Κενό ρευστότητας 33 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις με σενάριο ύφεσης 7,5% φέτος, βλέπει η Εθνική Τράπεζα






 της Νένας Μαλλιάρα

Κενό ρευστότητας 33 δισ. ευρώ μπορεί να προκαλέσει στις επιχειρήσεις ύφεση της τάξεως του 7,5% στην ελληνική οικονομία το 2020.  Εφόσον η υγειονομική κρίση παραμείνει υπό έλεγχο στο υπόλοιπο του έτους, η συνδυασμένη δράση α) επιχειρήσεων (με περιορισμό του κόστους), β) κυβέρνησης (με μέτρα ελάφρυνσης και στήριξης του τραπεζικού δανεισμού) και γ) τραπεζών (με “πάγωμα” χρεολυσίων, αναχρηματοδοτήσεις και νέο δανεισμό), θα μπορέσει να βάλει επιτυχώς “φρένο” στη χρηματοοικονομική ασφυξία ενός σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων.

Τα παραπάνω επισημαίνει η Εθνική Τράπεζα σε μελέτη της για τις επιπτώσεις της κρίσης του Covid-19 στη ρευστότητα των επιχειρήσεων, εντοπίζοντας τις υψηλότερες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης στον κλάδο του εμπορίου (12 δισ. ευρώ) και τις πιο επείγουσες στην εστίαση (55% των πωλήσεων).

Υποθέτοντας ότι η πανδημία στην Ελλάδα θα παραμείνει υπό έλεγχο μέχρι το τέλος του έτους και σε αντιστοιχία με ένα σενάριο συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά 7,5% στο σύνολο του 2020, η Εθνική Τράπεζα εκτιμά ότι οι πωλήσεις του επιχειρηματικού τομέα θα μειωθούν κατά 19% το 2020 (δηλαδή, περίπου κατά 50 δισ. ευρώ).

Η εν λόγω πτώση της ζήτησης (παρά την προσπάθεια περιορισμού του κόστους μέσω, μεταξύ άλλων, μείωσης της δαπάνης για πρώτες ύλες από την πλευρά των επιχειρήσεων) εκτιμάται ότι θα περιορίσει τα ταμειακά διαθέσιμα για το 84% του επιχειρηματικού τομέα, δημιουργώντας το κενό ρευστότητας της τάξης των 33 δισ. ευρώ.

Η έγκαιρη υιοθέτηση μέτρων από την κυβέρνηση (όπως επιδοτήσεων εργασιακού και ασφαλιστικού κόστους, καταβολής επιδομάτων για εργαζόμενους με αναστολή συμβάσεων, επιδότηση επιτοκίων, αναστολή πληρωμών φόρων και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, βραχυπρόθεσμες ταμειακές διευκολύνεις), σε συνδυασμό με την άμεση αντίδραση των τραπεζών να “παγώσουν” την πληρωμή χρεολυσίων, περιόρισε το παραπάνω κενό κατά περίπου 12 δισ. ευρώ.

Υποθέτοντας ότι οι επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν το ½ του διαθέσιμου “ταμειακού μαξιλαριού” που έχουν (περίπου 6 δισ. ευρώ), το εναπομείναν κενό ρευστότητας περιορίζεται στα 15,5 δισ. ευρώ, το οποίο η ΕΤΕ εκτιμά ότι μπορεί να καλυφθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του από την αξιοποίηση των εγγυοδοτικών προγραμμάτων και των ΤΕΠΙΧ (9 δισ. ευρώ), καθώς και την παροχή νέων δανείων και αναχρηματοδοτήσεων, όπως και την πληρέστερη χρήση των πιστωτικών γραμμών.

Όπως επισημαίνει η ΕΤΕ, αν η έντονη συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με την πρωτοφανή κάμψη του κύκλου εργασιών του επιχειρηματικού τομέα κατά 31,8% ετησίως το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μέσω κατάλληλων δράσεων από τις επιχειρήσεις και επαρκή βοήθεια από το κράτος και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τότε μπορεί να δημιουργηθούν σοβαρές δυσλειτουργίες στο κύκλωμα διάχυσης της ρευστότητας στην οικονομία, οδηγώντας ακόμη και σε χρηματοοικονομική ασφυξία. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να εξαντλήσει τα όρια αντοχής ακόμη και υγιών επιχειρήσεων, οδηγώντας σε αθετήσεις υποχρεώσεων, κλείσιμο επιχειρήσεων, συρρίκνωση της απασχόλησης και ακόμη πιο βαθιά ύφεση.

Ο αντίκτυπος του Covid-19 στις επιχειρήσεις

Η μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ στηρίζεται στα ευρήματα από μια λεπτομερή επιχειρηματική ανάλυση δείγματος 30.000 επιχειρήσεων, οι οποίες αντιστοιχούν στα ⅔ τον πωλήσεων στο σύνολο της οικονομίας και στο μισό περίπου ΑΕΠ, ομαδοποιημένων σε 11 βασικούς κλάδους.

Στην ανάλυση συνεκτιμώνται δημοσιονομικά μέτρα και τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας που ενεργοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες σε συνδυασμό με επιπρόσθετα μέτρα με εφαρμογή στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, τα οποία συνδυαστικά εκτιμάται ότι υπερβαίνουν τα 17 δισ. ευρώ με τουλάχιστον τα ⅔ από αυτά να στοχεύουν, έμμεσα η άμεσα, στη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.

Βάσει του μοντέλου που χρησιμοποιεί, η μελέτη της ΕΤΕ εκτιμά ότι η πτώση του επιχειρηματικού ΑΕΠ (εκτιμώμενου βάσει των εισοδημάτων των παραγωγικών συντελεστών στον επιχειρηματικό τομέα) θα είναι της τάξης του 12% το 2020 (περίπου 10 δισ. ευρώ), αντανακλώντας συρρίκνωση των λειτουργικών κερδών κατά 15% (περίπου 7 δισ. ευρώ) και πτώση του εισοδήματος εργασίας κατά 3 δισ. ευρώ (-8% σε ετήσια βάση συμπεριλαμβανομένων των μέτρων στήριξης).

Η μείωση των συγκεκριμένων μεγεθών (κερδών και αμοιβής εργασίας) σε επίπεδο Οικονομίας θα είναι σημαντικά ηπιότερη 10,0% και 5,8% ετησίως αντίστοιχα λόγω, κυρίως, της ανθεκτικότητας της δραστηριότητας του δημόσιου τομέα (συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επενδύσεων και του τομέα υγείας) και του πρωτογενούς τομέα. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις είναι συμβατές με ετήσια συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020.

Ως εκ τούτου, στο σκέλος της αγοράς εργασίας, η μείωση της απασχόλησης στο σύνολο της οικονομίας αναμένεται να κορυφωθεί το 3ο τρίμηνο, με άνω του 90% από την απώλεια θέσεων εργασίας να προέρχεται από τον επιχειρηματικό τομέα.

Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας θα κορυφωθεί το 3ο τρίμηνο, αλλά θα επανέλθει άμεσα σε πτωτική τάση και σε επίπεδα αισθητά χαμηλότερα του 20% το 4ο τρίμηνο του 2020. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποθέτουν ότι η υγειονομική κρίση παραμένει υπό έλεγχο στο υπόλοιπο του έτους – με χρήση στοχευμένων μόνο παρεμβάσεων – χωρίς την ανάγκη λήψης εκτεταμένων περιοριστικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο και χωρίς σημαντική αύξηση της αβεβαιότητας στο υπόλοιπο του έτους.

Εξίσου σημαντικό, επισημαίνει η ΕΤΕ, είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει χρηματοδοτήσει δύο προγράμματα εγγύησης δανείων, που δυνητικά θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων τραπεζικών δανείων αξίας περίπου 9 δις. ευρώ. Όπως έχει γράψει το Capital.gr, σήμερα πρόκειται να εκκινήσει το νέο ΤΕΠΙΧ ΙΙ και να σταλεί από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα στις τράπεζες η πρόσκληση για την δεύτερη φάση του Ταμείου Εγγυοδοσίας με την ενεργοποίηση επιπλέον κρατικών εγγυήσεων 1 δισ. ευρώ.

https://www.capital.gr

loading...