Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΕΝ ΖΩΗ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ 1940

Ο Δημήτριος Κάλμπαρης, γεννημένος στις 16 Φεβρουαρίου 1917 στην Μακρινίτσα (σχεδόν 104 ετών), είναι ο μεγαλύτερος από τους λίγους επιζώντες μαχητές του 1940.
Φέτος, ογδόντα χρόνια από τότε αφηγείται, συγκινείται και συγκινεί:
“Στις 28 Οκτωβρίου άκουγα παράξενα πράγματα στον δρόμο και αναρωτιόμουν τι συνέβαινε. Φτάνω στο τσαγκάρικο, έρχεται κάποιος και μου λέει: «Τι κάνεις εδώ; Έχουμε πόλεμο».
Στον δρόμο έπεσα πάνω σε κάτι κοπέλες, που ανήκαν στην ΕΟΝ, την νεολαία του Μεταξά. Με ρώτησαν τι σκοπό είχα. Απάντησα ότι πήγαινα να πάρω ρούχα και να παρουσιαστώ. Από τα αδέρφια μου, κανείς άλλος δεν πολέμησε.
Μαζευτήκαμε όλοι οι κληρωτοί σε μία γέφυρα στον Ξηριά και μας έδωσαν ιματισμό, παπούτσια και μία κουραμάνα. Την έβαλα στο σακίδιο, άλλο βάρος δεν είχα. Προτού ξεκινήσω, η μάνα μου, μου έραψε στην μάλλινη φανέλα, ένα φυλαχτό με ένα κομμάτι από Τίμιο Ξύλο. Αυτό με έσωσε. Έτρωγα σφαίρες πολλές. Υπέφερα πάρα πολύ. Δεν έπρεπε να ζω εγώ τώρα.
Μόλις νύχτωσε, μας πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό. Μας έβαλαν σ’ ένα τρένο. Επιβιβαστήκαμε σε κλειστά βαγόνια, αυτά που έβαζαν τα ζώα. Το Τάγμα απαρτιζόταν από Βολιώτες. Ο Λοχαγός μου λεγόταν Δημήτριος Τζανάκης, Διμοιρίτης μου ήταν ο Δημήτρης Σφυάκης, που είχε το γυαλάδικο πίσω από την καπνοβιομηχανία Ματσάγγου. Σκοτώθηκε στο μέτωπο, όπως και όλο σχεδόν το Τάγμα μου. Ελάχιστοι γυρίσαμε πίσω.
Προορισμός μας ήταν η Καλαμπάκα. Κατέβηκε ένας Ταγματάρχης και μας είπε δύο λόγια: «Παιδιά, αυτή την ώρα, ο εχθρός μπήκε στην Ελλάδα και μας παίρνει τα εδάφη».
Από την Καλαμπάκα, φτάσαμε στα σύνορα με τα πόδια. Νύχτα μετακινούμασταν. «Πρέπει πάση θυσία να τους κρατήσουμε», ήταν η διαταγή. Βαδίζαμε την νύχτα από τους δρόμους. Την ημέρα περνούσαμε μέσα από μονοπάτια και δάση, για κάλυψη. Οι Αξιωματικοί είχαν βγάλει τα διακριτικά τους. Ήμασταν όλοι αδέρφια. Όλοι ίδιοι. Μας έλεγαν: «Ό,τι έχετε παραπανίσιο, πετάξτε το. Κρατήστε μόνο το όπλο σας και πυρομαχικά». Μας είχαν οι μανάδες μας πράγματα. Άλλος κουβέρτα, άλλος μια αλλαξιά ρούχα».
Η εκδήλωση της ιταλικής επιθέσεως στο Καλπάκι, ήταν άνιση για τους Έλληνες στρατιώτες. Οι ιταλικές δυνάμεις υπερτερούσαν. Βρήκαμε τα πτώματα, όταν φτάσαμε στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Μια ρεματιά μάς χώριζε με τους Ιταλούς.
Ένα πρωί ήμασταν στο αμπρί, μες στο χιόνι. Ένας πρώτος ξάδερφός μου, Δημήτρης Νταβλαμάνας λεγόταν, σηκώθηκε όρθιος, γιατί είχε ξεπαγιάσει. Ένα βήμα έκανε. Του έριξε ένας Ιταλός, πετυχαίνοντάς τον στα μηνίγγια. Κοίταξα να δω πού ήταν χτυπημένος. Αίμα δεν έτρεξε, αλλά είχαν χυθεί τα μυαλά του έξω.
Περνούσαμε μέσα από χαράδρες. Φοβερό κρύο. Πάγους είχαν πιάσει κάτω. Άκουγες παλικάρια δύο μέτρα να εκλιπαρούν: «Δεν μπορώ άλλο από το κρύο». Και πάρτον κάτω.
Πολλοί πέθαναν από κρυοπαγήματα. Το κρύο είναι χειρότερο και από σφαίρες. Δεν παλεύεται. Με την σφαίρα καθαρίζεις. Την τρως και τέρμα. Ο χειμώνας του ’40 ήταν φοβερός. Άσε την πείνα και την ψείρα…
Εύχομαι να μην ξαναδεί πόλεμο ο κόσμος!
Πολέμησα το 1940 τους ιταλούς και αν χρειαστεί και με καλέσουν, θα πάω να πολεμήσω και τους τούρκους….
https://www.libre.gr/

loading...