Χανιά: Η ιστορία του Σαλή, του φτωχου βαρκάρη  που άφηνε αθόρυβα τσάντες με τρόφιμα έξω από φτωχές εξώπορτες

Η συγκλονιστική ιστορία του Σαλή ή κατά το ελληνικό και συμβολικό του όνομα Χελιδόνη ή Χελιδονάκη (προφανώς επειδή η ψυχή του ήταν λευκή σαν πουλιού και η μορφή του μαύρη σαν του χελιδονιού), που κάλλιστα μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα κατά του ρατσισμού και της αποδοχής της διαφορετικότητας για όλους. Η ζωή του Σαλή –του «μαύρου βαρκάρη», όπως ήταν το προσωνύμιό του– μοιάζει με παραμύθι, καθώς εκείνος ήταν μία από τις γνωστότερες φυσιογνωμίες της πόλης των Χανίων κατά τον περασμένο αιώνα.

Ο Σαλής αγαπούσε την Ελλάδα και ιδιαίτερα την Κρήτη και τα Χανιά. Πάντα χαμογελαστός, σπαρακτικά καλός, βοηθούσε τους φτωχούς ανθρώπους στερώντας εκείνος τον ίδιο του τον εαυτό και πραγματώνοντας έτσι το αληθινό πρότυπο του χριστιανού˙ εκείνος, ο διαφορετικός, ένας μουσουλμάνος. «Ένας μαύρος άγιος σ’ έναν λευκό Παράδεισο», όπως ακούγεται στο αφιέρωμα «Σαν παραμύθι…» από το οπτικοακουστικό αρχείο της ΕΡΤ,.

«Ας ήσουν μαύρος, ας μην ήσουν Χριστιανός, ας ήταν μαύρη η μορφή σου, μ’ από το χιόνι πιο λευκή ήτανε η ψυχή σου», κατά τον ποιητή Γεώργιο Γεωρβασάκη.

Το καλό, όμως, πάντα επιστρέφει. Όταν ο Σαλής γέρασε και έχασε τη δύναμή του, πολλοί Χανιώτες που τον θεωρούσαν Χανιώτη και τον ίδιο και όχι ξένο, κινητοποιήθηκαν για να του ανταποδώσουν τα όσα καλά είχε κάνει γι αυτούς τόσα χρόνια. Και όταν ήλθε η ώρα που ο Σαλής «κοιμήθηκε» προέκυψε πρόβλημα για τον τόπο ταφής του, αφού λόγω του μουσουλμανικού θρησκεύματος, δε μπορούσε να ταφεί σε χριστιανικό κοιμητήριο.

 Όμως, λόγω του ότι ήταν πολύ αγαπητός στους Χανιώτες, ετάφη στο χριστιανικό κοιμητήριο του Αγίου Λουκά στην οδό Αναπαύσεως με δικά τους έξοδα. Δεν τον άφησαν μόνο, ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο. Μέρος της κοινότητας, κομμάτι δικό τους, αγκαλιάστηκε από τη μάνα Κρήτη στη ζωή και στο θάνατο, στη Σταύρωση και στην Ανάσταση…

1. Βιογραφικά στοιχεία

O Σαλής Χελιδωνάκης λοιπόν που ήταν γιος του Ιμπραχήμ και της Αριφέ,  γεννήθηκε στα Χανιά το 1884. Οι γονείς του ήταν μαύροι δούλοι, Σουδανικής καταγωγής. 

 Δεν ήταν Χαλικούτης όπως ακούγεται, δεν άνηκε δηλ. στους βεδουίνους που μεταφέρθηκαν από την Βόρεια Αφρική. Το 1856, με τη δημοσίευση του Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηumayun), καταργήθηκε η δουλεία και αρκετοί απ’ αυτούς παρέμειναν στα Χανιά, εργαζόμενοι κυρίως ως αχθοφόροι.

Το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών, παρότι μουσουλμάνος, δεν ακολούθησε τους ομοθρήσκους του, αλλά προτίμησε να παραμείνει στα Χανιά. Σ΄αυτό βοήθησε η Αγγλική υπηκοότητα που είχε πάρει κατά την περίοδο της Κρητικής πολιτείας και η οποία τον καθιστούσε μη ανταλλάξιμο.

Λεμβούχος  στην μπλε βάρκα του Σταύρου Τσιριγωτάκη, μετέφερε επιβάτες από και προς τα πλοία που αγκυροβολούσαν τότε έξω από τον προλιμένα λόγω αβαθών. Η ρώμη του, του επέτρεπε να είναι πάντα ο πρώτος που φόρτωνε και μετέφερε επιβάτες.

Φτωχός ο ίδιος αλλά ολιγαρκής, με τα λίγα του χρήματα βοηθούσε άλλους φτωχότερους.  Ένα μέρος από τον πενιχρό του μισθό, το διέθετε για να αγοράζει τρόφιμα τα οποία προσέφερε διακριτικά σε φτωχές οικογένειες.

Τίμιος, εργατικός και φιλάνθρωπος, όπως και η γειτόνισσά του επίσης μουσουλμάνα που την φώναζαν Αμπλά (Τουρκική λέξη που σημαίνει αδελφή).  Οι δυό τους  ήσαν τα πλέον αναγνωρίσιμα πρόσωπα στα Χανιά, λόγω της καλοσύνης, της συμπόνιας και της ελεημοσύνης τους.

Ψηλός, μαύρος και μουσουλμάνος, ήταν μια αναγνωρίσιμη και μοναδική φιγούρα του λιμανιού. Με ιδιαίτερη ρώμη στο σώμα και στη ψυχή, δούλευε σκληρά ως βαρκάρης. Χωρίς δική του βάρκα.

Ξεφόρτωνε εμπορεύματα και επιβάτες από τα καράβια που έδεναν έξω από το ενετικό λιμάνι των Χανίων.

Αυτό που έκανε όμως τους Χανιώτες να μην τον ξεχάσουν, σχεδόν 50 χρόνια μετά τον θάνατο του είναι ότι αυτός ο φτωχός μαύρος ενεργούσε ανώνυμα και διακριτικά, προσφέροντας τρόφιμα και ό,τι άλλο μπορούσε στις φτωχές οικογένειες της πόλης.

«Ο Σαλής ήτανε μαύρος σαν τον έβενο και μουσουλμάνος. Η προσωποποίηση δηλαδή του διαφορετικού μέσα σε μια κουλτούρα όπου «ο αράπης παίρνει τα κακά παιδιά».

Ο Σαλής δούλευε σκληρά ως λεμβούχος στο λιμάνι των Χανίων. «Εργατικός, μεγαλόσωμος φιλάνθρωπος», έχουν να πούνε ότι κάποτε, που κέρδισε το λαχείο, όλα τα λεφτά τα έδωσε σε φτωχές οικογένειες.

Ο Σαλής έκλαιγε, όταν κάποια μικρά παιδιά τρόμαζαν βλέποντας τον. Στην τσέπη του είχε πάντα καραμέλες ή κουλουράκια για τα παιδιά που κατέβαιναν στο λιμάνι.

Την κατοχή λόγω της Αγγλικής υπηκοότητας, εξορίστηκε από τους Γερμανούς στην Αθήνα, απ΄ όπου επέστρεψε μετά την απελευθέρωση.

Όταν γέρασε και αδυνατούσε πια να δουλέψει, αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του στο Κούμ Καπί για να επιβιώσει. Με πρωτοβουλία του φίλου του τυπογράφου Γ. Γεωρβασάκη, έγινε Έλλην πολίτης και έτσι κατάφερε μετά από πολυετή εργασία να εξασφαλίσει μια μικρή σύνταξη από το ΙΚΑ.  Στην συνέχεια και άλλοι Χανιώτες προσέτρεξαν προς ανακούφιση του ανθρώπου που πάντα σκεφτόταν πρώτα τον πλησίον του.

Με αυτά τα χρήματα της σύνταξης πορευόταν. Συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό του έργο, το μεγαλύτερο μέρος της το έκανε τσάντες με τρόφιμα, τα οποία κρυφά άφηνε στις πόρτες φτωχών ανθρώπων και στην συνέχεια έτρεχε να κρυφτεί στο σκοτάδι για να μην τον δούν.

Όπως έχει γράψει ο Γ. Κοκκινάκος  στα Χανιώτικα Νέα,  «Ο Σαλής ήταν η απόλυτη άρνηση της κτητικότητας και της αρπακτικότητας, ένας σεβασμός στην ύπαρξη και στην ουσία. Σε μια φιλικότητα με το τίποτα, δηλαδή με το παν. Σε μια οριακή πενιχρότητα που δίδει χώρο στην πνευματικότητα κι ας ήταν αγράμματος, δηλαδή αθώος, μη βαρυνόμενος με το  αδίκημα? της εκπαίδευσης.  Ήταν το όριο και το μέγεθος, σημείο και σηματωρός πέρα από την υστερόβουλη φιλανθρωπία και πάνω από την επιτηδευμένη καλοσύνη.  Ένας πλούσιος στην πενία του, ένας άρχοντας στην απόλυτη ένδειά του.»

Μετά τον θάνατο του, μαθεύτηκε  πως κάποτε κέρδισε το  λαχείο και με τα χρήματα αυτά προίκισε δύο φτωχά κορίτσια, χωρίς εκείνος να κρατήσει τίποτα για τον εαυτό του. 

Του έδωσαν το επίθετο Χελιδωνάκης, γιατί όπως το πουλί αυτό, ήταν μια λευκή ψυχή κρυμμένη κάτω από μαύρη φορεσιά.

«Δεν είχε οικογένεια και για αυτό πέθανε ολομόναχος στο σπίτι του στον Τοπχανά, την Τρίτη 28-2-1967 σε ηλικία 83 ετών από καρδιακή ανακοπή, καρδιακή ανεπάρκεια, ανεπάρκεια αορτής και μυοκαρδίου, σύμφωνα με τον γιατρό Γεώργιο Βλαχάκη που διενήργησε και τη νεκροτομή. 

Το πτώμα του ανακαλύφθηκε μετά από αρκετές ημέρες από τη δυσοσμία και ετάφη («πετάχτηκε σαν σκύλος» αναφέρεται σε κάποιο έγγραφο) σε ένα από τα εναπομείναντα τμήματα του ήδη καταργημένου τότε μουσουλμα- νικού νεκροταφείου. 

Αργότερα και μετά από έγκριση του Πατριαρχείου, σύμφωνα με τις σχετικές μαρτυρίες, παραχωρήθηκε δωρεάν ένα ταφογήπεδο στην άκρη του Κοιμητηρίου του Αγίου Λουκά, όπου ευαισθητοποιημένοι Χανιώτες, μετά από έρανο, ανήγειραν ένα μνημείο και μετέφεραν εκεί τα οστά του τρία χρόνια μετά το θάνατό του.»  Ζαχαρένια Σημαντηράκη    ανάρτηση στο FB.

Μετά από την γνώση που απεκόμισα, η οπτική της γωνιάς του  κοιμητηρίου που με ξένισε αποκαταστάθηκε σε μια αρμονική εικόνα.   Συμφωνώντας με τους Χανιώτες δηλώνω,  ΝΑΙ του πρέπει τιμή και μνήμη.     Γιατί, οι άγγελοι δεν είναι μόνο λευκοί.

2.Ζούσε μόνος

Κείνα τα χρόνια, όπως αναφέρει το karavani.gr τα μεγάλα επιβατικά και φορτηγά πλοία για τα Χανιά δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν το λιμάνι και αναγκαστικά αγκυροβολούσαν απ’; έξω, στον προλιμένα αρόδου και ξεφόρτωναν τα εμπορεύματά τους σε μαούνες.

Συγχρόνως οι επιβάτες για τα Χανιά έπρεπε να μπαρκάρουν ή να ξεμπαρκάρουν με τη βοήθεια βαρκάρηδων που σύχναζαν στην πλατεία μπροστά στο τελωνείο. Ο κάθε βαρκάρης φρόντιζε να είναι ανταγωνιστικός όχι μόνο επιτυγχάνοντας μεγαλύτερες ταχύτητες για να προλάβει να μεταφέρει περισσότερους επιβάτες, αλλά έχοντας βάψει ο καθένας τη δικιά του βάρκα με ένα ιδιαίτερο χρώμα, προφανώς για να την κάνει πιο ελκυστική …;

Στη μπλε βάρκα του προέδρου των βαρκάρηδων Σταύρου Τσιριγωτάκη εργαζόταν από παιδί ένας νεαρός μουσουλμάνος ο Σαλή ή Σαλής. Αράπης ψηλός και χειροδύναμος, αλλά συγχρόνως κομψότατος και στυλάτος είχε εξασφαλίσει τη μόνιμη αξιοπιστία του αφεντικού του αφού χάρη στο Σαλή η βάρκα του Σταύρου έφθανε πάντα πρώτη στα πλοία.

Όταν ο Σαλής γέρασε και δεν μπορούσε πλέον να εργάζεται στη βάρκα, πολλοί Χανιώτες θέλησαν να ανταποδώσουν τα καλά που είχε κάνει στον τόπο τους και τους ανθρώπους του. 

Η κινητοποίηση του τυπογράφου, συγγραφέα και ποιητή Γεώργιου Γεωρβασάκη, υπήρξε σημαντική. Ο Σαλής απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα και έτσι δικαιούταν σύνταξη από το ΙΚΑ. Τα λίγα χρήματα συνέχιζε να τα μοιράζει σε φτωχές οικογένειες.

Πέθανε τον Φλεβάρη του 1967 στο δωμάτιό του. Τον βρήκαν μετά από μέρες. Σε προχωρημένη σήψη. Αρχικά τον έθαψαν σε ένα χωράφι, χωρίς τιμές, στο «πορτοκαλάδικο» στην παλιά τούρκικη συνοικία στα Μερτζαλίκια, εκεί που ήταν οι τάφοι των μουσουλμάνων της πόλης.

Τότε λίγοι Χανιώτες ζήτησαν άδεια από το Πατριαρχείο για να ταφεί στον Άγιο Λουκά. Πήραν την έγκριση και με δικά τους έξοδα τον ενταφίασαν στο χριστιανικό κοιμητήριο στην οδό Αναπαύσεως.

Στο κοιμητήριο του Αγ. Λουκά στα Χανιά,  μια γωνιά τραβάει την προσοχή του επισκέπτη. 

Δίπλα σε δυό μνημεία  πεσόντων, του Ρωσικού ναυτικού την περίοδο 1897-1911 και Σοβιετικών πολεμιστών στην μάχη της Κρήτης, ένας άλλος περίεργος τάφος. Ο τάφος του φιλάνθρωπου βαρκάρη.

Οι στίχοι του φίλου του Γιώργου Γεωρβασάκη γράφτηκαν στη μαρμάρινη πλάκα

Πηγές: neakriti.gr, ethaios.com,cretaplus.gr

loading...