι στο οποίο αγκυροβολούσαν πλοία κάθε είδους και χώρας προέλευσης –ιδίως σε καιρό ειρήνης.
Το 1788 ο Λάμπρος Κατσώνης επιτέθηκε στο Καστελλόριζο. Οι τουρκική φρουρά του κάστρου συνθηκολόγησε και αποχώρησε. Όμως ο Κατσώνης δεν μπορούσε να μείνει για πολύ εκεί, και απέπλευσε, οπότε οι Τούρκοι που καραδοκούσαν στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, επέστρεψαν.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Πρόκειται για σχετικά μικρό κάστρο που καταλαμβάνει έκταση λιγότερη από ένα στρέμμα στην άκρη του βράχου.
Αποτελείται από δύο μέρη: 1) από τον μεγάλο κεντρικό πύργο που δεσπόζει στο βράχο και 2) από έναν οχυρωματικό περίβολο που ενισχύεται με προμαχώνα και που προεκτείνεται σε χαμηλότερο επίπεδο βορειοανατολικά από τον πύργο, προς τη θάλασσα.
Το πρώτο μέρος, δηλαδή ο μεγάλος κεντρικός πύργος, δεν είναι απλά ο ακρόπυργος (donjon) αλλά το κυρίως κάστρο. Δεσπόζει στον βράχο και στην πόλη, είναι ορατός από μακριά και επισκέψιμος (μέσω μεταλλικής σκάλας). Το δεύτερο μέρος, ο οχυρωματικός περίβολος, είχε δευτερεύοντα ρόλο και περιείχε κάποια κτίσματα. Είναι σε ερειπιώδη κατάσταση (κυρίως λόγω των μπάζων που έχουν πέσει από τον μεγάλο πύργο), είναι δυσδιάκριτος από μακριά και δεν είναι προσβάσιμος λόγω των ατάκτων ερειπίων, της βλάστησης και του γεγονότος ότι είναι κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού.
Ο κεντρικός πύργος έχει ορθογώνια κάτοψη με διαστάσεις 17,522,0 μ. Όλες του οι πλευρές εκτός από τη βορειοανατολική (προς τη θάλασσα) έχουν διαμόρφωση σκράπας (scrapa), δηλαδή ο εξωτερικός τοίχος δεν είναι κατακόρυφος αλλά έχει μια έντονη κλίση. Το ύψος του κεκλιμένου τμήματος των τοίχων είναι 7,5 μ. και στηρίζεται σε μια βάση που είναι ένα κατακόρυφο κρηπίδωμα ύψους 75 εκατοστών από καλά λαξεμένους λίθους.
Γενικά η σκράπα ήταν μια εξέλιξη στην τεχνολογία κατασκευής φρουρίων που αναπτύχθηκε μετά τη διάδοση των κανονιών. Ο κεκλιμένος τοίχος πρόσθετε όγκο στο τείχος και επιπλέον απέτρεπε την προσβολή των οβίδων κάθετα στο τείχος, άρα το έκανε πιο ανθεκτικό. Η ύπαρξη της σκράπας, που δεν είναι συνηθισμένη στα κάστρα των Ιπποτών της Ρόδου ούτε γενικά σε κάστρα του 14ου αιώνα, είναι ο κύριος λόγος που η κατασκευή χρονολογείται στα μέσα του 15ου αιώνα.
Η είσοδος του πύργου είναι στη ΒΑ πλευρά (εσωτερικά, από την αυλή του οχυρωματικού περιβόλου) και η πρόσβαση σε αυτήν γινόταν από κινητή σκάλα. Το πάχος των τοίχων είναι 2,80 μέτρα. Στην ανατολική γωνία του κεντρικού πύργου βρίσκεται ένας μικρός κυκλικός πύργος διαμέτρου 5 μέτρων. Αυτό το ασυνήθιστο πυργάκι δεν είναι ενσωματωμένο στον μεγάλο πύργο. Πιθανόν χρησίμευε σαν κλιμακοστάσιο για άνοδο στους επάνω ορόφους του πύργου εξωτερικά. Σώζεται σε ύψος 5 μέτρων.
Στην κατασκευή του κεντρικού πύργου έχει χρησιμοποιηθεί ως συγκολλητικό υλικό ασβεστοκονίαμα (όπως σε όλες τις σοβαρές μεσαιωνικές κατασκευές) αλλά στην περίπτωση αυτή το ασβεστοκονίαμα είχε χρησιμοποιηθεί και σαν επίχρισμα. Το επίχρισμα αυτό με τον καιρό έχει πέσει και διασώζεται μόνο σε λίγα σημεία.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην αρχική του μορφή ο πύργος ήταν πανύψηλος και πολύ επιβλητικός.
Το αρχικό του ύψος ήταν τουλάχιστον διπλάσιο αυτού που σώζεται σήμερα. Επίσης να επισημάνουμε ότι η σκράπα δεν συνεχιζόταν πιο πάνω. Οι τοίχοι του τμήματος που έχει γκρεμιστεί ήταν κατακόρυφοι.
Με άλλα λόγια, ό,τι σώθηκε από τον πύργο οφείλεται στην αυξημένη αντοχή που προσέδιδε η σκράπα.
Δίπλα από τον πύργο, στην νοτιοανατολική του πλευρά και πάνω από τον οχυρωματικό περίβολο διακρίνουμε τα θεμέλια κτίσματος διαστάσεων 7,07,0 μ. που δεν φαίνεται να είναι οχυρωματική κατασκευή. Πρόκειται πιθανότατα για προσθήκη της εποχής της Τουρκοκρατίας και ήταν μάλλον κατοικία.
Οι διαστάσεις του δευτερεύοντος οχυρωματικού περιβόλου είναι 17,56,5 μ. Δύο μικροί κυκλικοί πύργοι διαμέτρου 7,5 μέτρων προστατεύουν τις γωνίες της βορειοανατολικής πλευράς που έχει πρόσωπο στη θάλασσα. Αυτή η πλευρά του τείχους προς τη θάλασσα δεν ήταν ένα απλό τείχος, αλλά προμαχώνας (bastion) δηλαδή μια πιο ισχυρή κατασκευή με μεγαλύτερο βάθος που αποσκοπούσε πιθανότατα στην ενίσχυση της αντοχής σε βολές από πυροβόλα όπλα. Η ύπαρξη του προμαχώνα είναι μια πρόσθετη ένδειξη ότι η οχύρωση είναι κατασκευή του 15ου αιώνα και όχι παλιότερη.
Ο οχυρωματικός περίβολος πρέπει να είχε κάπου τη δική του είσοδο που θα ήταν και η κύρια είσοδος του κάστρου. Δεν σώζεται.
Τα τείχη του οχυρωματικού περιβόλου κάτω από τον πύργο διατηρούνται σε κακή κατάσταση σε μέγιστο ύψος 3 μέτρων. Οι δύο κυκλικοί πύργοι διατηρούνται σε ύψος 5μ. ο δυτικός και 7 μέτρα ο ανατολικός.
Το αρχικό τους ύψος ήταν πολύ μεγαλύτερο, τουλάχιστον τριπλάσιο του σημερινού.
Ο επιθαλάσσιος προμαχώνας της ΒΑ πλευράς είναι επίσης σε κακή κατάσταση με μέγιστο σωζόμενο ύψος 5μ. Το αρχικό του ύψος ίσως έφτανε τα 20 μέτρα (έπρεπε να είναι ψηλός) ενώ στην κορυφή πρέπει να είχε ένα μεγάλο πλάτωμα για να υπάρχει χώρος για εγκατάσταση κανονιών. Πάντως σε αντίθεση με προμαχώνες της ίδιας εποχής σε άλλα κάστρα, εδώ δεν έχουμε διαμόρφωση οξείας γωνίας στην εξωτερική του πλευρά.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας Albert Gabriel ήταν στο Καστελλόριζο μεταξύ 1915 και 1917 όταν το νησί ήταν υπό Γαλλική κατοχή. Στον Gabriel οφείλουμε πολλές πληροφορίες για το κάστρο και την ιστορία του (παρόλο που και τότε ήταν σχεδόν στην ίδια κατάσταση που είναι σήμερα) ενώ ο ίδιος δημιούργησε μια πολύ ωραία αναπαράσταση του κάστρου όπως ήταν παλιά.
Η αναπαράσταση αυτή βασίζεται στη γκραβούρα από την αναπαράσταση της μάχης του 1659 και σε σχέδιο του Ολλανδού γεωγράφου Olfert Dapper από το 1703 (το οποίο δεν σώζεται εξ όσων γνωρίζουμε).
Σήμερα, δίπλα στα ερείπια του κάστρου βρίσκεται ένα παλιό τουρκικό χαμάμ και ένας αναστηλωμένος ανεμόμυλος, ενώ κάτω από το κάστρο, σε κόγχη λαξευμένη στον βράχο, βρίσκεται Λυκιακός τάφος του 4ου αι. π.Χ. με πολύ ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικό διάκο.
γ) Βάρκα
Η βάρκα αποτελεί το μοναδικό μέσο μετακίνησης προς δυσπρόσιτες ακτές και σπηλιές, αλλά και για τα γειτονικά νησάκια Ρω, Άγιος Γεώργιος και Στρογγυλή. Την αρχαία Αντίφελλο, το σημερινό Κας της τουρκικής ακτής, το αγναντεύει κανείς καθαρά από το λιμάνι, ενώ καθημερινά υπάρχουν σκάφη που μεταφέρουν τουρίστες εκατέρωθεν.
δ)Castello Rosso
Το κάστρο των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη
Χτίστηκε τον 14ο αιώνα και σήμερα σώζονται μόνο τα ερείπια του κτίσματος, τα οποία βρίσκονται πάνω στο Καστέλο Ρόσο, τον κόκκινο βράχο απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του νησιού.
ε)Παλαιόκαστρο
Στη δυτική πλευρά του Καστελλόριζου βρίσκεται το σημαντικότερο και αρχαιότερο μνημείο του νησιού, το Παλαιόκαστρο. Πρόκειται για αρχαίο οικισμό με πολλά κτίσματα και δεξαμενές. Στη δωρική ακρόπολη του 3ου αιώνα π.Χ. σώζεται μια επιγραφή που περιλαμβάνει τον όρο Μεγίστη. Στην περιοχή, στη θέση Λιμενάρι, υπάρχουν και τα Κυκλώπεια Τείχη.
ζ)Άγιος Γεώργιος του Βουνιού
Από το λιμάνι, 401 σκαλιά οδηγούν στον Άγιο Γεώργιο του Βουνού (ή Βουνιού). Βρίσκεται στην περιοχή του Παλαιόκαστρου και περιστοιχίζεται από τεράστιες φυσικές πλάκες. Μέσα στην εκκλησία υπάρχει τρύπα που οδηγεί σε σπήλαιο – κατακόμβη με πηγή και τοιχογραφία του Αγίου στο βάθος.Μέσα στο μοναστήρι υπάρχει μια κατακόμβη, ο Άγιος Χαράλαμπος.
Πρόκειται για τάφο του 4ου αιώνα π.Χ., λαξευμένο στους πρόποδες του Κάστρου. Οι κάτοικοι της περιοχής της Μικράς Ασίας ονομάζονταν Λύκιοι γιατί ο θεός τους, ο Λύκιος Απόλλωνας, λατρευόταν ως λύκος.
η)Αρχαιολογικό και Λαογραφικό Μουσείο
Το Μουσείο στεγάζεται στο λευκό ιστορικό κτίριο πάνω από το αναπαλαιωμένο Τζαμί, κοντά στα ερείπια του Κάστρου. Στην εποχή της Φραγκοκρατίας, αποτελούσε τον εξωτερικό προμαχώνα του Καστέλο Ρόσο. Τα εκθέματά του περιλαμβάνουν αρχαιολογικά ευρήματα εκθέματα ανεκτίμητης αξίας από διάφορες περιόδους της αρχαιότητας, τοιχογραφίες του 17ου αιώνα, παραδοσιακές στολές, καθώς και αντικείμενα λαϊκής τέχνης.
η)Μητρόπολη Αγίων Κωνσταντίνου & Ελένης
Στην πλέον περίοπτη θέση του νησιού, πάνω από το Μανδράκι, δεσπόζει ο μητροπολιτικός Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, συνυφασμένος με την κοινωνική και πολιτιστική ζωή του Καστελλόριζου από την ίδρυσή του (περί τα 1835) μέχρι και σήμερα. Ο ναός είναι χτισμένος σε ρυθμό τρίκλιτης θολωτής βασιλικής με πλούσια εικονογράφηση, μαρμάρινα τέμπλα και πανύψηλο μαρμάρινο καμπαναριό. Η στέγη της Μητρόπολης αυτής στηρίζεται σε δώδεκα μονολιθικούς γρανιτένιους κίονες, που μεταφέρθηκαν από το ναό του Απόλλωνα στα Πάταρα της Λυκίας, στην απέναντι Μικρασιατική ακτή.Στο βοτσαλωτό προαύλειο του ναού συστεγάζεται και η Σαντραπεία αστική Σχολή (το σημερινό δημοτικό σχολείο).
θ)Γαλάζια Σπηλιά
Στη νότιοανατολική μεριά του νησιού, είκοσι λεπτά με το καΐκι από το λιμάνι βρίσκεται η Γαλάζια Σπηλιά του Καστελλόριζου. Γνωστότερη με τ’ όνομα «Σπηλιά του Παραστά» ή «Φώκιαλη», από τις φώκιες που κατοικούν μέσα, είναι το μεγαλύτερο από τα ενάλια σπήλαια της Ελλάδας και ένα από τα γνωστά παγκοσμίως για τον πλούσιο σταλακτιτικό στολισμό που διαθέτει. Βρίσκεται στο νότιο σημείο του νησιού και έχει μήκος 75m και ύψος 35m. Η είσοδος είναι συγκριτικά χαμηλή, στο ύψος μικρού καϊκιού.
ι)Νησάκι της Ρω
Στα δυτικά του νησιού στέκει το μικρό νησάκι Ρω, που μπορεί κανείς να επισκεφτεί με ναυλωμένο καΐκι, γνωστό για την «Κυρά της Ρω», Δέσποινα Αχλαδιώτου (1898-1982), τη μοναδική του κάτοικο, που για δεκαετίες κάθε πρωί ύψωνε την ελληνική σημαία.
κ)Μουσείο Γρίφων
Από τον Αύγουστο του 2020 το νησί διαθέτει το πρώτο Μουσείο Γρίφων στην Ελλάδα κι ένα από τα λίγα παγκοσμίως. Σκοπός του διαδραστικού αυτού Μουσείου είναι να εμπνεύσει μικρούς και μεγάλους μέσω περίεργων μηχανισμών και τρόπων επίλυσης γρίφων.
Παράλληλα, σε κάθε ξενάγηση γίνεται αναφορά σε όλα τα υπάρχοντα είδη γρίφων, όπως οι ακολουθιακοί, οι διασυνδεδεμένοι, οι αναδιπλώμενοι, οι ταιριαστικοί, και πολλοί άλλοι.
Το Καστελλόριζο έχει παράδοση στους γρίφους, με παράδειγμα το περιοδικό «Αναμνήσεις» του Μιχαήλ Πετρίδου το οποίο βρίσκεται στο Λαογραφικό Μουσείο και που περιέχει αινίγματα, κυβόλεξα, και άλλους γρίφους. Το Μουσείο εκθέτει πάνω από 500 γρίφους (πολλοί από τους οποίους είναι σπάνιοι ή πρωτότυπα) και σύντομα θα προστεθούν και άλλοι 3000.
Πηγές : greeklodgings.gr, kastra.eu.gr, anemourion.blogspot.com, wikipedia,
Φωτογραφίες: Ψαχτηρι Γιούλη Κρετση

loading...