Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΟΥ ΕΛΛΑΣ Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΑΤΡΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΛΛΑΣ Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙ 

Ἡ σημαία μου εἶναι τό παρελθόν μου, τό παρόν καί τό μέλλον μου, εἶναι ἡ ἱστορία τῶν προγόνων μου, εἶναι ἡ ἱστορία που ἔχω ἱερόν καθῆκον νά μεταφέρω καί εἰς τάς γενεάς πού δέν ἔχουν γεννηθεῖ ἀκόμη. Ἡ σημαία μου εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλευθερία μου, γιατί εἶναι «ἀπ΄ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά», ὁπως λέγει καί ὁ Ἐθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Εἶναι ἡ πατρίδα μου.

Ὁ σημαιοφόρος εἰς τήν μάχη ἐπήγενεν ἐμπρός καί οἱ στρατιῶται πολεμοῦσαν μέ τά φτερά εἰς τό πόδια βλέποντας αὐτό τό ἱερό σύμβολο. Καί ἀν βόλι ἐχθρικό κτυποῦσεν τόν σημαιοφόρο, ἄλλος στρατιώτης ἔτρεχεν νά πάρη τήν σημαία γιά νά τήν κρατήση ψηλά.

Αἱ σημαῖαι τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 ἦσαν πολλαί, ἀλλά βασικόν στοιχεῖο ἦτο ὁ Σταυρός ἤ ὁ δικέφαλος ἀετός τοῦ Βυζαντίου. Μία αὐτοσχέδιαν σημαία ἔκαμεν ὁ Παπαφλέσσας, ἀπό τό μπλέ του ράσσο ἔκοψεν ἕνα κομμάτι καί ἀπό τό ὁπλαρχηγόν του τόν Κεφάλα Παναγιώτη ἔκοψε ἀπό τήν φουστανέλα του δύο λευκές λωρίδες καί ἔφτιαξεν τήν σημαία του, ἄσπρος σταυρός σέ μπλέ φόντο.

Ἡ σημαία πού ἔχομεν σήμερον ἐκαθιερώθει ἀπό τήν πρώτη ἐθνοσυνέλευσιν τῆς Ἐπιδαύρου τόν Ἰανουάριον τοῦ 1822. Ἡ σημαία μας ἐκράζει τό εἶναι μας, Σταυρός καί ἐννέα ἐναλλασσόμενες γαλάζιες καί ἄσπρες λωρίδες πού εἶναι ἡ ψυχή τοῦ Ἕλληνα καί ἐμπεριέχεται σέ δύο λέξεις μέ ἐννέα συλλαβές, Ε-ΛΕΥ-ΘΕ-ΡΙ-Α Η ΘΑ-ΝΑ-ΤΟΣ. Ἡ σημαία μας εἶναι ἡ ὡραιότερη σημαία τοῦ κόσμου.

Ὁ Μεγάλος ἥρωας μας Κολοκοτρώνης μέ τό δισάκκι του στον ὦμο γιά τόν δρόμο, πού μέσα θα εἶχε κάποιο ξεροκόματο, καμιά ἐλιά καί κανά παγούρι μέ νερό, διά νά ἀπελευθερώση τήν Ἑλλάδα μας ἀπό τόν βάρβαρον Τούρκο, ἐπεῖγεν νά ὁρκισθῆ εἰς τό Μοναστήριον τῆς Εὐαγγελλιστρίας τῆς Σκιάθου τό ἔτος 1807. Ἐνῶ, ἐάν ἐπιθυμοῦσεν θά ζοῦσεν μέσα στήν χλιδή καί τόν πλοῦτο, προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του στόν πασᾶ, μά δέν τό ἔπραξεν. Μαζί του τότε στήν ὁρκωμοσία ἦσαν καί ἄλλοι μεγάλοι καπετανέοι, ὁ Μιαούλης, ὁ Παπαβλαχάβας, ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Δημητριάδης, οἱ Λαζαίοι, ὁ Σταθάς, ὁ Νικοτσάρας, ὁ Τσάμης καί ἄλλοι. Τότε εἰς τό Μοναστήριον τῆς Εὐαγγελίστριας τῆς Σκιάθου ὅλα αὐτά τά πεινασμένα γιά ἐλευθερία παληκάρια ὁρκίστηκαν γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστη τήν Ἁγίαν καί τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερίαν κάτω ἀπό τό πετραχήλι καί τάς εὐλογίας τοῦ Μοναχοῦ Νήφωνα. Ὁρκίστηκαν νά ἐλευθερώσουν την Πατρίδα μας ἀπό τήν σκλαβιά τῶν βάρβαρων αἱμοχαρῶν, καί ἀπολίτιστων Τούρκων. Τότε δέ, ἐθεσπίσθει καί ἡ πρώτη σημαία τῆς ἐπαναστάσεως, ἡ ὁποία ἀποτελεῖτο ἀπό λευκόν Σταυρόν σέ γαλαζιο φόντο.

Ἐάν ἐμεῖς ἀπολαμβάνομεν τήν ἐλευθερίαν μας καί ἔχομεν τά ἀγαθά μας, τό αὐτοκίνητο μας, τό σπίτι μας, τό ψυγεῖο μας τήν τηλεόρασιν μας, ταῖς ταβέρνες μας κ.τ.λ, τοῦτο ὀφείλεται εἰς τό γεγονός, ὅτι οἱ πρόγομοι μας ἔχυσαν ποτάμια αἵματος διά νά ποτίσουν τό δένδρο τῆς ἐλευθερίας. Ἄν καί αὐτά ἀρχίζομεν νά τά χάνομεν, ἀπό τούς φαύλους πολιτικούς τούς ὁποίους ὅμως ἐμεῖς ἔχομεν ἐπιλέξει. Τό ἐλάχιστον πού ὀφείλομεν εἰς τούς προγόνους μας εἶναι εὐχαριστῶ καί εὐλάβεια. Τοῦτο τό ἀποδίδει μέ τόν καλλίτερον δυνατόν τρόπον ὀ πρωτεργάτης τοῦ ὀνομαζομένου «χρυσοῦ αἰῶνος». Ὁ Περικλῆς εἰς τόν μνημειώδην λόγον του ὁ «ἐπιτάφιος τοῦ Περικλέους» διά νά ἀποδώση τιμάς εἰς τούς νεκρούς πού ἔπεσαν εἰς τά πεδία τῶν μαχῶν λέγει: «Ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι’ ἀρετὴν παρέδοσαν».

«Δηλ. θά ἀρχίσω πρῶτα ἀπό τούς προγόνους μας, διότι δ΄αὐτούς καί δίκαιον καί πρέπον εἶναι τήν τιμήν ταύτην εἰς τήν μνήμην των νά ἀποδώσωμεν. Αὐτή τήν χώρα πάντοτε αὐτοί οἱ ἴδιοι κατοικούσαν διαδέχοντας ἡ μία γενεά τήν ἄλλην, ἐλευθέραν καί μέ ἀρετήν μάς παρέδωσαν».

Τήν ἀγάπην του γιά τήν Πατρίδα τήν περιγράφει μέ κάλλιστον λόγον ὁ μέγιστος τῶν φιλοσόφων Σωκράτης λέγοντας: «Μητρός τε καί πατρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον ἔστιν ἡ πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον καί ἐν μείζονι μοίρα καί παρά θεοῖς καί παρ’ ἀνθρώποις τοῖς ΝΟΥΝ ΕΧΟΥΣΙ».

Δηλ. ὁ Σωκράτης λέγει αὐτό τό ὁποῖον σᾶς λέγω ἰσχύει διά τούς νοήμοες, διά τούς ἀνοήτους δέν ἰσχύει.. Νά ὑπενθημήσωμεν ὅτι ὁ Σωκράτης δέν εἶναι μόνον ὁ πανμέγιστος τῶν φιλοσόφων, ἀλλά ὑπῆρξεν καί μεγάλος πολεμιστής, εἶχεν διακριθεῖ ὡς πολεμιστής εἰς τήν μάχην τῆς Ἀμφιπόλεως, τῆς Τανάγρας καί Ποτιδαίας, ἦτο δέ ἄριστος γνώστης τοῦ δυσκολοτάτου καί σκληροτάτου παγκρατίου, ἀπό τό ὁποῖον προῆλθον καί αἱ λεγόμεναι σημεριναί <πολεμικαί τέχναι>.

Δυστυχῶς δέν ἀγαποῦν τήν πατρίδα τους ὅλοι οἱ (ἕλληνες), καί μάλιστα ὄχι μόνον δέν τήν ἀγαποῦν ἀλλα καί τήν προδίδουν ὅπως εἶχον πράξει καί μερικοί (ἕλληνες) εἰς τήν μάχην τοῦ Γρανικοῦ ποταμοῦ. Εἰς τήν μάχην τοῦ Γρανικοῦ ποταμοῦ ἡ φιλαργυρία ὅπλισεν τά χέρια <ἑλλήνων> νά συστρατευθοῦν ὡς μισθοφόροι ὑπέρ τῶν Περσῶν καί ἐναντίον τοῦ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΡΟΥ καί τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Πέσες φοβούμενοι μήπως οἱ (ἕλληνες μισθοφόροι των) ἐπεναπατρίσουν δέν τούς στέλνουν στήν πρώτη γραμμή. Μετά τήν νίκη του ἐπί τῶν Περσῶν, οἱ μισθοφόροι (ἕλληνες) στέλουν ἀντιπροσωπεία γιά νά τά <βροῦν> μέ τόν Ἀλέξανδρο. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι Μέγας καί ὄχι κάτι ἄλλο. Μέ δαύτους δέν ἔγινεν μάχη, ἔγινεν σφαγή, τούς μέν Πέρσας ἔσφαξεν τούς δέ <ἕλληνας> κατέσφαξεν, διότι ὡς εἶπεν: <ἕλληνες ὄντες, ἐναντία τῆ Ἑλλάδι ὑπέρ βαρβάρων ἐμάχοντο>.

ΖΗΡΩ Η 28ῃ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ

Ὅλοι τάς σημαίας μας εἰς τά μπαλκόνια μας.

loading...